Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Η κομμένη φωτογραφία


     Το ξύλινο κουτάκι με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον μισαντρά του χωριού αποτελούσε ευκαιριακή προσφυγή του, ακόμη κι όταν είχαν πια μεταδημοτεύσει, καθώς ο θάνατος είχε αφήσει πολλά ερωτηματικά γύρω του. Οι περισσότερες απεικόνιζαν τον εκλιπόντα θείο σε νεανική (πώς αλλιώς) ηλικία ή τον πατέρα στην εποχή της στρατιωτικής θητείας, ελάχιστες ακόμη συγγενείς ή φίλους. Του κινούσε πάντοτε την περιέργεια μια εντελώς αταίριαστη, για δύο λόγους. Ο πρώτος γιατί απεικόνιζε τη γιαγιά Λένω, ασυνήθιστα νέα, ντυμένη (στα μαύρα βέβαια) κάπως πιο επίσημα, και τον πατέρα του δίπλα, με ρούχα της πόλης και τιράντες, νέο κι αγέρωχο. Ο δεύτερος γιατί ήταν κομμένη και της έλειπε το πάνω δεξί μέρος δίπλα στον πατέρα. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε περιορισμός στις ερωτήσεις που μπορούσαν να τεθούν, χωρίς πάντως ρητή απαγόρευση. Αργότερα, όταν οι απεικονιζόμενοι είχαν αποβιώσει και ο κόσμος και οι οικογενειακοί ρόλοι είχαν αλλάξει, πήρε την απάντηση από τη μάνα του, όσα τέλος πάντων ήξερε κι εκείνη. Όταν λοιπόν ο Μ. απολύθηκε από το ναυτικό, το δύσκολο έτος 1948 του εμφυλίου, το ορεινό χωριό της Ηπείρου είχε εκκενωθεί με κυβερνητική εντολή και οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν είτε σε μια γειτονική κωμόπολη είτε στην πρωτεύουσα του νομού. Όντας απαγορευτική η επιστροφή, αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα κάνοντας ευκαιριακές δουλειές. Τότε ήταν που, όπως συνηθιζόταν, ιδιοποιήθηκε ένα οικόπεδο στο Πέραμα. Στην ίδια περιοχή φαίνεται πως γνώρισε την αποκεκομμένη της φωτογραφίας. Τελειώνοντας ο εμφύλιος, με τον επαναπατρισμό τέλειωσε και η υπομονή της Λένως. Μολονότι ζούσε ακόμη ο άντρας της, πήρε η ίδια τον δρόμο για την πρωτεύουσα. Με τι ελληνικά, τι χρήματα, τι γεωγραφικές γνώσεις, κανείς δεν ξέρει. Εμφανίστηκε στο Πέραμα και με τη φωτογραφία του παλικαριού στο χέρι έφτασε στον προορισμό της. Αναφώνησε, λέει, τη φράση "το δικό μου το παιδί", κι ως εκεί ξέρουμε. Ο Μ. πάντως επέστρεψε μαζί της στο χωριό. Δεν δόθηκε ποτέ κάποια εξήγηση, πώς βρέθηκαν στην ίδια φωτογραφία μάνα, γιος και αποκομμένη. Ούτε αν η τελευταία ήταν το ίδιο πρόσωπο με μια όμορφη ποδηλάτισσα σε ημιαστικό τοπίο, άλλης φωτογραφίας στο ίδιο ξύλινο κουτί.



Αγαθοκλής Αζέλης

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ: Αζέλης Αγαθοκλής, Τύπος και κρίση


  

 Αζέλης, Αγαθοκλής, Τύπος και κρίση. Οι αντιπαραθέσεις για πολιτική κρίση και μεταρρυθμίσεις στον Ελληνικό Τύπο από την ήττα του 1897 έως το Κίνημα του 1909 στο Γουδή, Λογείον: Τρίκαλα 2014 (σ. 319)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΧΕΤΙΚΙΣΤΕΣ μεταμοντέρνους θεωρητικούς, ο ιστορικός είναι ένας τεχνικός της εξουσίας ή της αντι-εξουσίας: κατασκευάζει μηχανές άσκησης πειθούς. Δομεί και αποδομεί δίκτυα συναίνεσης. Θεωρεί άπιαστο όνειρο ή και ιδεολόγημα την πιστότερη κατά το δυνατόν ανασυγκρότηση της ιστορικής πραγματικότητα;. Τον ενδιαφέρει μόνο η προβολή του παρόντος του στο παρελθόν. Επομένως, διαπράττει κατά συρροήν το προπατορικό αμάρτημα του αναχρονισμού.
Για τους μοντέρνους θεωρητικούς της ιστορίας, αντίθετα, ο ιστορικός είναι ένας προνομιακός συνομιλητής των νεκρών, επιφανών και αφανών. Ένας Σίσυφος που φαντασιώνεται ότι μπορεί να κατορθώσει το ακατόρθωτο: όχι μόνο να ανοίξει διάλογο με το παρελθόν. αλλά και να δημιουργήσει τι; προϋποθέσεις, ώστε να συμπέσουν το ιστορικό παρελθόν, δηλαδή αυτό που κατασκευάζεται διυποκειμενικά από την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, με το πραγματικό παρελθόν, δηλαδή αυτό που όντως συνέβη. Ή, αλλιώς, να ταυτιστούν το πεδίο της ιστορικής ερμηνείας με αυτό της ιστορικής αλήθειας. Κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί παρά να θεωρείται έκπτωτη κάθε μορφή του λεγομένου πρακτικού παρελθόντος, δηλαδή, από τη μια πλευρά, η χειραγωγημένη ή και προγραμματικά ιδεολογικοποιημένη ιστορία και, από την άλλη, η βιωμένη ιστορία, που είναι διάστικτη από συμφέροντα και από την ανάγκη του καθημερινού προσανατολισμού καθενός μας. Αν μπείτε στον πειρασμό να ξεκινήσετε την ανάγνωση του βιβλίου του Αζέλη από τα παραθέματα που προτάσσονται, (θα εντοπίσετε τις συντεταγμένες των επιστημολογικών, ιστοριογραφικών και αξιακών παραδοχών του συγγραφέα. Θα αντιληφθείτε ότι αυτός κινείται στο ευρύχωρο πλαίσιο της μοντέρνας ολιστικής ιστορίας του δεύτερου παραδείγματος που αναφέρθηκε. Διαθέτει όμως ένα σπάνιο συγκριτικό πλεονέκτημα: την πολύπλευρη συγκρότηση του διανοουμένου, την ευρύτητα του πνεύματος, που του δίνει το δικαίωμα να μιλά με την ίδια ζέση και για τα σύνθετα και για τα ταπεινά, καθώς γνωρίζει ότι μέσα στο μικρό κρύβεται το μεγάλο, ενώ και το μεγάλο προκύπτει συχνά από διευρυμένους ομόκεντρους κύκλους. Ταυτόχρονα, όμως, το αναγνωστικό ενδιαφέρον πρέπει να τραφεί και από το Επίμετρο του βιβλίου: όχι μόνο γιατί διαφαίνεται εκεί μια ιστορική αναλογία μεταξύ της κρίσης της σήμερον και της κρίσης με την οποία ασχολείται ο συγγραφέας —θέμα επίμαχο καθ΄ εαυτό η ιστορική αναλογία και η ερμηνευτική της εμβέλεια— αλλά και γιατί η όλη προβληματική του Αζέλη μάς βοηθά να αντιληφθούμε τις ποικίλες διαστάσεις της σχέσης που υπάρχει μεταξύ πληροφορίας και σχολιασμού σε καιρούς συγκρουσιακούς.
Ο Αζέλης δεν αντιλαμβάνεται τον τύπο της περιόδου που μελετά σαν κάτοπτρο. Ούτε είναι θιασώτης μιας αφυδατωμένης ιστορίας που εργαλειοποιεί τις κειμενικές της πηγές. Απεναντίας, αναπτύσσει την έρευνά του στο πλαίσιο της νέας διεπιστημονικής πολιτισμικής ιστορίας. Ταυτόχρονα. δίνοντας τη σημασία που της αρμόζει στη λειτουργία της γλώσσας ως φίλτρου της πραγματικότητας ή και ως καταστατικού ενδιάμεσου μεταξύ πραγματικού και υπό όρους αληθούς, ερωτοτροπεί και με τις ήπιες εκδοχές του ιστοριογραφικού μεταμοντερνισμού, όπως αποδεικνύει άλλωστε και η εξοικείωσή του με τα γλωσσολογικά εργαλεία.
Στην ουσία ο Αζέλης επιλέγει την ερμηνευτική στρατηγική της σύγκρισης και της συγκειμενοποίησης των εφημερίδων που εξετάζει, τόσο στο μικροεπίπεδο του μεμονωμένου άρθρου όσο και σε αυτό της ιδεολογικής τοποθέτησης και της πολιτικής μιας εφημερίδας ή, πολύ περισσότερο, και ενός αστερισμού εντύπων. Παράλληλα. η διεπιστημονική βάση της έρευνάς του συνεισφέρει κατά πολλούς τρόπους στην κατανόηση και αποτίμηση της επιρροής του τύπου (η λεγόμενη press effect) στην ιδεολογική ταυτότητα και την κομματική στράτευση του πολίτη, όπως επίσης στην χαρτογράφηση της πολιτικής ιδεολογίας και γενικότερα του πολιτικού φαντασιακού στην Ελλάδα στο μεταίχμιο 19ου και 20ού αιώνα. Συγχρόνως, καίρια είναι η συμβολή του στο πεδίο της ιστορίας των πολιτικών εννοιών. ΙΙαρά τις προαναφερθείσες παραδοχές, είναι ανάγκη όμως να έχουμε μια τάξη μεγέθους για το τιράζ των εφημερίδων, ώστε να μη μεγιστοποιείται ο βαθμός επίδρασης του ελληνικού και ειδικότερα του αθηναϊκού τύπου. Είναι γνωστό ότι μεταξύ των ετών 1887-1897 το τιράζ της Ακροπόλεως κυμάνθηκε ανάμεσα στα 10.000 και 18.000 φύλλα ημερησίως. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η κρίση του 1909 αύξησε σημαντικά τη ζήτηση. Στη συγκυρία αυτή, η Πατρίς, λόγου χάρη, ανέβασε την ημερήσια κυκλοφορία της στα 30.000 φύλλα. Όπως διαπιστώνει ο Νίκος Μπακουνάκης στο βιβλίο του Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ; Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ός αιώνας. Πόλις, Αθήνα 2014, η ποσοτική απογείωση του ελληνικού τύπου θα γίνει μόλις στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, όταν θα εκδοθεί το Ελεύθερον Βήμα (1922) και η Ελλάδα θα ζήσει τους σεισμικούς κραδασμούς της Μικρασιατικής Καταστροφής, την εσωτερική αναδίπλωση και την πολιτική αστάθεια του Μεσοπολέμου. Γενικότερα, πάντως, έχει διαπιστωθεί ότι ο ελληνικός τύπος άνθησε σε περιόδους έντονων πολιτικών κρίσεων.
Πτυχή της νέας πολιτισμικής ιστορίας (που μελετά ανθρώπινα σύνολα) μπορεί να θεωρηθεί και η νέα διανοητική ιστορία (που μελετά ατομικές περιπτώσεις διανοουμένων, λόγους και νοηματοδοτικές πρακτικές). Κάνω την τεχνική αυτή επισήμανση, προκειμένου να υπογραμμίσω τη συμβολή της ποσοτικής ανάλυσης που επιχείρησε ο Αζέλης —αναφορικά με τα δομικά στοιχεία της ύλης του ελληνικού τύπου κατά την περίοδο 1897-1909— στην κατανόηση της ειδικής σημασίας που είχαν οι επιφυλλίδες στη δομή των εφημερίδων, τόσο υπό τύπον σχολίου της επικαιρότητας όσο και ως αφήγηση δραματικών καθημερινών ιστοριών, όταν βεβαίως δεν επρόκειτο για καθαρή λογοτεχνία σε συνέχειες ή αλλιώς για λογοτεχνική δημοσιογραφία (feuilleton). Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ιωάννη Κονδυλάκη αλλά και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Οι επιφυλλίδες ήταν δηλαδή κείμενα «κριτικής υποκειμενικότητας», που ενσάρκωναν την έκφραση έγκυρης γνώμης εκ μέρους καταξιωμένων διανοουμένων και λογοτεχνών, «αφηγηματοποιώντας το καθημερινό» ή «εκλογοτεχνίζοντας» τον δημοσιογραφικό λόγο. Μια απλή σύγκριση με τον σύγχρονο ελληνικό τύπο δείχνει το μεγάλο ρήγμα. που τον χωρίζει από τον παλαιότερο στο ζήτημα αυτό. H κυριαρχική παρουσία των επιφυλλίδων σε όλο σχεδόν τον ελληνικό τύπο της περιόδου είναι προφανώς σοβαρή ένδειξη του τρόπου αντιμετώπισης της διανόησης ως δημιουργού ιδεών και ως διαμορφωτή της κοινής γνώμης. Αλλά ο tempora, ο mores! Βεβαίως η κυριαρχία των επιφυλλίδων στην ύλη των εφημερίδων σχετίζεται αιτιακά με τη δεσπόζουσα θέση που απολάμβανε ο δημοσιογράφος-λογοτέχνης στην εσωτερική ιεραρχία των εντύπων. Κάτι που όμως έγινε παρελθόν για ευνόητους λόγους— μετά το 1922. αφού πλέον βάραινε ιδιαίτερα η παρουσία του δημοσιογράφου-ρεπόρτερ (Μπακουνάκης, 2014: 209). Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι υποβαθμίστηκε δραστικά, σε όλο το φάσμα του ελληνικού τύπου, ο ρόλος του διανοουμένου και του επιστήμονα. Ας πούμε, στο Ελεύθερον Βήμα η θέση τους παρέμεινε ισχυρή, διαμορφώνοντας έκτοτε μια εδραία παράδοση πολλών δεκαετιών (Μπακουνάκης, 2014: 210).
Θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρον —και για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα πρωτότυπο— το κεφάλαιο στο οποίο ο συγγραφέας προβαίνει στην συγκριτική ανάλυση των τίτλων των άρθρων που αποδελτίωσε. Αν και είχα διαμορφώσει την προσδοκία ότι οι εφημερίδες που κινούνται στον αντί-φιλελεύθερο αστερισμό ή, αν θέλετε. στο νεφέλωμα που εγώ έχω αποκαλέσει «πολιτικό ανορθολογισμό», θα υπερθεμάτιζαν σε συναίσθημα και άρα στη μεταφορική και όχι κυριολεκτική, όπως και στη μη σχετική και μη αξιακά ουδέτερη λειτουργία της γλώσσας των τίτλων, η έρευνα του Αζέλη με διέψευσε πανηγυρικά. Γιατί απέδειξε: πρώτον, την απόλυτη διασπορά της νοηματικής ρευστότητας και εκφραστικής διολίσθησης σε όλο το φάσμα του ελληνικού τύπου της περιόδου που μελετάται και. δεύτερον, ότι οι επιλογές που γίνονται από έντυπα τα οποία ανήκουν στην ίδια, σε γενικές γραμμές, ιδεολογικοπολιτική συζυγία, μπορεί να αποκλίνουν σημαντικά μεταξύ τους. Ενδεικτικά αξίζει να επισημανθεί η έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στη Νέα Ημέρα και τον Χρόν).
Η ίδια ανάλυση δείχνει επίσης πως, παρά το γεγονός ότι η προτρεπτική, δηλαδή η άμεσα προπαγανδιστική. γλωσσική λειτουργία στους τίτλους, δεν χαρακτηρίζει στο σύνολό του τον ελληνικό τύπο της εποχής. Και μάλιστα —κι αυτό είναι το παράδοξο— σε περίοδο δομικής κρίσης του πολιτικού συστήματος της χώρας. Εντούτοις, στην αύξουσα κλίμακα της άμεσης πολιτικής παρώθησης των αναγνωστών για λόγους πολιτικής «εντυπωσιοθηρίας» δεσπόζει η πιο εκσυγχρονιστική, καινοτόμος αλλά και «γειωμένη» ταυτόχρονα εφημερίδα, η Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη, η οποία, ως γνωστόν, ιδρύθηκε το 1883. Πάντως, και αυτή με όχι υψηλό ποσοστό (μόλις 13,51%) και όχι ευδιάκριτο προτρεπτικό ρόλο. Ας αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι, κατά τον Μπακουνάκη. όλες οι εφημερίδες οι οποίες εκδόθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα ακολούθησαν πιστά ή και αντέστρεψαν το πρότυπο της Ακροπόλεως. Όπως γράφει, οι εκδότες τους «ήταν "παιδιά' του Βλάση Γαβριηλίδη και σε αρκετές περιπτώσεις, τα "κακά" παιδιά» (Μπακουνάκης, 2014: 195). Είναι προφανές ότι αναφορικά με τον βαθμό επίδρασης ή ηγεμονίας των προτύπων που διαμόρφωσε ο Γαβριηλίδης, Αζέλης και Μπακουνάκης αλληλοσυμπληρώνονται.
Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο που έχει ιδιάζουσα σημασία είναι η διαπίστωση του συγγραφέα ότι η μόνη εφημερίδα που πληρούσε όλα τα κριτήρια μιας εφημερίδας γνώμης είναι —ανέλπιστα κατ’ εμέ τουλάχιστον— η Νέα Ημέρα, δηλαδή η ναυαρχίδα της αντικοινοβουλευτικής αποδόμησης, για να προσφύγω κι εγώ σε ένα ρητορικό αναχρονισμό.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω τη συμβολή του Αγαθοκλή Αζέλη στη μετακένωση στην ελληνική ιστοριογραφία προβληματισμών, μεθόδων και αναλυτικών εργαλείων από τη γερμανική και αυστριακή ιστοριογραφία και γενικότερα τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες του γερμανόφωνου χώρου. Είναι παράδοξο αλλά τόσο αληθινό ότι παρά την ομφάλια σχέση που έχει η ελληνική διανόηση με τη γερμανική ήδη από τα χρόνια της συγκρότησης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αυτή η σχέση μόνο συνεχής και αμετάπτωτη δεν υπήρξε, καθώς εξακολουθεί να υπονομεύεται από την ίδια την τραυματική ιστορική εμπειρία του ελληνικού λαού και από τις πολιτικές ηγεμονισμού που εφαρμόζει η γερμανική κυβέρνηση. Αίτια αμφότερα της δημιουργίας ενός κλίματος αμοιβαίας καχυποψίας και μνησικακίας, που δυσχεραίνει αφάνταστα την αλληλοκατανόηση και την ιστορική συμφιλίωση των δυο λαών.
Γιώργος Κόκκινος

ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, 13-14 (2015-2016)