Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Η κυρία «;»


Στην Τετάρτη δημοτικού τους άφησε πλέον η γλυκομίλητη κυρία Σύνα και τους ανέλαβε η κυρία … -αδυνατεί να θυμηθεί το όνομά της. Συμβαίνει αυτό σε βάθος χρόνου, όταν η μνήμη κάνει τις εκκαθαρίσεις της και κρατάει τα σημαντικά θετικά και αρνητικά περιστατικά και κάποια ακόμη για ακαθόριστο λόγο, αφήνοντας τα συνηθισμένα να καταπέσουν στο βάραθρο της λήθης. Μπορεί πάντως να τη λέγαν και Μαρία. Όπως και να έχει δεν θα είχε απομείνει κάποιο ίχνος της, αν δεν είχε λάβει χώρα ο άγριος τσακωμός του με κάποιους συμμαθητές του. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε επινοηθεί ακόμη το μπούλιγκ. Οι μαθητές από τα καλά σπίτια ήταν πάντως άτεγκτοι με τον διαφορετικό, που εκτός από τους γενικούς χωριάτικους τρόπους και τη ζωηράδα, δεν μπορούσε να μιλήσει με τους άλλους ούτε για τον Ιβανόη ούτε για τον Άγνωστο Πόλεμο και τον Παράξενο Ταξιδιώτη, γιατί δεν είχε τηλεόραση στο σπίτι. Όταν μάλιστα ο άλλος τους νικούσε στα χαρτάκια, καθώς είχε κολλημένα δύο μαζί, ώστε να πηγαίνει το δικό του βολίδα στο τέρμα και να ρίξει πρώτος όλα τα χαρτάκια των παικτών να ρολάρουν στον αέρα και να κερδίσει όσα πέφταν από την καλή μεριά. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι όταν του ρίχτηκαν στο διάλειμμα –δεν θυμάται πια τον λόγο- κι εκείνος με την αγανάκτηση του εγκλωβισμένου αγριμιού τους στόλισε με τους ακατονόμαστους υβριστικούς όρους που μετέφερε ο πατέρας του στο σπίτι από την οικοδομή, μαζί με το μεροκάματο. Ούτε που κατάλαβε πότε το πρόλαβαν στη δασκάλα, που τον κάλεσε σε απολογία. Αντί να τον μαλώσει αμέσως, τον ρώτησε για την καταγωγή του και μετά του ζήτησε να της μεταφράσει μερικές λέξεις στα βλάχικα. Μέχρι τώρα θυμάται ότι μία από αυτές ήταν αούα (σταφύλι). Μετά από τα ακατανόητα προκαταρκτικά άρχισε η επίπληξη, ότι θα έπρεπε να πέσει στα γόνατα και να ζητήσει έλεος από τον Θεό κι εκείνος θα έκρινε αν θα τον συγχωρούσε και να μη διανοηθεί να το ξανακάνει και άλλα πολλά. Δεν θυμάται αν κάλεσαν τους γονείς στο σχολείο. Εκείνος μέσα του απορούσε γιατί απαγορεύεται στο σχολείο να μαλώνει με τη γλώσσα που μάθαινε από τον πατέρα του στο σπίτι και παραξενεύτηκε ακόμη περισσότερο όταν είδε στο ενδεικτικό τον βαθμό οκτώ, καθώς τις τρεις πρώτες τάξεις τις είχε περάσει με επτά.

Αγαθοκλής Αζέλης

Η μεταμόρφωση



Από τον δάσκαλο της πέμπτης θυμάται μόνο ότι είχε βαριά επαρχιώτικη προφορά, χτένιζε τα μαλλιά σεμνό κοκοράκι και χαιρόταν που ο μαθητής του καταγόταν από το Μέτσοβο. Του ζήτησε μάλιστα να του φέρει με την πρώτη ευκαιρία μια «βουτσέλα» από το χωριό, όπως την έλεγε, και τον αντιμετώπιζε θετικά, παρά τις δύο δυνατές ξυλιές που του έριξε σε μια ομαδική τιμωρία. Με βαθμό 9 προχώρησε στην τελευταία τάξη, στην οποία έγινε η μεταμόρφωση. Από αυτόν τον δάσκαλο δεν θυμάται μόνο το όνομά του, Γιάννης Π., αλλά κι ότι τους έκανε χιούμορ, λέγοντας μερικές φορές και ανέκδοτα, τα οποία όπως κατάλαβε στα πανεπιστημιακά του χρόνια, ήταν πολιτικά και μάλιστα είχαν αριστερή χροιά. Θυμάται επίσης ότι τους είχε συστήσει να αγοράσουν το «Κλειδί της Αριθμητικής» και το βιβλίο του Μάγου, ότι εμπιστεύτηκε τον μικρό μαθητή, ο οποίος νιώθοντας ασφάλεια και αναγνώριση έκανε μια αδιανόητη πορεία στη μάθηση, όχι μόνο παίρνοντας στο τέλος το δεκάρι, αλλά και περνώντας τις εισαγωγικές στο γυμνάσιο και μάλιστα σε πρότυπο. Άλλο που δεν μπορούσε να διανύσει την απόσταση με τα πόδια, ούτε υπήρχε αυτοκίνητο στην οικογένεια κι αναγκάστηκε να πάει στο συμβατικό γυμνάσιο της γειτονιάς, στην Καλλιθέα. Ήταν ο δάσκαλος που δεν αντιμετώπισε αφ’ υψηλού τη μάνα, όταν πήγε να ρωτήσει για την επίδοση. Δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι τους έφερε σε ένα χαρτοκιβώτιο έναν κανονικό σκελετό – τον δανείστηκε από τον γιό του που σπούδαζε ιατρική- που τον άπλωσε στην έδρα προκαλώντας φρίκη στον μικρό μαθητή, μολονότι είχε παραστεί σε ανακομιδές στο χωριό. Ο κύριος Π. είχε ξεκλειδώσει όχι μόνο την πόρτα του γυμνασίου αλλά και πολλές από τις επόμενες, τις οποίες κάποιοι άλλοι από αμέλεια ή ακόμη και σκόπιμα θα προσπαθούσαν να κλείσουν. Δεν μπόρεσε ποτέ να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, μολονότι μετά από είκοσι δύο χρόνια, έχοντας ολοκληρώσει το διδακτορικό, τον αναγνώρισε στο πρόσωπο ενός ασπρομάλλη ευγενικού κυρίου, ο οποίος περίμενε σε παράλληλη ουρά σε μια τράπεζα στο Κουκάκι, όπου εργαζόταν την πρώτη χρονιά της επιστροφής του στην Ελλάδα. Τα γόνατά του πάγωσαν από το δέος και δεν τον πρόλαβε στην έξοδο. Άρθρωσε όμως μέσα του μια δυνατή υπόσχεση, να παραδώσει αλλού τη δωρεά που κουβαλούσε τόσα χρόνια, κι ας μην τον χαιρετίσουν στην τράπεζα του μέλλοντος.

Αγαθοκλής Αζέλης

Η κυρία Σύνα



Πίσω του απεικονίζεται ένας χάρτης της Ελλάδας. Εκείνος με υπόνοια αχυρένιων μαλλιών κάθεται στο μονοκόμματο ξύλινο θρανίο εποχής. Κρατάει στυλό και το λευκό τετράδιο μπροστά του έχει μουτζούρες. Καμιά δεν είχε τολμήσει να τραβήξει ο ίδιος. Φοράει ποδιά μπλε, με το τριγωνικό σήμα στο ύψος της καρδιάς: 1ο Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας. Χρειάστηκε να περάσουν μήνες για να καταλάβει ότι ήταν κοριτσίστικη, κάπως μακριά, ενώ τα υπόλοιπα αγόρια, ευτυχώς πλην ενός, φορούσαν κάτι σε μέγεθος σακκακιού. Ούτε λόγος όμως να διορθωθεί το σφάλμα των αδαών και ενδεών γονέων. Προστέθηκε κι αυτό στις υπόλοιπες πληγές που τον διαφοροποιούσαν από τα άλλα παιδιά. Στα ελληνικά του έλειπαν μερικές φορές οι κατάλληλες λέξεις, οι τρόποι του ήταν χοντροκομμένοι, εκείνος ντροπαλός και επιθετικός συνάμα, κι από τους πιο κοντούς στην τάξη… Λοιπόν το στήσιμο για τη φωτογραφία το είχε φροντίσει η κυρία Σύνα, η δασκάλα. Ήταν τότε που κρατώντας τον από το χέρι, τον έσερναν οι δύο μεγαλύτερες αδελφές για το σχολείο, ενώ η γειτονιά έβγαινε στο μπαλκόνι από τα ξεφωνητά. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί αυτή η δασκάλα τού ήταν φύλακας άγγελος. Μεριμνούσε να παίρνει μια φορά τον χρόνο ρούχα από την πρόνοια και μια φορά από τη μάνα του ασθενικού συμμαθητή του Σ., τα οποία ποτέ δεν άντεξε να φορέσει στο σχολείο. Σε κάποια από τις τρεις πρώτες τάξεις βρήκε εκείνη τα χρήματα για να του προσφέρει την ευκαιρία να συμμετάσχει στην ημερήσια εκδρομή στην Αμάρυνθο. Έτσι αυτός ξόδεψε τα ναύλα που την τελευταία στιγμή του έδωσαν οι γονείς του -ο ίδιος φοβόταν ή ντρεπόταν να ζητήσει- για να αγοράσει τσιπς -απέμεινε κι ένα τάλιρο λαδωμένο στα περισσεύματα της σακούλας. Στο φόντο της φωτογραφίας απεικονίζονταν ένας χάρτης με τις εποχές του χρόνου και τις αντίστοιχες δραστηριότητες. Εκείνος έσφιγγε δυνατά το στυλό και τα φρύδια του. Κοιτούσε μπροστά. Όμως δεν είχε ακόμη συναίσθηση του μέλλοντος. Ούτε ότι θα του δινόταν η ευκαιρία να γίνει παρελθόν. Ούτε ότι δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να ευχαριστήσει την κυρία Σύνα, όταν πια θα γνώριζε τι έπρεπε να της πει και πώς.

Αγαθοκλής Αζέλης

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Η Βαυαρέζα




Όταν συμφωνήθηκε να γίνει κουμπάρος του Αυστριακού του φίλου Αλ., ο Αγ. προσκλήθηκε στο σπίτι της Βιεννέζας νύφης, για να γνωρίσει τη μητέρα της. Εκείνη τον υποδέχθηκε εγκαρδίως μιλώντας του σπαστά ελληνικά. Ήταν, λέει, Ελληνίδα. Για την ακρίβεια είχε μεταναστεύσει από την Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1940, αμέσως μετά τον πόλεμο. Ήταν μέλος της γερμανικής παροικίας της ΑΘήνας, βαυαρικής για την ακρίβεια, απόγονος των συμπατριωτών του Όθωνα, στρατιώτες και πολίτες, οι οποίοι τον συνόδευσαν κατά την κάθοδό του στην Ελλάδα για να αναλάβει τον θρόνο του νεότευκτου κράτους. Οι ναζιστικές θηριωδίες έκαναν δύσκολη τη διαμονή των αθώων εξελληνισμένων Βαυαρών και κάποιοι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία. Η μετέπειτα κυρία Μ. βρέθηκε στη μεταπολεμική Βιέννη. Χάρηκε πολύ που η κόρη της θα είχε Έλληνα κουμπάρο και κατά κάποιον τρόπο θα επανασυνδέονταν οι δεσμοί με την παλιά πατρίδα. Όμως και ο γαμπρός της κατά απίστευτη σύμπτωση ήταν εγγονός Έλληνα, αφού ο παππούς του είχε μεταναστεύσει στην προπολεμική Αυστρία από την Καβάλα. Ο γάμος έγινε την εποχή της επιστροφής του Αγ. στην Ελλάδα, μετά την περάτωση των σπουδών του. Η πολυάσχολη πρώτη φάση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας και οι οικογενειακές υποχρεώσεις σε συνδυασμό με την απόσταση έκαναν τους κουμπάρους να χάσουν επαφή και να απομείνουν θετικά συναισθήματα και ξεφυλλίσματα φωτογραφικών άλμπουμ. Πριν λίγες μέρες τηλεφώνησε κάποιος κύριος στο σταθερό του Αγ. Πρέπει να είναι ο Αλ., του είπε αναστατωμένη η γυναίκα του, η οποία είχε σηκώσει το τηλέφωνο. Μια ανδρική φωνή του συστήθηκε στα ελληνικά. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε γίνει η ολική επαναφορά. Αφορμή για το τηλεφώνημα ήταν ότι οι Αυστριακοί φίλοι σε λίγες μέρες θα έκλειναν είκοσι χρόνια γάμου και κάλεσαν τους κουμπάρους της θρησκευτικής τελετής για δείπνο. Σκέφτηκαν λοιπόν να ζητήσουν από τον Αγ., κουμπάρο στον πολιτικό γάμο, να παρίσταται στο δείπνο μέσω skype, ώστε να είναι όλοι μαζί. Αφού κανονίστηκε αυτό, ο Αλ. τον ενημέρωσε για τις υπόλοιπες εξελίξεις στην οικογένεια. Στην ηλικιωμένη χήρα μητέρα του έχει συνεχώς ανοιχτό ραδιόφωνο σε ελληνικό σταθμό, για να νιώθει μια επαφή με τον πολιτισμό προέλευσης του πατέρα της. Ο ίδιος κάνει ιδιαίτερο μάθημα ελληνικών με μια ελληνίδα υποψήφια διδάκτορα αρχαιολογίας. Όσο για την πεθερά του, βρίσκεται σε αρκετά προχωρημένη γεροντική άνοια. Μιλάει μόνον άψογα ελληνικά και νομίζει ότι βρίσκεται στην Αθήνα.

Αγαθοκλής Αζέλης

Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Η επιστράτευση


 Το λεωφορείο της γραμμής δεν αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες κι έτσι επιτάχθηκε κι ένα φορτηγό. Ο ντελάλης είχε περάσει από όλους τους μαχαλάδες. Όλοι οι άντρες μέχρι 45 χρονών έπρεπε να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού χωρίς καθυστέρηση. Οι υλοτόμοι και οι λίγοι κτηνοτρόφοι που έλειπαν στο δάσος έπρεπε να ειδοποιηθούν κι εκείνοι αμέσως. Ο ενδεκαετής Α. που απολάμβανε τις καλοκαιρινές του διακοπές από τη λάβρα της μακρινής πρωτεύουσας κοντά στη γιαγιά, είδε περνώντας τυχαία από την πλατεία την κοσμοσυρροή και σταμάτησε. Από όλες τις μεριές του χωριού μαζεύονταν άντρες με γεμάτα ταγάρια στον ώμο. Πολλούς τους ακολουθούσαν με πιο αργό βηματισμό γυναίκες, άλλες γριές με τις βαριές μετσοβίτικες φορεσιές, οι περισσότερες βουβές, άλλες νεότερες, θρηνολογώντας μια δυο, αρκετές από αυτές νιόπαντρες, κάποιες με μωρά της αγκαλιάς. Τα ήθη δεν επέτρεπαν δημόσιες αγκαλιές και φανερές εκδηλώσεις. Όμως τα περισσότερα πρόσωπα ήταν σφιγμένα, με το χωριό καμένο σε ερείπια στη μνήμη. Οι άντρες ανέβηκαν βιαστικά και πήραν θέση στα δύο οχήματα, όπως όταν πήγαιναν για αγγαρεία σε κοινοτικά έργα.
Στο μπακάλικο-ραφείο του Γιώργη, του εκ γενετής συνομήλικου φίλου του πατέρα του, τραυματία του εμφυλίου πολέμου από τη μεριά του κυβερνητικού  στρατού, είδε τον ιδιοκτήτη να κοιτάζει προς την κατεύθυνση της πλατείας σκεπτικός. -Δεν θα πας εσύ, θείε Γιώργη; ρώτησε ο μικρός. –Περάσανε για μας τα χρόνια, αγόρι μου, απάντησε εκείνος, με αδιευκρίνιστο ύφος περίσκεψης ή ανακούφισης, Για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1974 ο Α. χάρηκε που ο πατέρας του ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τους πατεράδες των περισσότερων φίλων του.

Αγαθοκλής Αζέλης