Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Αλέξης Πανσέληνος, Λάδι σε καμβά, Μεταίχμιο 2022. Το μυθιστόρημα των εφαπτομένων και των ματαιώσεων

                                                                             Με τι καρδιά, με τι πνοή,

                                                                              Τι πόθους και τι πάθος

                                                                               Πήραμε τη ζωή μας·

                                                                               (Γ. Σεφέρης, Άρνηση)

 

    Τι κάνει ένα μυθιστόρημα να ξεχωρίζει από τον μεγάλο αριθμό των άλλων εκδόσεων; Το θέμα; Η τεχνική της αφήγησης; Το όνομα του συγγραφέα ως εχέγγυο ποιότητας; Είναι ερωτήσεις που τίθενται διαρκώς, απαντώνται προσωρινά κι επανατίθενται με κάθε νέο ανάγνωσμα. Έτσι λοιπόν (επανα)τίθεται κι από την ταπεινότητά μου, κλείνοντας το τελευταίο βιβλίο του Πανσέληνου. Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται είναι ότι η αφήγηση κλείνει στην κατάλληλη στιγμή, σε μια όχι αφηγηματική αλλά αναστοχαστική περίσταση, ικανοποιώντας τεχνικά και αισθητικά, συνάμα όμως οδηγώντας στη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει κάθαρση, αντιθέτως κορύφωση του φόβου (και του ελέους;) στο κλείσιμο της ανάγνωσης, επομένως διαρκείας. Αυτό που στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος μοιάζει με μιαν απέριττη, καλογραμμένη, γνωστή (αν κι όχι προβλέψιμη) αφήγηση μιας εφηβείας, καταλήγει στο δεύτερο μέρος ως αντίστιξη σε μια διαρκή ανατροπή. Στο πρώτο μέρος έχουμε την ελαφρότητα και στο δεύτερο το βάρος, που όλο και μεγαλώνει. Στο πρώτο κυριαρχεί απλωμένη σε πολλές σελίδες η ανέμελη αθώα εφηβεία με ανοιχτές τις πόρτες στις προσδοκίες και τις προεκτάσεις, στο δεύτερο εκτυλίσσεται σε πυκνά επεισόδια διαψεύσεων η σταδιακή ματαίωση, με την κορύφωση της μεγάλης, αναδρομικής.

    Η υπόθεση του βιβλίου είναι γενικά γνωστή, καθώς έχουν ήδη, δικαίως, γραφτεί πολλά για το βιβλίο. Ο Σπύρος, ένας ταλαντούχος πολλά υποσχόμενος φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών ξεκινά τις σπουδές του με προσδοκίες που τις θεωρεί βεβαιότητες, νομίζει ότι ελέγχει τη ζωή του και τις επιλογές του, εισπράττει σε ένα δεκαπενθήμερο καλοκαιρινών διακοπών σε νησί την αναγνώριση νεαρών κοριτσιών ταλαντευόμενος μεταξύ λογικής και συναισθήματος, αναχωρεί έχοντας αφήσει πίσω του αναστάτωση κι έναν απεγνωσμένο έρωτα μιας μικρομέγαλης ανήλικης, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέχρι τότε φαίνεται να ελέγχουν το άτομο και οι ικανότητές του την ροή των πραγμάτων, έστω με ανατροπές. Στην συνέχεια το πολιτικό πλαίσιο πλημμυρίζει τον χώρο ισχύος του ιδιώτη κι αντιστρέφονται σταδιακά οι ρόλοι. Ο επίδοξος ζωγράφος αποστασιοποιείται σταδιακά από τις σπουδές και την τέχνη του, καθώς με την επιβολή της δικτατορίας ανατρέπεται όχι μόνο η τάξη στον δημόσιο βίο αλλά και στην οικογένειά του, με την εξορία του αριστερού πατέρα του και την εξ ανάγκης αντικατάστασή του στο οικογενειακό μαγαζί ηλεκτρικών ειδών από τον γιο, ο οποίος τελικά θα χρειαστεί να το επιλέξει ως μόνιμη επαγγελματική απασχόληση μέχρι την πρόωρη συνταξιοδότηση. Την επαγγελματική ματαίωση και την αποκαθήλωση των καλλιτεχνικών βλέψεων θα την συμπληρώσει η συντριβή της ερωτικής του αυτοπεποίθησης, όταν συνειδητοποιεί ότι μια γυναίκα με την οποία συνάπτει συμβιωτικό δεσμό διατηρεί παράλληλη σχέση. Η τελευταία κατά σειράν ματαίωση λαμβάνει χώρα στο πρόσωπο της πρώην μικρομέγαλης ανήλικης, η οποία έχει γίνει διάσημη ζωγράφος με ακριβοπληρωμένα έργα: ο Σπύρος ξεχνάει να επισκεφθεί εγκαίρως την έκθεσή της, δεν συναντά την ίδια, όμως εκείνη έχει αφήσει το ίχνος της, έναν πίνακα που αποτυπώνει τον απεγνωσμένο άγουρο έρωτά της, σαν μποτίλια στο πέλαγος, μήπως φτάσει σε αυτόν. Οι ρόλοι ισχύος και φυγής έχουν αντιστραφεί: ο κάποτε ισχυρός Σπύρος επιστρέφει στον ρόλο του συνταξιούχου πρώην εμπόρου στο μικρό διαμέρισμα της πρωτεύουσας, η δε πρώην θαυμάστριά του στον γιο της, στο Λονδίνο.

    Το μυθιστόρημα του Πανσέληνου είναι σπουδαίο, γιατί με λιτότητα και πυκνότητα μετουσιώνει σε αφήγηση μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, αναδεικνύοντας συνάμα την καθοριστική συνήθως επίδραση της ιστορικής συγκυρίας στην εξέλιξη της πορείας τους προς τη λύση ή την παγίωση. Συνάμα ο Πανσέληνος, αποδεικνύεται ακόμη μια φορά, είναι  λογοτέχνης ο οποίος, χωρίς να γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, διαθέτει  βαθιά αίσθηση της ιστορίας και της ιστορικότητας, συναισθάνεται την υπαρξιακή αδυναμία του ατόμου στην σισύφεια προσπάθειά του να ξεφύγει από μια διαδρομή για την οποία δεν γνωρίζει σε ποιο βαθμό επιλέγει και καθορίζει το ίδιο και σε ποιον η συγκυρία -αν δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «τύχη». Το ότι ο καμβάς στον οποίο στήνεται η αφήγηση δεν ξεπροβάλλει κατά την αφήγηση, δείχνει την καλλιτεχνική σοφία του συγγραφέα. Όπως άλλωστε και η επιλογή του τίτλου, ο οποίος ίσως αναφέρεται εμμέσως στο θέμα του βιβλίου, σχετικοποιώντας όμως συνάμα την αναφορά: Λάδι σε καμβά, θα μπορούσε να είναι πληροφορία για τα υλικά ενός πίνακα, εναλλακτικά όμως και η έμμεση πληροφορία ότι μας προσφέρει μια εναλλακτική αναπαράσταση ενός επιλεγμένου θέματος, η οποία εμπεριέχει σχετικότητα εστίασης, πιστότητας, ερμηνείας.

    Υ.Γ. Η λεπτομέρεια με τον πίνακα-μποτίλια στο πέλαγος μού θύμισε ενέργεια ενός γνωστού μου, ο οποίος σε μια μετάφρασή του πρόσθεσε την αφιέρωση “Fuer Dich, meine ewige Liebe” (για σένα παντοτινέ μου έρωτα), με την ελπίδα να τη διαβάσει κάποτε η αναχωρήσασα με τον τρόπο της ηρωίδας του διηγήματος. Τα όρια μεταξύ ζωής και τέχνης παραμένουν ακαθόριστα.

Αγαθοκλής Αζέλης