Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

Διεύθυνση

Δρόμος είναι μια γραμμή που οδηγεί κάπου

Υπάρχουν δρόμοι κλειστοί και ανοιχτοί

Δρόμοι που ανοιγοκλείνουν κατά περίπτωση

Δρόμοι εικονικοί και πραγματικοί

Πραγματικοί άνθρωποι που βαδίζουν

Σε εικονικούς δρόμους

Εικονικοί άνθρωποι που βαδίζουν

Σε πραγματικούς δρόμους

Υπάρχουν δρόμοι και διαδρομές

Δρόμοι που χάσκουν αχρησιμοποίητοι

Κι άλλοι πυκνοπερπατημένοι

Υπάρχουν δρόμοι αδιέξοδοι

Κι έξοδοι πάλι δίχως δρόμους

Διαδρομή σημαίνει και διεύθυνση

Η δική σου είναι

Μεσολογγίου και εξόδου γωνία


A. A.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Paul Celan: Τραγούδι μιας γυναίκας στη σκιά

Σαν έρχεται η σιωπηλή κι αποκεφαλίζει τουλίπες:

Ποιος κερδίζει;

Ποιος χάνει

Ποιος πάει στο παράθυρο;

Ποιος λέει πρώτος τα’ όνομά της;

 

Είναι ένας που φοράει τα μαλλιά μου.

Τα κουβαλάει στα χέρια του, όπως μεταφέρουνε νεκρούς.

Τα φοράει όπως φορούσε ο ουρανός τα μαλλιά μου τη χρονιά που αγαπούσα.

Τα φοράει έτσι από ματαιοδοξία.

 

Αυτός κερδίζει.

Αυτός δεν χάνει.

Αυτός δεν πάει στο παράθυρο.

Αυτός δεν λέει τ΄ όνομά της.

 

Είναι ένας που έχει τα μάτια μου.

Τα έχει από τότε που κλείνουνε  πύλες.

Τα φοράει στο δάχτυλο σαν δαχτυλίδια.

Τα φοράει σαν θραύσματα πόθου και ζαφείρι:

ήταν ήδη  αδερφός μου το φθινόπωρο.

Μετράει πια τις μέρες και τις νύχτες.

 

Αυτός κερδίζει.

Αυτός δεν χάνει.

Αυτός δεν πάει στο παράθυρο.

Αυτός λέει τ΄ όνομά της τελευταίο.

 

Είναι κάποιος που έχει ό,τι είπα.

Το κουβαλάει κάτω από το μπράτσο του σαν δέμα.

Το φοράει όπως το ρολόι τη χειρότερή του ώρα.

Το κουβαλάει από κατώφλι σε κατώφλι, δεν το πετάει.

 

Αυτός δεν κερδίζει.

Αυτός  χάνει.

Αυτός πάει στο παράθυρο.

Αυτός λέει πρώτο τ΄ όνομά της.

Αυτός αποκεφαλίζεται μαζί με τις τουλίπες.

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Στις μυλόπετρες του χρόνου. Πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση του συγγραφέα






                                                            




Στέργιος Πουρνάρας, Όταν η προσωπική ιστορία μεταπλάθεται σε λογοτεχνία

 https://aetos-grevena.blogspot.com/2023/01/2022_8.html


Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Ο Στέργιος Πουρνάρας, γράφει για το βιβλίο: Στις μυλόπετρες του χρόνου, ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΑΖΕΛΗΣ, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Οκτώβριος 2022

Όταν η προσωπική ιστορία μεταπλάθεται σε λογοτεχνία 
Ο Αγαθοκλής Αζέλης, συνάδελφος, φίλος και συγχωριανός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έμμισθος ερευνητής της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, καθηγητής στο αγγλόφωνο «Vienna International School» , εργάζεται από το 1997 στη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Κατά τα έτη 1999 - 2003 οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους του νομού Τρικάλων, ενώ παράλληλα συνέγραψε εξωσχολικά εκπαιδευτικά βοηθήματα, δημοσίευσε μελέτες σε ελληνικές και αυστριακές επιστημονικές επετηρίδες και συλλογικά έργα και βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα ελληνικά. Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά και εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, με τίτλο Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο, (Μεταίχμιο, 2008), Εωθινές Επιγνώσεις, (Πλανόδιον, 2011) και Σκιές Ασωμάτων, (Λογείον, 2016).
 
 
Οι μυλόπετρες του χρόνου, είναι το πρώτο του πεζογράφημα ή πεζοτράγουδο με έντονο το αυτοβιογραφικό και ψυχογραφικό στοιχείο ενός παιδιού στην αρχή, εφήβου και ενήλικα στη συνέχεια, που έζησε έντονα τις μνήμες και τη σκληρή μοίρα της οικογένειάς του και την αναγκαστική μετάβαση από το ορεινό χωριό στην πρωτεύουσα, τις δυσκολίες της προσαρμογής, ένα φαινόμενο καθολικό που το βίωσαν πολλά παιδιά της μεταπολεμικής περιόδου. Τα τριάντα δύο μικρά αλλά πολύ περιεκτικά αφηγήματα τα διατρέχει μία ενότητα και συνοχή και εκτυλίσσονται με άξονα τον χρόνο από τις αρχές του 20ου μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, με πρωταγωνιστές οικεία και αγαπημένα πρόσωπα τριών γενιών , όπως διαφαίνεται και από το μότο από το μυθιστόρημα ΙΔ του Γιώργου Σεφέρη που προτάσσει: «χαράζοντας τη μοίρα μας με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων που αγαπήσαμε», αλλά και από τον πολύ επιτυχημένο τίτλο. Ο τόπος μοιράζεται στο αγαπημένο του χωριό, τη Μηλιά, στο οποίο γεννήθηκε το 1963 και έζησε τα πρώτα έξι του χρόνια και στην Αθήνα που φοίτησε στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή.

Όλα ξεκινούν από τη στιγμή που ο συγγραφέας αποφασίζει να αγοράσει από τους κληρονόμους το μισογκρεμισμένο πατρικό σπίτι και να το ξαναχτίσει, γιατί ένιωθε την ανάγκη να ξανασυνδεθεί με το αγαπημένο του χωριό που τόσο είχε στερηθεί στα παιδικά του χρόνια, αλλά και με την ανάμνηση των προγόνων του που την τροφοδότησαν τα κειμήλια που ανακάλυψε στην αζήτητη οικοσκευή, ένα φθαρμένο κείμενο και οι παλιές φωτογραφίες. Έτσι, αποφάσισε να αφηγηθεί με μορφή ημερολογίου την τραγική ιστορία της οικογένειάς του, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η ιστορία πολλών ελληνικών οικογενειών εκείνων των σκληρών χρόνων - προπολεμικά και μεταπολεμικά- κατά τους οποίους οι απλοί αλλά έντιμοι άνθρωποι της υπαίθρου αγωνίστηκαν σε πολύ αντίξοες συνθήκες για να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια, επιτελώντας με αυτό τον τρόπο το χρέος του απέναντι στους απογόνους του.
 
 
Στα πρώτα δεκαέξι διηγήματα ζωντανεύουν οι μνήμες των αγαπημένων του προσώπων από προφορικές μαρτυρίες της γιαγιάς της Λένως και των γονιών του Μίσιου (Μιχάλη) και Βάγγιως. Ο πόλεμος, η πείνα, ο φόβος, ο θάνατος και ο αγώνας για επιβίωση είναι τα κύρια θέματα που με μεγάλη τέχνη, αλλά και με πολύ εκφραστικό και πλούσιο λόγο πραγματεύεται ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας πολύ εύστοχα και ορισμένες φράσεις της βλάχικης γλώσσας. Έτσι το πρώτο κιόλας διήγημα ξεκινάει με τη φράση: «Αλιγκάτς, γίνου μπαρμπάστιλι ντι λα πόλιμου» που σημαίνει: «Τρέξτε, έρχονται οι άντρες απ’ τον πόλεμο» το 1922, τον μικρασιατικό στον οποίο είχε πάρει μέρος και ο προπάππος του ο Κόλας. Αυτό το όνομα ήταν συνδεδεμένο με τον θάνατο, καθώς, όπως πληροφορούμαστε στη συνέχεια, ο πρώτος Κόλας που δεν φοβήθηκε τον Κεμάλ, λόγω του παράτολμου χαρακτήρα του έπεσε από χέρι ληστών προσπαθώντας να σώσει τρεις νέους του χωριού που οι ληστές απήγαγαν για λύτρα. Ο δεύτερος Κόλας, που η γιαγιά Λένω τον αποκαλούσε χίλιου νι, δηλαδή γιε μου, γλεντζές και κουβαρντάς, έγινε αυτόχειρας για τα μάτια της Όλγας και ο τελευταίος Κόλας, ο αδελφός που δε γνώρισε, πέθανε βρέφος «κιρί φτσιόρλου, έσβησε το παιδί». Μεγάλη πρωταγωνίστρια η γιαγιά Λένω η οποία μετά τη δολοφονία του Κόλα, του αρραβωνιαστικού της , θα παντρευτεί τον αδελφό του τον Ντάσιο (Τριαντάφυλλο), μισθωτό βοσκό που κι αυτός θα χαθεί στα αλβανικά σύνορα για ασήμαντες διαφορές χορτονομής. Μεγάλωσε τα παιδιά της, γαλούχησε τα εγγόνια της και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη πρωτεύουσα χωρίς να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα. Ο πατέρας του ο Μίσιος, αψίκορος αλλά έντιμος αγωνιστής που μικρός στο χωριό του έφτιαξε ανθεκτικά τσαρούχια από τον δερμάτινο φάκελο ενός νεκρού Γερμανού, που περιέθαλψε με κίνδυνο της ζωής του έναν τραυματισμένο αγωνιστή στο Εμφύλιο, που χτύπησε με τη κοπανίτσα έναν εφοριακό ο οποίος ήθελε να την αρπάξει ως φόρο, που ξεγέλασε, επί δικτατορίας, την εφορευτική επιτροπή του χωριού του η οποία ήθελε να ελέγξει την ψήφο της αγράμματης μάνας του και που, πάλι με κίνδυνο της ζωή του, περιέθαλψε έναν τραυματία φοιτητή στα επεισόδια του Πολυτεχνείου. Δεν μπόρεσε όμως κι αυτός να ξεφύγει τη μοίρα των αρσενικών της οικογένειας: άφησε την τελευταία του πνοή σε τροχαίο στην μεταδιδακτορική Αθήνα. Η Βάγγιω, η μητέρα του, από μικρή στη βιοπάλη, εργάστηκε σκληρά κι αυτή για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα και να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια τα τρία της παιδιά. Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και αντιμετώπισε με στωικότητα τη μοίρα της.

Αν λοιπόν στα πρώτα διηγήματα παρακολουθούμε τη ζωή στο ορεινό χωριό, προπολεμικά και μεταπολεμικά, στα επόμενα ο συγγραφέας ως αυτόπτης μάρτυρας καταγράφει τα δικά του βιώματα από την αναγκαστική μετανάστευση στην πρωτεύουσα. Ο μικρός Αγαθοδαίμων, ωραίο εύρημα για τον ατίθασο χαρακτήρα του, - πήρε αυτό το παράξενο όνομα με αεροβάφτισμα για να ξεφύγει από τη μοίρα των αρσενικών και να αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειας - θα βρεθεί σε ένα άξενο περιβάλλον, χωρίς να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα και σιγά σιγά με τη βοήθεια ενός δασκάλου που τον ευγνωμονεί θα αναλάβει και θα μεταμορφωθεί και θα σημειώσει πολύ μεγάλη πρόοδο με αποτέλεσμα την εισαγωγή του στη Φιλοσοφική Σχολή. Οι δυσκολίες προσαρμογής όλων των μελών της οικογένειας, οι σκληρές συνθήκες εργασίας, το αφιλόξενο περιβάλλον της μεγαλούπολης αλλά και οι προσωπικές φιλίες που ύστερα από πολλά χρόνια αναθερμάνθηκαν είναι τα θέματα που κυριαρχούν σε αυτή την ενότητα. Ο επίλογος της ιστορίας όμως γράφεται στο ορεινό χωριό με τις ανακομιδές των λειψάνων και την τελευταία βόλτα της Βάγγιως στα βαθιά της γεράματα.

Ο Αγαθοκλής Αζέλης, όπως και άλλοι μεγάλοι λογοτέχνες με πρώτο και καλύτερο τον Γεώργιο Βιζυηνό, απέδειξε πως η προσωπική ιστορία και τα προσωπικά βιώματα μπορούν να γίνουν λογοτεχνία, διήγημα ή μυθιστόρημα, αν η γραφίδα του λογοτέχνη με την κατάλληλη δομή και διάρθρωση και τον ζωντανό λόγο, κατορθώσει να μεταπλάσει τα αγαπημένα του πρόσωπα σε αφηγηματικούς ήρωες δίνοντάς τους καθολικότητα και διαχρονικότητα και εντάσσοντάς τους στο ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο που διαμορφώνει τη μοίρα τους.

Αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και εύχομαι να είναι καλοτάξιδο…

Στέργιος Πουρνάρας, φιλόλογος – μουσικός
Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών

Αναδημοσίευση από το Περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τεύχος 211 - 212, χειμώνας ’22 - ‘23

Νίκος Σαλτερής, "Μόνο από μυλόπετρες δεν με πέρασαν για να με αλέσουν"

 https://www.literature.gr/stis-mylopetres-toy-chronoy-agathoklis-azelis-ekdoseis-metaichmio/



 

 Στις μυλόπετρες του χρόνου, Αγαθοκλής Αζέλης, Εκδόσεις Μεταίχμιο 

 

Ο Δρ Αγαθοκλής Αζέλης  είναι λυκειάρχης στα Τρίκαλα. Γεννήθηκε στη βλαχόφωνη Μηλιά Μετσόβου, ένα από τα πιο ορεινά χωριά της Ηπείρου στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου και μεγάλωσε σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας (Θησείο, Καλλιθέα, Άνω Ιλίσια) ως παιδί εσωτερικών μεταναστών. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ και εν συνεχεία πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιέννη, όπου εργάστηκε ως έμμισθος ερευνητής της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, καθηγητής στο Vienna International School, και Λέκτορας του Πανεπιστημίου της Βιέννης (ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία των ιδεών).

Έχει δημοσιεύσει πολλά εκπαιδευτικά βιβλία (Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας), βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα Ελληνικά, ενώ ποιήματά του δημοσιεύθηκαν σε διάφορα περιοδικά (“Η Λέξη”, “Η Παρέμβαση”, επετηρίδα “ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ”). Έχει εκδόσει τρεις ποιητικές συλλογές( “Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο”, Μεταίχμιο 2008, “Εωθινές επιγνώσεις”, Πλανόδιον 2011 και «Σκιές Ασωμάτων», Λογείον 2016), ενώ πρόσφατα (2021) μετέφρασε στα Ελληνικά για τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το έργο του Gunnar Hering, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία και ο φιλελληνισμός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Με δυο λόγια, πρόκειται για μια πολυσχιδή προσωπικότητα, έναν ακούραστο εργάτη του λόγου. Η διαδρομή του από τη βλαχόφωνη κοινότητα γέννησής του μέχρι σήμερα ταυτίζεται με ανάλογες πολλών παιδιών της γενιάς του ή και προηγουμένων γενεών, που ενώ γεννήθηκαν σε κλειστές απομονωμένες κοινότητες, σήμερα όχι μόνο συμμετέχουν ισότιμα στη μετα-μοντέρνα, ανοιχτή κοινωνία, αλλά και αποτελούν διακριτά μέλη της. Ο Αζέλης είναι ένας από τους τελευταίους «εκπροσώπους» αυτής της «μετάβασης» με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

Οι προηγούμενες αναφορές δεν θα είχαν ιδιαίτερη αξία, αν δεν σχετίζονταν άμεσα με τη συλλογή διηγημάτων του, Στις μυλόπετρες του χρόνου, που εκδόθηκε πρόσφατα από το Μεταίχμιο. Ορθότερα, πρόκειται για ένα σπονδυλωτό αφήγημα που δομείται σε επιμέρους σύντομα κείμενα, ένα είδος αυτόνομων, ιδιαίτερα καλοδουλεμένων γλωσσικά και αισθητικά άρτιων μπονζάι διηγημάτων, που παρακολουθούν τις «βιογραφίες» μελών της οικογένειάς του σε βάθος τριών γενεών. Με άλλα λόγια, όσο είναι και ο χρονικός ορίζοντας βιωμάτων που είτε ζήσαμε οι ίδιοι πρωτογενώς είτε «κατασκευάστηκαν» εκ των υστέρων -μέσα από διηγήσεις προσώπων του περιβάλλοντός μας και προσδιορίζουν σε σημαντικό, βαθμό ως ένα ενιαίο σύνολο, την ταυτότητά μας.

Σ΄ αυτόν τον χρονικό ορίζοντα σχεδόν ενός αιώνα εκτείνονται οι ιστορίες που μας διηγείται ο Αζέλης. Είναι λοιπόν ο ίδιος ο Χρόνος που από τη μια επιβάλλει την αλλαγή του ρυθμού της διήγησης ανά διήγημα -και ανάλογα με το περιεχόμενό του- κι από την άλλη αποτυπώνει με ενάργεια αυτό που θα αποκαλούσαμε «αντικειμενικές αλλαγές του περιβάλλοντος» εντός του οποίου έζησαν, έδρασαν και βίωσαν αδιανόητες αλλαγές στις συνθήκες ζωής τους τα οικεία πρόσωπα/ήρωες του συγγραφέα.

Στα διηγήματα του βιβλίου συναιρείται αδιάλυτα και με τέχνη το προσωπικό με το υπερατομικό και τις κοινωνικές δυνάμεις που επιβάλλουν αναπόδραστες και βαθιές αλλαγές κατά τη διάρκεια ενός βίου που κύριο χαρακτηριστικό του αποτελεί η μετάβαση ίδιων προσώπων από την αρχαϊκή στη σύγχρονη κοινωνία. Πρόκειται για αλλαγές που τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιαίτερης ιστορίας της χώρας μας (διαρκείς πόλεμοι, εμφύλιος, μετανάστευση), εξέλαβαν εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα. Οπότε και βιώνονται πρωτίστως και εντονότατα συναισθηματικά από τα κοινωνικά υποκείμενα. Μόνο εκ των υστέρων είναι δυνατό να κατανοηθούν σ’ όλη τους την έκταση, την ένταση και τη σημασία. Πολλές φορές μάλιστα, όχι από τα ίδια τα άτομα που τα βίωσαν, αλλά από την επομένη γενιά. Όταν αυτή αποκτά τα αναγκαία διανοητικά εφόδια, μετά από επιτυχημένες εκπαιδευτικά διαδρομές, και είναι σε θέση να κατανοήσει το σύνολο των όρων που σχετίζονται με ό,τι προσδιορίζει η κοινωνική ψυχολογία ως υπέρβαση ενός κοινωνικού gap (κενού), σαν κι αυτό που χωρίζει τους δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους (αρχαϊκή/μοντέρνα κοινωνία).

Ο Αζέλης όμως δεν πέφτει στην παγίδα του «κοινωνιολογείν δια της λογοτεχνίας». Αντιθέτως, μας παραδίδει τριάντα τρεις ιστορίες, αφηγούμενος πραγματικά γεγονότα της ζωής προσώπων της οικογένειάς του, προφανώς και του ίδιου, και αφήνοντας την κοινωνιολογία για τους άλλους. Γεγονότα, που ανάγονται λόγω της συγγραφικής μαεστρίας του αλλά και της τιμιότητας του βλέμματός του σ’ ένα είδος αρχέτυπων της εν λόγω μετάβασης.

Κι αυτό είναι ίσως το κύριο χαρακτηριστικό της δουλειάς του. Ότι μέσα από τη διήγηση οικείων για εκείνον καταστάσεων, μας παραδίδει ένα βιβλίο που επιτρέπει στους αναγνώστες μεγαλύτερης ηλικίας και ιδιαίτερα σ’ όσους είναι παιδιά της εσωτερικής μετανάστευσης (όπως κι εγώ) να ανακαλέσουν στη μνήμη καταστάσεις που τους καθόρισαν. Παράλληλα όμως παρέχει στους νεότερους τη δυνατότητα να γνωρίσουν συνθήκες ζωής και συναισθήματα σημαντικά για τη διαμόρφωση (πνευματική και συναισθηματική) των γονιών και παππούδων τους και εμμέσως των ίδιων. Αν αποδεχτούμε, βέβαια, ότι κάθε «τραύμα» που δημιουργείται ως αποτέλεσμα ψυχικής ταλαιπωρίας των προγόνων μεταβιβάζεται στους απογόνους με κάποιον τρόπο, όπως διδάσκει η ψυχολογία.

Ο λόγος του Αζέλη είναι πυκνός και κοφτός. Ενδεικτικά, είναι χαρακτηριστικό πώς στο διήγημα «Λένω» συμπυκνώνει τη ζωή της ομώνυμης ηρωίδας από τη γέννησή της μέχρι και το θάνατό της σε δυο σελίδες. «Η μικρότερη από εννιά αδελφές η Λένω της Αργύρως. Ο πατέρας της τσέλιγκας μετρημένος…είδε στα είκοσι δύο της να φεύγει η τουρκική φρουρά από το ορεινό βλαχοχώρι… στα τριάντα δύο της…  στα τριάντα τέσσερα… Στα ογδόντα έξι της αυτά τα κορεσμένα γαλανά μάτια έκλεισαν οριστικά στο υπόγειο διαμέρισμα και το σκευρωμένο της κορμί κατά παραγγελία επέστρεψε στη γη των προγόνων». Μια ζωή σκιτσάρεται με ελάχιστες γραμμές και «το ίχνος της ως ανορθόγραφη επιγραφή στα ελληνικά [μένει] πίσω από την οικογενειακή φωτογραφία: ‘’Σήμερα 16 Νοεμβρίου 1976 απεβίοσε η μητέρα μου. Ε.Α.’’, κι ας μην έμαθε ποτέ η ίδια την επίσημη γλώσσα.».

Πόσες μνήμες δεν μας ξυπνούν αυτές οι ελάχιστες και κομψά τοποθετημένες προτάσεις σε μας τους παλαιότερους; Λέξεις καρφωμένες με το σφυρί, όπως έλεγαν και οι παλιοί μάστορες του λόγου. Και πόσες εικόνες δεν μεταβιβάζουν στα νέα παιδιά! Αυτά που πλέον τείνουν να πιστέψουν ότι η φωτογραφία, δεν είναι παρά ένα ψηφιακό αποτύπωμα οποιασδήποτε ασήμαντης στιγμής κι όχι ένα «έντυπο», που η συνήθεια άλλων εποχών ήθελε να σημειώνονται στη ράχη του τα σημαντικότερα γεγονότων της ζωής ενός ανθρώπου; Πάντα ανορθόγραφα και με τα διστακτικά γράμματα γραφικού χαρακτήρα ανθρώπων μιας εποχής, που η φοίτηση στο σχολείο αποτελούσε πολυτέλεια, όπως μας περιγράφει στα «Μισά γράμματα».

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Αζέλης, ακόμα κι όταν μας διηγείται πρωτογενή βιώματά του, επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι ο τρόπος του και μ’ αυτόν πετυχαίνει από τη μια να προσδώσει συγκεκριμένη ατμόσφαιρα στο κείμενά του (κάποιος είναι κάπου κρυμμένος, παρατηρεί με κομμένη ανάσα γεγονότα και συναισθήματα και μας τα μεταφέρει) και από την άλλη λαμβάνει την απαραίτητη «συγγραφική απόσταση» από συνταρακτικά για τον ίδιο γεγονότα, καθιστώντας τα έτσι «κοινά» βιώματα μιας ολόκληρης γενιάς, κάτι που θα ήταν αδύνατο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αν η συγκεκριμένη επιλογή υπήρξε συνειδητή ή όχι, δεν το γνωρίζουμε, αλλά σε κάθε περίπτωση προσφέρει μια αξέχαστη αναγνωστική εμπειρία.

Το κλίμα που δημιουργείται στα κείμενά του, ως αποτέλεσμα των προηγουμένων, ενισχύεται από ένα ακόμα στοιχείο της γραφής του: τον χαμηλόφωνο χαρακτήρα της. Έτσι,  ακόμα και σε διηγήματα που συμβαίνουν τραγικά γεγονότα (π.χ. απώλεια βρέφους, θάνατος του πατέρα μετά από δυστύχημα κλπ.), η κραυγή που προκαλεί ο βαθύς πόνος, πνίγεται στο στήθος των ηρώων του. Κι έτσι, η αξιοπρέπεια με την οποία συνήθως οι φτωχοί, βασανισμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα τραγικά συμβάντα της ζωής τους, βρίσκει την καλύτερη δυνατή αποτύπωσή της στη γραφή, ενώ την ίδια στιγμή το περιγραφόμενο γεγονός αυτό καθαυτό αποκτά τις πραγματικά σπαρακτικές διαστάσεις του.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τα διηγήματα «Ο τελευταίος Κόλας» και το «Τελευταίο βλέμμα». Στο πρώτο παρακολουθούμε ένα ζευγάρι οδοιπόρων με το άρρωστο βρέφος τους στην αγκαλιά. Τους περιμάζεψε κάποιο περαστικό φορτηγό στην ερημία της Κατάρας, μετά από ώρες πεζοπορίας μέσα από το δύσβατο, ορεινό μονοπάτι που οδηγεί από το χωριό του στη δημοσία, σε αναζήτηση γιατρού για να σώσει το παιδί τους. Η γυναίκα βρίσκεται στο κουβούκλιο και σφίγγει το φασκιωμένο βρέφος στην αγκαλιά κι ο άντρας στην καρότσα. Έχει αντιληφθεί από ώρα πως δεν αναπνέει πια, αλλά συνεχίζει να το κανακεύει σιωπηρά. Πότε και πώς θα το ανακοινώσει στον άντρα της; Πώς θα ξεστομίσει τη φρικτή φράση στα βλάχικα «κιρί φτσόρλου», που σημαίνει «έσβησε τ’ αγόρι»;

Στο δεύτερο διήγημα, ο φοιτητής γιος περιμένει «τον άτρωτο» βιοπαλαιστή πατέρα να γυρίσει από τη δουλειά. Τον είδε αξημέρωτα στη συνηθισμένη του στάση, να τρώει μια φέτα ψωμί και να πίνει «με θόρυβο γάλα από το μπρίκι». Ανησυχεί. Είναι τακτικός στα ωράριά του, αλλά σήμερα αργεί. «Να τος όμως, τον βλέπει να κατεβαίνει από το λεωφορείο, περνάει τη διάβαση πεζών, όπως πάντα, κι ύστερα δεν φαίνεται πουθενά». Ο θάνατος μας επισκέπτεται όποτε εκείνος αποφασίσει και μας αφήνει άφωνους με τη σκληρότητα και βιαιότητά του.

Οι ιστορίες που μας διηγείται ο Αγαθοκλής Αζέλης συμπυκνώνουν γεγονότα, συναισθήματα και σκέψεις χιλιάδων ανθρώπων που έζησαν πριν από μας κι οι ζωές τους δεν έχουν πια σχέση με τη δική μας και, πολύ περισσότερο, μ΄ αυτή των επόμενων γενεών. Το κορίτσι που στέλνεται στην Αθήνα, ως οικιακή βοηθός σε σπίτι συγγενών για να γλιτώσει από την πείνα, το αγόρι που πεζοπορεί χιλιόμετρα από το χωριό του για να ανταλλάξει σκαφίδια ζυμώματος στα Γιάννενα με αλάτι ή καλαμποκάλευρο, η απορία που προκαλεί η άγνοια του ραδιοφώνου σ΄ ένα νεοσύλλεκτο χωριατόπουλο, το αεροβάφτισμα, η αδελφή που προτιμούσε να μείνει για πάντα στην «αγγόνα» (παραγώνι) του πατρικού της παρά να νυμφευτεί μακριά απ’ αυτό, οι εκλογές σε κλίμα τρομοκρατίας, το παιδί που μένει πίσω στο χωριό με τη γιαγιά και συναντά τους γονείς του όταν επιστρέφουν για λίγες μέρες κατά τη διάρκεια των εορτών από την μεγάλη πόλη όπου εργάζονται, ο μικρός βλαχόφωνος που στέλνεται σε ολοήμερη «παιδική στέγη», πριν ακόμα πάει στην Α΄ Δημοτικού, όπου όλα του φαντάζουν ξένα και εχθρικά, η ζωή ενός μικρού εσωτερικού μετανάστη στις προσφυγικές αυλές, τα ημιυπόγεια και στενάχωρα διαμερίσματα της Αθήνας, η δυσκολία προσαρμογής του βλαχόφωνου μαθητή στο σχολείο, ο διακριτός δάσκαλος που δίνει ευκαιρίες ζωής και θα λάβει το αντίδωρό του, με την επιλογή του μαθητή να γίνει κι αυτός εκπαιδευτικός και τόσες άλλες ιστορίες…

Ιστορίες «με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων που αγαπήσαμε», όπως μας λέει ο Σεφέρης κι ο συγγραφέας επιλέγει να παραθέσει ως προμετωπίδα του βιβλίου του. Αποσπάσματα «μοιρασμένης μνήμης» με την συνοδοιπόρο και σύζυγό του Ελένη, όπως και πάλι σημειώνει στην αφιέρωσή του σ΄ αυτήν και τις κόρες του, «για να γνωρίζουν οι τελευταίες ό,τι δεν γίνεται να θυμούνται».

Ο Αγαθοκλής Αζέλης έγραψε για μας ό,τι και εμείς θα θέλαμε να παραδώσουμε στα δικά μας παιδιά, τιμώντας το σκληρό βίο των δικών μας οικείων. Ανθρώπων που κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όπως χαρακτηριστικά του έλεγε η μητέρα του και μας εξομολογήθηκε σε συνέντευξή του στο (Thebook.gr), «μόνο από μυλόπετρες δεν με πέρασαν για να με αλέσουν». 


 

 

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

Προσωπικές ιστορίες (του Βαγγέλη Καραμανωλάκη)

https://www.oanagnostis.gr/prosopikes-istories-toy-vaggeli-karamanolaki/?fbclid=IwAR0s0iSXvALWptbqVKCQAgMdu2Z3aXjook9HcS8NwzcyvAsu31yKQJ8jcns 


Πώς μιλάς για το οικογενειακό παρελθόν; Πώς ξαναγυρίζεις πίσω σε όσα σε σημάδεψαν, ειδικά σε εκείνα που δεν έζησες; Εκείνα που ήλθαν από ένα μακρινό αλλά και τόσο κοντινό χρόνο, εκείνα που άκουσες από τις ψιθυριστές φωνές των δικών σου, τα πρωινά που ξύπναγες και στο διπλανό δωμάτιο συζητούσαν όσα δεν χρειάζονταν να ξέρεις; Πώς αναμετριέσαι με εκείνα που έρχονται ακόμη απρόσκλητα στον ύπνο σου, σκηνές από ένα παρελθόν που δεν έζησες, και γι’ αυτό τόσο αμετάκλητο και καθοριστικό; Πώς ανασυνθέτεις όλον αυτόν τον κόσμο των υλικών κληρονομιών που γέμισαν την παιδική ηλικία, έπιπλα, φωτογραφίες, μικροαντικείμενα μιας καθημερινότητας που ήταν μια φορά;

Το βιβλίο του Αγαθοκλή Αζέλη είναι ένας αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που πια δεν υπάρχει. Σε έναν κόσμο περίεργων ονομάτων και μια άγνωστης γλώσσας που χάθηκε μαζί με τις ορεσίβιες βλάχικες κοινότητες, σε έναν κόσμο που έγινε πια τουριστικό προϊόν, φολκλορικές ενδυμασίες και μαθήματα λαογραφικών συλλόγων. Έναν κόσμο που έσβησε μαζί με τους εκπροσώπους του, τους γονείς και τους παππούδες, κι όλους εκείνους τους συγγενείς που βρεθήκαν μαζί σε ξεχασμένες πια συνάξεις και τραπεζώματα. Βρέθηκαν για να χαθούν έπειτα για πάντα, όταν τα σκοινιά που τους έδεναν μαζί δεν άντεξαν πλέον, όταν ο φάρος της κοινής καταγωγής έσβησε, για να ταξιδέψουν στα σκοτάδια της δικής τους θάλασσας. Ο Αζέλης θέλησε τώρα να ανάψει ξανά αυτό το φως. Είχε την επιθυμία να φωτοδοτήσει αυτό τον φάρο φέρνοντας κοντά του πάλι ξεχασμένες λέξεις και στάσεις, να ξαναδώσει ζωή και χρώμα στα ναυάγια των μικρών πλοίων που κάποτε διέσχιζαν τη θάλασσα των παιδικών ονείρων του, να αναζητήσει τη ρίζα του. Και να μιλήσει για τα καλά αλλά και για τα άσχημα. Γιατί το βιβλίο αυτό, κατά τη δική μου ανάγνωση, μιλάει κυρίως για ένα τραύμα. Για ένα βαθύ διαγενεακό τραύμα, όπως το όρισε η βλαχοφωνία αλλά και η φτώχεια, οι κλειστοί ορίζοντες ενός κόσμου που έζησε και διατηρήθηκε για αιώνες χάρη στη σταθερότητα και την ακινησία του. Κι ο Αζέλης γράφει για όλα αυτά γιατί δεν έχουμε άλλον τρόπο να ξορκίζουμε ό,τι μας τρώει παρά τον λόγο, δεν έχουμε άλλο τρόπο να αντιμετωπίσουμε το τραύμα παρά μόνο μιλώντας το, δίνοντάς του νόημα και υπόσταση.

 

Σπονδή στη μακρά διάρκεια

Το βιβλίο του είναι μια σπονδή στη μακρά διάρκεια. Στη μακρά διάρκεια όπως την όρισαν το ορεινό τοπίο και η φύση και όπως η ίδια καθόρισε τους τρόπους επιβίωσης και παραγωγής σε ένα κόσμο όπου η φτώχεια ήταν καθεστώς, σε μια περίκλειστη κοινωνία με κανόνες και όρια, θεσμοθετημένες πρακτικές και στάσεις ζωής. Σε μια κοινωνία που ζούσε ακολουθώντας τους κανόνες που η φύση όριζε, συμφιλιωμένη με τη φθορά και τον θάνατο, όπως αποτυπωνόταν, λ.χ., στην παιδική θνησιμότητα ή στα θύματα των πολέμων. Κανόνες και όρια, πρακτικές και στάσεις που σκόρπισε μακριά σαν τραπουλόχαρτα η δημιουργία των εθνικών κρατών και κυρίως ο 20ός αιώνας και οι πολλαπλές διαδρομές του. Ο σταθερός κόσμος των προγόνων του συγγραφέα γκρεμίστηκε μέσα από τη δημιουργία εκείνων των δικτύων που βάθαιναν την ύπαρξη και συνοχή του εθνικού κράτους –εκπαίδευση, θρησκεία, στρατός– ενώ παράλληλα έθετε τους πολίτες του σε μια αέναη κίνηση, πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες στις μεγαλουπόλεις όλης της γης. Η πολεμική δεκαετία και η υποχρεωτική στρατολόγηση, η εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων, η δικτατορία του Μεταξά και η απαγόρευση της βλαχοφωνίας, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η αστυφιλία και η εξωτερική μετανάστευση διέλυσαν σταδιακά αυτό τον κόσμο. Στη δεκαετία του 1960 το τέλος του σημαδεύτηκε από τη μετάβαση σε μια καινούργια περίοδο, την ίδια ώρα που μια νέα γενιά ερχόταν στο φως, μια γενιά μετέωρη ανάμεσα στο παλιό και σε εκείνο που ερχόταν. Γιατί ο Αζελής ανήκει σε μια γενιά που έζησε ίσως τις μεγαλύτερες πολιτισμικές και τεχνολογικές αλλαγές του 20ού αιώνα, που άλλαξε και αλλάζει δραματικά τη ζωή της σε σχέση με τις προηγούμενες. Μια γενιά που σε σχέση με όσες την ακολούθησαν έχει το προνόμιο, αλλά και το μειονέκτημα θα έλεγε κανείς, να θυμάται την προηγούμενη κατάσταση. Μια γενιά που φτάνοντας τώρα πια κοντά στα 60 κάνει τους δικούς της απολογισμούς, αναζητά να μιλήσει για εκείνα που την σημάδεψαν. Κι έτσι, μοιραία, δεν μπορεί παρά να επιστρέφει στα γονικά της. Γιατί όταν μιλάμε γι’ αυτά, μιλάμε στην πραγματικότητα για εμάς. Κι όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τα άγνωστα και τα ανείπωτά τους, και πάλι στα δικά μας αφανέρωτα επιστρέφουμε. Εμείς που πια είμαστε σε μια ηλικία που μπορούμε να γίνουμε πλάστες και γονείς των γονιών μας στις ιστορίες μας. Και που ξέρουμε πως έχουμε το θλιβερό προνόμιο να είμαστε οι τελευταίοι που μπορούμε να μεταφέρουμε ζωντανά την, έστω και μικρή, εμπειρία μας από έναν κόσμο που έσβησε στα παιδιά μας που ακολουθούν.

Πότε αλήθεια γνωρίζουμε καλύτερα εκείνους που μας έφεραν στον κόσμο; Σκέφτομαι συχνά –και το βιβλίο του Αζέλη μού το επιβεβαιώνει– όταν εκείνοι πεθάνουν, όταν η φυσική τους παρουσία στη ζωή μας παύει να υφίσταται. Και σκέφτομαι αυτό το παράδοξο όχι μόνο γιατί ο θάνατος των γονιών μας γεννά πάντα ένα ενδιαφέρον για τη ζωή τους, γι’ αυτά που δεν ξέρουμε ή δεν θέλησαν ποτέ να μας πουν, ούτε γιατί η απουσία τους μας επιτρέπει να μπορούμε να φανταζόμαστε χωρίς τον φόβο της δικής τους διάψευσης. Αλλά γιατί ο θάνατός τους συνιστά ένα φυσικό όριο, μια τομή που σου επιτρέπει να γυρίσεις πίσω και να αναστοχαστείς τη ζωή τους, μπορώντας πια μέσα από τη δική σου εμπειρία να την καταλάβεις καλύτερα, να συμφιλιωθείς με τα μυστικά και τα ψέματα, αλλά και να αποδεχτείς την ιδέα ότι ποτέ δεν θα τα μάθεις όλα.

Ο κόσμος των δικών μας είναι πάντα μια αφόρμηση αλλά και ένα όριο. Η αφόρμηση να προχωρήσεις μπροστά, να δικαιώσεις τις προσδοκίες τους, αλλά παράλληλα και ένα όριο, το πόσο πραγματικά μπορείς να τους υπερβείς, να γίνεις κάτι άλλο, κάτι διάφορο και εντέλει κάτι ξένο από εκείνους. Πόσο δύσκολο είναι να τους ξεπεράσεις; Σκέφτομαι έναν από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου του Αζέλη, εκείνον τον νεαρό εγγονό που βρέθηκε με χίλιους κόπους υποψήφιος διδάκτορας στη Βιέννη, γυρνώντας καλοντυμένος και μιλώντας για ποίηση και ιστορία, την ίδια ώρα που μέσα του προσπαθούσε να τακτοποιήσει μια σειρά από αναμνήσεις από τα φτωχικά χρόνια στο χωριό του και έπειτα στην πόλη, σε μια ζωή προσδιορισμένη από την καταγωγή και την ταξική θέση των δικών του.

 

Λιτότητα και αξιοπρέπεια

Σήμερα, μέσα από το ανά χείρας βιβλίο, μιλάει για όλα αυτά μέσα από έναν άλλο τρόπο, εκείνο της τέχνης. Με μια συλλογή κειμένων που αποπνέουν δύο χαρακτηριστικά που με συγκινούν βαθύτατα: λιτότητα και αξιοπρέπεια. Στα κείμενά του δεν περισσεύει τίποτα, αρκεί να διώξεις ή να προσθέσεις μια λέξη για να γκρεμιστεί το οικοδόμημα. Το κείμενό του αποπνέει τη λιτότητα του τοπίου αλλά και της ζωής των ανθρώπων που τον ενέπνευσαν. Μια λιτότητα εκφραστικών τρόπων αλλά και συναισθημάτων. Η αφήγησή του περιγράφει τα όσα βίωσαν οι άνθρωποι χωρίς διόλου να θέλει να εκβιάσει το συναίσθημα, αντιθέτως, αντιμετωπίζοντάς το ως μια φυσική συνέχεια, ως τις κινήσεις εκείνες που υπαγόρευσε ο χρόνος και οι κοινωνικές συνθήκες. Μου αρέσει η φράση «ιστορίες μπονζάι», γιατί ακριβώς παραπέμπει στην υλικότητα της γραφής, στην τρυφερότητα, στο χάδι του συγγραφέα στους ήρωές τους. Στις μικρές ιστορίες του βιβλίου άνθρωποι υπακούουν στις δικές τους επιθυμίες, αλλά και όλα όσα ενστάλαξαν μέσα τους νοοτροπίες και αντιλήψεις εκατοντάδων χρόνων.

Όλα όσα περιγράφω παραπάνω συνδέονται με μια άλλη λέξη, την αξιοπρέπεια. Ο κόσμος που περιγράφει ο Αζέλης είναι ένας κόσμος της αντοχής. Ένας κόσμος που έμαθε να αντέχει μέσα από τη σιωπή, που είχε τη σοφία να προσαρμοστεί στις καταστάσεις που άλλαξαν χωρίς κραυγές, αλλά με τη στωικότητα που χαρακτηρίζει κάθε έμβιο ον που ξέρει πως για να επιβιώσει θα πρέπει να αποδεχτεί το πεπρωμένο του και να δράσει ανάλογα. Αυτοί οι άνθρωποι που περιγράφει πέρασαν μέσα από τις μυλόπετρες του χρόνου, της ιστορίας θα έλεγα, έζησαν διώξεις και αποκλεισμούς, έζησαν ξεριζωμούς και το σβήσιμο της ίδιας της ταυτότητάς τους, της γλώσσας τους. Και όμως άντεξαν, όπως τα δέντρα μέσα στη βροχή, μετρώντας απώλειες και κέρδη. Άντεξαν όπως το παιδί εκείνο που δεν το έβαλε ποτέ κάτω στις κοροϊδίες των συμμαθητών του.

Γιατί άραγε να μας ενδιαφέρουν, εντέλει, αυτές οι προσωπικές ιστορίες; Γιατί να μας ενδιαφέρουν αυτές οι μικρές ιστορίες του παιδιού που έμαθε να βλέπει τους γονείς του στις γιορτές και στις σχόλες, επιστρέφοντας από τις μεγάλες πόλεις, του κοριτσιού που βρέθηκε υπηρέτρια σε συγγενείς, της γυναίκας που κουβαλούσε νεκρό το παιδί της χωρίς να μπορεί να το πει στον άντρα της, η δυσκολία ενός βλαχόφωνου παιδιού στο σχολείο και στις κοροϊδίες των συμμαθητών του; Γιατί, όπως γίνεται στην αληθινή λογοτεχνία, οι ιστορίες του συνομιλούν με το βαθύτερο έσω χιλιάδων ανθρώπων, καταφέρνουν να επεξεργαστούν μνήμες, βιώματα και διηγήσεις, δίνοντας τους πλέον μια δεύτερη ζωή. Γιατί μπορούν ακριβώς μέσα από την τέχνη να ξεφύγουν από το ατομικό και να αγγίξουν το συλλογικό, να γίνουν όχημα για να εκφραστεί ο άλλος. Και έτσι η τέχνη λειτουργεί παρηγορητικά αλλά και παράλληλα απελευθερωτικά, σου επιτρέπει να πενθήσεις αλλά και να προχωρήσεις.

Επιστρέφω στις μυλόπετρες: Σκέφτομαι τους ήρωες του Αζέλη, τα όσα βίωσαν, τις δύσκολες εμπειρίες. Και ξαναγυρνώ σε μια σκέψη που με απασχολεί πολλά χρόνια τώρα. Πως αυτοί οι άνθρωποι, που πέρασαν του λιναριού τα πάθη, οι άνθρωποι που μας γέννησαν, που κράτησαν ως το μεγαλύτερο επίτευγμα την επιβίωσή τους, που έζησαν πολλές φορές τον φόβο και τον αποκλεισμό, υπερασπιζόμενοι μια σιωπηλή μα τόσο εύγλωττη αξιοπρέπεια, αυτοί οι άνθρωποι που υπήρξαν νικητές και ηττημένοι μαζί, δεν θέλησαν μέσα από τις δικές τους στερήσεις και βάσανα να μας διδάξουν τον θυμό, αλλά μας έδειξαν τη δοτικότητα και την έγνοια για τους άλλους.

 

(* )Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι ιστορικός (ΕΚΠΑ – ΑΣΚΙ)





Τρίτη 18 Απριλίου 2023

Νίκος Βατόπουλος, Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα 1934-1944, Αθήνα, Μεταίχμιο 2022.

 

Μερικά βιβλία δίνουν την εντύπωση ότι παρουσιάζοντας χαμηλόφωνα σημαντικά πράγματα, αυτά αποκτούν την ένταση που τους αρμόζει. Τούτο συμβαίνει με το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου. Ο εκλεκτός δημοσιογράφος και συγγραφέας δεν σκεπάζει με την φωνή του τα γεγονότα, αντιθέτως την θέτει στην υπηρεσία τους, κερδίζοντας τελικά η ίδια από την ποιότητα των εκφραζομένων.

Το θέμα του βιβλίου είναι η παρουσίαση ενός πανοράματος της ζωής στην Αθήνα, όπως αυτή φωτίζεται από τις καταγραφές στο ημερολόγιο ενός παιδιού, του πατέρα του συγγραφέα, για μια δεκαετία, συνοδευόμενες από ερμηνευτικές αναστοχαστικές προεκτάσεις του Ν. Βατόπουλου. Κι αν οι πληροφορίες του ημερολογίου ως πρωτογενούς ιστορικής πηγής είναι πολύτιμες, οι αναστοχασμοί του συγγραφέα αξιοποιούν το υλικό σε ευρύτερο πλαίσιο, μεταξύ άλλων σε εκείνο του αγαπημένου του αντικειμένου, του αθηναϊκού άστεως.

Το ημερολόγιο προσφέρει πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, τις κατοικίες, την λειτουργία της γειτονιάς στην ζωή των κατοίκων, στις φιλίες, στο παιγνίδι, στην κατάσταση την εποχή της κατοχής μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, την ιδιαίτερη σημασία της εκπαίδευσης και του οργανωμένου σε συλλόγους αθλητισμού για την διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός παιδιού και την εξέλιξή του, με συγκεκριμένη αναφορά στη Λεόντειο αφενός και στον Σπόρτιγκ αφετέρου. Οι σημαντικότερες από αυτές τις πληροφορίες έχουν ανθολογηθεί από τον Ν. Βατόπουλο και παρουσιάζονται με λειτουργικό τρόπο. Θεωρούμε όμως ότι αξίζει να δοθεί έμφαση στους αναστοχασμούς του τελευταίου, οι οποίοι χρησιμοποιούν ως εφαλτήριο το ημερολόγιο: αναστοχασμούς υπαρξιακούς, για την μνήμη και την λήθη, για τις αξίες, για την εκπαίδευση και τόσα άλλα θέματα.

Ένας πρώτος αναστοχασμός τον οποίο θα θέλαμε να επισημάνουμε, αφορά στη συσχέτιση των ημερολογιακών καταγραφών με την μνήμη: «Υπάρχουν οι καταγραφές. Όσο πιο λίγοι θυμούνται, τόσο ο χρόνος θα γίνεται άπιαστος σαν να ήταν έτσι από πάντα ή σαν να μη συνέβη ποτέ. Κενό. Όσο εκλείπει η ζώσα μνήμη, η μικροϊστορία αυθαιρετεί. Κάποιοι κατέγραφαν (και καταγράφουν) την καθημερινότητά τους, αλλά είναι ελάχιστοι. Οι πιο πολλοί αποχαιρετούν τον κόσμο αφήνοντας ελάχιστα τεκμήρια.» (σ. 18.) Για να εστιάσει ακολούθως στην πρόσφατη συγκυρία του κορωνοϊού: «Και ίσως και τα δικά μας ιστορικά ορόσημα, ανάμεσά τους η πανδημία του κορονοϊού - αυτή ίσως πιο πολύ από καθετί άλλο-, να ορίζουν τις νέες αφετηρίες, να βαθαίνουν τις παλιές ρήξεις, να ανοίγουν τα νέα χάσματα, που  και αυτά είναι αναγκαία, να ξεθωριάζουν τις περασμένες εποχές που γλιστρούν προς τα πίσω. Τόσο απλά, ο κόσμος γυρίζει και οι γενιές οι περασμένες συνωθούνται στα μετόπισθεν, εξαϋλώνονται, λησμονιούνται.» (σ. 19)

Ποια είναι όμως η αξία των καταγεγραμμένων ημερολογιακών αφηγήσεων, δεδομένου ότι είναι αναπόφευκτη η επίδραση του συναισθήματος σε αυτές; «Όλες οι αφηγήσεις […] είτε είναι αυθόρμητες και αβίαστες είτε προσεκτικά σχεδιασμένες, βάφονται με το χρώμα του συναισθήματος, ακόμα και όταν τεκμηριώνονται ως αντικειμενικές. Είναι - συχνά- απέλπιδες προσπάθειες επιβίωσης σε τοπία λήθης, σε αχανή πεδία μετά τη μάχη, με τα άλογα σφαγιασμένα και αυτά. Αυτές οι απεγνωσμένες απόπειρες αναστήλωσης των όποιων λειψάνων έχουν κάτι αδιόρατα φωτεινό μέσα την πένθιμη ιεροτελεστία τους. Γαντζώνονται από την πεποίθηση ότι ο χρόνος δεν θα επέλθει σαρωτικός. Είναι όμως αυτή η ενδόμυχη παραδοχή συχνά ανομολόγητη. Ανομολόγητη παραμένει συχνά η σκέψη ότι εντέλει γεννιόμαστε για να ξεχαστούμε, και είναι αυτή η σκέψη που ωθεί στην εξόρυξη των κοιτασμάτων της μνήμης. Περισσότερο από κάθε τι άλλο είναι ένα έναυσμα για μια οριοθέτηση του εαυτού στη χοάνη του χρόνου.» (σ. 19-20)

Πολύ ενδιαφέρων είναι και ο προβληματισμός σχετικά με την σημασία που είχε η ύπαρξη φυσικών καταλοίπων μνήμης στην εποχή πριν από το διαδίκτυο: «Για τις γενιές που ενηλικιώθηκαν στην εποχή πριν από το διαδίκτυο, η ύπαρξη φυσικών τεκμηρίων, καταλοίπων, σε κάθε μορφή, είναι απολύτως φυσιολογική και αναμενόμενη συνθήκη. Η μνήμη ορίζεται από το συναίσθημα πού γεννά αυτή η πεποίθηση. Ότι δηλαδή θα υπάρξει μια σκυταλοδρομία παράδοσης κειμηλίων από τη μια γενιά στην άλλη. Είναι μια αντίληψη που διατρέχει την ιστορία του πολιτισμού. Και, από την άλλη, είναι μια επιβεβαίωση πως αυτό που πέρασε άφησε ίχνη, που και αυτά υπόκεινται στους νόμους της φθοράς.» (σ. 20)

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο συγγραφέας  στην συναισθηματική και κοινωνική αξία του ημερολογίου για το συγγράφον υποκείμενο: «Η ιδέα του ημερολογίου είναι πολύ παλιά, χάνεται στους αιώνες, έχει πάντα να κάνει με δύο ισχυρές, αλληλένδετες και αντιφατικές δυνάμεις. Από τη μια, με την ανάγκη υπεράσπισης του εαυτού, με την ανέλκυση του εαυτού σε καθεστώς υψίστης σημασίας, με την αναμόχλευση και την εξόρυξη των μύχιων συναισθημάτων και, από την άλλη, με την έμμεση συνομιλία με τον κόσμο, την κοινωνία, το ανθρώπινο γένος, αυτό που προϋπήρξε, αυτό που μας περιβάλλει, αυτό που θα έρθει όταν εμείς θα έχουμε κυλήσει στη χώρα της λήθης.

Συνεπώς, το ημερολόγιο δεν είναι μια απλή υπόθεση. Προϋποθέτει αυτές τις δύο δυνάμεις, την κατάφαση στην καθημερινότητα που σε ορίζει και την ταυτόχρονη παράδοσή της σε ένα συνεχές του χρόνου, μέσα στο οποίο εσύ θα εξαιρείσαι ως φυσική παρουσία, ωστόσο θα εκπροσωπείσαι με κατάλοιπα των καθημερινών εγγραφών σου.» (σ. 31)

Όμως οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους μεταβάλλονται οι νοοτροπίες, οι συνήθειες και οι αξίες των ανθρώπων. Πώς θα μπορούσε να μείνει άθικτη και η συνήθεια της ημερολογιακής καταγραφής; «Αναρωτιέμαι ποιοι κρατούν ημερολόγιο σήμερα. Ασφαλώς υπάρχουν τα μπλογκ, υπάρχουν τα κοινωνικά δίκτυα, υπάρχουν τα βίντεο που φτιάχνει ο καθένας για τη ζωή του, αλλά απουσιάζει η διαμεσολάβηση του ενδιάμεσου απτικού πολιτισμού που είναι το χαρτί, η γραφική ύλη, ο γραφικός χαρακτήρας, η ιδιαίτερη εκείνη πολιτισμική ώσμωση του χρόνου με την ύλη. Ο χρόνος πλέον βιώνεται σε άλλη διάσταση, κυριαρχεί το εδώ και τώρα. Έχει χαθεί η αξία της προσμονής, και μαζί έχει συρρικνωθεί ως μη σημαντική η διαστολή του χρόνου, εκείνη που μπορούσε να συμπεριλάβει τον εαυτό σε καθεστώς αναμονής.» (σ. 31-32)

Όντας κατά τεκμήριο ένας διακεκριμένος «αθηνολόγος», ο οποίος μελετά με εμβρίθεια την πρωτεύουσα στην διαχρονική εξέλιξή της, δεν θα μπορούσε να παραλείψει μια εντυπωσιακή παρατήρηση για μια καθοριστική δομική μεταβολή στην καθημερινή ζωή της Αθήνας, η οποία σχετίζεται με τις νέες συνθήκες δόμησης και διαβίωσης: «Η απουσία των παιδικών φωνών από τους δρόμους της Αθήνας, τις τελευταίες δεκαετίες, συνιστά μία τεράστια αλλαγή στην καθημερινότητα και τη φυσιογνωμία των συνοικιών, μια βαθιά και πολυδιάστατη μεταβολή που ίσως έχει υποτιμηθεί. Η Αθήνα έχει γίνει μια εσωστρεφής πόλη, κυρίως στις συνοικίες, εκεί δηλαδή που υπήρχε ημιδιαφάνεια, απουσία επιθυμητής ιδιωτικότητας, συχνά ημιυπαίθριος βίος. Είναι μία σιωπηλή επανάσταση που έχει να κάνει όχι μόνο με τη φυσική εξέλιξη της ζωής αλλά και με τον τρόπο που δομήθηκαν οι συνοικίες, με κάλυψη των οικοπέδων σε απαράδεκτο βαθμό. Η πύκνωση της ζωής, το αυτοκίνητο σε κάθε δρόμο και το πλήθος των δραστηριοτήτων και υποχρεώσεων με το οποίο έχουν φορτωθεί τα παιδιά έχουν όλα συμβάλει στο να αποσυρθεί η παιδική φωνή από τους δρόμους των αθηναϊκών συνοικιών.» (σ.117) Στο να αποσυρθεί η φωνή των παιδιών που όλο λιγοστεύουν με την δημογραφική συρρίκνωση, θα συμπληρώναμε.

Ολοκληρώνοντας τις λιγοστές επιλεκτικές επισημάνσεις από το πολύπλευρο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου θα θέλαμε να επαναλάβουμε ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο αξιανάγνωστο πόνημα, το οποίο εκτός από τις πολυάριθμες πληροφορίες για την ζωή στην πρωτεύουσα κατά την δεκαετία 1934-1944,  προσφέρει μια συστηματική διακριτική μεθοδολογία εξωτερικής παρατήρησης, του κόσμου, και εσωτερικής υπαρξιακής αναζήτησης της θέσης του ατόμου μέσα σε αυτόν, στον χωροχρόνο του.

 Αγαθοκλής Αζέλης



Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Λίνα Φυτιλή, Χρυσός κήπος, Άλτιν μπαχτσεσί, μυθιστόρημα, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2023.

 

«Ο χρόνος αναδιπλώνεται σ’ έναν κόσμο ασταμάτητο και τρέχει με πόδια ακούραστα, γράφει και σβήνει, όπως εμείς γράφαμε κάποτε πάνω στην πλάκα με το κοντύλι και σβήναμε με το σφουγγαράκι. Τότε δεν ξέραμε ότι η ζωή γράφεται από χρόνο σε χρόνο, από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα. Αγνοούσαμε τον καιρό. Μα στο τέλος θυμάσαι μόνο όσα δεν έκανες, όσα έμειναν στη μέση, τ’  ανεδαφικά σχέδια του μυαλού σου…»

(σ. 220)

Με αμείωτο ενδιαφέρον και με μια ανάσα είχα την χαρά να διαβάσω το νεοεκδοθέν μυθιστόρημα της Λίνας Φυτιλή που δίπλα στον ελληνικό τίτλο φέρει και την μετάφρασή του στα τουρκικά, καθώς άλτιν μπαχτσεσί ονόμαζαν την εύφορη πεδιάδα του Αλμυρού Βόλου οι παλιοί Οθωμανοί κυρίαρχοι. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος, καθώς ενσωματώνει την ιστορική μετάβαση από τα τσιφλίκια της οθωμανικής περιόδου σε εκείνα της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας στην ελλαδική επικράτεια, μετάβαση η οποία γεννά την επιθυμία και τη σκέψη για την αποκατάσταση των μικροκαλλιεργητών μετατρέποντάς τους σε μικροϊδιοκτήτες γης. Ο αγώνας των αγροτών, ιδιαιτέρως ο πρωτοποριακός ρόλος ορισμένων προσώπων, τα οποία θα αξιοποιήσουν τα μεταρρυθμιστικά σχέδια των κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου για διανομή γης, ίδρυση αγροτικής τράπεζας και επιστημονικής στήριξης των αγροτών για αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό των καλλιεργειών. Κομβικό ρόλο σε αυτόν τον αγώνα διαδραμάτισε ο Ηλίας Φυτιλής, ο οποίος διακατεχόταν από το συνεταιριστικό όραμα, στο οποίο διέθεσε δυνάμεις, χρόνο, τον αλύγιστο χαρακτήρα του και την αγάπη του για την γη και τον χειμαζόμενο αγροτικό κόσμο.

Δεν πρόκειται για συνωνυμία της συγγραφέως με τον Ηλία Φυτιλή, το αρχείο του οποίου αξιοποιεί η εγγονή του Λίνα, σε συνδυασμό με τις αφηγήσεις του πατέρα της και εμπεριστατωμένη μελέτη βιβλιογραφίας, όπως αρμόζει στην εκπόνηση ιστορικού μυθιστορήματος, για να διερευνήσει, να μορφοποιήσει και να βγάλει από την λήθη του χρόνου τις αγωνίες και τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου και τον εναγώνιο αγώνα ορισμένων εγγράμματων οραματιστών για αξιοπρεπή διέξοδο από αυτά. Το εγχείρημα, καθώς φαίνεται, κινητοποιήθηκε όχι μόνο από την κοινωνική ευαισθησία της συγγραφέως, η οποία με τον τρόπο της τιμά την απώτερη καταγωγή της, δίνοντας φωνή σε ανθρώπους που δεν διέθεταν την δυνατότητα του δημόσιου λόγου, αλλά και από την ενδόμυχη ανάγκη, θα λέγαμε, να κρατήσει λίγο ψηλότερα από την επιφάνεια της σκόνης του χρόνου τους ανιόντες οικείους της και την εποχή τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, με επάλληλους και τεμνόμενους μεταξύ τους κύκλους της ατομικής-οικογενειακής ιστορίας, με την τοπική, την εθνική και την παγκόσμια ιστορία. Έτσι ο αγώνας για την προσωπική επιβίωση του πρωταγωνιστή Ηλία, τέμνεται με την προσπάθεια των συντοπιτών του και γενικότερα της αγροτικής τάξης να αντεπεξέλθει στις ανάγκες μέσα από τις αναστολές που προκαλούσε η αμάθεια και η αντίδραση εδραιωμένων συμφερόντων, με την πορεία της χώρας μέσα από αλλεπάλληλους πολέμους (Βαλκανικών, Μικρασιατικού, Β΄ Παγκοσμίου, Εμφυλίου). Μέσα από τις μυλόπετρες του χρόνου προσπαθούν να επιβιώσουν οι ήρωες, με εφόδια τον χαρακτήρα, την συντροφικότητα, και την παιδεία, η οποία και σε τούτο το βιβλίο θα επιβεβαιωθεί ως μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας για την χώρα μας. Στην περίπτωση της οικογένειας του Ηλία, η γονική οικογένεια ήταν φτωχή, ο ίδιος κατόρθωσε να μάθει γράμματα, ο ένας γιός του να σπουδάσει φαρμακευτική, η εγγονή να γίνει δασκάλα και εκλεκτή συγγραφέας με προσωπική γραφή.

Το βιβλίο έχει ενδιαφέρουσα διάρθρωση, η οποία χαρακτηρίζεται από τον χωρισμό σε ενότητες με την παράθεση χωρίων από το ημερολόγιο του Ηλία Φυτιλή και αφορισμών διαφόρων προελεύσεων, από σκέψεις μορφωμένων ανθρώπων έως συμπυκνωμένη σε λιγοστές λέξεις λαϊκή σοφία ηρώων του μυθιστορήματος, που λειτουργούν ως αρμοί σύνδεσης και προσφέρουν κάτι πολύ σημαντικό για ένα μυθιστόρημα, την αληθοφάνεια. Τα πρόσωπα σμιλεύονται με αμεσότητα και φαίνεται σαν να παρελαύνουν μπροστά στον αναγνώστη οι μορφές, οι χαρακτήρες, οι κινήσεις, οι σκέψεις, τα συναισθήματα. Κι αν απουσιάζει η ντοπιολαλιά σε διαλόγους, αυτό νομίζουμε ότι γίνεται σκόπιμα από την συγγραφέα, για να μας κινητοποιεί σε μια μπρεχτική αποστασιοποίηση, καλώντας μας να σκεφτόμαστε που και που ότι διαβάζουμε μυθιστόρημα. Συνάμα έντονη φαίνεται η αγάπη της συγγραφέως για τους ήρωές της, η ενσυναίσθηση κι η αλληλεγγύη.

Η γραφή, φαινομενικά απλή και λιτή, φέρει μεγάλο στοχαστικό φορτίο, με έντονες υπαρξιακές αναφορές, ειδικά όταν η αφηγήτρια εστιάζει στην ιστορικότητα, στον έλεγχο του χρόνου επί του ανθρώπου, στον άνισο ανταγωνισμό της άψυχης μονάδας μέτρησής του με το έμψυχο ον που στο τέλος εξανεμίζει.

Αν δούμε το βιβλίο της Λίνας Φυτιλή ως έναν αγώνα του στοχαζόμενου ανθρώπου με τον χρόνο, το αίσιο αποτέλεσμα της συγγραφής είναι διττό: κατορθώνει να προστατέψει το ίχνος των ηρώων της από την βορά του χρόνου, αφού δεν μπορούν να σωθούν οι ίδιοι οι άνθρωποι, και συνάμα χαράζει βαθύτερο και μακρύτερο προσωπικό ίχνος στον χώρο των γραμμάτων και της λογοτεχνίας ειδικότερα.




 

Αγαθοκλής Αζέλης

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Αλέξης Πανσέληνος, Λάδι σε καμβά, Μεταίχμιο 2022. Το μυθιστόρημα των εφαπτομένων και των ματαιώσεων

                                                                             Με τι καρδιά, με τι πνοή,

                                                                              Τι πόθους και τι πάθος

                                                                               Πήραμε τη ζωή μας·

                                                                               (Γ. Σεφέρης, Άρνηση)

 

    Τι κάνει ένα μυθιστόρημα να ξεχωρίζει από τον μεγάλο αριθμό των άλλων εκδόσεων; Το θέμα; Η τεχνική της αφήγησης; Το όνομα του συγγραφέα ως εχέγγυο ποιότητας; Είναι ερωτήσεις που τίθενται διαρκώς, απαντώνται προσωρινά κι επανατίθενται με κάθε νέο ανάγνωσμα. Έτσι λοιπόν (επανα)τίθεται κι από την ταπεινότητά μου, κλείνοντας το τελευταίο βιβλίο του Πανσέληνου. Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται είναι ότι η αφήγηση κλείνει στην κατάλληλη στιγμή, σε μια όχι αφηγηματική αλλά αναστοχαστική περίσταση, ικανοποιώντας τεχνικά και αισθητικά, συνάμα όμως οδηγώντας στη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει κάθαρση, αντιθέτως κορύφωση του φόβου (και του ελέους;) στο κλείσιμο της ανάγνωσης, επομένως διαρκείας. Αυτό που στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος μοιάζει με μιαν απέριττη, καλογραμμένη, γνωστή (αν κι όχι προβλέψιμη) αφήγηση μιας εφηβείας, καταλήγει στο δεύτερο μέρος ως αντίστιξη σε μια διαρκή ανατροπή. Στο πρώτο μέρος έχουμε την ελαφρότητα και στο δεύτερο το βάρος, που όλο και μεγαλώνει. Στο πρώτο κυριαρχεί απλωμένη σε πολλές σελίδες η ανέμελη αθώα εφηβεία με ανοιχτές τις πόρτες στις προσδοκίες και τις προεκτάσεις, στο δεύτερο εκτυλίσσεται σε πυκνά επεισόδια διαψεύσεων η σταδιακή ματαίωση, με την κορύφωση της μεγάλης, αναδρομικής.

    Η υπόθεση του βιβλίου είναι γενικά γνωστή, καθώς έχουν ήδη, δικαίως, γραφτεί πολλά για το βιβλίο. Ο Σπύρος, ένας ταλαντούχος πολλά υποσχόμενος φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών ξεκινά τις σπουδές του με προσδοκίες που τις θεωρεί βεβαιότητες, νομίζει ότι ελέγχει τη ζωή του και τις επιλογές του, εισπράττει σε ένα δεκαπενθήμερο καλοκαιρινών διακοπών σε νησί την αναγνώριση νεαρών κοριτσιών ταλαντευόμενος μεταξύ λογικής και συναισθήματος, αναχωρεί έχοντας αφήσει πίσω του αναστάτωση κι έναν απεγνωσμένο έρωτα μιας μικρομέγαλης ανήλικης, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέχρι τότε φαίνεται να ελέγχουν το άτομο και οι ικανότητές του την ροή των πραγμάτων, έστω με ανατροπές. Στην συνέχεια το πολιτικό πλαίσιο πλημμυρίζει τον χώρο ισχύος του ιδιώτη κι αντιστρέφονται σταδιακά οι ρόλοι. Ο επίδοξος ζωγράφος αποστασιοποιείται σταδιακά από τις σπουδές και την τέχνη του, καθώς με την επιβολή της δικτατορίας ανατρέπεται όχι μόνο η τάξη στον δημόσιο βίο αλλά και στην οικογένειά του, με την εξορία του αριστερού πατέρα του και την εξ ανάγκης αντικατάστασή του στο οικογενειακό μαγαζί ηλεκτρικών ειδών από τον γιο, ο οποίος τελικά θα χρειαστεί να το επιλέξει ως μόνιμη επαγγελματική απασχόληση μέχρι την πρόωρη συνταξιοδότηση. Την επαγγελματική ματαίωση και την αποκαθήλωση των καλλιτεχνικών βλέψεων θα την συμπληρώσει η συντριβή της ερωτικής του αυτοπεποίθησης, όταν συνειδητοποιεί ότι μια γυναίκα με την οποία συνάπτει συμβιωτικό δεσμό διατηρεί παράλληλη σχέση. Η τελευταία κατά σειράν ματαίωση λαμβάνει χώρα στο πρόσωπο της πρώην μικρομέγαλης ανήλικης, η οποία έχει γίνει διάσημη ζωγράφος με ακριβοπληρωμένα έργα: ο Σπύρος ξεχνάει να επισκεφθεί εγκαίρως την έκθεσή της, δεν συναντά την ίδια, όμως εκείνη έχει αφήσει το ίχνος της, έναν πίνακα που αποτυπώνει τον απεγνωσμένο άγουρο έρωτά της, σαν μποτίλια στο πέλαγος, μήπως φτάσει σε αυτόν. Οι ρόλοι ισχύος και φυγής έχουν αντιστραφεί: ο κάποτε ισχυρός Σπύρος επιστρέφει στον ρόλο του συνταξιούχου πρώην εμπόρου στο μικρό διαμέρισμα της πρωτεύουσας, η δε πρώην θαυμάστριά του στον γιο της, στο Λονδίνο.

    Το μυθιστόρημα του Πανσέληνου είναι σπουδαίο, γιατί με λιτότητα και πυκνότητα μετουσιώνει σε αφήγηση μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, αναδεικνύοντας συνάμα την καθοριστική συνήθως επίδραση της ιστορικής συγκυρίας στην εξέλιξη της πορείας τους προς τη λύση ή την παγίωση. Συνάμα ο Πανσέληνος, αποδεικνύεται ακόμη μια φορά, είναι  λογοτέχνης ο οποίος, χωρίς να γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, διαθέτει  βαθιά αίσθηση της ιστορίας και της ιστορικότητας, συναισθάνεται την υπαρξιακή αδυναμία του ατόμου στην σισύφεια προσπάθειά του να ξεφύγει από μια διαδρομή για την οποία δεν γνωρίζει σε ποιο βαθμό επιλέγει και καθορίζει το ίδιο και σε ποιον η συγκυρία -αν δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «τύχη». Το ότι ο καμβάς στον οποίο στήνεται η αφήγηση δεν ξεπροβάλλει κατά την αφήγηση, δείχνει την καλλιτεχνική σοφία του συγγραφέα. Όπως άλλωστε και η επιλογή του τίτλου, ο οποίος ίσως αναφέρεται εμμέσως στο θέμα του βιβλίου, σχετικοποιώντας όμως συνάμα την αναφορά: Λάδι σε καμβά, θα μπορούσε να είναι πληροφορία για τα υλικά ενός πίνακα, εναλλακτικά όμως και η έμμεση πληροφορία ότι μας προσφέρει μια εναλλακτική αναπαράσταση ενός επιλεγμένου θέματος, η οποία εμπεριέχει σχετικότητα εστίασης, πιστότητας, ερμηνείας.

    Υ.Γ. Η λεπτομέρεια με τον πίνακα-μποτίλια στο πέλαγος μού θύμισε ενέργεια ενός γνωστού μου, ο οποίος σε μια μετάφρασή του πρόσθεσε την αφιέρωση “Fuer Dich, meine ewige Liebe” (για σένα παντοτινέ μου έρωτα), με την ελπίδα να τη διαβάσει κάποτε η αναχωρήσασα με τον τρόπο της ηρωίδας του διηγήματος. Τα όρια μεταξύ ζωής και τέχνης παραμένουν ακαθόριστα.

Αγαθοκλής Αζέλης