Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Νίκος Σαλτερής, "Μόνο από μυλόπετρες δεν με πέρασαν για να με αλέσουν"

 https://www.literature.gr/stis-mylopetres-toy-chronoy-agathoklis-azelis-ekdoseis-metaichmio/



 

 Στις μυλόπετρες του χρόνου, Αγαθοκλής Αζέλης, Εκδόσεις Μεταίχμιο 

 

Ο Δρ Αγαθοκλής Αζέλης  είναι λυκειάρχης στα Τρίκαλα. Γεννήθηκε στη βλαχόφωνη Μηλιά Μετσόβου, ένα από τα πιο ορεινά χωριά της Ηπείρου στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου και μεγάλωσε σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας (Θησείο, Καλλιθέα, Άνω Ιλίσια) ως παιδί εσωτερικών μεταναστών. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ και εν συνεχεία πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιέννη, όπου εργάστηκε ως έμμισθος ερευνητής της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, καθηγητής στο Vienna International School, και Λέκτορας του Πανεπιστημίου της Βιέννης (ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία των ιδεών).

Έχει δημοσιεύσει πολλά εκπαιδευτικά βιβλία (Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας), βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα Ελληνικά, ενώ ποιήματά του δημοσιεύθηκαν σε διάφορα περιοδικά (“Η Λέξη”, “Η Παρέμβαση”, επετηρίδα “ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ”). Έχει εκδόσει τρεις ποιητικές συλλογές( “Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο”, Μεταίχμιο 2008, “Εωθινές επιγνώσεις”, Πλανόδιον 2011 και «Σκιές Ασωμάτων», Λογείον 2016), ενώ πρόσφατα (2021) μετέφρασε στα Ελληνικά για τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το έργο του Gunnar Hering, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία και ο φιλελληνισμός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Με δυο λόγια, πρόκειται για μια πολυσχιδή προσωπικότητα, έναν ακούραστο εργάτη του λόγου. Η διαδρομή του από τη βλαχόφωνη κοινότητα γέννησής του μέχρι σήμερα ταυτίζεται με ανάλογες πολλών παιδιών της γενιάς του ή και προηγουμένων γενεών, που ενώ γεννήθηκαν σε κλειστές απομονωμένες κοινότητες, σήμερα όχι μόνο συμμετέχουν ισότιμα στη μετα-μοντέρνα, ανοιχτή κοινωνία, αλλά και αποτελούν διακριτά μέλη της. Ο Αζέλης είναι ένας από τους τελευταίους «εκπροσώπους» αυτής της «μετάβασης» με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

Οι προηγούμενες αναφορές δεν θα είχαν ιδιαίτερη αξία, αν δεν σχετίζονταν άμεσα με τη συλλογή διηγημάτων του, Στις μυλόπετρες του χρόνου, που εκδόθηκε πρόσφατα από το Μεταίχμιο. Ορθότερα, πρόκειται για ένα σπονδυλωτό αφήγημα που δομείται σε επιμέρους σύντομα κείμενα, ένα είδος αυτόνομων, ιδιαίτερα καλοδουλεμένων γλωσσικά και αισθητικά άρτιων μπονζάι διηγημάτων, που παρακολουθούν τις «βιογραφίες» μελών της οικογένειάς του σε βάθος τριών γενεών. Με άλλα λόγια, όσο είναι και ο χρονικός ορίζοντας βιωμάτων που είτε ζήσαμε οι ίδιοι πρωτογενώς είτε «κατασκευάστηκαν» εκ των υστέρων -μέσα από διηγήσεις προσώπων του περιβάλλοντός μας και προσδιορίζουν σε σημαντικό, βαθμό ως ένα ενιαίο σύνολο, την ταυτότητά μας.

Σ΄ αυτόν τον χρονικό ορίζοντα σχεδόν ενός αιώνα εκτείνονται οι ιστορίες που μας διηγείται ο Αζέλης. Είναι λοιπόν ο ίδιος ο Χρόνος που από τη μια επιβάλλει την αλλαγή του ρυθμού της διήγησης ανά διήγημα -και ανάλογα με το περιεχόμενό του- κι από την άλλη αποτυπώνει με ενάργεια αυτό που θα αποκαλούσαμε «αντικειμενικές αλλαγές του περιβάλλοντος» εντός του οποίου έζησαν, έδρασαν και βίωσαν αδιανόητες αλλαγές στις συνθήκες ζωής τους τα οικεία πρόσωπα/ήρωες του συγγραφέα.

Στα διηγήματα του βιβλίου συναιρείται αδιάλυτα και με τέχνη το προσωπικό με το υπερατομικό και τις κοινωνικές δυνάμεις που επιβάλλουν αναπόδραστες και βαθιές αλλαγές κατά τη διάρκεια ενός βίου που κύριο χαρακτηριστικό του αποτελεί η μετάβαση ίδιων προσώπων από την αρχαϊκή στη σύγχρονη κοινωνία. Πρόκειται για αλλαγές που τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιαίτερης ιστορίας της χώρας μας (διαρκείς πόλεμοι, εμφύλιος, μετανάστευση), εξέλαβαν εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα. Οπότε και βιώνονται πρωτίστως και εντονότατα συναισθηματικά από τα κοινωνικά υποκείμενα. Μόνο εκ των υστέρων είναι δυνατό να κατανοηθούν σ’ όλη τους την έκταση, την ένταση και τη σημασία. Πολλές φορές μάλιστα, όχι από τα ίδια τα άτομα που τα βίωσαν, αλλά από την επομένη γενιά. Όταν αυτή αποκτά τα αναγκαία διανοητικά εφόδια, μετά από επιτυχημένες εκπαιδευτικά διαδρομές, και είναι σε θέση να κατανοήσει το σύνολο των όρων που σχετίζονται με ό,τι προσδιορίζει η κοινωνική ψυχολογία ως υπέρβαση ενός κοινωνικού gap (κενού), σαν κι αυτό που χωρίζει τους δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους (αρχαϊκή/μοντέρνα κοινωνία).

Ο Αζέλης όμως δεν πέφτει στην παγίδα του «κοινωνιολογείν δια της λογοτεχνίας». Αντιθέτως, μας παραδίδει τριάντα τρεις ιστορίες, αφηγούμενος πραγματικά γεγονότα της ζωής προσώπων της οικογένειάς του, προφανώς και του ίδιου, και αφήνοντας την κοινωνιολογία για τους άλλους. Γεγονότα, που ανάγονται λόγω της συγγραφικής μαεστρίας του αλλά και της τιμιότητας του βλέμματός του σ’ ένα είδος αρχέτυπων της εν λόγω μετάβασης.

Κι αυτό είναι ίσως το κύριο χαρακτηριστικό της δουλειάς του. Ότι μέσα από τη διήγηση οικείων για εκείνον καταστάσεων, μας παραδίδει ένα βιβλίο που επιτρέπει στους αναγνώστες μεγαλύτερης ηλικίας και ιδιαίτερα σ’ όσους είναι παιδιά της εσωτερικής μετανάστευσης (όπως κι εγώ) να ανακαλέσουν στη μνήμη καταστάσεις που τους καθόρισαν. Παράλληλα όμως παρέχει στους νεότερους τη δυνατότητα να γνωρίσουν συνθήκες ζωής και συναισθήματα σημαντικά για τη διαμόρφωση (πνευματική και συναισθηματική) των γονιών και παππούδων τους και εμμέσως των ίδιων. Αν αποδεχτούμε, βέβαια, ότι κάθε «τραύμα» που δημιουργείται ως αποτέλεσμα ψυχικής ταλαιπωρίας των προγόνων μεταβιβάζεται στους απογόνους με κάποιον τρόπο, όπως διδάσκει η ψυχολογία.

Ο λόγος του Αζέλη είναι πυκνός και κοφτός. Ενδεικτικά, είναι χαρακτηριστικό πώς στο διήγημα «Λένω» συμπυκνώνει τη ζωή της ομώνυμης ηρωίδας από τη γέννησή της μέχρι και το θάνατό της σε δυο σελίδες. «Η μικρότερη από εννιά αδελφές η Λένω της Αργύρως. Ο πατέρας της τσέλιγκας μετρημένος…είδε στα είκοσι δύο της να φεύγει η τουρκική φρουρά από το ορεινό βλαχοχώρι… στα τριάντα δύο της…  στα τριάντα τέσσερα… Στα ογδόντα έξι της αυτά τα κορεσμένα γαλανά μάτια έκλεισαν οριστικά στο υπόγειο διαμέρισμα και το σκευρωμένο της κορμί κατά παραγγελία επέστρεψε στη γη των προγόνων». Μια ζωή σκιτσάρεται με ελάχιστες γραμμές και «το ίχνος της ως ανορθόγραφη επιγραφή στα ελληνικά [μένει] πίσω από την οικογενειακή φωτογραφία: ‘’Σήμερα 16 Νοεμβρίου 1976 απεβίοσε η μητέρα μου. Ε.Α.’’, κι ας μην έμαθε ποτέ η ίδια την επίσημη γλώσσα.».

Πόσες μνήμες δεν μας ξυπνούν αυτές οι ελάχιστες και κομψά τοποθετημένες προτάσεις σε μας τους παλαιότερους; Λέξεις καρφωμένες με το σφυρί, όπως έλεγαν και οι παλιοί μάστορες του λόγου. Και πόσες εικόνες δεν μεταβιβάζουν στα νέα παιδιά! Αυτά που πλέον τείνουν να πιστέψουν ότι η φωτογραφία, δεν είναι παρά ένα ψηφιακό αποτύπωμα οποιασδήποτε ασήμαντης στιγμής κι όχι ένα «έντυπο», που η συνήθεια άλλων εποχών ήθελε να σημειώνονται στη ράχη του τα σημαντικότερα γεγονότων της ζωής ενός ανθρώπου; Πάντα ανορθόγραφα και με τα διστακτικά γράμματα γραφικού χαρακτήρα ανθρώπων μιας εποχής, που η φοίτηση στο σχολείο αποτελούσε πολυτέλεια, όπως μας περιγράφει στα «Μισά γράμματα».

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Αζέλης, ακόμα κι όταν μας διηγείται πρωτογενή βιώματά του, επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι ο τρόπος του και μ’ αυτόν πετυχαίνει από τη μια να προσδώσει συγκεκριμένη ατμόσφαιρα στο κείμενά του (κάποιος είναι κάπου κρυμμένος, παρατηρεί με κομμένη ανάσα γεγονότα και συναισθήματα και μας τα μεταφέρει) και από την άλλη λαμβάνει την απαραίτητη «συγγραφική απόσταση» από συνταρακτικά για τον ίδιο γεγονότα, καθιστώντας τα έτσι «κοινά» βιώματα μιας ολόκληρης γενιάς, κάτι που θα ήταν αδύνατο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αν η συγκεκριμένη επιλογή υπήρξε συνειδητή ή όχι, δεν το γνωρίζουμε, αλλά σε κάθε περίπτωση προσφέρει μια αξέχαστη αναγνωστική εμπειρία.

Το κλίμα που δημιουργείται στα κείμενά του, ως αποτέλεσμα των προηγουμένων, ενισχύεται από ένα ακόμα στοιχείο της γραφής του: τον χαμηλόφωνο χαρακτήρα της. Έτσι,  ακόμα και σε διηγήματα που συμβαίνουν τραγικά γεγονότα (π.χ. απώλεια βρέφους, θάνατος του πατέρα μετά από δυστύχημα κλπ.), η κραυγή που προκαλεί ο βαθύς πόνος, πνίγεται στο στήθος των ηρώων του. Κι έτσι, η αξιοπρέπεια με την οποία συνήθως οι φτωχοί, βασανισμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα τραγικά συμβάντα της ζωής τους, βρίσκει την καλύτερη δυνατή αποτύπωσή της στη γραφή, ενώ την ίδια στιγμή το περιγραφόμενο γεγονός αυτό καθαυτό αποκτά τις πραγματικά σπαρακτικές διαστάσεις του.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τα διηγήματα «Ο τελευταίος Κόλας» και το «Τελευταίο βλέμμα». Στο πρώτο παρακολουθούμε ένα ζευγάρι οδοιπόρων με το άρρωστο βρέφος τους στην αγκαλιά. Τους περιμάζεψε κάποιο περαστικό φορτηγό στην ερημία της Κατάρας, μετά από ώρες πεζοπορίας μέσα από το δύσβατο, ορεινό μονοπάτι που οδηγεί από το χωριό του στη δημοσία, σε αναζήτηση γιατρού για να σώσει το παιδί τους. Η γυναίκα βρίσκεται στο κουβούκλιο και σφίγγει το φασκιωμένο βρέφος στην αγκαλιά κι ο άντρας στην καρότσα. Έχει αντιληφθεί από ώρα πως δεν αναπνέει πια, αλλά συνεχίζει να το κανακεύει σιωπηρά. Πότε και πώς θα το ανακοινώσει στον άντρα της; Πώς θα ξεστομίσει τη φρικτή φράση στα βλάχικα «κιρί φτσόρλου», που σημαίνει «έσβησε τ’ αγόρι»;

Στο δεύτερο διήγημα, ο φοιτητής γιος περιμένει «τον άτρωτο» βιοπαλαιστή πατέρα να γυρίσει από τη δουλειά. Τον είδε αξημέρωτα στη συνηθισμένη του στάση, να τρώει μια φέτα ψωμί και να πίνει «με θόρυβο γάλα από το μπρίκι». Ανησυχεί. Είναι τακτικός στα ωράριά του, αλλά σήμερα αργεί. «Να τος όμως, τον βλέπει να κατεβαίνει από το λεωφορείο, περνάει τη διάβαση πεζών, όπως πάντα, κι ύστερα δεν φαίνεται πουθενά». Ο θάνατος μας επισκέπτεται όποτε εκείνος αποφασίσει και μας αφήνει άφωνους με τη σκληρότητα και βιαιότητά του.

Οι ιστορίες που μας διηγείται ο Αγαθοκλής Αζέλης συμπυκνώνουν γεγονότα, συναισθήματα και σκέψεις χιλιάδων ανθρώπων που έζησαν πριν από μας κι οι ζωές τους δεν έχουν πια σχέση με τη δική μας και, πολύ περισσότερο, μ΄ αυτή των επόμενων γενεών. Το κορίτσι που στέλνεται στην Αθήνα, ως οικιακή βοηθός σε σπίτι συγγενών για να γλιτώσει από την πείνα, το αγόρι που πεζοπορεί χιλιόμετρα από το χωριό του για να ανταλλάξει σκαφίδια ζυμώματος στα Γιάννενα με αλάτι ή καλαμποκάλευρο, η απορία που προκαλεί η άγνοια του ραδιοφώνου σ΄ ένα νεοσύλλεκτο χωριατόπουλο, το αεροβάφτισμα, η αδελφή που προτιμούσε να μείνει για πάντα στην «αγγόνα» (παραγώνι) του πατρικού της παρά να νυμφευτεί μακριά απ’ αυτό, οι εκλογές σε κλίμα τρομοκρατίας, το παιδί που μένει πίσω στο χωριό με τη γιαγιά και συναντά τους γονείς του όταν επιστρέφουν για λίγες μέρες κατά τη διάρκεια των εορτών από την μεγάλη πόλη όπου εργάζονται, ο μικρός βλαχόφωνος που στέλνεται σε ολοήμερη «παιδική στέγη», πριν ακόμα πάει στην Α΄ Δημοτικού, όπου όλα του φαντάζουν ξένα και εχθρικά, η ζωή ενός μικρού εσωτερικού μετανάστη στις προσφυγικές αυλές, τα ημιυπόγεια και στενάχωρα διαμερίσματα της Αθήνας, η δυσκολία προσαρμογής του βλαχόφωνου μαθητή στο σχολείο, ο διακριτός δάσκαλος που δίνει ευκαιρίες ζωής και θα λάβει το αντίδωρό του, με την επιλογή του μαθητή να γίνει κι αυτός εκπαιδευτικός και τόσες άλλες ιστορίες…

Ιστορίες «με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων που αγαπήσαμε», όπως μας λέει ο Σεφέρης κι ο συγγραφέας επιλέγει να παραθέσει ως προμετωπίδα του βιβλίου του. Αποσπάσματα «μοιρασμένης μνήμης» με την συνοδοιπόρο και σύζυγό του Ελένη, όπως και πάλι σημειώνει στην αφιέρωσή του σ΄ αυτήν και τις κόρες του, «για να γνωρίζουν οι τελευταίες ό,τι δεν γίνεται να θυμούνται».

Ο Αγαθοκλής Αζέλης έγραψε για μας ό,τι και εμείς θα θέλαμε να παραδώσουμε στα δικά μας παιδιά, τιμώντας το σκληρό βίο των δικών μας οικείων. Ανθρώπων που κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όπως χαρακτηριστικά του έλεγε η μητέρα του και μας εξομολογήθηκε σε συνέντευξή του στο (Thebook.gr), «μόνο από μυλόπετρες δεν με πέρασαν για να με αλέσουν». 


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου