Τρίτη 18 Απριλίου 2023

Νίκος Βατόπουλος, Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα 1934-1944, Αθήνα, Μεταίχμιο 2022.

 

Μερικά βιβλία δίνουν την εντύπωση ότι παρουσιάζοντας χαμηλόφωνα σημαντικά πράγματα, αυτά αποκτούν την ένταση που τους αρμόζει. Τούτο συμβαίνει με το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου. Ο εκλεκτός δημοσιογράφος και συγγραφέας δεν σκεπάζει με την φωνή του τα γεγονότα, αντιθέτως την θέτει στην υπηρεσία τους, κερδίζοντας τελικά η ίδια από την ποιότητα των εκφραζομένων.

Το θέμα του βιβλίου είναι η παρουσίαση ενός πανοράματος της ζωής στην Αθήνα, όπως αυτή φωτίζεται από τις καταγραφές στο ημερολόγιο ενός παιδιού, του πατέρα του συγγραφέα, για μια δεκαετία, συνοδευόμενες από ερμηνευτικές αναστοχαστικές προεκτάσεις του Ν. Βατόπουλου. Κι αν οι πληροφορίες του ημερολογίου ως πρωτογενούς ιστορικής πηγής είναι πολύτιμες, οι αναστοχασμοί του συγγραφέα αξιοποιούν το υλικό σε ευρύτερο πλαίσιο, μεταξύ άλλων σε εκείνο του αγαπημένου του αντικειμένου, του αθηναϊκού άστεως.

Το ημερολόγιο προσφέρει πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, τις κατοικίες, την λειτουργία της γειτονιάς στην ζωή των κατοίκων, στις φιλίες, στο παιγνίδι, στην κατάσταση την εποχή της κατοχής μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, την ιδιαίτερη σημασία της εκπαίδευσης και του οργανωμένου σε συλλόγους αθλητισμού για την διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός παιδιού και την εξέλιξή του, με συγκεκριμένη αναφορά στη Λεόντειο αφενός και στον Σπόρτιγκ αφετέρου. Οι σημαντικότερες από αυτές τις πληροφορίες έχουν ανθολογηθεί από τον Ν. Βατόπουλο και παρουσιάζονται με λειτουργικό τρόπο. Θεωρούμε όμως ότι αξίζει να δοθεί έμφαση στους αναστοχασμούς του τελευταίου, οι οποίοι χρησιμοποιούν ως εφαλτήριο το ημερολόγιο: αναστοχασμούς υπαρξιακούς, για την μνήμη και την λήθη, για τις αξίες, για την εκπαίδευση και τόσα άλλα θέματα.

Ένας πρώτος αναστοχασμός τον οποίο θα θέλαμε να επισημάνουμε, αφορά στη συσχέτιση των ημερολογιακών καταγραφών με την μνήμη: «Υπάρχουν οι καταγραφές. Όσο πιο λίγοι θυμούνται, τόσο ο χρόνος θα γίνεται άπιαστος σαν να ήταν έτσι από πάντα ή σαν να μη συνέβη ποτέ. Κενό. Όσο εκλείπει η ζώσα μνήμη, η μικροϊστορία αυθαιρετεί. Κάποιοι κατέγραφαν (και καταγράφουν) την καθημερινότητά τους, αλλά είναι ελάχιστοι. Οι πιο πολλοί αποχαιρετούν τον κόσμο αφήνοντας ελάχιστα τεκμήρια.» (σ. 18.) Για να εστιάσει ακολούθως στην πρόσφατη συγκυρία του κορωνοϊού: «Και ίσως και τα δικά μας ιστορικά ορόσημα, ανάμεσά τους η πανδημία του κορονοϊού - αυτή ίσως πιο πολύ από καθετί άλλο-, να ορίζουν τις νέες αφετηρίες, να βαθαίνουν τις παλιές ρήξεις, να ανοίγουν τα νέα χάσματα, που  και αυτά είναι αναγκαία, να ξεθωριάζουν τις περασμένες εποχές που γλιστρούν προς τα πίσω. Τόσο απλά, ο κόσμος γυρίζει και οι γενιές οι περασμένες συνωθούνται στα μετόπισθεν, εξαϋλώνονται, λησμονιούνται.» (σ. 19)

Ποια είναι όμως η αξία των καταγεγραμμένων ημερολογιακών αφηγήσεων, δεδομένου ότι είναι αναπόφευκτη η επίδραση του συναισθήματος σε αυτές; «Όλες οι αφηγήσεις […] είτε είναι αυθόρμητες και αβίαστες είτε προσεκτικά σχεδιασμένες, βάφονται με το χρώμα του συναισθήματος, ακόμα και όταν τεκμηριώνονται ως αντικειμενικές. Είναι - συχνά- απέλπιδες προσπάθειες επιβίωσης σε τοπία λήθης, σε αχανή πεδία μετά τη μάχη, με τα άλογα σφαγιασμένα και αυτά. Αυτές οι απεγνωσμένες απόπειρες αναστήλωσης των όποιων λειψάνων έχουν κάτι αδιόρατα φωτεινό μέσα την πένθιμη ιεροτελεστία τους. Γαντζώνονται από την πεποίθηση ότι ο χρόνος δεν θα επέλθει σαρωτικός. Είναι όμως αυτή η ενδόμυχη παραδοχή συχνά ανομολόγητη. Ανομολόγητη παραμένει συχνά η σκέψη ότι εντέλει γεννιόμαστε για να ξεχαστούμε, και είναι αυτή η σκέψη που ωθεί στην εξόρυξη των κοιτασμάτων της μνήμης. Περισσότερο από κάθε τι άλλο είναι ένα έναυσμα για μια οριοθέτηση του εαυτού στη χοάνη του χρόνου.» (σ. 19-20)

Πολύ ενδιαφέρων είναι και ο προβληματισμός σχετικά με την σημασία που είχε η ύπαρξη φυσικών καταλοίπων μνήμης στην εποχή πριν από το διαδίκτυο: «Για τις γενιές που ενηλικιώθηκαν στην εποχή πριν από το διαδίκτυο, η ύπαρξη φυσικών τεκμηρίων, καταλοίπων, σε κάθε μορφή, είναι απολύτως φυσιολογική και αναμενόμενη συνθήκη. Η μνήμη ορίζεται από το συναίσθημα πού γεννά αυτή η πεποίθηση. Ότι δηλαδή θα υπάρξει μια σκυταλοδρομία παράδοσης κειμηλίων από τη μια γενιά στην άλλη. Είναι μια αντίληψη που διατρέχει την ιστορία του πολιτισμού. Και, από την άλλη, είναι μια επιβεβαίωση πως αυτό που πέρασε άφησε ίχνη, που και αυτά υπόκεινται στους νόμους της φθοράς.» (σ. 20)

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο συγγραφέας  στην συναισθηματική και κοινωνική αξία του ημερολογίου για το συγγράφον υποκείμενο: «Η ιδέα του ημερολογίου είναι πολύ παλιά, χάνεται στους αιώνες, έχει πάντα να κάνει με δύο ισχυρές, αλληλένδετες και αντιφατικές δυνάμεις. Από τη μια, με την ανάγκη υπεράσπισης του εαυτού, με την ανέλκυση του εαυτού σε καθεστώς υψίστης σημασίας, με την αναμόχλευση και την εξόρυξη των μύχιων συναισθημάτων και, από την άλλη, με την έμμεση συνομιλία με τον κόσμο, την κοινωνία, το ανθρώπινο γένος, αυτό που προϋπήρξε, αυτό που μας περιβάλλει, αυτό που θα έρθει όταν εμείς θα έχουμε κυλήσει στη χώρα της λήθης.

Συνεπώς, το ημερολόγιο δεν είναι μια απλή υπόθεση. Προϋποθέτει αυτές τις δύο δυνάμεις, την κατάφαση στην καθημερινότητα που σε ορίζει και την ταυτόχρονη παράδοσή της σε ένα συνεχές του χρόνου, μέσα στο οποίο εσύ θα εξαιρείσαι ως φυσική παρουσία, ωστόσο θα εκπροσωπείσαι με κατάλοιπα των καθημερινών εγγραφών σου.» (σ. 31)

Όμως οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους μεταβάλλονται οι νοοτροπίες, οι συνήθειες και οι αξίες των ανθρώπων. Πώς θα μπορούσε να μείνει άθικτη και η συνήθεια της ημερολογιακής καταγραφής; «Αναρωτιέμαι ποιοι κρατούν ημερολόγιο σήμερα. Ασφαλώς υπάρχουν τα μπλογκ, υπάρχουν τα κοινωνικά δίκτυα, υπάρχουν τα βίντεο που φτιάχνει ο καθένας για τη ζωή του, αλλά απουσιάζει η διαμεσολάβηση του ενδιάμεσου απτικού πολιτισμού που είναι το χαρτί, η γραφική ύλη, ο γραφικός χαρακτήρας, η ιδιαίτερη εκείνη πολιτισμική ώσμωση του χρόνου με την ύλη. Ο χρόνος πλέον βιώνεται σε άλλη διάσταση, κυριαρχεί το εδώ και τώρα. Έχει χαθεί η αξία της προσμονής, και μαζί έχει συρρικνωθεί ως μη σημαντική η διαστολή του χρόνου, εκείνη που μπορούσε να συμπεριλάβει τον εαυτό σε καθεστώς αναμονής.» (σ. 31-32)

Όντας κατά τεκμήριο ένας διακεκριμένος «αθηνολόγος», ο οποίος μελετά με εμβρίθεια την πρωτεύουσα στην διαχρονική εξέλιξή της, δεν θα μπορούσε να παραλείψει μια εντυπωσιακή παρατήρηση για μια καθοριστική δομική μεταβολή στην καθημερινή ζωή της Αθήνας, η οποία σχετίζεται με τις νέες συνθήκες δόμησης και διαβίωσης: «Η απουσία των παιδικών φωνών από τους δρόμους της Αθήνας, τις τελευταίες δεκαετίες, συνιστά μία τεράστια αλλαγή στην καθημερινότητα και τη φυσιογνωμία των συνοικιών, μια βαθιά και πολυδιάστατη μεταβολή που ίσως έχει υποτιμηθεί. Η Αθήνα έχει γίνει μια εσωστρεφής πόλη, κυρίως στις συνοικίες, εκεί δηλαδή που υπήρχε ημιδιαφάνεια, απουσία επιθυμητής ιδιωτικότητας, συχνά ημιυπαίθριος βίος. Είναι μία σιωπηλή επανάσταση που έχει να κάνει όχι μόνο με τη φυσική εξέλιξη της ζωής αλλά και με τον τρόπο που δομήθηκαν οι συνοικίες, με κάλυψη των οικοπέδων σε απαράδεκτο βαθμό. Η πύκνωση της ζωής, το αυτοκίνητο σε κάθε δρόμο και το πλήθος των δραστηριοτήτων και υποχρεώσεων με το οποίο έχουν φορτωθεί τα παιδιά έχουν όλα συμβάλει στο να αποσυρθεί η παιδική φωνή από τους δρόμους των αθηναϊκών συνοικιών.» (σ.117) Στο να αποσυρθεί η φωνή των παιδιών που όλο λιγοστεύουν με την δημογραφική συρρίκνωση, θα συμπληρώναμε.

Ολοκληρώνοντας τις λιγοστές επιλεκτικές επισημάνσεις από το πολύπλευρο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου θα θέλαμε να επαναλάβουμε ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο αξιανάγνωστο πόνημα, το οποίο εκτός από τις πολυάριθμες πληροφορίες για την ζωή στην πρωτεύουσα κατά την δεκαετία 1934-1944,  προσφέρει μια συστηματική διακριτική μεθοδολογία εξωτερικής παρατήρησης, του κόσμου, και εσωτερικής υπαρξιακής αναζήτησης της θέσης του ατόμου μέσα σε αυτόν, στον χωροχρόνο του.

 Αγαθοκλής Αζέλης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου