Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

π. Μιχαήλ Κοσβύρας, Από το βουνό στον άμβωνα




Ομιλία στην Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Καλαμπάκας

π. Μιχαήλ Κοσβύρας, Από το βουνό στον άμβωνα. Ο μετασχηματισμός μιας ορεινής κοινότητα. Εισαγωγή και επιστημονική επιμέλεια, Γαβρίλης Λαμπάτος-Αγαθοκλής Αζέλης. Ταξιδευτής, Αθήνα 2009.


Σεβασμιώτατε, σεβαστοί εκπρόσωποι των αρχών, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι!

Παίρνοντας με τη σειρά μου το λόγο, θα εστιάσω στη μέθοδο και τη θεματική/περιεχόμενο των χειρογράφων του πατέρα Μιχαήλ Κοσβύρα που εκδίδονται στο βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε.



Α . Η ΜΕΘΟΔΟΣ



Το κείμενο που εκδίδεται στο παρόν βιβλίο είναι σπονδυλωτό. Η βά-

ση του είναι τα απομνημονεύματα του πρωτοπρεσβύτερου Μιχαήλ

Κοσβύρα από την Αγναντιά Καλαμπάκας, τα οποία έγραψε κατά την

έβδομη δεκαετία της ζωής του και έχουν δύο σκέλη. Το πρώτο σκέ-

λος αναφέρεται κυρίως στον καθημερινό βίο των ανθρώπων της

Αγναντιάς κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το δεύτερο, το οποίο

είναι σαφώς μεγαλύτερο σε έκταση, αναφέρεται κυρίως στην Εθνική

Αντίσταση και στον Εμφύλιο. Συμπληρώνεται από ένα νεότερο κεί-

μενο (23-5-2005 και εξής) για την εποχή του Εμφυλίου και τη μετεμ-

φυλιοπολεμική, το οποίο γράφτηκε μετά από τη συγγραφή τού κυ-

ρίως σώματος, στο οποίο επιχειρείται η καταγραφή στοιχείων που

αναδύθηκαν στη μνήμη αργότερα, και, τέλος, από μια σύντομη αυτο-

βιογραφία (χρόνος συγγραφής από 20-5 έως 10-12-1996).

Πρόκειται για κείμενο που γράφτηκε με σχέδιο και στόχο. Στον λι-

τό του πρόλογο ο συγγραφέας ορίζει με σαφήνεια τους λόγους που

τον οδήγησαν στη συγγραφή, τους στόχους και τη μέθοδό του. Βασι-

κό κίνητρο/αιτία υπήρξε η γενική άγνοια για την ιστορία του χωριού.

Συνακόλουθος στόχος είναι η καταγραφή σχετικών ιστορικών στοι-

χείων: α) με την κατάθεση των πληροφοριών που έχει συλλέξει ο

συγγραφέας για εποχές ή γεγονότα που ο ίδιος δεν εβίωσε, β) με την

αφήγηση γεγονότων τα οποία ο ίδιος έζησε. Το εγχείρημά του έχει

έναν βασικό διδακτικό στόχο: να διδαχθούν οι μέλλουσες γενεές από

τα λάθη που διέπραξαν οι παλαιότερες, ώστε να μην περιπέσουν κι

εκείνες σε ανάλογα. Από προσωπική συνέντευξη που είχαμε με τον

συγγραφέα, ερωτώντας τον για το κίνητρο που τον οδήγησε στη συγ-

γραφή τόσες δεκαετίες μετά τα γεγονότα και μήπως τον ώθησε η ανά-

γνωση άλλων βιβλίων ανάλογου περιεχομένου, ο συγγραφέας ήταν

κατηγορηματικός: δεν είχε διαβάσει τότε σχετική βιβλιογραφία. Το κί-

νητρο που τον οδήγησε στη συγγραφή ήταν η ανάγκη, γράφοντας, να

βάλει σε μια τάξη τη σκέψη του και να κατανοήσει τα συνταρακτικά

γεγονότα εκείνης της εποχής. Συνάμα, ώθηση στη συγγραφή του

έδωσε η κατανόηση ότι βίωσε μια μεγάλη αλλαγή συνθηκών ζωής,

την οποία ήθελε να θέσει υπόψη και στον ιδεατό αναγνώστη του: Χα-

ρακτηριστική είναι η παρακάτω αφήγησή του, σε συνέντευξη με τον

γιο του Νίκο,στην οποία δείχνει ότι αντιλαμβάνεται τον μεγάλο μετα-

σχηματισμό που συντελέστηκε στην Ελλάδα: «Τι αποφάσισα να γράψω

ούτε κανένα σκοπό είχα ούτε τίποτα, έτσι, με ήρθε αυτόνομα μια σκέ-

ψη και λέω: δεν κάθομαι να γράψω, ενώ τώρα έχουμε μια μεγάλη αλ-

λαγή! Αν σκεφτούμε, για χιλιάδες χρόνια ζούσαμε μια κατάσταση τέ-

τοια, με τα βόδια, με τα ζώα, με αυτά και στην εποχή τη δική μας έγι-

νε μια αλλαγή, απότομη. Ε! αυτή η αλλαγή, λέω, δεν κάθομαι να γρά-

ψω εγώ πώς ζούσαμε και πώς αμέσως μετά τον πόλεμο άλλαξε η κα-

τάσταση ολόκληρη! Για να ξέρει ο κόσμος. Από κει είχα την ιδέα να

γράψω. Την αλλαγή της καταστάσεως. Αυτό με ανάγκασε. [...] και σκεπτόμενος την αλλαγή που έγινε μπήκα και στην κατάσταση της επαναστάσεως.

...Δεν είχα σκοπό να γράψω, να εκθέσω, να κάνω. Ούτε για εκδόσεις

είχα σκοπό. Η αλήθεια αυτήν είναι. Ήθελα να γράψω τα γεγονότα, η

αλλαγή πώς έγινε. Πώς ζούσαμε και πώς γυρίσαμε μετά. Και να μά-

θουν και οι νέοι τι κατάσταση ήταν μπροστά προπολεμικά, ποια ήταν η

κατάσταση εκεί και ποια είναι σήμερα. Τότε είχαμε τα ζώα και τώρα

έχουμε μηχανή. […] Τώρα υλοποιηθήκαμε, τότε ήμασταν λίγο πνευματοποιημένοι.»

Επομένως τα κίνητρα τελικά είναι δύο: η ανάγκη κατανόησης των

γεγονότων από τον ίδιο και η επιθυμία διάσωσης της εμπειρίας για

τις επερχόμενες γενιές.

Ο συγγραφέας προφανώς κάνει μια κριτική επιλογή των πηγών

και των πληροφοριών του. Θα χρησιμοποιήσει για τη συγγραφή του

μόνο «αληθινές πληροφορίες». Εντύπωση προκαλεί η έλλειψη απο-

λυτοφροσύνης και η αντίληψη της σχετικότητας της αλήθειας των

πραγμάτων και επομένως της αφήγησης: «Επικαλούμενος την βοή-

θειαν του Θεού, να μπορέσω να γράψω με περισσότερη ακρίβεια και

λιγότερα λάθη την ζωήν του παρελθόντος». Σε αυτό έρχεται να συνα-

ντήσει τη λαϊκή σοφία του Μακρυγιάννη, στην περίφημη αναφορά

του στο διάλογο με τον Δεριγνύ.

Η αφήγηση χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες. Στην πρώτη κα-

ταγράφονται γλαφυρά στοιχεία καθημερινού βίου και λαϊκού πολιτι-

σμού κατά την προπολεμική περίοδο, ενώ στο δεύτερο τα απομνη-

μονεύματά του από τη δεκαετία του 1940 και συγκεκριμένα τα γεγο-

νότα που σχετίζονται με την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο και τη

δική του συμμετοχή σε αυτά. Η σκέψη του συγγραφέα μπορεί να χα-

ρακτηριστεί συστηματική. Έτσι π.χ. ξεκινώντας την αφήγησή του σχε-

τικά με τις συνθήκες ίδρυσης του χωριού του, θέτει δύο θεμελιώδη

ιστορικά ερωτήματα: πότε και γιατί ιδρύθηκε, ας έμειναν τα ερωτή-

ματα αναπάντητα. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το στοιχείο της σύ-

γκρισης: της προπολεμικής με την μεταπολεμική εποχή, η διαφορά

των οποίων προσθέτει ένα επιπλέον κίνητρο στον συγγραφέα για να

επιδοθεί στο έργο του. Διαθέτει πάντως ένα διεισδυτικό βλέμμα που

διακρίνει και καταγράφει τις διαφορές και αναλαμβάνει τον ρόλο του

αφηγητή που θα αφηγηθεί και για λογαριασμό των αναρίθμητων

συγχρόνων του που οι φωνές τους έμειναν βουβές, σιωπηλοί μάρ-

τυρες μιας εποχής μεγάλων γεγονότων και τομών.

Η ερευνητική ματιά του συγγραφέα πιστοποιείται από το ίδιο το

κείμενο: «Κανένας άνθρωπος δεν μπόρεσε να μας πληροφορήσει

πότε έγινε το χωριό σ’ αυτήν την τοποθεσίαν και ποιες συνθήκες το

επέβαλαν», γράφει στην αρχή της αφήγησής του ο συγγραφέας, ανα-

δεικνύοντας και τη μέθοδό του: ερωτήσεις προς κάθε κατεύθυνση,

δηλαδή προς κάθε διαθέσιμη πηγή. Η διάκριση της φήμης («λέγεται

ότι υπήρχε στη θέση Παλαιοχώρι στην Γκόλνα μικρό χωριό που ονο-

μαζόταν Τουρίτσα») από τη διασταυρωμένη άποψη που οδηγεί σε κά-

ποια τεκμηριωμένη γνώση, είναι συνήθως παρούσα, περνώντας συ-

χνά από την αυτοψία: «Αυτό διαπιστώνεται και από τα (παλαιά) ερεί-

πια που υπάρχουν εκεί». Όπου λείπει η βεβαιότητα, παρατίθεται η

προσωπική εκτίμηση, ρητώς δηλωμένη ως τέτοια: «Πότε όμως, δε

γνωρίζομε. Πιθανόν αυτοί να έκτισαν και την εκκλησία, τον Άγιο Κων-

σταντίνο που σώζεται...». Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προσπάθειά

του να διερευνήσει την εικασία και να της δώσει διαστάσεις αλήθει-

ας, εφόσον βρίσκει τα στοιχεία, τα οποία επίσης παραθέτει: «Επίσης,

λέγεται ότι υπήρχαν και εις την θέσιν Μπιάλα ολίγα σπίτια. Αυτό το βε-

βαιώνει το νεκροταφείο που βρίσκεται κατά μήκος του μουλαρόδρο-

μου που πήγαινε προς το νερόμυλο και προς την Οξύνεια». Το προη-

γούμενο παράθεμα καταδεικνύει και το πόσο ο συγγραφέας κινείται

στο επίπεδο του χρόνου των γεγονότων κατά την αφήγησή του, χωρίς

να διολισθαίνει στο σφάλμα να συγχέει τον χρόνο των γεγονότων με

εκείνον της αφήγησης. Χαρακτηριστική είναι και η προτεραιότητα που

επιδαψιλεύει στην επιστήμη σε σχέση με την παράδοση και τις όποι-

ες δικές του εκτιμήσεις: «Πολλά λέγει η παράδοση γι’ αυτό, αλλά

ακόμη δεν έγινε καμία προσπάθεια από την αρχαιολογική υπηρεσία

δια να διαλύσει την περιέργεια». Επίσης δείχνει να αξιοποιεί συνθετι-

κά κάποια αναγνώσματα εκκλησιαστικής ιστορίας, για να βγάλει ειδι-

κότερα συμπεράσματα για την ονοματοδοσία του τοπωνυμίου

«Οστροβός» στη νυν Αγναντιά, ως σλαβικό κατάλοιπο.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας μας αποτελεί προϊόν

συγκερασμού πολλών γλωσσικών στρωμάτων, πράγμα που ερμη-

νεύεται από την καταγωγή, τη μόρφωση και το επάγγελμά του. Έτσι

αναγνωρίζονται στο κείμενο διαλεκτικά στοιχεία (σύνταξη και λεξιλό-

γιο) της περιοχής των Χασίων, συνάμα όμως ο καμβάς του κειμένου

είναι γραμμένος σε απλή δημοτική, επηρεασμένη σε κάποιον βαθμό

από την εκκλησιαστική γλώσσα. Χαρακτηριστικά συντακτικά στοιχεία

της ντοπιολαλιάς είναι η περιστασιακή χρήση της γενικής αντί για την

αιτιατική και αντιστρόφως, της αιτιατικής αντί για τη γενική. Διαλεκτι-

κό λεξιλόγιο συναντάμε ιδιαίτερα, όταν γράφει για τις συνήθειες της

καθημερινής ζωής.





Β . ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ



Το τμήμα του απομνημονεύματος που αναφέρεται στον Μεσοπόλεμο

είναι ένα σπάνιο λατομείο πληροφοριών για διάφορους τομείς της

καθημερινής ζωής του ορεινού όγκου: στοιχεία λαϊκού πολιτισμού

και καθημερινού βίου ακολουθούνται από ιδιαίτερα σημαντικές δη-

μογραφικές πληροφορίες ή άλλες που έχουν να κάνουν με τα ήθη

και την ηθική μιας μικρής κοινωνίας, τις οικογενειακές σχέσεις κλπ.

Πιο συγκεκριμένα και με τη σειρά (κατά το δυνατόν) που παρου-

σιάζονται τα στοιχεία στο απομνημόνευμα, αξίζει να επισημανθούν

πρώτα οι πληροφορίες που παρέχονται για τη ναοδομία σε ένα αρκε-

τά μακρύ χρονικό διάστημα, καθώς και για την οργάνωση των κοι-

μητηρίων γύρω από την εκκλησία. Για το μεταπολεμικό διάστημα μά-

λιστα παρέχονται ακόμη και συγκεκριμένες πληροφορίες για το κό-

στος συγκεκριμένων οικοδομικών εργασιών, στοιχεία σημαντικά για

την οικονομική ιστορία.

Ακόμη κι όταν είναι επιγραμματικές, ορισμένες πληροφορίες

έχουν μεγάλη αξία, όπως η σιτοδεία στην Αγναντιά ως συνέπεια του

ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδας κατά το 1917, ακόμη και για λε-

ηλασίες στις οποίες προέβησαν τα στρατεύματα της Αντάντ στην πε-

ριοχή. Ανάλογη σημασία έχει και η αναφορά στις συνέπειες της επι-

δημίας ισπανικής γρίπης, η οποία ξεπερνώντας τα όρια των πυκνο-

κατοικημένων πόλεων, έφτασε και στο ορεινό χωριό αποδεκατίζο-

ντας τον πληθυσμό και αφανίζοντας ολόκληρες οικογένειες.

Η περιγραφή της καθημερινότητας της αγροτικής ζωής δείχνει

μια οικονομία που δεν έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά από την επο-

χή του Ησιόδου, όπως αυτή περιγράφεται στο έργο του «Έργα και

ημέραι». Ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει εμπειρικά ότι σε όλα τα

χωριά ο τομέας της τεχνικής πλευράς της αγροτικής οικονομίας ήταν

παρόμοιος, ενώ τη μεγάλη αλλαγή την επέφερε ο πόλεμος της δεκα-

ετίας του 1940. Αφού επισημάνει την έλλειψη γεωργικών μηχανημά-

των, αποκαλύπτει μια οικονομία κατά το δυνατόν αυτάρκη. Έτσι ο γε-

ωργός κατασκευάζει μόνος του το ξυλάλετρο, ενώ μόνο το υνί το

προμηθεύεται από τον σιδερά. Εκτός από τα καλλιεργούμενα είδη, τις

μεθόδους καλλιέργειας, συγκομιδής και στοιχειώδους επεξεργασίας

των προϊόντων, της μεταφοράς και της αποθήκευσης και τα εργαλεία

που χρησιμοποιούνταν, πληροφορούμαστε και διάφορα στοιχεία ορ-

γάνωσης, όπως τη συνεταιρική καλλιέργεια, τα προβλήματα που

προέκυπταν από την πενιχρή συνήθως παραγωγή, η οποία οδηγού-

σε συχνά τους ανθρώπους στο δανεισμό για να διασφαλίσουν το

αλεύρι της χρονιάς.

Ιδιαίτερη αξία έχει και η συστηματική και γλαφυρή περιγραφή των

πρωτόγονων οικιστικών συνθηκών στην Αγναντιά. Χαρακτηριστική

είναι η συμβίωση ανθρώπων και ζώων στο ίδιο οικιστικό σύνολο και

η έλλειψη στοιχειώδους υποδομής, όπως τζάμια στα παράθυρα και

χώροι και συνθήκες υγιεινής, όπως τρεχούμενο νερό μέσα στο χωριό,

τουαλέτες και δυνατότητα μπάνιου, ενώ αναφορά κάνει και στη μεγά-

λη θνησιμότητα, η οποία οδηγεί και σε ανάλογες κοινωνικές συμπερι-

φορές: Οι περισσότεροι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, λόγω της

θνησιμότητας έκαναν περισσότερους από έναν γάμους. Χαρακτηριστι-

κά η μητέρα του συγγραφέα έκανε τρεις γάμους, ο πατέρας τρεις, αλλά

και ο πατριός τρεις. Ενδιαφέρουσες πινελιές συλλογικών νοοτροπιών

της εποχής εμφιλοχωρούν αυθόρμητα σε σημεία που δεν περιμένει

κανείς. Ακόμη και για το καθημερινό γεύμα υπάρχουν πληρο-

φορίες, για τα κουζινικά σκεύη, το τελετουργικό κ.λπ.

Καθώς ένα μέρος της οικονομίας της Αγναντιάς στηριζόταν στην

κτηνοτροφία, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τον προσεκτικό πα-

ρατηρητή-αφηγητή πληροφορίες γι’ αυτήν. Για την κτηνοτροφία δίνει

μια εικόνα μεγάλης δυσκολίας, ανάλογης με της γεωργίας. Ο γεωρ-

γός, όπως και ο κτηνοτρόφος, είναι έρμαιο της τύχης και των καιρι-

κών συνθηκών. Παρουσιάζεται η δυσκολία διασφάλισης της διατρο-

φής των ποιμνίων κατά τη μακρά διάρκεια του χειμώνα, η θνησιμό-

τητά τους και η πενιχρή τους παραγωγικότητα. Τέλος αναφέρεται και

στην αμπελουργία και την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου, τα

οποία σε μεγάλο βαθμό πουλούσαν για να διασφαλίσουν ένα μέρος

από το αλεύρι της χρονιάς.

Αρκετές σελίδες αφιερώνει ο συγγραφέας στην ψυχαγωγία, την

οποία ως επί το πλείστον τη συνδέει με το γαμήλιο γλέντι. Με την ευ-

καιρία παρουσιάζει πολύ αναλυτικά τα τοπικά έθιμα του γάμου.

Ασφαλώς θα εντυπωσιάσει τον απληροφόρητο αναγνώστη το ότι η

γαμήλια τελετή δεν γίνονταν στην εκκλησία αλλά στο σπίτι, «των θυ-

ρών κεκλεισμένων», όπως χαρακτηριστικά γράφει.

Ενδιαφέρον δείχνει ο συγγραφέας και για την εκπαίδευση, πα-

ρουσιάζοντας τις συνθήκες και τις εξελίξεις κατά το Μεσοπόλεμο,

επισημαίνοντας συνάμα με την οξυδέρκεια και τη λακωνικότητα που

συχνά επιλέγει και τους λόγους για τους οποίους μέσα σε μια εικο-

σαετία μόνο δύο παιδιά από την Αγναντιά πήγαν στο γυμνάσιο: «Το

γυμνάσιον ήταν σχεδόν απρόσιτον για πολλούς λόγους, πρώτο για οι-

κονομικούς και δεύτερο για συγκοινωνιακούς».

Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου αφιερώνεται στην Εθνική

Αντίσταση και στον Εμφύλιο Πόλεμο, περίοδος που προφανώς εν-

διαφέρει τον συγγραφέα περισσότερο, καθώς σχετίζεται με την προ-

σωπική του συμμετοχή και επιλογές ζωτικής σημασίας, για τις οποί-

ες αισθάνεται την ανάγκη της δικαίωσης. Εδώ φαίνεται έντονα ο απο-

μνημονευματικός χαρακτήρας του κειμένου: «θα γράψω πολύ λίγα,

διότι η πάροδος του χρόνου θα με εμποδίσει να θυμηθώ πολλά». Κα-

θώς αναφέρθηκε ο κύριος Νημάς στα σχετικά με την

Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο, εδώ θα αναφερθούμε επι-

γραμματικά στις θεματικές του κειμένου. Στο πρώτο τμήμα αυτής της

ενότητας αναφέρεται στην καθημερινή ζωή την εποχή της Κατοχής,

στη γένεση της Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή γύρω από την

Αγναντιά, στις εσωτερικές συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές

ομάδες, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην μεγάλης σημασίας μάχη

της Οξύνειας εναντίον των Ιταλών, η νίκη στην οποία τόνωσε το ηθι-

κό των Ελλήνων της Κατοχής και ενέτεινε τη διάθεση για αντίσταση.

Εκτός από τη σημαντική μάχη περιγράφεται γλαφυρά και η κατάστα-

ση των αμάχων που αναγκάζονται να εκτοπιστούν για να αποφύγουν

τα αντίποινα. Εντυπωσιακές είναι ορισμένες σύντομες πινελιές που

αναφέρονται στην αλλαγή της ψυχοσύνθεσης των ανθρώπων, ως

συνέπεια της εμπειρίας: «Ένα μήνα κάναμε τότε στο δάσος και γυρί-

σαμε στα σπίτια που και πάλι φεύγαμε, όταν υπήρχε φόβος, αλλά εί-

χαμε συνηθίσει». Αναλυτικά αναφέρεται στις ενδοεαμικές διώξεις

εις βάρος των θεωρούμενων ως αντιφρονούντων, θύμα των οποίων

διετέλεσε και ο ίδιος ο συγγραφέας. Πάντως ακόμη κι όταν αφηγεί-

ται οδυνηρά βιώματα, είτε προσωπικά είτε εθνικά, αποφεύγει να γε-

νικεύει. Έτσι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες διαγράφονται με πλαστικό-

τητα, χωρίς τυποποίηση και γενίκευση, με τις διαφοροποιήσεις που

φέρνει στη συμπεριφορά η συγκυρία. Έτσι οι άνδρες δακρύζουν, δεί-

χνουν συμπόνια, ανθρωπιά στον αντίπαλο. Γενικά απουσιάζει η τυπο-

ποίηση των αντίπαλων στρατοπέδων με τη μανιχαϊστική προσέγγιση

καλού-κακού: «Τότε χτύπησαν τον Δριτσέλη και τον έσπρωξαν στο

μπουντρούμι δεμένο. Εμένα με άφησαν απ’ έξω με την αιτία ότι δεν

είχαν άλλο φόρτωμα να με δέσουν. Ήταν γνωστός μου και με λυπή-

θηκε, ήταν και η ώρα που διέλυσαν και πήγαν για φαγητό». Ακόμα

και για τους κατακτητές υπάρχουν λέξεις που δείχνουν ότι αναζητεί

κάποια ανθρωπιά στα πρόσωπά τους. Έτσι περιγράφοντας τον

εμπρησμό της Αγναντιάς από τους Γερμανούς καταλήγει: «20 Ιουλίου

μπήκαν μέσα στο χωριό. Κατά ώρα δέκα, φάνηκαν οι πρώτοι καπνοί

και μετά από λίγη ώρα το χωριό λαμπάδιασε. Έμειναν λίγα σπίτια που

δεν πήραν φωτιά. Τα βάλανε, αλλά έσβησαν. Ίσως ήταν καλοί και δεν

επίμεναν. Τις βραδινές ώρες έφυγαν προς την Οξύνεια.»

Στο δεύτερο σκέλος αυτής της ενότητας αναφέρεται αναλυτικά

στην εκδήλωση του Εμφυλίου Πολέμου στην περιοχή του χωριού

του, ενώ διεκτραγωδεί και τη δεινή θέση του άμαχου πληθυσμού:

«Εμείς βρισκόμασταν μέσα σε δύο πυρά, γιατί κάποτε ερχόταν στρα-

τός και κάποτε αντάρτες. Ποια στάση να κρατήσομε; Αυτόν το χειμώ-

να, 1946-1947, τον περάσαμε με πολύ φόβο». Αφηγείται πώς μέσα σε

αυτό το κλίμα φόβου οργανώνεται ο ίδιος πάλι αρχικά στο Δημοκρα-

τικό Στρατό και αργότερα στις ομάδες ΜΑΔ και ΜΑΥ. Παραστατική εί-

ναι και η αφήγηση της καθημερινής ζωής κατά την περίοδο του Εμ-

φυλίου και των μαχών στις οποίες συμμετείχε ο ίδιος, με αποκορύ-

φωμα τη μάχη στην Οξύνεια και εκείνη στη Λαγκαδιά. Τελειώνοντας

την αφήγηση του Εμφυλίου κλείνει τη σχετική ενότητα με τον επανα-

πατρισμό των εκτοπισμένων χωρικών και τις δυσυπέρβλητες δυσκο-

λίες της έναρξης μιας νέας ζωής στο χωριό τους, καθώς και με τον

κατάλογο των τριάντα συγχωριανών του, θυμάτων κατά τη διάρκεια

της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου, ανεξαρτήτως πα-

ράταξης, για τους οποίους βρίσκει ανεξαιρέτως λόγια συμπάθειας.

Με την ευκαιρία κάνει και μια κριτική αποτίμηση. Διακρίνει την

«επανάσταση» σε δύο περιόδους. Η πρώτη αρχίζει από το 1943 και

λήγει με τα Δεκεμβριανά. «Κατά την περίοδον αυτήν, που στην αρχή

φαίνονταν αναγκαία η επανάστασις, διότι αν και έκρυβε μέσα τα

ύπουλα σχέδια των αρχηγών, μην γνωρίζοντας οι άνθρωποι την ακο-

λούθησαν ευχαρίστως και με ενθουσιασμό, τελευταία έχυσε το πικρό

δηλητήριο των ύπουλων σκοπών των, νομίζοντας ότι είναι αγνή και

απελευθερωτική». Τη δεύτερη περίοδο την τοποθετεί μεταξύ 1946

και 1949 και τη θεωρεί «καθαρά κομματική και ξενοκίνητη και έγινε

με περισσότερο πάθος, γιατί δεν μπορούσε να είναι καμουφλαρισμέ-

νη όπως πρώτα και γι’ αυτό έγιναν περισσότερα θύματα». Ο συγγρα-

φέας δεν συγγράφει ακαδημαϊκή ιστορία, καταθέτει απομνημονεύ-

ματα, τα οποία χτίζονται στη βάση των βιωμάτων και της κοσμοαντί-

ληψής του, πράγμα εγγενές στα απομνημονεύματα.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στα χρόνια μετά τον Εμ-

φύλιο. Ο λόγος του είναι λιτός αλλά παραστατικός: «Όπως γράψαμε

και παραπάνω, τον Σεπτέμβριο του 1949 επαναπατρισθήκαμε. Όταν

βγήκαμε στο χωριό, η ζωή ήταν πολύ σκληρή. Όλα ερειπωμένα. Κό-

ψαμε τα χόρτα από τις αυλές και μπήκαμε μέσα στις καμένες καλύ-

βες που είχαμε αφήσει. Τρόφιμα για συντήρηση είχαμε μόνο αυτά τα

λίγα που μας έδινε η “ΟΥΝΡΑ”. Ήταν ανεπαρκή. Η ενίσχυση από το

κράτος ήταν λίγα σανίδια και πισσόχαρτο, να φτιάξομε τις καλύβες,

να ξεχειμωνιάσομε. Δουλειά για ημερομίσθιο πουθενά. Σπείραμε λί-

γα χωράφια, όσα μπόρεσε ο καθένας, γιατί δεν είχαμε και ζώα. Μας

έδωσαν σε άλλον τρία και σε άλλον πέντε πρόβατα. Ψεύτικη ζωή».

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην πρωτοβουλία του να ιδρύσει αυτο-

σχέδιο σχολείο για τα παιδιά του χωριού, με δικαιολογία που φανε-

ρώνει έναν βαθιά προβληματισμένο άνθρωπο: «Περίπου ογδόντα

παιδιά σχολικής ηλικίας γύριζαν στους δρόμους. Ούτε το σχολείο

υπήρχε, ούτε δάσκαλος. Τότε χωρίς να ρωτήσω και να συνεννοηθώ

με κανέναν, πήρα μια πρωτοβουλία να μαζέψω κάπου τα παιδιά και

να τα κάνω μαθήματα. Όχι για να μάθουν τα πρέποντα, αλλά για μια

απασχόληση τουλάχιστο». Στην εκπαίδευση αναφέρεται αναλυτικά

όχι μόνο σε αυτή τη συγκυρία αλλά και αλλού. Ο αλφαβητισμός και η

Εκκλησία είναι δύο θεμελιώδη σημεία αναφοράς στη ζωή του και οι

πληροφορίες που παρέχει για την εκπαίδευση αποτελούν πολύτιμο

υλικό για τον εξειδικευμένο ιστορικό.

Ακολούθως ο συγγραφέας αναφέρει ορισμένες αναμνήσεις του

από τη ζωή κατά την προπολεμική περίοδο, γράφοντας για τα σχολι-

κά του βιώματα, την ενδυμασία, την παιδική εργασία, την κτηνοτρο-

φία και ειδικότερα την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, το

φαινόμενο της ληστείας. Τέλος, σε νέα καταγραφή του 2005 γράφει

ένα νέο κεφάλαιο, στο οποίο παρουσιάζει γεγονότα που παρέλειψε

στο προηγούμενο χειρόγραφό του και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδια-

φέρον, καθώς παρέχει πολύ σημαντικές πληροφορίες για την καθη-

μερινή ζωή κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου και τα προβλή-

ματα που αντιμετώπιζαν άνθρωποι που βρίσκονταν μεταξύ των δύο

αντίπαλων στρατοπέδων.

Κλείνοντας αναφέρεται στα προβλήματα που αντιμετώπισε όταν

μεταπολεμικά αποφάσισε να γραφτεί στο Εκκλησιαστικό Φροντιστή-

ριο των Τρικάλων, για να εκπληρώσει το όνειρο της ζωής του, να γί-

νει ιερέας. Συναγωνιστές του από το κυβερνητικό στρατόπεδο κατά

την περίοδο του Εμφυλίου προσπάθησαν να τον εμποδίσουν κατηγο-

ρώντας τον ως κομμουνιστή. Αφού αναφερθεί στον τρόπο με τον

οποίο αντιμετώπισε αυτά τα προσκόμματα, γράφει επιγραμματικά για

τη χειροτόνησή του και την υλοποίηση της παιδικής του επιθυμίας,

να γίνει εφημέριος στην Αγναντιά: «... δεν ήλθα να καταλάβω ενορία,

αλλά να υπηρετήσω στο χωριό όπου μεγάλωσα και πέρασα και κα-

λές και κακές ημέρες και να ολοκληρώσω την εκκλησία, την οποία

είχα όνειρο από παιδί ακόμα και προτού γίνω ιερεύς και ήμουνα επί-

τροπος. (...) και έτσι με την βοήθεια του Θεού πέτυχα αυτό που πο-

θούσα».

Σε ένα ξεχωριστό κείμενο, το οποίο τιτλοφορεί «Το ημερολόγιον

της ζωής μου», γραμμένο το 1996, ο π. Μιχαήλ Κοσβύρας παρου-

σιάζει ένα πυκνό και πλούσιο σε πληροφορίες αυτοβιογραφικό κεί-

μενο, με όλα τα στάδια της ζωής του. Κάποιες από τις πληροφορίες

υπάρχουν και στο απομνημόνευμα, άλλες παρουσιάζονται αποκλει-

στικά σε τούτο το κείμενο. Μάλιστα το χωρίζει σε ενότητες: Η παιδι-

κή μου ζωή, κατά την σχολική ηλικία, η στρατιωτική ζωή, μετά τον

Εμφύλιο, στο δρόμο για την ιεροσύνη, τα παιδιά μου. Μέσα από την

εξιστόρηση της οικογενειακής του διαδρομής μπορούμε να κατα-

νοήσουμε τους τρόπους μέσα από τους οποίους συντελείται η κοι-

νωνική κινητικότητα στη μεταπολεμική Ελλάδα. Οι σπουδές των

παιδιών καθώς και η εργασία στο Δημόσιο εξασφαλίζουν συνθήκες

διαβίωσης πολύ καλύτερες από αυτές των προηγούμενων γενιών.

Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας μπορούμε να παρακολουθή-

σουμε «στρατηγικές» που ακολούθησαν σημαντικά τμήματα του

πληθυσμού, προκειμένου να βελτιώσουν την οικονομική και κοινω-

νική τους θέση. Πρόκειται για ένα κείμενο που το ατομικό στοιχείο

συνδέεται με το ευρύτερο κοινωνικό αναδεικνύοντας με γλαφυρό

τρόπο τη συγκυρία και παρέχοντας μεγάλης σημασίας στοιχεία για

τον ιστορικό.

Θα θέλαμε σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε την έλλειψη συλ-

λογής υλικού με τις μεθόδους της προφορικής ιστορίας, η οποία θα

διέσωζε σημαντικά στιγμιότυπα και δομές του παρελθόντος, τα οποία

δεν καταγράφονται καθόλου σε άλλου είδους πηγές. Αν μάλιστα έχου-

με πλήθος απομνημονευμάτων ή συναφών κειμένων για την εποχή

της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, απουσιάζουν ανάλογα κεί-

μενα που θα κατέγραφαν την καθημερινή ζωή κατά την περίοδο πριν

τον αστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.



Επίλογος



Κυρίες και κύριοι,



Ο τίτλος του βιβλίου μπορεί να γεννά μονοσήμαντους συνειρμούς, στην ουσία όμως εκφράζει το πολυδιάστατο της ζωής και του έργου του Παπα-Μιχάλη. Το βουνό, εκτός από τόπος καταγωγής, δεν συμβολίζει μόνο τη συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, προπάντων συμβολίζει ένα παραδοσιακό, αρχέγονο κόσμο που χάνεται, ένα κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που αποτελεί παρελθόν για μας. Το συμβολικό βουνό είναι η αφετηρία και ο συμβολικός άμβωνας η άφιξη, ο νέος κόσμος που περικλείεται από τον πραγματικό άμβωνα-όραμα ζωής του Παπα-Μιχάλη και συνάμα από το αστικό, το πνευματικό, το καινούργιο. Γι΄αυτό κρίθηκε απαραίτητος και ο υπότιτλος: ο μετασχηματισμός μιας ορεινής κοινότητας.



Κλείνοντας την κατ’ ανάγκην επιγραμματική τούτη παρουσίαση, θα ήθελα να αναφερθώ στην προϊστορία τούτης της έκδοσης. Πριν από σχεδόν μια δεκαετία, όταν για 4 χρόνια διηύθυνα τα Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Τρικάλων, ο αγαπητός συνάδελφος Νίκος Κοσβύρας μου εμπιστεύτηκε ένα αντίγραφο των χειρογράφων του πατέρα του, η ανάγνωση του οποίου με συνεπήρε και έσπευσα να παρουσιάσω τα πρώτα πορίσματα στο Συμπόσιο Τρικαλινών Σπουδών του ΦΙΛΟΣ Τρικάλων που προανέφερε ο κ. Νημάς. Η συζήτηση που προκάλεσε εκείνη η ανακοίνωση γέννησε μέσα μου τη σκέψη ότι θα άξιζε να δημοσιευτεί το χειρόγραφο, ώστε να μπορεί να το διαβάσει τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και το ευρύ κοινό. Τελικά αυτή η σκέψη/επιθυμία υλοποιήθηκε πριν ένα μήνα, αφού βοήθησαν διάφορες ευνοϊκές συγκυρίες, όπως η βούληση της οικογένειας του Παπα-Μιχάλη, ιδιαίτερα η επιμονή και η βούληση του γιου του Νίκου, η καλή προαίρεση του ιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου Ταξιδευτής κ. Παπαδόπουλου να αναλάβει και να υλοποιήσει τούτη την καλαίσθητη έκδοση, η μετά λόγου γνώσεως συναίνεση του αγαπητού φίλου, πανεπιστημιακού καθηγητή Γιώργου Κόκκινου να συμπεριλάβει το βιβλίο στην εκλεκτή σειρά που διευθύνει στον Ταξιδευτή, με τίτλο: Έκκεντρη ιστορία – ιστορία από το περιθώριο, και last but not least, η προθυμία του αδελφικού μου φίλου και μόνιμου συνεργάτη και συνοδοιπόρου Γαβρίλη Λαμπάτου, ενός από τους καλύτερους γνώστες της ιστορίας του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα, να διαθέσει μακρύ και πολύτιμο χρόνο για να συγγράψουμε μαζί την εισαγωγή αυτού του βιβλίου και να υπομνηματίσουμε το κυρίως κείμενο.



Κυρίες και κύριοι,

επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω την εισήγησή μου με λόγο πιο προσωπικό, ακόμη κι αν δεν συνηθίζεται στις βιβλιοπαρουσιάσεις. Το χρώμα και η διαύγεια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, του βλέμματος του παπα-Μιχάλη μου θυμίζει τον πρόωρα εκλιπόντα πατέρα μου, κατά σύμπτωση συνονόματο, Μιχαήλ, ο οποίος επίσης συμμετείχε στα μεγάλα γεγονότα εκείνης της εποχής. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα λοιπόν κατά κάποιον τρόπο συναντώνται.

Μολονότι η ματιά, η μέθοδος, στην ιστορία οφείλει να θέλει να μένει όσο γίνεται ανεπηρέαστη, αντικειμενική, πίσω από την ανάγκη να ασχοληθεί κανείς με συγκεκριμένα ιστορικά θέματα, υποφώσκουν βαθιές υπαρξιακές αναζητήσεις. Ίσως λοιπόν επεδίωξα την έκδοση του βιβλίου του παπα-Μιχάλη αναζητώντας στις σελίδες του και τα ίχνη του δικού μου πατέρα, όπως κι εσείς διαβάζοντάς το μπορεί να αναζητήσετε τα ίχνη προσφιλών σας προσώπων. Ας αφιερώσω λοιπόν, κλείνοντας, τη δική μου συνεισφορά και την αποψινή μου ομιλία στον αείμνηστο πατέρα μου, αλλά και στην προβολή των δύο Μιχάληδων στο μέλλον, όπως το προσεγγίζουν τα εγγόνια τους και περισσότερο συμβολικά ο Μιχάλης του Νίκου και η δική μου Μιχαέλα.



Σας ευχαριστώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου