Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Τένεσι Ουίλιαμς, Γυάλινος Κόσμος. Θέατρο Επίκεντρο, Πνευματικό Κέντρο Τρικάλων.




Δράμα σε δύο πράξεις και επτά σκηνές, η πρώτη θεατρική επιτυχία του σπουδαίου Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τένεσι Ουίλιαμς. Πρόκειται για τις αναμνήσεις ενός αφηγητή, του Τομ, ο οποίος με μονολόγους γεφυρώνει τον χρόνο του αφηγητή με εκείνον της αφήγησης. Στον χρόνο του αφηγητή, εκείνος εργάζεται στο εμπορικό ναυτικό. Στον χρόνο της αφήγησης είναι υπάλληλος αποθήκης υποδηματοπωλείου και ζει με τη μητέρα του Αμάντα και την αδελφή του Λάουρα μια ιδιόμορφη ζωή με σχέσεις που οριακά ισορροπούν. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται κατά την εποχή της "μεγάλης κατάθλιψης" μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, συγκεκριμένα το έτος 1937, στη βιομηχανική πόλη του Σαιντ Λούις, στην οποία ο ίδιος ο Τένεσι Ουίλιαμς είχε περάσει μερικά χρόνια της ζωής του.

Η μητέρα Αμάντα, εγκαταλελειμμένη από τον σύζυγό της, ζει από τους πενιχρούς πόρους του γιου της και τρέφεται από τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία της εποχής που ήταν μια περιζήτητη νέα γυναίκα, ενώ κρατάει τυραννικά υπό τον έλεγχό της τη ζωή των παιδιών της. Η εμμονική της προσπάθεια να επιτύχει την κατά την άποψή της οικογενειακή ευτυχία, οδηγεί και τα δύο της παιδιά στη φυγή από την πραγματικότητα. Ο γιος της βρίσκει παρηγοριά στον επίπλαστο κόσμο του κινηματογράφου, οραματιζόμενος διαρκώς την απόδραση από την αδήριτη καθημερινότητα. Η κόρη, εκτός από την δυσλειτουργική σχέση με τη μάνα και την έντονη εσωστρέφειά της έχει να διαχειριστεί μια ελαφριά αναπηρία στο πόδι, η οποία της δημιουργεί έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας και στρέφει το ενδιαφέρον της σε μια συλλογή από γυάλινα διακοσμητικά ζωάκια - συμβολισμός έντονος του εύθραυστου ψυχισμού της και παραπομπή στον τίτλο του έργου. Μέσα στην έντονη εσωστρέφειά της χαρακτηρίζεται από ολικό αρνητισμό για μια επαγγελματική κατάρτιση που θα της πρόσφερε οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία, καθώς και για κάποια γνωριμία με σκοπό τον γάμο.

Κάτω από τη διαρκή πίεση της μητέρας του ο Τομ θα φέρει στο σπίτι για να τον γνωρίσει στη Λάουρα έναν ευγενικό συνάδελφό του, ο οποίος αφού κατορθώσει με κόπο και ενσυναίσθηση να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, τους εγκαταλείπει με τη δικαιολογία της συνάντησης με τη μνηστή του. Αυτό θα προκαλέσει την κατάρρευση της οριακής ισορροπίας της οικογένειας, καθώς η απογοητευμένη μητέρα θα επιρρίψει την αιτία της απώλειας της μοναδικής ελπίδας για αποκατάσταση της αδελφής στον Τομ, ο οποίος υφίσταται την τελική ώθηση να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία, για να αναζητήσει την ελευθερία, στο πρότυπο του απόντος πατέρα του. Όμως σε αυτόν τον δρόμο προς την ελευθερία τον ακολουθεί διαρκώς η ανάμνηση της αδελφής του ως ενοχή, για την εγκατάλειψή της στην αδύναμη μοναξιά της. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε μια γερμανική κριτική του έργου[i], ο φόβος για την πραγματικότητα και η ανικανότητα να την αντιμετωπίσουν ζώντας σε αυτήν είναι κοινή στα τρία μέλη της οικογένειας, όμως μόνο στον Τομ προκαλεί μια εσωτερική σύγκρουση, ο οποίος σε αντίθεση με την Αμάντα επιχειρεί να διαχειριστεί τις αναμνήσεις του και σε αντίθεση με τη Λάουρα επιχειρεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, πράγμα το οποίο τον καθιστά εμβληματική μορφή στα έργα του Ουίλιαμς, η οποία αντιμετωπίζει το δίλημμα της προσαρμογής. Τέλος μολονότι πρόκειται για ψυχολογικό δράμα, δεν πρέπει να αγνοήσουμε το φόντο του εξωτερικού κόσμου, ενός κόσμου κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων, ο οποίος αχνοφαίνεται κατά την εξέλιξη του έργου. Πάντως πρόκειται για έργο δύσκολο, το οποίο προϋποθέτει μεγάλη μαεστρία από όλους τους συντελεστές ώστε να αποδοθεί το πνεύμα του συγγραφέα και συνάμα να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο τόσες συγχρονικές αναφορές στη Ελλάδα της κρίσης θα μπορούσε να εντοπίσει!

Κλείνοντας θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι σε όλη την πορεία της παράστασης ήταν εμφανής πλην όμως όχι κραυγαλέα η ύπαρξη μιας στιβαρής ερμηνευτικής σκηνοθεσίας, του ενσυναισθητικού Βασίλη Νανάκη, η οποία δεν άφηνε τίποτε στην τύχη του, φτιάχνοντας τον καμβά πάνω στον οποίο οι ταλαντούχοι και έμπειροι ηθοποιοί ύφαναν με λεπτές κλωστές ποικίλων αποχρώσεων τους ρόλους τους, περνώντας τους θεατές δι' ελέου και φόβου αντίπερα στην κάθαρση και στην ασφάλεια της πλατείας που χειροκροτεί όταν πέφτει η αυλαία και επανέρχεται με ανακούφιση στη δική της ελεγχόμενη ασφαλή πραγματικότητα. Η ατμόσφαιρα της σκηνής υποβλητική, απέδιδε κάθε στιγμή τα αδιέξοδα του έργου, οι ηθοποιοί απέφυγαν τη μονοτονία της μανιέρας και άπλωσαν τη συναισθηματική και πνευματική ακροβασία των προσώπων που υποδύονταν σε μεγάλη έκταση, με την πειστικότητα της ταύτισης. Εκτιμούμε ότι ο πολυδιάστατος Τομ του Βασίλη Νανάκη (στις δύο ηλικιακές του εκδοχές), η παλαίουσα με την παλίρροια των αναμνήσεων και την άμπωτη των βιοτικών αναγκών μιας αδήριτης πραγματικότητας Αμάντα της Αντονέλλας Χήρα, η έγκλειστη σαν στρείδι στον κόσμο της Λάουρα της Λίνας Μαργώνη, η καλοσυνάτη υποστηρικτική μορφή του Τζιμ του Άγγελου Αντωνίου, κοιτάζουν στα μάτια όλες τις μέχρι τώρα παραστάσεις που έχουμε υπόψη και θα περιμένουν καιρό πολύ μια πειστική αντιπρόταση. Το μινιμαλιστικό σκηνικό της ταλαντούχου Εβελίνας Δασκαλοπούλου όχι μόνο δεν στερούσε κάτι από την χρονικότητα και την ατμόσφαιρα του έργου, αλλά με την πειστικότητά του άφηνε το πεδίο ελεύθερο στη φαντασία. Τέλος η μουσική του μαέστρου Ανδρέα Τσέγα, όπως πάντα, δεν πρόσφερε απλώς ηχητική συνοδεία αλλά ερμηνευτική βάση για το έργο.


Δρ. Αγαθοκλής Αζέλης



[i] Kindlers Neues Literaturlexikon, τ.17, σ.708, Μόναχο 1988.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου