Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Ο "εφοριακός"


Ήταν ένα μικρόσωμο γαλανομάτικο αγόρι δεκαπέντε χρονών. Η Κατοχή δεν δυσκόλεψε αισθητά την οικονομία του χωριού, καθώς ήταν ήδη όσο δύσκολη μπορούσε. Μόνον όσοι είχαν κάποιες οικονομίες σε τράπεζες των γύρω πόλεων πληροφορήθηκαν κάποτε ότι τις έχασαν. Οι συναλλαγές στον μέγιστο βαθμό ήταν ανταλλακτικές και μικρής κλίμακας. Εκείνη τη μέρα ο μικρός Μ., φορώντας τα χαρακτηριστικά υφαντά ρούχα από γιδόμαλλο, είχε φύγει αξημέρωτα από το ορεινό χωριό της περιοχής του Μετσόβου με τρία χειροποίητα σκαφίδια ζυμώματος στην πλάτη, για να φτάσει μέρα στα Γιάννενα, να βρει αγοραστή, δηλαδή άνθρωπο που είχε αλάτι ή καλαμποκάλευρο και διάθεση να ανταλλάξει το περίσσευμά του με ένα σκαφίδι. Ενώ περπατούσε στον κεντρικό δρόμο, ένα χέρι τον σταμάτησε. Πού τα πάς τα σκαφίδια; τον ρώτησε ένας ξερακιανός άντρας. Τα δίνω για αλάτι ή αλεύρι, απάντησε με ελπίδα ο Μ. -Έχεις άδεια πωλητή; -Τι είναι αυτό; -Τότε πρέπει να πληρώσεις ένα σκαφίδι για φόρο! είπε και το τραβούσε ήδη από την πλάτη του. Απελπισία έπιασε τον μικρό. Θα γυρνούσε μισοάδειος στο χωριό; Έπιασε την άλλη άκρη και τραβούσε κι εκείνος. Ήταν χειροδύναμος, με νεύρο, η κουπανίτσα έμεινε με μια απότομη κίνηση στα χέρια του. Την ώρα που ο επίδοξος εφοριακός τον πλησίαζε πάλι, ο μικρός, με το αιματώδες του πρόσωπο ακόμη πιο κόκκινο, σήκωσε το βαρύ ξύλο και τον χτύπησε στο κεφάλι. Δεν ήξερε αν άκουσε τον κρότο ή τον ένιωσε. Πάντως μπόρεσε να φύγει ανενόχλητος, μόνο το αίμα του κάλπαζε οριακά στους κροτάφους. Μέχρι το απόγευμα αντάλλαξε τα δύο σκαφίδια που δεν έσπασαν με αλάτι και τη νύχτα μπήκε στο χωριό.
Αγαθοκλής Αζέλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου