Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Η επιστράτευση


 Το λεωφορείο της γραμμής δεν αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες κι έτσι επιτάχθηκε κι ένα φορτηγό. Ο ντελάλης είχε περάσει από όλους τους μαχαλάδες. Όλοι οι άντρες μέχρι 45 χρονών έπρεπε να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού χωρίς καθυστέρηση. Οι υλοτόμοι και οι λίγοι κτηνοτρόφοι που έλειπαν στο δάσος έπρεπε να ειδοποιηθούν κι εκείνοι αμέσως. Ο ενδεκαετής Α. που απολάμβανε τις καλοκαιρινές του διακοπές από τη λάβρα της μακρινής πρωτεύουσας κοντά στη γιαγιά, είδε περνώντας τυχαία από την πλατεία την κοσμοσυρροή και σταμάτησε. Από όλες τις μεριές του χωριού μαζεύονταν άντρες με γεμάτα ταγάρια στον ώμο. Πολλούς τους ακολουθούσαν με πιο αργό βηματισμό γυναίκες, άλλες γριές με τις βαριές μετσοβίτικες φορεσιές, οι περισσότερες βουβές, άλλες νεότερες, θρηνολογώντας μια δυο, αρκετές από αυτές νιόπαντρες, κάποιες με μωρά της αγκαλιάς. Τα ήθη δεν επέτρεπαν δημόσιες αγκαλιές και φανερές εκδηλώσεις. Όμως τα περισσότερα πρόσωπα ήταν σφιγμένα, με το χωριό καμένο σε ερείπια στη μνήμη. Οι άντρες ανέβηκαν βιαστικά και πήραν θέση στα δύο οχήματα, όπως όταν πήγαιναν για αγγαρεία σε κοινοτικά έργα.
Στο μπακάλικο-ραφείο του Γιώργη, του εκ γενετής συνομήλικου φίλου του πατέρα του, τραυματία του εμφυλίου πολέμου από τη μεριά του κυβερνητικού  στρατού, είδε τον ιδιοκτήτη να κοιτάζει προς την κατεύθυνση της πλατείας σκεπτικός. -Δεν θα πας εσύ, θείε Γιώργη; ρώτησε ο μικρός. –Περάσανε για μας τα χρόνια, αγόρι μου, απάντησε εκείνος, με αδιευκρίνιστο ύφος περίσκεψης ή ανακούφισης, Για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1974 ο Α. χάρηκε που ο πατέρας του ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τους πατεράδες των περισσότερων φίλων του.

Αγαθοκλής Αζέλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου