Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Η μεσοτοιχία μεταξύ ποιητικής και πολιτικής ηθικής

Η μεσοτοιχία μεταξύ ποιητικής και πολιτικής ηθικής
Το γεγονός καθαυτό είναι ήδη γνωστό, η δε πρακτική-πολιτική του σημασία ανήκει στο παρελθόν. Αρκετοί μάλιστα δημοσιολογούντες αντέδρασαν ήδη δεόντως από τις στήλες των εφημερίδων και από τα μπλογκ του διαδικτύoυ. Η ζημιά όμως έγινε, προς δύο μάλιστα κατευθύνσεις, αυτό δε που απομένει είναι να κάνουμε τον απολογισμό για την ποσοτική και την ποιοτική της εμβέλεια.
Πρόκειται για τη δημόσια υποστήριξη προς τον υποψήφιο με τον συνδυασμό του κ. Νικήτα Κακλαμάνη δημοτικό σύμβουλο στο Δήμο Αθηναίων κ. Ηλία Ψινάκη από δύο κορυφαίες δημόσιες προσωπικότητες της διανόησης, πιο συγκεκριμένα από το χώρο της λογοτεχνίας: τον στιχουργό και προσφάτως ευπώλητο πεζογράφο κ. Μάνο Ελευθερίου, τραγούδια του οποίου έχουν εγχαραχθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των Νεοελλήνων, και την κ. Κική Δημουλά, ποιήτρια υψηλού διαμετρήματος και Ακαδημαϊκό τα τελευταία χρόνια.
Έχουν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες από την εποχή που ο καθηγητής Δ. Μαρωνίτης έγραψε σειρά άρθρων για τον Μανόλη Αναγνωστάκη με γενικό τίτλο «ποιητική και πολιτική ηθική». Συνοπτικά μιλώντας, τα κείμενα εκείνα αναφέρονται σε γενικές γραμμές στην αρμονική συνοδοιπορία ποίησης και πολιτικής στάσης στο έργο και στη ζωή του εκλεκτού εκείνου ποιητή, ο οποίος με το λογοτεχνικό έργο, τα θεωρητικά κείμενα, την εκδοτική δραστηριότητα και τη στάση του ως πολίτης, έδειξε οδούς προς μίμηση στους νεώτερους, σε μια εποχή δύσκολη, στην οποία η ποίηση δεν διασταυρώνονταν με τις δημόσιες σχέσεις, στον ίδιο βαθμό που οι κοινωνικοπολιτικοί αγώνες δεν διασταυρώνονταν με τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό. Ο νεαρός Μανόλης Αναγνωστάκης, καταδικασμένος σε θάνατο την εποχή του εμφυλίου πολέμου, αναμετρήθηκε με το φόβο του μελλοθανάτου αναμένοντας την εκτέλεσή του εκατοντάδες πρωινά. Μεταπολεμικά δεν εξαργύρωσε την αγωνία του στο «χρηματιστήριο του μέλλοντος», όπως θα έγραφε. Δεν άλλαξε πορεία, όταν ο πολύς κόσμος άλλαξε τη δική του. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διετέλεσε οργανικός διανοούμενος. Μέχρι τη στιγμή που ένιωσε ότι η ποίηση και η λοιπή θεωρητική του παρέμβαση δεν είχε κανένα νόημα και σταμάτησε να γράφει, όταν ενδεχομένως τον σταμάτησε κι η ίδια η ποίηση.
Και λοιπόν; Τι νόημα έχουν οι παραπάνω αναδρομές, θα ρωτούσε κάποιος. Για όποιον έχει την ιδιότητα του φιλολόγου και διδάσκει δίπλα δίπλα τα ποιήματα της Δημουλά και του Αναγνωστάκη στο σχολείο, οι αναδρομές αυτές και οι ανάλογοι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι. Διότι παρουσιάζουμε τους πνευματικούς ανθρώπους ως ιδεατούς αναγνώστες της ατομικής μας πορείας και συνάμα ως άξιους τιμητές και οδοδείκτες της πορείας της κοινωνίας. Και μέσα στην αγωνία μας να πείσουμε, από ανάγκη, τον ίδιο τον εαυτό μας και τους μαθητές μας, προβάλλουμε τους διανοούμενους ως μέτρο της ζωής μας, για να πιαστούμε από κάπου και να βοηθήσουμε και τα παιδιά να στηριχτούν σε μια σταθερά, σ’ έναν κόσμο στον οποίο πλέον πάντα ρει χειμαρρωδώς. Ακόμη και τα εκθεσιολόγια, στις συγγραφικές τους συνταγές, αναφέρονται στο ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν οι διανοούμενοι, για να συμβάλουν στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων. Καταμεσής σ’ αυτήν την προσπάθεια μάς κεραυνοβόλησε, εμάς τους ταπεινούς μικρομεσαίους δασκάλους -επαρχιακών σχολείων συχνά- η δήλωση στήριξης και εκτίμησης της Κικής Δημουλά και του Μάνου Ελευθερίου, όχι προς ένα πρόσωπο αποκλίνον από τα καθιερωμένα της καθημερινότητας, όχι έναν λόγιο, όχι έναν ασύμβατο και ασυμβίβαστο με την καθημερινότητά μας, αλλά ένα γέννημα και ανατροφοδότη της σόου μπιζ.
Δεν υποτιμούμε τον κ. Ψινάκη, τουναντίον! Μακάρι να ήταν ο γράφων τόσο επιτυχημένος στην εργασία και τη σταδιοδρομία του όσο εκείνος! Ούτε πρόκειται για ζήτημα παραταξιακής διαφωνίας. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα της πολιτικής επιλογής, δεν είναι άλλωστε εξ ορισμού όλοι οι διανοούμενοι αριστεροί ή εναλλακτικοί! Άλλο είναι το πρόβλημα. Ότι δηλαδή ποιητές λησμονούν την ποιητική τέχνη και ομιλούν απρόκλητα κι απρόσκλητα τη γλώσσα της αγοράς. Είναι αλήθεια ότι έτσι κερδίζουν σε αναγνωρισιμότητα, κάθε άνθρωπος ενδέχεται να χαίρεται την ανάδυση από το σκότος του ποιητικού μικρόκοσμου, κάθε άνθρωπος που μπορεί να βίωσε κάποτε την απαξίωση του εκδότη που του αρνήθηκε την έκδοση ποιητικής συλλογής επειδή δεν πουλάει, που ενδέχεται να πόνεσε από την απαξίωση του ευρέως κοινού να αγοράσει και ενδεχομένως να διαβάσει το έργο του, που εκθαμβώθηκε από την αξία που έχει κατακτήσει σήμερα στη χώρα μας η δημοσιότητα. Ο γράφων θα ήταν ο τελευταίος που θα περιφρονούσε έναν διανοούμενο για μια τέτοια αδυναμία. Όμως, από την άλλη μεριά μας σοκάρει η ευκολία με την οποία μπορεί ένα δημόσιο πρόσωπο που αποτελεί πόλο προσανατολισμού στη ζωή μας, να γκρεμίζει τη μεσοτοιχία ανάμεσα στην ηθική της ποιητικής τέχνης και της αγοράς, η ευκολία να χρησιμοποιούνται σε ελεύθερη εναλλαγή δύο διαφορετικοί γλωσσικοί και αισθητικοί κώδικες, οι οποίοι αντιστοιχούν σε διαφορετικούς κώδικες βίου και ηθικής, όχι αναγκαστικά καλύτερους και χειρότερους, όμως διαφορετικούς και κανονικά διακεκριμένους μεταξύ τους. Όπως επίσης σοκάρει η ευπιστία μας να ερμηνεύουμε κατά το δοκούν τις ποιητικές μεταφορές των μεγάλων αυτών ποιητών. Διότι καθώς γράφει η ίδια η Δημουλά στην τελευταία της συλλογή «Εύρετρα», στο ποίημα «Τηλεγράφημα επείγον», «Βάρκα ελήφθη/ κουπί και θάλασσα όχι./ Αμέλησες ή τα έκλεψε η ίδια/ η μεταφορική τους σημασία;» Όπως ακόμη σοκάρει η εσωτερική αντινομία του ποιητή με το φυσικό πρόσωπο Ελευθερίου, ο οποίος κάποτε εντελώς αληθοφανώς έγραφε: «Ποιος φίλος έπαιξε τη μοίρα σου στα ζάρια/ πίσω από σένα ποιος μοιράζει τα χαρτιά/ ποιος κανονίζει τις αυγές και τα φεγγάρια/ και ποιος αλλάζει τον βοριά και το νοτιά;/ Τόσα ταξίδια και καημοί τόσα κουφάρια/ άδικα πήγαν των αδίκων στην φωτιά». («Αργοναύτες», μελοποίηση Η. Ανδριόπουλος, πρώτη εκτέλεση Νένα Βενετσάνου)
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, όπως προαναφέραμε, προτίμησε κάποτε τη σιωπή ως πλαίσιο του παλαιού του λόγου. Ίσως διότι μόνη η αντίστιξη της σιωπής θα μπορούσε να φωτίσει την ποιητική του υποθήκη («Ποιητική», από την τελευταία του συλλογή «Ο στόχος»):
«Σαν  π ρ ό κ ε ς  πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ να μην τις παίρνει ο άνεμος.»
Αγαθοκλής Αζέλης
(Νοέμβριος 2010)

Φιλόλογοι: Η Μαίρη Παναγιωταρά της δημόσιας Εκπαίδευσης

Φιλόλογοι: Η Μαίρη Παναγιωταρά της δημόσιας Εκπαίδευσης
Πόσες ώρες εργάζονται οι εκπαιδευτικοί; Πόσο αποδίδουν σε σχέση με την αμοιβή τους; Μήπως απολαμβάνουν ένα ιδιάζον καθεστώς διακριτικής αργομισθίας, καθώς οι μορφές τους διατελούν ιδιαιτέρως οικείες στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ; (- συγγνώμη, την Ασκληπιού ήθελα να πω!) Αυτές και άλλες ερωτήσεις ακούγονται δυνατά σε πολλές συζητήσεις, απλώς απάλυνα το ύφος, ώστε να μειωθεί ο απαξιωτικός, αν όχι προσβλητικός τους χαρακτήρας. Σκέφτηκα λοιπόν να επιχειρήσω να συλλογιστώ επί των ανωτέρω θεμάτων και να προσφέρω μιαν απάντηση στην αγωνιώσα ου μην αλλά και αγανακτισμένη κοινωνία. Σημειωτέον, όταν μιλάμε για αγανακτισμένη κοινωνία, δεν εννοούμε ένα απρόσωπο συνονθύλευμα, αλλά ένα σύνολο στο οποίο ανήκουν συμπολίτες οι οποίοι μπορεί να είναι ολιγογράμματοι αγρότες και εργάτες, έμποροι, βιοτέχνες, επιχειρηματίες, δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, διοικητικοί υπάλληλοι διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών…
Καθώς δεν μπορώ να μιλήσω συνολικά για όλους τους κλάδους των εκπαιδευτικών, θα μιλήσω, λόγω ειδικότητας, εκ βαθέων, ως φιλόλογος, για τους φιλολόγους. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης μάς εισάγει σοβαρά στην ουσία του επαγγέλματος: φιλώ (= αγαπώ) + λόγος (= α) ορθός λόγος, β) λεκτική έκφραση, γραπτή και προφορική). Επομένως ένας επαγγελματίας φιλόλογος αναμένεται per definitionem (= εξ ορισμού) να συνδυάζει την επιστημονική γνώση του θεωρητικού και εφαρμοσμένου λόγου αφενός και την αγάπη προς αυτόν αφετέρου, δηλαδή μια αντικειμενικά μετρήσιμη και μια υποκειμενικά (δυσ)σταθμήσιμη ιδιότητα, οι οποίες συνενώνονται σε ένα ασυνήθιστο και δύσκολο (τουλάχιστον) όλον. Ασυνήθιστο με την έννοια ότι ο διοικητικός υπάλληλος δεν είναι, per definitionem πάλι, φιλέγγραφος, ο μηχανικός φιλόμπετος, ο γιατρός φιλασθενής, ο δικηγόρος φιλυπόδικος κλπ. Όσον αφορά τώρα στον εκπαιδευτικό φιλόλογο (εκπαιδευτικό και όχι εκπαιδευτή), αναμένεται από αυτόν να διαθέτει επιπλέον την παιδαγωγική γνώση, ώστε να δημιουργεί την κατάλληλη γέφυρα ανάμεσα στην φιλολογία και στον μαθητή, γέφυρα καθόλου εύκολη στη δόμηση, καθώς απαιτεί εξατομικευμένες προδιαγραφές προς κάθε διαβάτη-μαθητή, με αποτέλεσμα να λαμβάνει ιδιότητες του γεφυριού της Άρτας, η δόμηση και σταθερότητα του οποίου  δεν απαιτεί να στοιχειώσει απλώς η γυναίκα του πρωτομάστορα πλην ο ίδιος και όλη του η οικογένεια, όπως θα φανεί παρακάτω.
Στο ελληνικό γυμνάσιο-λύκειο απασχολούνται ευάριθμες ειδικότητες εκπαιδευτικών, στον φιλόλογο ειδικά όμως προσγράφονται ποικίλες ιδιότητες και προσδοκίες. Καταρχάς οφείλει να είναι σε θέση να γνωρίζει το γνωστικό αντικείμενο και τη διδακτική μεγάλης ποικιλίας μαθημάτων, όπως λογοτεχνία αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη, ελληνική και ευρωπαϊκή, ελληνική γλώσσα σε όλη της τη διαχρονία, ιστορία ελληνική και διεθνής από τις απαρχές της μέχρι τη σύγχρονη εποχή, λατινικά, φιλοσοφία σε όλη της την ιστορική πορεία, ενίοτε δε και θεατρολογία κ.ά., αν απουσιάζει καθηγητής της ειδικότητας. Συνάμα θεωρείται ότι ο φιλόλογος οφείλει να αναλάβει το λειτούργημα του υπεύθυνου ενός τμήματος, καθώς έχοντας τη δυνατότητα να διδάσκει αρκετές ώρες σε αυτό μπορεί να γνωρίζει εκ των πραγμάτων καλύτερα τους μαθητές από άλλους συναδέλφους ή να εξοικειώνεται περισσότερο μαζί τους και επομένως να λειτουργεί συνάμα ως συνδετικός κρίκος μεταξύ μαθητών, σχολείου και γονέων (ενίοτε δε και μεταξύ μαθητών και συναδέλφων, όταν προκύπτουν προστριβές και επικοινωνιακές δυσλειτουργίες). Επιπλέον συνήθως φιλόλογος αναλαμβάνει το βιβλίο πράξεων του σχολείου ή την επιμέλεια της σχολικής βιβλιοθήκης, εφόσον δεν υπάρχει εξειδικευμένος βιβλιοθηκάριος. Ασφαλώς ο φιλόλογος θεωρείται και η πρώτη επιλογή υπευθύνου σχολικών εορτών, καθώς εκτιμάται ότι γνωστικά μπορεί να αντεπεξέλθει καλύτερα και αποτελεσματικότερα στο καθήκον.
Η αγωνιώσα ου μην αλλά και αγανακτισμένη κοινωνία ρωτάει με σκανδαλιστικό ενδιαφέρον για το ωράριο του εκπαιδευτικού και στηριζόμενη στην ελλιπή πληροφόρηση στηλιτεύει το ολιγάριθμο ωράριο των «ευνοούμενων» της τύχης. Ένας πρωτοδιόριστος εκπαιδευτικός έχει υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας 21ας ωρών εβδομαδιαίως, ενώ ένας διοικητικός υπάλληλος 37,5, αν δεν απατώμαι. Όμως η αγορά σταματάει το μέτρημα στις διδακτικές ώρες και δεν υπολογίζει τις ώρες κατά τις οποίες ο εκπαιδευτικός προσφέρει την εξωδιδακτική του απασχόληση στο σχολείο, για να μιλήσω δε πάλι για τον φιλόλογο, η αγορά δεν είναι σε θέση να υπολογίσει πόσες ώρες εβδομαδιαίως χρειάζεται για διορθώσεις γραπτών, για μελέτη προετοιμασίας ποικίλων γνωστικών αντικειμένων, η διδακτική των οποίων πρέπει να προετοιμαστεί για συγκεκριμένους μαθητές, με ειδικό μαθησιακό προφίλ, ατομικές δεξιότητες και αδυναμίες. Η αγορά αγνοεί (από ελλιπή πληροφόρηση; Υποκριτικά;) ότι εκτός σχολικού χώρου ο φιλόλογος πρέπει να συγκροτήσει την στρατηγική του, στην οποία θα προσαρμόζεται ad hoc η τακτική μέσα στην εκάστοτε τάξη. Αν συνυπολογίσουμε τον χρόνο που απαιτείται ώστε να παραμένει ενήμερος για τα τρέχοντα πνευματικά ζητήματα (για την προσωπική δαπάνη θα μιλήσω αργότερα), π.χ. για να παρακολουθεί στοιχειωδώς την πληθωρική βιβλιογραφία στους πολυάριθμους κλάδους της ειδικότητάς του, για να εποπτεύει τη λογοτεχνική παραγωγή, τις εξελίξεις στην παιδαγωγική και στις ειδικές διδακτικές (δεδομένης μάλιστα της απουσίας προσφοράς σχετικής συστηματικής εκπαίδευσης εκ μέρους της υπηρεσίας του), πόσες ώρες χρειάζεται ένας φιλόλογος για να ασκεί το λειτούργημα που του έχει ανατεθεί από την Πολιτεία; Να μιλήσουμε και για την οικονομική διάσταση του πράγματος; Από πού να ξεκινήσουμε; Ας δούμε πόσο αξιολογεί οικονομικά η Πολιτεία τις παραπάνω υπηρεσίες και ιδιότητες! Αν θυμάμαι καλά, η μηνιαία μου αντιμισθία είναι περί τα 1500 Ευρώ, με επίδομα γάμου και δύο τέκνων και επίδομα διδακτορικού διπλώματος, το οποίο αποτιμάται σε 70 Ευρώ μηνιαίως, πράγμα αποκαλυπτικό για το αξιακό σύστημα και τις προτεραιότητες της κοινωνίας μας, αφού το επίδομα για το διδακτορικό, το οποίο παρέχει περισσότερες επαγγελματικές δεξιότητες, ανέρχεται σε ποσό ανάλογο με το οικογενειακό επίδομα, το οποίο αποτελεί επιβράβευση του εκπαιδευτικού για τη συμβολή του στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, χωρίς όμως κάποια ειδικότερη θετική επίδραση στις επαγγελματικές του δεξιότητες και την αντίστοιχη προσφορά.  Ούτε λόγος βεβαίως δεν μπορεί να γίνει για κάποιο επίδομα για πτυχία γλωσσομάθειας κ.λ.π, πράγμα επίσης άκρως αποκαλυπτικό. Να αναφέρω τώρα και τις επαγγελματικές δαπάνες που πρέπει να καλύψει ένας φιλόλογος από την διασαλπιζόμενη ως υπερβολική αντιμισθία του; Γνωρίζει μήπως η αγωνιώσα ου μην αλλά και αγανακτισμένη κοινωνία πόσο στοιχίζει η συνδρομή σε βασικά επιστημονικά ή λογοτεχνικά περιοδικά, πόσο στοιχίζει ένα μέσο βιβλίο, ακόμη και μια συνδρομή σύνδεσης στο διαδίκτυο; Μήπως γνωρίζει η εν λόγω κοινωνία πόσα τετραγωνικά χώρου ατομικής χρήσης πρέπει να πληρώνει ένας φιλόλογος για να φιλοξενεί την βιβλιοθήκη και το γραφείο του; Μήπως γνωρίζει το οικογενειακό συναισθηματικό κόστος από την διευρυμένη απασχόληση και υποχρεώσεις ενός τέτοιου επαγγελματία, οι οποίες ενίοτε ασυναίσθητα σαν την υγρασία διαβρώνουν τον ιδιωτικό του βίο; Μερικοί δίχως αναστολές λαϊκιστές στην προσπάθειά τους να αμαυρώσουν την δημόσια εικόνα του έλληνα εκπαιδευτικού προβαίνουν σε συγκρίσεις με εκπαιδευτικούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών, π.χ. της Γερμανίας, χρησιμοποιώντας στοιχεία με λανθασμένο τρόπο, ώστε να σκανδαλίσουν την κοινή γνώμη και να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Ισχυρίζονται λοιπόν ότι οι γερμανοί εκπαιδευτικοί αμείβονται μεν σαφώς καλύτερα από τους έλληνες ομολόγους τους, πλην όμως εργάζονται περισσότερες ώρες. Αυτό όμως δεν ισχύει, αν λάβει κανείς υπόψη όσα ανέφερα παραπάνω, συνυπολογιζομένων των δαπανών στις οποίες εξαναγκάζεται ένας έλληνας φιλόλογος για να κάνει σωστά τη δουλειά του, ενώ ένας γερμανός τα απολαμβάνει δωρεάν από την Πολιτεία.
Εν κατακλείδι θα ήθελα να επισημάνω ότι θεώρησα αναγκαίο να γράψω το παρόν άρθρο, καθώς, ζώντας μέρες οικονομικής και ευρύτερης δυσκολίας και ανασφάλειας, έχει αρχίσει ένας ιδιότυπος πόλεμος μεταξύ διαφόρων επαγγελματικών και κοινωνικών ομάδων, ένας εμφύλιος ουσιαστικά πόλεμος από τον οποίο ωφελούνται τρίτοι, επ’ ουδενί δε το κοινωνικό σώμα. Η συγκυρία όμως έδωσε και το έναυσμα να επιχειρήσω την αποδόμηση ενός δημοσίου μύθου, αδίκου και απαξιωτικού για τους εκπαιδευτικούς, ιδιαιτέρως δε για τους φιλολόγους, στους οποίους αν δεν απατώμαι, ο ίδιος ο γράφων αλλά και όλοι εσείς οι οποίοι είστε σε θέση να κατανοήσετε το παρόν κείμενο, οφείλουμε τουλάχιστον τη δεξιότητα της συγγραφής και της κριτικής ανάγνωσης, εκ των ων ουκ άνευ ενός πολιτισμένου ανθρώπου.
Αγαθοκλής Αζέλης
Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης
Φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο Τρικάλων.

«Ανάνευσις» προς την «Ανάνευσιν δασκάλων» της δημοσιογράφου κ. Λώρης Κέζα

«Ανάνευσις» προς την «Ανάνευσιν δασκάλων» της δημοσιογράφου κ. Λώρης Κέζα

Στις 25 Μαρτίου η ιστοσελίδα του έγκριτου «Βήματος» δημοσίευσε άρθρο γνώμης της κ. Λώρης Κέζα με τίτλο «Ανάνευσις δασκάλων». Με αφορμή πρόσφατη επικοινωνία της Υπουργού Παιδείας με τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών για την κάλυψη χαμένων διδακτικών ωρών, η αρθρογράφος, με ύφος εν πολλοίς απαξιωτικό, καταφέρεται καταρχάς κατά των συνδικαλιστών εκπαιδευτικών και στη συνέχεια βάλλει γενικευτικά κατά του συνόλου των εκπαιδευτικών. Δεν γνωρίζω αν αυτό έγινε σκόπιμα ή εν τη ρύμη του λόγου, όμως καθώς το κείμενο προσφέρει έρεισμα για λαϊκιστική εκμετάλλευση, τόσο από συνδικαλιζόμενους, οι οποίοι σε τέτοιες περιστάσεις δράττονται της ευκαιρίας να προβάλουν τον εαυτό τους υπό διωγμόν, όσο και από «αγανακτισμένους πολίτες», οι οποίοι βρίσκουν το κατάλληλο έδαφος για να απαξιώσουν ακόμη περισσότερο τον εκπαιδευτικό κόσμο, σκέφτηκα να επισημάνω ορισμένες αδυναμίες του εν λόγω άρθρου, με την ελπίδα ότι οι παρατηρήσεις θα αποτρέψουν από μελλοντικές ανάλογες ατοπηματικές γενικεύσεις.
Καταρχάς θα ήθελα να επισημάνω ότι ένα άρθρο γνώμης δεν μπορεί δεοντολογικά να στηρίζεται σε συλλογικά στερεότυπα, παρά σε ρεπορτάζ. Επίσης οφείλει να χειρίζεται τη γλώσσα με ευλαβική προσοχή, αν δεν επιθυμεί να προκληθούν λανθασμένες εντυπώσεις στο (κακόπιστο έστω) αναγνωστικό κοινό, αν δεχτούμε ως αυτονόητο ότι ένα άρθρο είναι καλοπροαίρετο. Επίσης πρέπει να τηρεί μια ειδολογικά ενιαία θεματική ακολουθία, ώστε (πάλι) να μην προκληθούν παρερμηνείες.
Μετά τις εισαγωγικές παρατηρήσεις, θα ήθελα να ξεκινήσω με έναν σχολιασμό της γλώσσας του άρθρου. Το πρώτο που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη είναι ο τίτλος, ο οποίος ακόμη κι έναν φιλόλογο μπορεί να τον παραπέμψει σε λεξικό της αρχαίας ελληνικής. Κανένα πρόβλημα ως προς αυτό, ο κατηγορούμενος ως φυγόπονος και ανεύθυνος εκπαιδευτικός ανατρέχει στη βιβλιοθήκη του και διαφωτίζεται αμέσως από σχετικά λήμματα στο διαπρεπές λεξικό της αρχαίας ελληνικής των Liddell-Scott: ανανεύω = throw the head back in token of denial, make signs of refusal (τουτέστιν νεοελληνιστί γέρνω πίσω το κεφάλι παίρνοντας στάση άρνησης, κάνω σήματα άρνησης), ανάνευσις = return, revival (τουτέστιν, νεοελληνιστί επιστροφή, αναβίωσις). Η ερμηνεία του σιβυλλικού τίτλου ας γίνει από κάθε αναγνώστη ιδιωτικά, όμως στον γράφοντα προκάλεσε εντύπωση το υφολογικό οξύμωρον μεταξύ τίτλου και εναρκτήριας θεματικής περιόδου: «Το ένα τους βρωμάει, το άλλο τους ξινίζει». Ακολουθεί υφολογική παλινδρόμηση μεταξύ του λόγιου «Οι συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί πάσχουν από το σύνδρομο της παρατεταμένης απόρριψης» αφενός και του λαϊκού «τα παιδιά θα μείνουν ξύλα απελέκητα». Έχω την εντύπωση ότι ο τίτλος (και η λόγια γλώσσα) αποσκοπεί στο να προβάλει το γλωσσικό και εν γένει ήθος της γράφουσας, ενώ η εναρκτήρια θεματική περίοδος (και οι λαϊκότροπες γλωσσικές αναφορές) να στηλιτεύσουν εκείνα των συνδικαλιστών εκπαιδευτικών και αργότερα όλων των εκπαιδευτικών εν γένει.
Στην πρώτη και τη δεύτερη παράγραφο του κειμένου επιχειρείται η θέσις του προβλήματος, ήτοι το αίτημα της Υπουργού Παιδείας προς τις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών για κάλυψη των χαμένων διδακτικών ωρών και η άρνηση των συνδικαλιστών να απαντήσουν επί της ουσίας. Μέχρι τώρα δεν θα είχα κάποια ένσταση, πέραν της γλωσσικής. Πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόβλημα και το υπουργείο καλώς ενδιαφέρεται, κατά τη γνώμη μου, για την επίλυσή του, είναι δε υπεκφυγή αντί απάντησης επί του θέματος να παραπέμψει κανείς στις ώρες που (όντως) χάνονται λόγω της αδιοριστίας αναγκαίων εκπαιδευτικών. Η δημοσιογράφος θα προσέφερε καλές υπηρεσίες, αν σχολίαζε το πράγμα (κατά προτίμηση μετά από διερεύνηση των απόψεων των δύο πλευρών). Όμως αμέσως ακολουθεί η μετατόπιση του λόγου σε άλλο πεδίο με την παράλληλη γενίκευση της οσονούπω στηλιτευθησόμενης συμπεριφοράς με αναγωγή στο σύνολο των εκπαιδευτικών. Σύμφωνα λοιπόν με τη συντάκτρια «οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν κανένα ηθικό πρόβλημα να χάσουν δυο μέρες μάθημα προκειμένου να κάνουν εκλογές για τα συνδικαλιστικά τους όργανα: δεν μπορούν να ψηφίσουν το απόγευμα. Επίσης απαιτούν όταν κάνουν κάποιο επιμορφωτικό σεμινάριο να γίνεται την ώρα της δουλειάς. Οι απαιτήσεις τους αφορούν πάντοτε το μικρό, το ατομικό. Ουδέποτε κατέθεσαν μια συγκροτημένη και ρεαλιστική πρόταση για την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης.» Εδώ γίνεται λοιπόν λόγος για το σύνολο των εκπαιδευτικών, καθώς απουσιάζει το προσηγορικό «συνδικαλιστές», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται το οριστικό άρθρο (με τη γνωστή σε όλους γενικευτική του σημασία) και όχι το αόριστο, το οποίο θα δικαιολογούσε άλλωστε την εκφραζόμενη άποψη. Αν όμως απουσίαζε η παραπάνω γενίκευση και η συντάκτρια έκανε ρεπορτάζ, θα διαπίστωνε ότι μεταξύ των εκπαιδευτικών υπάρχει καταρχάς διαφωνία για τον χρόνο διεξαγωγής συνδικαλιστικών διαδικασιών, ότι πολυάριθμες και κατάμεστες από συμμετέχοντες επιμορφωτικές εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα σε απογευματινές ώρες ή Σαββατοκύριακα (κατά τις οποίες εκπαιδευτικοί μπορεί να αφήνουν τα βιολογικά τους παιδιά σε ξένα χέρια, ενίοτε επί πληρωμή, για να επιμορφωθούν, ώστε να ασκούν αποτελεσματικότερα το λειτούργημά τους), ότι εκπαιδευτικοί παρακολουθούν ακόμη και διαδικτυακή επιμόρφωση με οικονομική τους επιβάρυνση, μη υπολογιζομένου του χρόνου που απαιτείται για μελέτη και εργασίες. Δεν είναι μυστικό τα παραπάνω, ούτε παραβιάζει προσωπικά δεδομένα ένας δημοσιογράφος, αν απευθυνθεί σε φορείς επιμόρφωσης (π.χ. πανεπιστήμια) για να λάβει τις σχετικές πληροφορίες. Μια έρευνα επίσης θα έφερνε, νομίζω, διαφορετικά αποτελέσματα από τον ισχυρισμό ότι «ουδέποτε κατέθεσαν μια συγκροτημένη και ρεαλιστική πρόταση για την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης». Έχουν γίνει πολλά συνέδρια, στα οποία διεξήχθη συστηματικός γόνιμος σχετικός διάλογος, πρακτικά των οποίων έχουν δημοσιευτεί. Ο γράφων, μικρομεσαίος φιλόλογος της επαρχίας, έχει π.χ. συμμετάσχει σε συνέδριο του ΚΕΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών το 2007 στο οποίο δεκάδες ομιλητές διεξήλθαν πολυάριθμα ζητήματα της εκπαίδευσης και κατέθεσαν προτάσεις (με μεγάλη δαπάνη για τέλος συμμετοχής και έξοδα διαβίωσης), σε ημερίδα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών παλιότερα, στην οποία συμμετείχαν με προσωπικά έξοδα πολυάριθμα πρόσωπα και φορείς, για να αναφέρω ενδεικτικά παραδείγματα. Αν παραθέτω προσωπικά βιώματα, το κάνω όχι για αυτοπροβολή παρά για να μιλήσω με δεδομένα και όχι με εκτιμήσεις ή γενικεύσεις. Τέλος δεν χρειάζεται να αναφερθώ στα ετήσια συνέδρια των επιστημονικών κλαδικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών. Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι, χωρίς να βρίσκονται όλοι οι εκπαιδευτικοί σε διαρκή κινητικότητα και κινητοποίηση για τα θέματα της εκπαίδευσης, ένα μέρος τους δείχνει σοβαρό έμπρακτο ενδιαφέρον. Το γεγονός αυτό γεννά μέσα μου προβληματισμό για τους λόγους που οδήγησαν τη συντάκτρια στη γενίκευση.
Στη συνέχεια του άρθρου η δημοσιογράφος επανέρχεται στους συνδικαλιστές. Γράφει χαρακτηριστικά, «Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε ότι κατά την τελευταία εικοσαετία οι συνδικαλιστές παρέδωσαν καταπληκτικά μαθήματα περιφρόνησης του σχολείου. Είναι περήφανοι για το αγωνιστικό πνεύμα των μαθητών που κάνουν καταλήψεις: ουδέποτε εξέδωσαν ανακοίνωση που να καταδικάζει την απώλεια διδακτικών ωρών. Ουδέποτε εξέφρασαν αγωνία για το αν επιτελείται το έργο που έχουν αναλάβει.» Επικεντρώνοντας στην τελευταία πρόταση, το έργο της εκπαίδευσης δεν αποτελεί αποκλειστικότητα των ολιγάριθμων συνδικαλιστών παρά λειτούργημα όλων των εκπαιδευτικών. Η στάση των συνδικαλιστών απέναντι στις καταλήψεις είναι ένα σοβαρό θέμα. Όμως αν η συντάκτρια καταλογίζει εμμέσως ευθύνη για καταλήψεις και σε συνδικαλιστές, αναρρωτήθηκε μήπως ποιος συγκρατεί τους μη καταλαμβάνοντες μαθητές στα σχολεία που δεν εκδηλώνονται καταλήψεις; Σκέφτηκε τι λογής σχέσεις υπάρχουν μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα, τι είδους υπηρεσίες προσφέρουν ευάριθμοι εκπαιδευτικοί στην ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης των μαθητών;
Η τελευταία παράγραφος εμπεριέχει μια βαριά κατηγορία εις βάρος του συνόλου των εκπαιδευτικών, η οποία καθίσταται ακόμη βαρύτερη από το ύφος: «Το διαλυμένο σχολείο φουσκώνει τις τσέπες των εκπαιδευτικών του δημοσίου.» Σε συνδυασμό με την κατακλείδα της προηγούμενης παραγράφου «Η απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης οδηγεί τα παιδιά στην παραπαιδεία», ο συλλογισμός προκύπτει από μόνος του: οι εκπαιδευτικοί του δημοσίου σχολείου καταρρακώνουν το δημόσιο σχολείο για να … φουσκώσουν τις τσέπες τους! Αν παραβλέψουμε καταρχάς το ότι η παραπάνω σκέψη αντιβαίνει στους κανόνες της αγοράς, διότι, αν υποθέσουμε ότι κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα δημόσιοι εκπαιδευτικοί, τότε θα αντλούν το κύρος τους από το ποιοτικό μάθημα στην τάξη, δεν θα ισχύει ο ισχυρισμός περί διάλυσης του σχολείου από τους εκπαιδευτικούς. Αν πάλι ισχύει ο ισχυρισμός περί διαλυτικής συμπεριφοράς των εκπαιδευτικών, τότε οι διαλύοντες δεν μπορεί να έχουν ζήτηση στην αγορά, αφού δημιουργούν αρνητική εικόνα ανεπάρκειας για τον εαυτό τους. Αυτά λέει τουλάχιστον ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, όπως τον πρωτοδιατύπωσε ο Άνταμ Σμιθ, αγνοώντας τότε τι θα καταλογίζονταν μελλοντικά σε έλληνες εκπαιδευτικούς.
Το άρθρο κλείνει με μερική αντίφαση προς τα προηγούμενα: «Δεν ξέρουμε πάντως αν οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με τους συνδικαλιστές τους. Αυτή είναι μια παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας: ασχολούνται με τα κοινά οι μηδενιστές και όσοι αδυνατούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της κοινωνίας. Εκείνοι που βοηθούν τα παιδιά να ανθίσουν ασχολούνται με πιο δημιουργικές δραστηριότητες και κυρίως ασχολούνται με το μάθημά τους.» Τώρα η συντάκτρια αλλάζει θέση για τους εκπαιδευτικούς και τείνει να επανορθώσει. Θα χαρακτηρίζαμε την επανόρθωση ανεπιτυχή, καθώς σε ένα άρθρο γνώμης για θέμα που κανονικά γνωρίζει η αρθρογράφος δεν επιτρέπεται να δηλώνει «Δεν ξέρουμε πάντως αν οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με τους συνδικαλιστές τους.». Αν δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να γράφει ένα τέτοιο άρθρο. Αν όμως θέλει να γνωρίζει, όπως πρέπει άλλωστε, τότε πρέπει να κάνει εξαντλητικό ρεπορτάζ, να βγάλει τουλάχιστον στατιστικό δείγμα και να προβεί σε εκτιμήσεις. Διαφορετικά, άθελά της έστω, δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις σε πρόθυμα σκανδαλοθηρικό κοινό, με τελικό αποτέλεσμα την κυριαρχία της αρχής της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, η οποία διαστρέφει την πραγματικότητα και αποστρέφει την κοινωνία από την ουσία των πραγμάτων.

Αγαθοκλής Αζέλης
Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης
Φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο Τρικάλων