Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ανάμνηση

Και περιμένεις, προσμένεις το Ένα
που τη ζωή σου ατέλειωτα πληθαίνει·
Το ισχυρό, ασύνηθες,
το ξύπνημα των λίθων
σε βάθη, σε σένανε στραμμένα.

Φέγγουνε στ’ αναλόγιο
τα βιβλία σε χρυσό και καστανό·
κι εσύ σκέφτεσαι ταξιδεμένες χώρες,
φωτογραφίες, τα ενδύματα
γυναικών ξαναχαμένων.

Και τότε ξέρεις ξαφνικά: αυτό ήταν·
Σηκώνεσαι και στέκεται μπροστά σου
ενός περασμένου χρόνου
φόβος και μορφή και προσευχή
 
Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Μοναξιά

 
Η μοναξιά είναι σαν βροχή.
Υψώνεται απ’ τη θάλασσα τα βράδια ν’ απαντήσει·
από πεδιάδες, μακρινές κι απόμερες που είναι,
πηγαίνει προς τον ουρανό, που πάντα την κατέχει·
και μόνο από τον ουρανό πέφτει απά’ στην πόλη.



Βρέχει εδώ κάτω στου ημίφωτος τις ώρες
προς το πρωί σαν στρέφονται όλα τα σοκάκια
κι όταν χωρίζουν τα κορμιά που τίποτα δεν βρήκαν
απογοητευμένα και θλιμμένα
κι όταν ανθρώποι που μισούνται
σ’ ένα κρεβάτι πρέπει να κοιμούνται

Τότε η μοναξιά ποτάμια φτιάχνει.


 Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης

Τρίτη 26 Απριλίου 2011


Μια διεισδυτική ανάλυση του Hans-Georg Gadamer για ένα ποίημα του Πάουλ Τσέλαν, [Εμπρός στο ύστερό σου πρόσωπο]



Εμπρός στο ύστερό σου πρόσωπο 
μονα-
χικό ανάμεσα
σε νύχτες που κι εμένανε αλλάζουν,
ήρθε κάτι να σταθεί,
που κι άλλοτε ήταν κοντά μας, αν-
έγγιχτο από σκέψεις

Πάουλ Τσέλαν


Αυτό το ποίημα μου φαινόταν για πολύ καιρό πολύ δύσκολο. Διότι παρά την σαφή του έκφραση, αφήνει πολύ μεγάλο χώρο για γέμισμα. Πρόκειται για ερωτικό ποίημα; Ή μήπως μιλάει για τον άνθρωπο και τον Θεό; Είναι νύχτες του έρωτα ή νύχτες του μοναχικού, που «με» έχουν αλλάξει;


Όπως συμβαίνει συχνά σε ολιγόστιχα ποιήματα, υπάρχει, λόγω της συντομίας και της λακωνικότητας της δομής, ιδιαίτερα μεγάλο βάρος στον τελευταίο στίχο. «έγγιχτο από σκέψεις» - είναι σχεδόν σαν μια επιγραμματική σφραγίδα. Από αυτό το σημείο πρέπει να κατανοήσουμε το όλον σαν μια πύκνωση του όλου. Ο γεμάτος ένταση χωρισμός «αν-έγγιχτο» από σκέψεις» ορίζει και το άγγιγμα των σκέψεων. Όμως με ποια έννοια; Υπάρχουν δύο δυνατότητες κατανόησής του: σαν μια θετική και ενισχυμένη από την αλλαγή στίχου (διασκελισμό) ενισχυμένη ρήση για το ανέγγιχτο εκείνου που ήρθε «Εμπρός στο ύστερό σου πρόσωπο» - ότι δεν πρόκειται για κάτι που είναι σαφώς γνωστό και περασμένο από τη σκέψη. Ή μπορεί πάλι να είναι μια ρήση για το ότι αυτό «που κι άλλοτε ήταν κοντά μας» τώρα είναι «αγγιγμένο από σκέψεις, δηλαδή έχει αλλάξει. Δηλαδή ότι δεν σημαίνει πως τόσο πριν όσο και μετά ήταν ανέγγιχτο. Βεβαίως ολόκληρο το μήνυμα του ποιήματος κυριαρχείται από την ένταση της διάκρισης ανάμεσα στο πριν και το μετά. Γίνεται λόγος για ένα «ύστερο» πρόσωπο, το οποίο καλεί ένα «προηγούμενο» να αναδυθεί. Γίνεται λόγος και για ένα «κι άλλοτε» και σαφέστατα για «νύχτες που αλλάζουν». Έτσι λοιπόν πρέπει να υπάρχει και στο «αν-έγγιχτο», το οποίο δεν φέρει άσκοπα τον διασκελισμό, η ένταση ανάμεσα στο κάποτε και στο τώρα.


Η ερώτηση διεισδύει ακόμη και μέσα στις ιδιότητες του ρυθμού, της στιχοπλοκής και του νοήματος. Πρόκειται για ένα ζήτημα τελικής νοηματικής συνοχής και νομίζω ότι συνηγορεί υπέρ της δικής μου ερμηνείας, ότι έχει εισέλθει μια νέα συνειδητότητα. Διότι εκείνο το «κάτι» που έρχεται να σταθεί, θα παρέμενε εντελώς στο απροσδιόριστο, εάν δεν λεγόταν τίποτε απολύτως γι’ αυτό. Εάν όμως το νόημα είναι ότι το ανέγγιχτο των σκέψεων καταστρέφεται από τη σκέψη, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι παρουσιάστηκε «κάτι», δηλαδή μέσα σε όλη την αοριστία μια νέα συνειδητότητα, η οποία εγκλείει μοναχικότητα. Αυξανόμενη συνειδητότητα, απόσταση, μοναχικότητα: αυτά δεν είναι η απογοητευμένη διαπίστωση μιας χαμένης πρόσβασης –όπως θα ήταν μια αποξένωση- παρά λαμβάνει χώρα εδώ αμοιβαία αναγνώριση. «Και εμένα» - επομένως και εσένα- που αλλάζουν, χαρακτηρίζονται οι νύχτες. Η απόσταση, που τώρα γίνεται συνειδητή, υπήρχε καθαυτή πάντοτε, σαν αυτό που ονομάζουμε εχεμύθεια, και φτάνει μέχρι εκείνη την «απέραντη εχεμύθεια» με την οποία ο Ρίλκε περιγράφει τη σχέση του με τον Θεό.


Όμως αυτή είναι η τελική εμπειρία που αναβλύζει μιλώντας μέσα από αυτούς τους στίχους: Στο μεταξύ έχουν αλλάξει τα πράγματα. Αυτό που έμενε ανέγγιχτο από σκέψεις, δεν παραμένει έτσι πια, κι αυτό οριστικά. Ακριβώς η οριστικότητα αυτού που παρουσιάστηκε τώρα, μιλάει βγαίνοντας από την επιγραμματική κατακλείδια αράδα «έγγιχτο από σκέψεις».


Εδώ προκύπτει πιεστική η ερώτηση, ποιος είναι το Εγώ και ποιος το Εσύ; Όμως κι εδώ δεν μπορούμε να ρωτήσουμε έτσι. Το μόνο που έχει εδώ σημασία είναι ότι ανάμεσα στο εγώ που ομιλεί και στο εσύ, στο οποίο αναφέρεται, ανακαλείται η ιστορία μιας εσωτερικής σχέσης, η αρχή της οποίας βρίσκεται πολύ πίσω χρονικά. Σε αυτό συνηγορεί το επίθετο «ύστερο», το οποίο απευθύνεται στο πρόσωπο και στο μεταξύ ηχεί σαν αυτό το πρόσωπο να έχει υποχωρήσει μέσα στον εαυτό του και να έχει κλειστεί ακόμη πιο έντονα μέσα του. Διότι λέει «μοναχικό» κι αυτό δεν σημαίνει «αυτός που πορεύεται μόνος του», παρά μια συνειδητή διαρκής επιλογή να μένει κανείς μόνος. Και πάλι είναι ο χωρισμός της λέξης που δίνει σώμα σε αυτή τη μοναχικότητα. Κάνει να ηχούν και τα δύο, η μοναχικότητα και η επιθυμία της. Αυτό επιβεβαιώνεται κι από την άλλη πλευρά, με την ομολογία «μου» ότι κι εγώ έχω αλλάξει. Αυτό που εμφανίζεται «Εμπρός στο ύστερό σου πρόσωπο», όμως σαφώς δεν πρέπει να το θεωρούμε ως κάτι το ξένο που πριν δεν ήταν εδώ. Κι άλλοτε ήταν «κοντά μας». Αυτό το οποίο στο μεταξύ άλλαξε, δεν αίρει επ’ ουδενί την οικειότητα της αμοιβαίας σύνδεσης. Δεν είναι κάτι το ξένο. Δεν πρέπει να ρωτάμε τι είναι. Προφανώς ο ίδιος ο ομιλητής δεν ξέρει να το ονομάσει. Είναι «τίποτα».


Εκείνο που προσφέρει το ποίημα γι’ αυτό, βρίσκεται αποκλειστικά στο «αν-έγγιχτο από σκέψεις». Αυτό λέει ότι στο μεταξύ γίνονται σκέψεις κι ότι μέσω αυτών «ήρθε κάτι να σταθεί». Ας προσέξουμε ότι αυτό δεν σημαίνει πως κάτι μεσολάβησε. Δεν εννοείται κάποιο ιδιαίτερο συμβάν, το οποίο μετέβαλε τα πάντα, παρά μάλλον η ίδια η καταιγίδα του χρόνου, η οποία δεν αποκαλύπτει κάτι το νέο, παρά κάτι το οποίο καθ’ αυτό είναι ήδη γνωστό, καθώς «κι άλλοτε ήταν κοντά μας» υπάρχει τώρα από μόνο του. Γράφει «κοντά μας» κι όχι «ανάμεσά μας». Εκείνο το οποίο συνειδητοποιείται ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από τη μοναξιά σε εναλλασσόμενη οικειότητα.


Έτσι φαίνεται να μην είναι καθόλου απαραίτητο να γνωρίζουμε ποιος είναι «Εγώ» και ποιος «Εσύ». Διότι εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, συμβαίνει και στους δύο. Εγώ κι εσύ είναι και οι δύο μεταμορφωμένοι, μεταμορφούμενοι. Είναι ο χρόνος που τους συμβαίνει. Αν τώρα αυτό το Εσύ φέρει το πρόσωπο του πλησίον ή το εντελώς διάφορο του θεϊκού - το μήνυμα είναι ότι παρά την οικειότητα μεταξύ τους γίνεται όλο και περισσότερο συνειδητή η απόσταση η οποία παραμένει μεταξύ τους. Εκείνες τις νύχτες, δηλαδή στην εγγύτητα και την εσωτερικότητα του ομού, που κατορθώνει να σβήσει όλα τ’ άλλα και να διαλύσει οτιδήποτε το χωρίζον, ακριβώς εκεί άλλαξε κάτι και ήρθε κάτι να σταθεί. Είναι τελικά κάτι το χωρίζον;  Ήρθε «εμπρός στο πρόσωπό σου». Οπωσδήποτε έγκειται και στο ότι δεν έχω πια καμιά τόσο άμεση πρόσβαση σε σένα, όμως συνάμα ότι δεν είμαι χωρισμένος από σένα. Ήταν μάλιστα «κι άλλοτε κοντά μας». Φαίνεται μάλλον σαν να επιβεβαιώνεται σε μια νέα γνώση η απόσταση, η οποία πάντα υπήρχε, η απόσταση από τον κρυμμένο Θεό ή η απόσταση από τον εντελώς πλησίον.







Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

[Η μετάφραση ποιημάτων του Ρίλκε μόνο πρόχειρη μπορεί να είναι. Ποτέ δεν μπορεί να προκύψει κείμενο εφάμιλλο του πρωτοτύπου, τουλάχιστον από το δικό μου χέρι. Ο πειρασμός όμως για μια στοιχειώδη διαμεσολάβηση στοιχείων του στοχασμού του είναι μεγάλος. Ας μου συγχωρεθεί η παρακάτω απόπειρα και όσες άλλες ενδεχομένως ακολουθήσουν]

Το παρακάτω ποίημα έγραψε ο Ρίλκε για την αγαπημένη του μούσα Λου Αντρέας-Σαλωμέ, όταν σταμάτησε ο δεσμός τους.

Πιο μάνα ήσουν απ' όλες τις γυναίκες
φίλος ήσουν όπως οι άνδρες
θηλυκιά στη μορφή
κι ακόμα πιο συχνά ένα παιδί
ήσουν το τρυφερότερο που απάντησα ποτέ μου
το πιο σκληρό ήσουν που πάλεψα μαζί του
η κορυφή ήσουν που μ' ευλόγησε
κι έγινες το βάραθρο που με κατάπιε
Πάουλ Τσέλαν [χωρίς τίτλο]

Η μετάφραση αφιερώνεται σε αμφότερα τα πρόσωπά της: στο πρώιμο και στο ύστερο


Εμπρός στο ύστερό σου πρόσωπο

μονα-

χικό ανάμεσα

σε νύχτες που κι εμένανε αλλάζουν,

ήρθε κάτι να σταθεί,

που κι άλλοτε ήταν κοντά μας, αν-

έγγιχτο από σκέψεις


(Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης)





Νέλλη Ζαξ: Στα ενδιαιτήματα του θανάτου



Ακόμα κι αν τούτη η επιδερμίδα μου λιανιστεί

Δίχως σάρκα θα κοιτάζω τον Θεό μου

Ιώβ



Αχ οι καμινάδες

Πάνω στα ευφάνταστα επινοημένα του θανάτου ενδιαιτήματα,

Όταν το σώμα του Ισραήλ διαλυμένο σε καπνό

Διαπερνούσε τον αέρα-

Όταν καθαριστής καπνοδόχων ένα αστέρι υποδέχτηκε

Που έγινε μαύρο

Ή μήπως ήτανε ηλίου ακτίνα;



Αχ οι καμινάδες!

Ελευθερίας οδοί για τη σκόνη του Ιερεμία και του Ιώβ-

Ποιος σας επινόησε κι έχτισε πέτρα την πέτρα

Το δρόμο για δραπέτες από καπνό;



Αχ τα ενδιαιτήματα του θανάτου,

Προκλητικά φτιαγμένα

Για τον σπιτονοικοκύρη, που αλλιώς ήτανε μουσαφίρης-

Αχ εσείς δάχτυλα,

Που το κατώφλι εφαρμόζατε

Σάμπως μαχαίρι μεταξύ θανάτου και ζωής-



Αχ καμινάδες εσείς,

Αχ δάχτυλα εσείς,

Και το σώμα του Ισραήλ μες στον καπνό

Να διαπερνάει τον αέρα



(Μετάφραση: Αγαθοκλής. Αζέλης)

Νέλλη Ζαξ: Ο χορός των διασωθέντων



Εμείς οι διασωθέντες,

Που από τα κενά οστά τους σμίλευε τους αυλούς του ο θάνατος

Στους τένοντες που ο θάνατος λύγιζε το δοξάρι

Τα κορμιά μας ακόμη θρηνολογούν

Με την ακρωτηριασμένη μουσική τους.

Εμείς οι διασωθέντες,

Ακόμη οι θηλιές για τους λαιμούς μας κρέμονται οι πλεγμένες

Εμπρός μας μες στον γαλανό αιθέρα-

Ακόμη οι κλεψύδρες με το αίμα μας γεμίζουν όπως στάζει



Εμείς οι διασωθέντες,

Ακόμη του φόβου μάς τρώνε τα σκουλήκια.

Το μέτωπό μας στη σκόνη είναι θαμμένο.

Εμείς οι διασωθέντες

Σας παρακαλούμε:

Δείξτε μας αργά τον ήλιο σας.

Οδηγήστε μας σημειωτόν από αστέρι σε αστέρι.

Αφήστε μας χαμηλόφωνα να ξαναμάθουμε τη ζωή

Αλλιώς ένα κελάηδισμα πουλιού,

Το γέμισμα ενός κουβά στη βρύση

Τον κακοσφραγισμένο θα μπορούσαν πόνο μας

Να τονε κάνουν να ξεσπάσει κι αφρίζοντας να μας πετάξει μακριά-

Σας παρακαλούμε:

Μη μας δείχνετε ακόμη δαγκανιάρικα σκυλιά-

Θα μπορούσε, θα μπορούσε

Να καταρρεύσουμε σαν σκόνη-

Μπροστά στα μάτια σας να καταρρεύσουμε σαν σκόνη.

Μα τι κρατάει τους ιστούς μας ενωμένους;

Εμείς που εκπνεύσαμε

Που η ψυχή μας σε Κείνον κατέφυγε μεσάνυχτα

Πολύ πριν κάποιοι σώσουν τα κορμιά μας

Φυγαδεύοντάς τα στης στιγμής την κιβωτό.

Εμείς οι διασωθέντες,

Σφίγγουμε το χέρι σας

Αναγνωρίζουμε το μάτι σας-

Όμως μαζί μάς κρατάει πια μονάχα ο αποχαιρετισμός,

Ο αποχαιρετισμός μέσα στη σκόνη

Μας κρατάει μαζί σας ενωμένους


(Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης)

Πάουλ Τσέλαν: Φούγκα του θανάτου


 
Μαύρο γάλα χαραυγής το πίνουμε βράδυ

το πίνουμε μεσημέρι και πρωί το πίνουμε νύχτα

δώσ’ του και πίνουμε

φτυαρίζουμε έναν τάφο στους αέρηδες εκεί δεν νιώθεις στριμωγμένος

ένας άντρας μένει στο σπίτι παίζει με τα φίδια

            γράφει

γράφει σαν έρχεται η σκοτεινιά στη Γερμανία τα χρυσά σου

   μαλλιά Μαργαρίτα

γράφει και πηγαίνει μπροστά στο σπίτι κι αστράφτουν τ’ αστέρια

σφυρίζει στα κουτάβια του να έρθουν

σφυρίζει στους Εβραίους του να βγούνε βάζει να φτυαρίσουν έναν τάφο στη

γη

μας διατάζει παίξτε έναν χορό



Μαύρο γάλα χαραυγής σε πίνουμε νύχτα

σε πίνουμε πρωί και μεσημέρι σε πίνουμε βράδυ

δώσ’ του και πίνουμε

ένας άντρας μένει στο σπίτι παίζει με τα φίδια

γράφει

γράφει σαν έρχεται η σκοτεινιά στη Γερμανία τα χρυσά σου

μαλλιά Μαργαρίτα

τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις φτυαρίζουμε έναν τάφο στους

αέρηδες εκεί δεν νιώθεις στριμωγμένος



Φωνάζει τρυπήστε πιο βαθιά στο βασίλειο της γης εσείς οι άλλοι τραγουδήστε

και παίξτε

πιάνει την αγκράφα της ζώνης την κραδαίνει τα μάτια του

είναι γαλανά

χώστε βαθύτερα τα φτυάρια εσείς οι άλλοι συνεχίστε να παίζετε

τον χορό



Μαύρο γάλα χαραυγής σε πίνουμε νύχτα

σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε βράδυ

δώσ’ του και πίνουμε

ένας άντρας μένει στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα

τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις παίζει με τα φίδια



Φωνάζει παίξτε γλυκύτερα τον θάνατο ο θάνατος είν’ ένας μάστορας από τη       Γερμανία

φωνάζει πιο σκοτεινά δοξαρίστε τα βιολιά τότε ανεβαίνετε σαν καπνός

στον αέρα

τότε έχετε έναν τάφο στα σύννεφα εκεί δεν νιώθεις στριμωγμένος



Μαύρο γάλα χαραυγής σε πίνουμε νύχτα

Σε πίνουμε μεσημέρι ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη

Γερμανία

σε πίνουμε βράδυ και πρωί δώσ’του και πίνουμε

ο θάνατος είν’ ένας μάστορας από τη Γερμανία το μάτι του είναι γαλανό

σε χτυπάει με μολυβένια σφαίρα σε βρίσκει στο ψαχνό

ένας άντρας μένει στο σπίτι τα ξανθά σου μαλλιά Μαργαρίτα

αμολάει τα κουτάβια του πάνω μας μάς χαρίζει ένα τάφο στον

αέρα

παίζει με τα φίδια και ονειρεύεται ο θάνατος είν’ ένας

μάστορας από τη Γερμανία



τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα

τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις.



(Μετάφραση: Αγαθοκλής. Αζέλης)

Τρίτη 19 Απριλίου 2011


Χάινριχ Χάινε: Οι Θεοί της Ελλάδας




[Μια ατελής προσπάθεια μετάφρασης ποιήματος ενός σπουδαίου ποιητή και βαθυστόχαστου κήνσορα της εποχής του, με το οποίο, μολονότι χαρακτηρισμένος ως εκπρόσωπος του ρομαντισμού, αντιπαρατίθεται μονομιάς τόσο με τον κλασικισμό όσο και με τον ρομαντισμό, χρησιμοποιώντας σε κάποιον βαθμό ρομαντική φόρμα. Προσπαθώ εδώ και 15 χρόνια να δώσω μια ανεκτή ελληνική μορφή στο ποίημα, όμως θα χρειαστεί να επανέλθω…

                                                                
                                                                 Στην πολύτροπη ηγερία του άστεγου ορίζοντα...  ]



Ολάνθιστη σελήνη! Στο φως σου

Σαν κελλαριστός χρυσός, αστράφτει η θάλασσα

Σαν καθαρότητα της μέρας, μα με μάγια θολωμένη

κείται πάνω απ’ την πλατιά επιφάνεια του γιαλού

Και στον γαλάζιο φωτεινό, άναστρο ουρανό

Αιωρούνται τα λευκά νέφη, σάμπως θεών κολοσιαίες μορφές

Από φωτεινό μάρμαρο



Όχι, νέφη δεν είναι επ’ ουδενί!

Είναι οι Θεοί οι ίδιοι της Ελλάδος,

Που κάποτε τόσο χαρούμενοι τον κόσμο κυβερνούσαν,

Μα τώρα παραγνωρισμένοι και νεκροί

Σέρνονται σαν φαντάσματα φρικιαστικά

Στον ουρανό του μεσονυκτίου.



Έκπληκτος και παράξενα τυφλωμένος, παρατηρώ

το χαρούμενο Πάνθεον,

τις πανηγυρικά βουβές, φρικτά συγκινημένες

γιγαντιαίες μορφές.

Αυτός εκεί είν’ ο Κρονίων, ο βασιλέας τ’ ουρανού,

λευκοί σαν χιόνι της κεφαλής οι πλόκαμοι,

κρατά στο χέρι τον σβησμένο κεραυνό,

στο βλέμμα του έχει δυστυχία και θλίψη

και μολαταύτα ακόμα την παλιά του περηφάνεια.

Ήταν μέρες καλύτερες, ώ Ζευ,

σαν ευφραινόσουν ουράνια

με αγόρια και νύμφες κι εκατόμβες!

Όμως και οι θεοί δεν βασιλεύουν πάντα,

οι νέοι τους παλιούς παραμερίζουν,

όπως εσύ ο ίδιος κάποτε τον γέροντα πατέρα

και τους τιτάνες θείους σου απόδιωξες,

Δία πατροκτόνε!

Κι εσένα σε αναγνωρίζω, περήφανη Ήρα!

Παρόλο τον ζηλότυπο τον φόβο σου

Μια άλλη κέρδισε το σκήπτρο,

κι εσύ δεν είσαι πια η βασίλισσα του ουρανού,

και το μεγάλο μάτι σου έχει πετρώσει

και οι κρινώδεις σου βραχίωνες είναι αδύναμοι,

και δεν θα ξαναβρεί η εκδίκησή σου

απ’ το θεό γονιμοποιημένη την παρθένα

και τον θαυματουργό υιό του θεού.

Κι εσένα σε αναγνωρίζω, Αθηνά Παλλάδα!

Με ξίφος και σοφία δεν μπόρεσες

να εμποδίσεις την σήψη των θεών…

Κι εσένα σε αναγνωρίζω, κι εσένα, Αφροδίτη,

κάποτε την χρυσή, τώρα ασημένια!

Βέβαια ακόμη σε κοσμεί το θέλγητρο

                             της ζώνης,

όμως κρυφά με πιάνει φρίκη εμπρός στην ομορφιά σου,

κι αν ήταν να με συντροφεύει το ευγενές κορμί σου,

σαν άλλους ήρωες, θα πέθαινα από φόβο-

σαν θεά των κουφαριών μου φαίνεσαι,

Αφροδίτη ψυχοπομπέ!

Δεν κοιτάζει πια μ’ αγάπη προς εσένα,

εκεί ο τρομερός Άρης.

Κοιτάζει τόσο λυπημένος ο Φοίβος Απόλλων,

ο νεανίας. Σωπαίνει η λύρα του,

που τόσο όμορφα ηχούσε στο δείπνο τω θεών

Ακόμα πιο θλιμμένος ο Ήφαιστος κοιτάζει ,

Κι αλήθεια! ο χωλός …

Κερνάει βιαστικός στη σύναξη

το ποθητό το νέκταρ. – Κι από καιρό έχει σβήσει

το άσβηστο γέλιο των θεών.



Δεν σας αγάπησα ποτέ, ώ θεοί!

Γιατί μου είναι αποκρουστικοί οι Έλληνες,

και οι Ρωμαίοι πάλι μου είναι μισητοί.

Μα έλεος ιερό και οίκτος φρικτός

διαπερνάει την καρδιά μου,

όταν σας βλέπω εκεί ψηλά.



Μισητοί θεοί,

Νεκρές σκιές υπνοβατούσες

αδύναμες νεφέλες, που  αποδιώχνει ο άνεμος

κι όταν σκέφτομαι πόσο δειλοί κι αδύναμοι

είναι οι θεοί που σας νικήσαν,

οι νέοι, κυρίαρχοι, τεθλιμμένοι θεοί,

οι χαιρέκακοι, οι ντυμένοι τη λεοντή της ταπεινοφροσύνης –

Ώ, τότε με [πιάνει οργή]

και θα ΄θελα να σπάσω τους νέους ναούς,

και να πολεμήσω για σας, αρχαίοι θεοί,

για σας και για το ωραίο αμβροσιανό σας δίκαιο.

Και μπροστά στα υψηλά σας ιερά

τα ξαναχτισμένα, που θ’ αχνίζουνε από σφαχτάρια

θα ’θελα ο ίδιος να γονατίσω και να προσευχηθώ,

και ικετευτικά τα χέρια να σηκώσω –



Γιατί πάντοτε, αρχαίοι εσείς θεοί,

κάποτε στους αγώνες των ανθρώπων,

παίρνατε πάντοτε των νικητών το μέρος,

όμως ο άνθρωπος είναι πιο μεγαλόθυμος από εσάς

και τώρα εγώ στους θεϊκούς αγώνες

των νικημένων των θεών παίρνω το μέρος.





Αυτά είπα και φανερά κοκκίνησαν

Ψηλά οι τεθλιμμένες νεφέλινες μορφές.

Και με κοιτάξαν σαν ετοιμοθάνατοι,

παραμορφωμένοι από τον πόνο κι αίφνης εξαφανίστηκαν.

Η σελήνη κρύφτηκε κι αυτή

πίσω από σύννεφα που πλησιάζαν σκοτεινά.

Όμως η θάλασσα άνοιξε αφρίζοντας,

και νικητές παρουσιάστηκαν στον ουρανό

τα αιώνια αστέρια.



Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης

Γιώργος Κόκκινος, Γαβρίλης Λαμπάτος, Αφροδίτη Αθανασοπούλου: Η ματαιωμένη ουτοπία. Γιάννης Γαβριηλίδης, Νίκος Καραγιάννης και άλλοι σύντροφοι. Εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2008.




Όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το μέλλον.

‘Οποιος ελέγχει το παρόν ελέγχει και το παρελθόν

Τζωρτζ Όργουελ, 1984







Από τη μεταπολίτευση και εξής άρχισε μια εκδοτική δραστηριότητα που με το πέρασμα του χρόνου πύκνωνε όλο και περισσότερο και αφορούσε στη δημοσιοποίηση κειμένων που σχετίζονταν με τους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες της  ελληνικής Αριστεράς γενικότερα και το ρόλο της στη δραματική δεκαετία του 1940. Πρωταγωνιστές του κινήματος αλλά και απλοί αγωνιστές θέλησαν να δώσουν τη δική τους εκδοχή για τα μεγάλα γεγονότα και συνάμα να δικαιολογήσουν το δικό τους πέρασμα από τη σκηνή των μεγάλων γεγονότων, με έναν υπαρξιακό απολογισμό μέσα από το πρίσμα της χρονικής απόστασης από τα πράγματα.

Με το πέρασμα του χρόνου οι εν λόγω εκδοτικές προσπάθειες πλαισιώθηκαν από την επιμέλεια έγκυρων ιστορικών, ακαδημαϊκών και μη, ενώ το εγχείρημα συμπληρώνεται με την έκδοση έργων θανόντων από επιστήμονες. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει το βιβλίο που εξετάζουμε στην παρούσα βιβλιοπαρουσίαση. Πρόκειται για ένα βιβλίο με εξαιρετική επιστημονική επιμέλεια, το οποίο συνοδεύεται από εκτενή εισαγωγή, στην οποία τίθενται όλα τα θεωρητικά προβλήματα που σχετίζονται με την έκδοση βιβλίων αυτού του είδους. Η επιμέλεια οφείλεται στους Γιώργο Κόκκινο,  αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, ο οποίος έχει προσφέρει πολύ σημαντικά έργα θεωρητικά και μεθοδολογίας της ιστορίας στο ελληνικό κοινό, Γαβρίλη Λαμπάτο (μάστερ ιστορίας), ο οποίος έχει πλούσια εκδοτική δραστηριότητα αναφορικά με το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα, και την Αφροδίτη Αθανασοπούλου, διδάκτορα Φιλολογίας.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι ενδεικτικός του περιεχομένου. Η ουτοπία είναι το κοινωνικοπολιτικό όραμα των αγωνιστών της ελληνικής Αριστεράς κατά την κρίσιμη δεκαετία του 1940, η οποία για πολλούς άρχισε να διαψεύδεται μετά το πέρας του εμφυλίου πολέμου και στη συνέχεια να ματαιώνεται. Ακριβώς τα ίχνη αυτής της διαδικασίας μέσα από τα κείμενα και την πορεία του Γιάννη Γαβριηλίδη παρακολουθούν οι επιμελητές του κειμένου, οι οποίοι αναλαμβάνουν την έκδοση έργων του πολιτικού πρόσφυγα στη Ρουμανία μετά τον εμφύλιο. Ο Γιάννης Γαβριηλίδης ήταν γόνος προσφύγων ποντιακής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν μετά τον ξεριζωμό του 1924 στην επαρχία του νομού Καβάλας. Γεννήθηκε στην Αργυρούπολη της Τραπεζούντας το 1914 και πέθανε στην Αθήνα το 2006. Εργάστηκε ως δάσκαλος και απολύθηκε από την υπηρεσία το 1947 για τα αριστερά πολιτικά του φρονήματα. Από τα χρόνια της Κατοχής υπήρξε ενεργό μέλος του ΚΚΕ, ενώ πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στρατολογημένος στο ΕΑΜ και υπηρέτησε στον ΔΣΕ κατά τον Εμφύλιο πόλεμο. Μετά την ήττα έζησε σχεδόν 40 χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία, από όπου επαναπατρίστηκε το 1987. Στη Ρουμανία σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κλουζ και εργάστηκε ως φιλόλογος με ειδίκευση στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία στη ρουμανική Μέση Εκπαίδευση, ενώ παράλληλα δεν εγκατέλειψε το έργο της ελληνομάθειας των προσφύγων Ελλήνων μαθητών και φοιτητών. Άφησε σημαντικό ανέκδοτο αρχείο με μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την πολιτική προσφυγιά και πλούσια εργογραφία για τη γλώσσα και την ελληνική λογοτεχνία.

Όπως ρητά αναφέρουν στη διεξοδική εισαγωγή τους οι επιμελητές του βιβλίου, η οποία αποτελεί πολύ σημαντικό μέρος του, ενδιαφέρονται να αναδείξουν τις τύχες των διπλά ηττημένων της πολιτικής προσφυγιάς, εκείνων δηλαδή που δίπλα στην ήττα στον εμφύλιο πόλεμο βίωσαν μια δεύτερη ήττα σε κομματικό-ιδεολογικό επίπεδο, υφιστάμενοι απομόνωση και διώξεις από το ίδιο το κόμμα τους, το ΚΚΕ, το οποίο τους θεώρησε εχθρούς του και προσπάθησε να τους εξοντώσει ηθικά και φυσικά. Επίσης ενδιαφέρονται να αναδείξουν τη «σταλινική διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας» κατά το χρονικό διάστημα 1948-1953/56. Τους απασχολούν ακόμη οι διαστάσεις που πήρε η επώδυνη συνειδητοποίηση της ευθυγράμμισης ή της απόλυτης εξάρτησης του ΚΚΕ από την σταλινική εξουσία, γεγονός στο οποίο συνέβαλε ο υποχρεωτικός εκπατρισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ, καθώς και μεγάλου αριθμού μελών του, το χαμηλό επίπεδο της παιδείας, της γενικότερης συγκρότησης και πολιτικής αντίληψης της ηγεσίας και των στελεχών του ΚΚΕ, όπως επίσης και η αυστηρή της ορθοδοξία και η άνευ όρων πίστη στο σταλινισμό. Ακόμη οι εσωτερικές συγκρούσεις στο κόμμα, η φιλαυτία, ο καιροσκοπισμός και η ιδεολογική τύφλωση των ηγετικών κλιμακίων και της κομματικής γραφειοκρατίας. Η έκπτωση της πολιτικής ηθικής, οι μηχανισμοί κομματικής επιτήρησης, η συνέχιση του καθεστώτος στρατιωτικοποίησης  στις τάξεις των πολιτικών προσφύγων (1950-1952), η τρομοκρατία, η καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών, οι διακρίσεις υπέρ των ηγετικών στελεχών, οι κυρώσεις, οι διαγραφές, οι πολιτικές δίκες, οι διωγμοί, οι εκκαθαρίσεις, οι αποκλεισμοί, η απομάκρυνση ή περιθωριοποίηση ιστορικών στελεχών, η βία, οι ταπεινώσεις, η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία, τα ηθικά διλήμματα, ο ευτελισμός της ανθρώπινης προσωπικότητας και αξιοπρέπειας, η διάσταση μεταξύ οραμάτων και πραγματικότητας, η κατάρρευση του συστήματος αξιών. Γενικά τους ενδιαφέρει η απώλεια νοήματος και η διάψευση του αγώνα, των ιδανικών, των προσδοκιών και των θυσιών, η κρίση της πολιτικής νομιμοφροσύνης, η μετάπτωση της πολιτικής ουτοπίας σε «δυστοπία».

Πιο ειδικά οι επιμελητές του βιβλίου ενδιαφέρονται για τις διαδρομές του βίου και τις περιπλανήσεις της σκέψης των διπλά ηττημένων, τη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας και την εναγώνια αναζήτηση του επαναπατρισμού, το αξιολογικό τους σύστημα, την ιδεολογική τους τοποθέτηση, τις πολιτικές τους επιλογές, τη συγκρότηση και τις λειτουργίες του λόγου τους, την αγωνιστικότητα και τη δράση τους, τις ρωγμές που εμφανίστηκαν στην πολιτική τους κουλτούρα, την εγκαρτέρησή τους, την παρέκκλιση, την αποξένωση, την πολιτική απομόνωση και την αποστασιοποίησή τους, τον υποβιβασμό τους σε πολίτες β΄ κατηγορίας, την πολυδιάστατη αντίστασή τους στους μηχανισμούς και τους καταναγκασμούς, σε πραγματικό ή συμβολικό επίπεδο, το ηθικό σθένος και τις σωματικές αντοχές τους στις χαλκευμένες κατηγορίες, στις φυλακίσεις και τους εκτοπισμούς, τον ίδιο τον ψυχιατρικό εγκλεισμό ως τιμωρητική πρακτική σε βάρος τους. Γενικά ενδιαφέρονται για την ανάδειξη των θυμάτων της Ιστορίας τόσο σε υποκείμενα της Ιστορίας όσο και σε προνομιακά αντικείμενα, ταυτόχρονα, της ιστορικής έρευνας.

Τα παραπάνω θα ήταν ανέφικτα χωρίς την αναφορά στην ιστορία των κομματικών μηχανισμών και της εσωτερικής διαπάλης, χωρίς  την εξέταση των όρων, των επιπέδων, των διεργασιών, των οργανωτών και των νομέων της πολιτικο-ιδεολογικής κυριαρχίας.

Όπως προαναφέρθηκε, οι παραπάνω στόχοι διερευνώνται μέσα από το πολυποίκιλο έργο του Γιάννη Γαβριηλίδη. Στον τελευταίο ανατέθηκε το 1955, όσο ακόμη απολάμβανε την εμπιστοσύνη του κόμματος, η ευθύνη για τη συγκέντρωση, τη γλωσσική και την κριτική επεξεργασία συνοπτικών βιογραφικών σημειωμάτων όλων κατά το δυνατόν των «λαϊκών αγωνιστών που έπεσαν για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της πατρίδας μας», ώστε να καταστεί δυνατή η «αρτιότερη», δηλαδή πληρέστερη σε στοιχεία επανέκδοση του βιβλίου Ήρωες και Μάρτυρες, το οποίο, λειτουργώντας ως κομματικό μαρτυρολόγιο, εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1954. Η επανέκδοση αυτή τελικά ματαιώθηκε, όμως η ενασχόληση του Γαβριηλίδη με την προετοιμασία της ήταν καθοριστική για τον ίδιο, γιατί του έδωσε το έναυσμα για τη συλλογή και επεξεργασία τεκμηρίων της κομματικής ιστορίας, αλλά και μαρτυριών που συμπλήρωναν, διεύρυναν ή και ανέτρεπαν ενδεχομένως την επίσημη κομματική εκδοχή. Ο ίδιος ο Γαβριηλίδης ήδη από το τέλος του Εμφυλίου πολέμου έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα συλλογής μαρτυριών αριστερών αγωνιστών, με στόχο τη συγκρότηση ενός προοδευτικά διευρυνόμενου αρχείου που θα προσέδιδε στην αντιθετική ανάγνωση της κομματικής ιστορίας αφηγηματική αληθοφάνεια και τεκμηριωτική εγκυρότητα. Στις μαρτυρίες θα κυριαρχούσε η αναφορική τεκμηριωτική λειτουργία των πληροφοριών και όχι η μυθοπλαστική τής συγγραφικής αναπαράστασης, πιστοποιώντας την αυτό-υπονόμευση του αγώνα από την κομματική ηγεσία, αλλά και γενικότερα την αυτό-αναίρεση του ίδιου του κομμουνισμού ως κυρίαρχου χειραφετητικού πολιτικού μύθου του 20ού αιώνα. Με τη στρατηγική αυτή ο Γαβριηλίδης καθιστούσε τους «ανώνυμους» σιωπηλούς αγωνιστές που απωθούνταν στο περιθώριο των κομματικών διεργασιών στην υπερορία και υφίσταντο τις συνέπειες της ελευθερίας της σκέψης και του φρονήματός τους, συμπρωταγωνιστές και ομιλούντα υποκείμενα της Ιστορίας.

Το έργο του Γαβριηλίδη εμπλέκει στο πρόβλημα της ιστορικής ερμηνείας τόσο τη διανοητική ιστορία, την ιστορική σημασιολογία και την ιστορία των εννοιών όσο και την κοινωνική και πολιτική ιστορία, καταδεικνύοντας την ανάγκη πολλαπλών προσεγγίσεων για την ολιστική πρόσβαση στο ιστορικό παρελθόν.

Ο Γαβριηλίδης είναι συλλέκτης διάσπαρτων μαρτυριών και τεκμηρίων, ψηφίδων βίου και ενδεικτικών στιγμιοτύπων, των οποίων ο ίδιος αξιολογεί την ιστορική σημασία σε πείσμα του πολιτικο-ιδεολογικού του περίγυρου και των εντεταλμένων μηχανισμών του ΚΚΕ που επιλέγουν την αποσιώπηση ή την επιλεκτική μνήμη. Συλλέγει θραύσματα προσωπικών διαδρομών, τα οποία συμπυκνώνουν συλλογικά πεπρωμένα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για σπαράγματα βίων αγωνιστών, για ακανόνιστες ψηφίδες του πολύχρωμου ψηφιδωτού μιας αντι-ιστορίας που συντίθεται αφενός μεν από τα αυτοβιογραφικά κείμενα του ίδιου του Γαβριηλίδη, αφετέρου δε από τη συρραφή πληροφοριών και μαρτυριών για αγωνιστές που αισθάνθηκαν την ανάγκη να διαφοροποιηθούν από την κομματική γραμμή και έπεσαν κατά καιρούς σε δυσμένεια.

Συνοψίζοντας, πρόκειται για ένα σημαντικό βιβλίο, τόσο για τα θεωρητικά προβλήματα που τίθενται στον πρόλογό του, όσο και για τα κείμενα του Γαβριηλίδη που ακολουθούν. Καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία και θα φανεί χρήσιμο σε όλους όσοι ενδιαφέρονται για το αριστερό κίνημα, για την ιστορία των ιδεών, ή για τη γενική ιστορία της κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου.





Αγαθοκλής Αζέλης [Σεπτέμβριος 2008]



Ο λάκκος των αθώων: Μια αφήγηση




Στον αριθμό 41, επαρκή αναγνώστη



Ο γνωστός στον παιδόκοσμο γοητευτικός αφηγητής Χανς Κρίστιαν εξαφανίστηκε μετά από σύντομο πέρασμά του από τα ντοκ της Τριγουελάνδης, αφού ολοκλήρωσε ετήσιο ταξίδι με τη σημαία του υπερωκεανίου Αλέξανδρος ο Τιτάνας, το οποίο εγκατέλειψε στη φάση που τα ποντοπόρα της όλβιας χώρας άλλαζαν καπεταναίους, μετά την μεγάλη επανάσταση σταχανοβικής ποιοτικής ποσότητας που έλαβε χώρα στην επικράτεια. Η απώλειά του σηματοδότησε μια μακρά περίοδο θλίψης για μένα, αφού οι αλληγορίες του ήταν η μόνη παρηγοριά σε έναν κόσμο γεμάτο συνταρακτικές βεβαιότητες, ασφαλείς τύπους και υπερτροφικά εγώ που σαν αερόστατα διέσχιζαν τους αιθέρες, σκεπάζοντας όσα δειλά υποκείμενα, ελέω κοινωνικού δαρβινισμού, αδυνατούσαν να αναδιπλώσουν αρετές και πλησίστια να διεμβολίσουν τα όνειρα του συλλογικού υποσυνείδητου. Έτσι διετάραξε τις νέες σαθρές σταθερές μου ένα μαίηλ που ήρθε από το πουθενά με την υπογραφή του. Είχε από καιρό ξεκινήσει ένα γύρο του κόσμου και σε μια στιγμή μοναξιάς σκέφτηκε, λέει, να μου στέλνει ανταποκρίσεις με τα παράξενα του κόσμου που έβλεπε μπροστά του, σαν νέος Καντίντ του Βολταίρου, για να βάζει τις σκέψεις του σε τάξη και για να κρατάμε μια στοιχειώδη επαφή. Καθώς έμελλε να διαπιστώσω, οι ανταποκρίσεις του ξεπερνούσαν κατά πολύ τον ταπεινό διαφωτιστή, κυμαινόμενες μεταξύ Θείας Κωμωδίας του Δάντη και Οδύσσειας του Ομήρου.



Ανταπόκριση 1. Από τη νήσο Σχερία



«Όταν αποβιβάστηκα στη νήσο Σχερία», έγραφε στην πρώτη του ανταπόκριση ο σοφός Χανς Κρίστιαν, «σκόπευα να περάσω εκεί το συνηθισμένο μου περιηγητικό δεκαπενθήμερο. Η απρόσμενη κατάσταση που απάντησα με καθήλωσε και η αναχώρησή μου έμελλε να καθυστερήσει απροσδιόριστα. Σε εκείνο το απόμακρο λοιπόν νησί, συνέβαιναν πράγματα πρωτόγνωρα ακόμη και για μια ζωηρή, νοσηρή θα την ονόμαζαν οι Τριγουελάνδιοί σου, φαντασία! Εκεί λοιπόν αντί να πηγαίνουν τα παιδιά σχολείο, πήγαιναν οι ηλικιωμένοι! Ηλικιωμένοι θεωρούνταν όσοι ξεχνούσαν τις παιδικές συνήθειες! Για την οργάνωση του όλου πράγματος είχαν συγκροτήσει ένα κομισαριάτο ηλικιωμένης παιδιάς, το οποίο επενέβαινε αυτόματα σε κάθε περίπτωση υπερβολικής ωρίμανσης των νέων. Κι επειδή η διοίκηση ήταν σοβαρή και όχι αλαφροΐσκιωτη όπως στην Τριγουελάνδη, όρισε τα παιδιά να συμβουλεύουν τους ηλικιωμένους στα κρίσιμα θέματα. Εντυπωσιακές υπήρξαν οι αρχές και οι απαρχές της οργάνωσης. Καταρχάς προκρίθηκαν κατά προτίμηση ως κομισάριοι οι παιδικότεροι των παίδων, για να είναι πιο κοντά στη γνώση των συνηθειών της ηλικίας. Μετά, για να εντρυφήσουν στην ψυχοσύνθεση και τις συνήθειες των γερόντων, τους ζήτησαν με διορία δύο ημερών να καταθέσουν πλήρες πρόγραμμα παιδικοτροπίας, ανεξαρτήτως ηλικίας, γνώσης, σύστασης της ομάδας βάσης, ενδεχομένων δεικτών θνησιμότητας. Ο λόγος ήταν η επίτευξη υψηλών δεικτών παραγωγικότητας, καθώς οι ηλικιωμένοι έδειχναν σύνδρομα προσυνταξιοδοτικής αδράνειας. Το μέτρο απεδείχθη λυσιτελές, καθώς η παιδικοτροπία μπάζωσε την τάφρο των ηλικιών και μια ανέμελη δημιουργική ευτυχία άρχισε να απλώνεται στις πλαγιές της Σχερίας. Για να μην πάει χαμένη τόση απελευθερωμένη ενέργεια και παιδικοτροπία, το κομισαριάτο, ενθουσιασμένο από τον ίδιο τον εαυτό του, αποφάσισε να αναθέσει νέο καθήκον στους παρολίγον τροφίμους του νησιωτικού ΚΑΠΗ: Τόσο γρήγοροι που ήταν, δεν θα περίττευε και ένα διαγώνισμα, ώστε να ελεγχθεί ο βαθμός επαρκούς παιδικοτροπίας των ηλικιωμένων. Κι επειδή τα παιδιά γνωρίζουν την παιδικότητα, όχι όμως και την παιδικοτροπία, το κομισαριάτο ζήτησε από τους γνώστες της κατάστασής τους ηλικιωμένους να δώσουν και τις σχετικές απαντήσεις, στη γλώσσα της παιδικοτροπίας και όχι της παιδικότητας, για να λυθεί κάθε ενδεχόμενη παρεξήγηση. Τέλος, καθώς η προθυμία των παρολίγον τροφίμων αποδείχθηκε συγκινητική, το κομισαριάτο σκέφτηκε να προβεί και σε μια αξιολόγηση της υφιστάμενης παιδικοτροπίας, διαδικασία στην οποία τα παιδιά θα διατηρούσαν κορυφαίο ρόλο. Δεν θα αναφερθώ εδώ στην ψυχολογική πίεση που ασκήθηκε στους αμετανόητους γεροντότροπους, προκειμένου να προσαρμοστούν στα προστάγματα των καιρών. Αυτό που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι ότι η πλειονότητα των γεροντοτρόπων παιδοτροπίασε, συνάμα όμως το ίδιο έκανε και η ομάδα των επιλέκτων επιμόνως παίδων, οι οποίοι για να διαφύγουν τον κίνδυνο της πλήρους συνεπειών αυτοκριτικής, απεκδύθηκαν την παιδικότητα και ενεδύθησαν την παιδικοτροπία. Έτσι καταργήθηκε η πάλη των τάξεων, όπως θα έλεγε κάποιος παλαιομαρξιστής του δικού σας κόσμου, ή το χάσμα των γενεών, σύμφωνα με φιλόλογο με μεταμοντεσοριανές ανησυχίες…»

Σε αυτό το σημείο ο υπολογιστής κρέμασε και δεν ολοκλήρωσα την ανάγνωση του μηνύματος, που κόντευε να μου γίνει εφιάλτης. Με έπιασε μεγάλη απογοήτευση, καθώς χρειαζόμουν μια ολοκληρωμένη εικόνα, για να μπορώ να προτείνω τις ιδέες σαν δικές μου στις βαθιές συζητήσεις που γίνονται στα φόρα της τριγουελανδικής Ιπποκράτους για ζητήματα παιδείας και νοοτροπιών. Ο θεός της τεχνολογίας ας βάλει το χέρι του!



Αγαθοκλής Αζέλης [Οκτώβριος 2008]

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011


Μικρή Ελεγεία για τον καταδότη της οδού Περσεφόνης*






Σε μια επαρχιακή εφημερίδα της μακρινής Διαβολάνδης εντόπισα την παρακάτω ιδιόρρυθμη επιστολή, την οποία, ελλείψει άλλης έμπνευσης, αντιγράφω σε τούτη τη στήλη.



«Αδελφέ πονεμένε καταδότη,

σπαράζει η ψυχή μου με την εικόνα σου που πλάθει ο ψυχρός ορθολογιστικός (νοσηρός;) νους μου! Ζωγραφίζει το περίγραμμά σου, καθώς, Σαββατόβραδο, στη διαδρομή του χρόνου από τα πάντα αρνητικά φορτισμένα μεσάνυχτα προς το λυκαυγές, την ώρα που οι πιο ταπεινοί κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου κλείνοντας μια ακόμη δύσκολη μέρα δουλειάς ή αγώνα με τα μικρά τους παιδιά, ενώ οι πιο ελεύθεροι ίσως μόλις έχουν επιστρέψει από τη σαββατιάτικη εκτόνωση, ζωγραφίζει λοιπόν ο νους μου το περίγραμμά σου, καθώς μένεις κολλημένος πίσω από τις γρίλιες του σκοτεινού σου δωματίου, ώρες τώρα επαναλαμβάνοντας το επίπονο τελετουργικό κάθε βασανιστικής μοναχικής νύχτας! Το αίμα καλπάζει σαν τρελαμένο στις φλέβες, όταν νιώθεις τη μεγάλη αδικία, που ρίχνει αλάτι στην πληγή κάθε συνειδητοποιημένου αναμορφωτή αυτού του κόσμου (Weltverbesserer τον λεν οι Γερμανοί!), που πεισματικά ανυπάκουος και άναρχος δεν λέει να ευθυγραμμιστεί με το αλφάδι του ζυγισμένου σου μυαλού. Σφαδάζει στα κύτταρά σου το πληγωμένο περί δικαίου αίσθημά σου, όταν ξανά και ξανά πρέπει να διαπιστώσεις ότι ο γιαλός είναι στραβός, και ύπνος δεν σε κολλάει  ψάχνοντας για τη λύση. Βλέπω τα μάτια σου να λάμπουν κάτω από τα βαριά σου βλέφαρα, την ώρα που επιτέλους ο μουδιασμένος νους γεννά την Ιδέα. Τρέμοντας σχεδόν τα δάχτυλα σχηματίζουν τον αριθμό στο τηλέφωνο – λίγο έλειψε να πάρεις λάθος. Έπρεπε να παρέμβει η υπηρεσία ευθυγράμμισης γιαλών, τώρα, στις μικρές ώρες της νύχτας, που η κυκλοφορία είναι ανύπαρκτη και οι ανευθυγράμμιστοι, ειδικά αυτοί, κλινήρεις και ανενεργοί. Δεν δίνεις φυσικά το όνομά σου, άλλωστε οι αγανακτισμένοι πολίτες, από τα παλιά χρόνια,  φορούσαν κουκούλα την ώρα που συνέβαλλαν στην «ευθυγράμμιση», και μόνο στην αρχαία Αθήνα ο συκοφάντης εμφανίζονταν ευθυτενής δημοσίως, ακόμη και στα λαϊκά δικαστήρια – αλλά και στις αριστοφανικές κωμωδίες! Ακούω τώρα την καρδιά σου να πάει να σπάσει από ηδονή, καθώς βλέπεις την κατσίκα του γείτονα να ψυχορραγεί, όπως θα έλεγε και ο μακαριότατος, το περί δικαίου αίσθημά σου αποκαταστάθηκε. Πάλι όμως άγρυπνος θα μείνεις, αυτή τη φορά από χαρούμενη αδημονία, περιμένοντας το λυκαυγές για να δεις την απόγνωση των γειτόνων για την ψόφια κατσίκα.

Είδες τα κουφάρια απ’ τις κατσίκες ν’ απομακρύνονται απ’ τα πεζοδρόμια, τον γιαλό ευθυγραμμισμένο, κι όλα επιτέλους να λειτουργούν με βάση τους κανόνες που είχες διαβάσει σ’ εκείνο το βιβλίο με απανθίσματα σοφίας. Πηγαίνεις να το φυλλομετρήσεις, να δεις μήπως ξέφυγε κάτι  κατά τη διαδικασία ευθυγράμμισης, και τι να δεις! Μέσα στη μέθη της αϋπνίας και του υπερχειλίζοντος δικαίου, υπαγόρευες από λάθος βιβλίο στην υπηρεσία ευθυγράμμισης, που τόση εμπιστοσύνη σου χάρισε! Κοιτάζεις το εξώφυλλο κι η καταπονημένη σου καρδιά πάει να σπάσει: «Μπιγκ μπράδερ, οι κανόνες του παιγνιδιού», Διαβολάνδη 2006, εκατοστή έκδοση, εκδόσεις Μάρτυρας». «Δυστυχία μου, στραβά αρμένιζα», σε ακούω να ψιθυρίζεις πνέοντας τα λοίσθια – πώς ν’ αντέξεις την αδικία εσύ, ένας αναμορφωτής δικαιάκιας, όπως θα έλεγε ο Αριστοφάνης; Και πώς να ξαναστραβώσεις  τους ίσιους γιαλούς; Και πώς τα νήπια και τα βρέφη να πιουν γάλα απ’ τις νεκρές κατσίκες;»



Για την αντιγραφή, Αγαθοκλής Αζέλης [Σεπτέμβριος 2006]



* Η οδός Περσεφόνης είναι σχετικά κεντρικός δρόμος της πρωτεύουσας της Διαβολάνδης, στην οποία, παρά τη μεγάλη απόσταση από τη χώρα μας, είναι πολύ διαδεδομένα τα αρχαιοελληνικά ονόματα, ακόμα και στους δρόμους, λόγω βαθιάς κλασικής παιδείας.

Γιώργος Κατσένης: Πορτρέτα Φαγιούμ. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2009.[i]






Ο ριζοσπάστης Γερμανός φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν έγραψε ότι το έργο τέχνης είναι η νεκρική μάσκα της σύλληψης. Σ’ ένα άλλο χωρίο σχολιάζει τους επισκέπτες μιας γκαλερί ως ανθρώπους που διαπιστώνουν με απογοήτευση το γεγονός ότι στους τοίχους δεν κρέμονται παρά πίνακες ζωγραφικής. Τι θα έλεγε άραγε για τον κριτικό, ο οποίος αποτολμά να προσεγγίσει συστηματικά και να παρουσιάσει στο κοινό ένα μυθιστόρημα αμέσως μετά τη γέννησή του; Να το θεωρούσε ως μια θρασεία ενέργεια ενός ανθρώπου, ο οποίος μη γνωρίζοντας π.χ. ο ίδιος να γράφει λογοτεχνία ασχολείται κριτικά με το έργο εκείνων που μπορούν; Να το θεωρούσε ως μια παρασιτική ενέργεια, η οποία με μαεστρία και τεχνογνωσία επιβιβάζει τον κριτικό στο όχημα του λογοτέχνη και κάνει μια δοκιμαστική οδήγηση; Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα…Αυτό που διαπιστώνω μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ανάγνωσης λογοτεχνίας, τις μισές από αυτές με παράλληλη διδασκαλία της, είναι ότι ο καλλιτέχνης-συγγραφέας διαθέτει τη διαίσθηση ώστε να μπορεί να κάνει τη ζωή να μιμείται την τέχνη, ενώ ο κριτικός πρέπει να διαθέτει την ενσυναίσθηση ώστε να μπορεί τουλάχιστον να αντιλαμβάνεται τις νέες μορφές οι οποίες μόλις διαγράφονται στο λογοτεχνικό πάνθεον του μέλλοντος. Επίσης ένα ακόμη πράγμα που έχω κατανοήσει είναι ότι μια βασική ιδιότητα ενός έργου τέχνης συνίσταται στο να είναι ανοιχτό, ώστε να μην υπάρχει οριστική και αποκλειστική απάντηση στην κλασική (και κανονικά απαγορευτέα) ερώτηση «τι εννοεί ο ποιητής;»

Θα σκεφτείτε ασφαλώς, απομένει κάποιος ζωτικός χώρος στον κριτικό μετά τα παραπάνω καταιγιστικά; Μάλλον ναι, αν σκεφτεί κανείς ότι έχουμε συγκροτήσει εδώ μια ελεύθερη ομάδα κι ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε το πρώτο μυθιστόρημα ενός συντοπίτη μας νέου πεζογράφου, πολλά δίδοντος και πολλά υποσχόμενου, θα συμπλήρωνα. Η φιλολογία διαθέτει ορισμένα εργαλεία για να μετρά τα έργα του γραπτού λόγου, με τα οποία στη συνέχεια μετρά τον ίδιο της τον εαυτό και αναμετριέται.

Ο τίτλος ενός λογοτεχνικού έργου, αγαπητοί φίλοι, είναι πολύ σημαντική υπόθεση. Όταν δεν είναι ένα αγοραίο κατασκεύασμα το οποίο αποσκοπεί στην προσέλκυση της περιέργειας του αγοραστικού (σκόπιμα δεν λέω αναγνωστικού) κοινού, τότε προσφέρει στον αναγνώστη ένα πρίσμα, έναν κώδικα, με τη βοήθεια του οποίου μπορεί να διαβάσει το βιβλίο, να διαβάσει ίσως και ανάμεσα στις γραμμές.

Τι είναι όμως στην εξωλογοτεχνική ζωή τα πορτρέτα Φαγιούμ; Από τις νεκροπόλεις του Φαγιούμ προέρχεται μία κατηγορία έργων τέχνης που έγινε γνωστή ως προσωπογραφίες του Φαγιούμ. Πρόκειται για εικόνες που φιλοτεχνήθηκαν πάνω σε ξύλο με την μέθοδο της εγκαυστικής και σπανιότερα της υδατογραφίας και χρονολογούνται από τον 2ο ως τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Είναι έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, που ανακάλυψε ο Σαμπολιόν το 1820. Οι πίνακες αυτοί είτε τοποθετούνταν δίπλα στις μούμιες είτε προσδένονταν σ' αυτές στη θέση των νεκρικών προσωπίδων. Εικονίζουν τον νεκρό σε νεαρή συνήθως ηλικία, αλλά δεν λείπουν και προσωπογραφίες ηλικιωμένων. Εντύπωση προκαλούν ο ρεαλισμός και η λεπτομέρεια των χαρακτηριστικών του προσώπου, που προοιωνίζονται την βυζαντινή τέχνη.

Πορτρέτα Φαγιούμ, λοιπόν. Νεκρικά πορτρέτα λοιπόν. Όντως. Ο θάνατος ενός ανθρώπου, του Μάνο γίνεται η αφορμή ή το σημείο αναφοράς, για να αναμετρηθούν αρκετοί άνθρωποι που στο παρελθόν συγχρωτίστηκαν μαζί του, με το δικό τους παρελθόν, τις δικές τους επιλογές ζωής, τις δικές τους ματαιώσεις. Η εικόνα του νεκρού Μάνου αποτελεί ένα παλίμψηστο από επάλληλα στρώματα ελλειμματικού παζλ, τα οποία θα σκιαγραφήσουν έναν άνθρωπο πολύ διαφορετικό από εκείνους που τον συγχρωτίζονταν, έναν άνθρωπο που ίσως αποτελούσε το απωθημένο των εν δυνάμει αφηγητών.

Το μυθιστόρημα έχει κυκλική μορφή. Αρχίζει και τελειώνει με την ίδια φράση: «Ο Μάνος πέθανε». Κοινό στοιχείο της ρήσης είναι ο λυτρωτικός της χαρακτήρας για τον (διαφορετικό σε κάθε περίπτωση) ομιλητή. Συνάμα όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά για τον αναγνώστη. Στην αρχή του βιβλίου ο αναγνώστης μπορεί να εκπλαγεί. Στο τέλος όμως γνωρίζει. Και μπορεί πλέον, προικισμένος με τα στοιχεία που του έχει παραχωρήσει ο συγγραφέας, να γράψει την αέναη συνέχεια.

Για να αναφέρουμε ορισμένα ακόμη δομικά στοιχεία, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο τμήματα με αναλογία έκτασης 70και 30% αντιστοίχως, οι τίτλοι των οποίων είναι ενδεικτικοί του περιεχομένου: Μέρος Α΄, Μνημόσυνο, Μέρος Β΄, Ανάσταση. Το πρώτο μέρος αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια, το δεύτερο από δύο, άρτιοι αριθμοί αμφότεροι. Τίποτε δεν φαίνεται να έχει αφεθεί στην τύχη του. Ακόμη και τα μότο σε κάθε κεφάλαιο προέρχονται από τη βίβλο, με εξαίρεση το τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο στερείται μότο, όμως ο ίδιος ο τίτλος του προέρχεται από την εκκλησιαστική γλώσσα: «ειρήνη πάσι». Θα λέγαμε ότι όλα τα διαπερνά η ιδέα του θανάτου, όμως δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα. Μάλλον τα δημιουργεί η μνήμη την οποία κινητοποιεί η ιδέα (εδώ η είδηση) του θανάτου.

Αν στον Πιραντέλλο έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, στο ανά χείρας βιβλίο ένα πρόσωπο κινητοποιεί έξι άλλα να γίνουν συγγραφείς, ή να σύρουν το χέρι του αφηγητή ώστε να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα ενός ασυνήθιστου ανθρώπου. Ασυνήθιστου όχι με την έννοια του δημιουργήματος μιας λογοτεχνικής μανιέρας, αλλά διαφορετικού δίκην αντίστιξης προς τους άλλους. Έξι θραύσματα συμβίωσης καλούνται να συνενωθούν σε ένα πρακτικά ανολοκλήρωτο παζλ-προσωπογραφία του προσώπου αναφοράς του μυθιστορήματος – διστάζω να πω του κεντρικού ήρωα. Έξι πρόσωπα, επίσης μάλλον ασυνήθιστα ως προς τις ιδιότητές τους, προβάλλουν, πιο σωστά αφήνονται στα χέρια του παντογνώστη αφηγητή που αφηγείται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, να προβάλει τη διαφορετικότητά τους προς τον Μάνο ή μέσα από την επιτυχημένη διαφορετικότητά τους αναδεικνύουν το απωθημένο τους: Επιθυμούν αυτό που δεν είναι, νοσταλγούν έναν τόπο προς τον οποίο δεν μπορεί να γίνει παλιννόστηση, αφού ποτέ δεν υπήρξε πατρίδα τους, θέλουν να περιγράψουν έναν Μάνο ως ευτοπία, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί ουτοπία και τελικά ο θάνατός του ανακουφίζει, αφού συμπαρασύρει στην άβυσσο του τάφου τα απωθημένα και τους φόβους των θραυσματικών αφηγητών. Την μνήμη όμως;

Οι θραυσματικοί εν δυνάμει αφηγητές, όπως τους ονομάσαμε προηγουμένως, όπως τους αναφέραμε προηγουμένως, προέρχονται από ποικίλες φάσεις της ζωής του Μάνου ή τουλάχιστον από ποικίλες πλευρές της. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου έχουμε τέσσερις μαρτυρίες και στο δεύτερο δύο. Ο αριθμός είναι αντιστρόφως ανάλογος της εγγύτητας των μαρτύρων με τον ήρωα. Ο πρώτος εν δυνάμει αφηγητής του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος που φέρει τον τίτλο «Μνημόσυνο», ο διάσημος συνθέτης Λίνος Δημητρίου, εμμονικά φιλόδοξος όπως αμέτρητοι συνάνθρωποι γύρω μας, παρουσιάζει τη σχέση του με τον Μάνο κατά τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, μια σχέση που θα διακοπεί ενοχικά από υστερόβουλες ενέργειες του Λίνου, ο οποίος εκμεταλλεύεται τον φίλο του για να αναδειχτεί και ζει με τον διαρκή φόβο της αποκάλυψης και της κατάρρευσης της φήμης του. Από τα θραύσματα της μνήμης του Λίνου σκιαγραφείται ένας Μάνος αντισυμβατικός, σχεδόν μποέμ, ο οποίος ελεύθερος από ψυχαναγκαστικές σχέσεις με αντικείμενα και δραστηριότητες, αποδεικνύεται ανώτερος από τον αφηγητή του και συνάμα κρατάει στο χέρι τον κωδικό με τον οποίο μπορεί να δώσει την εντολή που θα γκρεμίσει τα πολυάριθμα ντόμινο της ζωής του συνθέτη. Ο δεύτερος θραυσματικός εν δυνάμει αφηγητής είναι ο νέος χαρισματικός και ασκητικός αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος, για τον οποίο η εφηβική γνωριμία με τον Μάνο σηματοδοτεί τους δρόμους ζωής που απέκλεισε, προκειμένου να αφιερωθεί στην ιεροσύνη, τους κλυδωνισμούς που βίωσε μέχρι να σιγουρευτεί για τη σταθερότητα της επιλογής μέσα του. Το ένοχο μυστικό που τον συνδέει με τον Μάνο είναι άλλης υφής από εκείνο του Λίνου Δημητρίου, όμως τον βασανίζει κι αυτόν, το βάσανο δε τούτο προκαλεί και την αναδρομή σε θραύσματα της προσωπικότητας του Μάνου των φοιτητικών χρόνων. Αν ο Φιλόθεος, κατά κόσμον Γιάννης, αφιερώνεται στην ιεροσύνη, ο Μάνος παραμένει γήινος και σωματικός μέσα σε μια διαφορετικού τύπου πνευματικότητα. Οι δρόμοι τους χωρίζουν με κρότο σπασίματος, με τον ιερωμένο να διατηρεί βαθιά μέσα του έναν φόβο προς τον Μάνο, έναν φόβο για τον φόβο του περισσότερο.

Ο τρίτος εν δυνάμει αφηγητής είναι ένας συγκάτοικος-συνοδοιπόρος του Μάνου από τα φοιτητικά χρόνια στο Παρίσι, ο Χαρίδημος Μπερνάκης, καθηγητής πανεπιστημίου, οικονομολόγος, ακαδημαϊκός, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, ο οποίος ακολουθεί, σε αντίθεση με τον ελευθεριάζοντα Μάνο, μια επιστημονική ασκητική ζωή, παραμερίζοντας σημαντικές προκλήσεις, προκειμένου να οδηγηθεί στις ανώτατες επαγγελματικές διακρίσεις. Και γι’ αυτόν η ανάμνηση του Μάνου αποτελεί έναν έμμονο οίστρο ο οποίος θέτει σε αμφισβήτηση τη συνταγή της επιτυχίας την οποία ακολούθησε στη ζωή του. Τουλάχιστον δεν τους συνδέει κάποια ενοχική σχέση, κάτι που δεν λείπει από τον επόμενο αφηγητή, αφηγήτρια καλύτερα, παλιά σύντροφο και πολιτική συνοδοιπόρο του Μάνου, διακεκριμένη δικηγόρο, βουλευτή και κατόπιν υπουργό Αγγελική Χατζηγιάννη. Μέσα από την αντιπαραβολή των δύο χαρακτήρων φωτίζεται ο ηθικά άκαμπτος Μάνος, τον οποίο θα παρακάμψει και θα αφήσει πίσω της, με πολλές απώλειες για τον ίδιο, η εύκαμπτη και ευέλικτη Αγγελική, προκειμένου να ακολουθήσει ανοδική πορεία στον πολιτικό της μονόδρομο.

Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάσταση» ξεκινά με την εκδοχή του Χρήστου, γιου του Μάνου και της Ιλιάνας Χρηστίδου. Μέσα από την παρουσίαση πτυχών της ζωής του Χρήστου, η οποία σε ένα βαθμό αποτελεί προέκταση, ενίοτε μίμηση της ζωής του πατέρα του, μολονότι χαρακτηρίζεται από απόλυτο αρνητισμό προς αυτόν. Η εικόνα του πατέρα του έχει μόνο σκοτεινές πλευρές, κανένας ρομαντισμός και νοσταλγία από εκείνη που διέπει τις προηγούμενες αφηγήσεις δεν εμφανίζεται. Οι προηγούμενοι αφηγητές μέσα από τη μνήμη εκφράζουν ουσιαστικά τη νοσταλγία για τον ίδιο τους τον εαυτό, για ό,τι έχει οριστικά παρέλθει, ενώ ο Χρήστος μέσα από την άρνηση προσπαθεί να απωθήσει αυτό που μένει εντός του και τον πονάει. Μέσα από τη δική του αφήγηση, όπως και από την αφήγηση του Χαρίδημου Μπερνάκη διαγράφεται και μια από τις μάλλον τραγικές φιγούρες, η Ιλιάνα Χριστίδου.

Το βιβλίο κλείνει με την εκδοχή ενός νεοβραβευμένου αντισυμβατικού στη νοοτροπία αλλά επιρρεπή στην ανάγκη αναγνώρισης λογοτέχνη, του Νίκου Καζάζη. Ο Νίκος, αρνητής αλλά συνάμα παιδί ενός κόσμου που διαγράφεται ηθικά και ιδεολογικά από χαρακτήρες σαν τους παραπάνω εν δυνάμει θραυσματικούς αφηγητές, θα επιχειρήσει, ως ένα alter ego του συγγραφέα μας, να δικαιώσει την τέχνη ως τη μόνη σωτηρία και αποστασιοποίηση από έναν κόσμο υποκρισίας και χιονοστιβάδας ματαιώσεων. Όμως και ο Νίκος, μέσα από το πρόσωπο του οποίου ο συγγραφέας-αφηγητής ασκεί την κριτική του, δεν γλιτώνει την κριτική, πράγμα που περισώζει το βιβλίο από τον κίνδυνο του απλουστευμένου δεοντισμού και επαναστατημένου καθωσπρεπισμού. Σε αυτό το κεφάλαιο ο αφηγητής, περνώντας από το πρόσωπο του λογοτέχνη, βγάζει όλα τα πρόσωπά του στη σκηνή, είτε με τη συνάντησή τους, είτε απλώς με την παρακολούθηση των κινήσεών τους μέχρι να δοθεί «λύσις». Λύσις η οποία συνοδεύεται από μια γόνιμη και ανατρεπτική παρεξήγηση, παρεξήγηση η οποία δείχνει το μεγαλείο της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα: την ανοιχτή της φόρμα, όπου πολλοί χωράνε, συνήθως όμως όχι αγεωμέτρητοι, για να παραφράσω τον Πλάτωνα. Μια τέτοια φόρμα μου πρόσφερε κι εμένα το βιβλίο που προσπάθησα ακροθιγώς να παρουσιάσω. Κι αν το έργο είναι η νεκρική μάσκα της σύλληψης, όπως ισχυρίστηκε ο Μπένγιαμιν, τα πρόσωπά του δεν αποσυντίθενται με την πάροδο του χρόνου, διατηρούν τη μελαγχολική έστω ζωντάνια των πορτρέτων φαγιούμ, μέσα στα οποία αναζητούμε το δικό μας πριν και κάποτε και μετά, τη δική μας πορεία και εναγώνια κατάληξη.



Αγαθοκλής Αζέλης





[i] Πρόκειται για ελαφρώς επεξεργασμένη προφορική βιβλιοπαρουσίαση, ως εκ τούτου ο λόγος διατηρεί τον προφορικό του χαρακτήρα