Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Στο εργοστάσιο


Ε
ίχε καθιερωθεί, τα καλοκαίρια του λυκείου να δουλεύει κάπου. Μόλις ανάρρωσε από την υπερκόπωση των πανελληνίων, ο πατέρας του, ο οποίος λόγω της κρίσης της οικοδομής είχε βρει δουλειά μέσω ενός φίλου του σε εργοστάσιο μεταλλικών επίπλων, πήρε μια μέρα και τον γιο, για να ζητήσει δουλειά. Ο υπεύθυνος τον προσέλαβε βοηθό ηλεκτροσυγκολλητή. Θα έπαιρνε τα μεταλλικά ελάσματα από μια ντάνα και θα τα τοποθετούσε κατάλληλα, ώστε ο μάστορας να κάνει τη συγκόλληση και να φτιάξει τον σκελετό για σχολικά καρεκλάκια και θρανία. Αγόρασε ένα ζευγάρι ειδικά γυαλιά από το Μοναστηράκι, για να προστατεύεται από τα γρέζια. Του έδωσαν και μια μπλε φόρμα εργασίας, η οποία αργότερα θα έπαιρνε τον ρόλο πιτζάμας. Το μεροκάματο κρατούσε εννιά ώρες και κανένα δίωρο οι διαδρομές από τα Ιλίσια στον Ταύρο κι αντιστρόφως. Μολονότι γυμνασμένος, όταν γυρνούσε στο σπίτι δεν είχε κουράγιο για φαγητό. Έπεφτε συνήθως με τα ρούχα στο κρεβάτι, ξυπνούσε κατά τις δέκα, έτρωγε και συνέχιζε την προετοιμασία του σώματος για την επόμενη μέρα. Στο εργοστάσιο έκανε συνεχώς τις ίδιες κινήσεις, όμως στη διαδρομή χάζευε από το παράθυρο του "υπηρεσιακού" λεωφορείου. Ο πρώτος μάστορας στον οποίο τον έδωσαν ήταν ο Ν., καλό παιδί από την Άρτα. Τον νοιαζόταν και κατά καιρούς του έλεγε να πάει για ένα δεκάλεπτο στην τουαλέτα. "Εσύ θα μάθεις γράμματα", του έλεγε, "και θα κάνεις άλλη δουλειά. Θέλω να με θυμάσαι με καλό τρόπο." Αυτή η υποστήριξη τον βοηθούσε να αντέχει τον μόχθο και την έντονη μυρωδιά καμένου μετάλλου. Όμως μετά από λίγο καιρό τον έδωσαν σε άλλον τεχνίτη, τον Γ., που κυνηγούσε τη δουλειά κι έβγαζε παραγωγή. Αυτός δεν είχε κουβέντες, ήθελε το πριμ παραγωγικότητας κι επέβαλε τον ρυθμό του στον άμαθο μικρό. Ούτε λόγος για τουαλέτα, ούτε εικονική ούτε αναγκαία. Για οικονομία χρόνου δεν άφηνε τον βοηθό να φοράει τα γυαλιά όταν ο ίδιος κολλούσε. Ήταν θέμα χρόνου να φύγει ένα βιαστικό γρέζι και να χτυπήσει το παιδί στο μάτι. Ο οφθαλμίατρος, καθώς του έβαζε τη γάζα, συνέστησε αποχή λίγων ημερών. Εκείνες ακριβώς τις ημέρες το έφερε η τύχη να βγουν τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων. Σαν όνειρο του φαινόταν ότι θα φοιτούσε στη Φιλοσοφική Αθηνών, δίπλα στο σπίτι του δηλαδή. Το εργοστάσιο δεν θα ήταν πλέον αναγκαίο κι από τα θρανία θα πήγαινε στα έδρανα. Ο προσωπάρχης προσπάθησε να τον μεταπείσει και πριν πει τον τελευταίο, πικρό, λόγο για αχαριστία, του υποσχέθηκε προοπτική δουλειάς γραφείου. Φεύγοντας πέρασε από τη μονάδα παραγωγής και αποχαιρέτησε τον Ν. Σε εκείνον πήγε πρώτα ο νους του, καθώς τακτοποιούσε πρόσφατα σε ένα ντοσιέ τα μηχανογραφημένα ένσημα εκείνου του σύντομου καλοκαιριού, που τον τοποθετούσαν στην κατηγορία των "παλιών ασφαλισμένων" εκπαιδευτικών. Αυτόν και τον πατέρα του, με τον οποίο διασταυρώθηκε το τελευταίο του βλέμμα, καθώς πάσχιζε να κουμαντάρει ένα τεράστιο κλαρκ με μεταλλικά ελάσματα.

Αγαθοκλής Αζέλης

Μετακομίζοντας


Τον εντυπωσίαζε πάντα το όνομα Μπόσκος, το οποίο έβγαινε με ευγνωμοσύνη από τα χείλη των γονιών του. Κάποτε τον επισκέφθηκαν στο σπίτι που έμενε, άτεκνος, με τη σύζυγό του, ηλικιωμένος με καπέλο που αργότερα θα έβλεπε σε ηθοποιούς του παλιού κινηματογράφου. Σε μελλοντικό χρόνο θα πληροφορείτο ότι στο σπίτι αυτού του ζευγαριού ξενοδούλευε η μάνα στην πρώτη φάση της ζωής της στην πρωτεύουσα κι ήταν αυτό το σπάνιο όνομα που τη φιλοξένησε παντρεμένη, μαζί με τον σύζυγο, οικονομικούς μετανάστες στην προδικτατορική Αθήνα, μέχρι να βρουν μετά από μήνες το πρώτο τους κατάλυμα. Όταν ο γιος θα σπούδαζε δεκαετίες αργότερα σερβοκροάτικα, θα έβρισκε έναν Μπόσκο πρόσωπο σε κάποιο γλωσσικό εγχειρίδιο, ανακάλυψη η οποία θα περιέπλεκε περισσότερο τη σκέψη του, αφού δεν είχε πλέον ποιον να ρωτήσει. Το πρώτο κατάλυμα ήταν μια ολόκληρη ανεγειρόμενη οικοδομή στην Καλλιθέα. Για την ακρίβεια ήταν ένα μετά το άλλο τα διαμερίσματα που ολοκληρώνονταν μέχρι να αποπερατωθεί η πολυκατοικία. Ένα σιδερένιο ημίδιπλο κρεβάτι με χαλασμένο σουμιέ που τον ενίσχυαν με χαρτόνια και κλινοσκεπάσματα από κάτι φλοκάτες του χωριού, ήταν η βασική επίπλωση, και μια γκαζιέρα ο τεχνολογικός εξοπλισμός κουζίνας. Κάθε φορά που παρέδιδε ο εργολάβος ένα διαμέρισμα, μετακόμιζαν στο επόμενο δωρεάν κατάλυμα. Όταν τα εξάντλησαν, μετακινήθηκαν σε δωμάτιο διώροφου νεοκλασικού στο Θησείο, Δημοφώντος 22, στο οποίο μοιράζονταν το ενοίκιο με συγκάτοικο έναν ανιψιό, μέχρι να φέρουν και τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη της οικογένειας από το χωριό. Προστέθηκαν λοιπόν δύο ακόμη ημίδιπλοι τριζάτοι σουμιέδες. Δεν άφηναν τον μικρό να βγει στο συμβολικού μεγέθους σαθρό μπαλκόνι, μολονότι τον ενθουσίαζε η ιδέα, όπως άλλωστε τον εντυπωσίαζε μια φορά τον μήνα η φωνή της σπιτονοικοκυράς: "Αδελφούλα, το νοίκι! Έχω υποχρεώσεις!" Από τον φωταγωγό ήταν που ένα απόγευμα ο αψίκορος πατέρας πέταξε την απείθαρχη γκαζιέρα στον φωταγωγό, πριν αγοράσει καινούργια μεταχειρισμένη. Αυτή θα ήταν το πολύτιμο απόκτημα στο νέο κατάλυμα, στην Ηρακλειδών 61, στα Πετράλωνα. Σε προσφυγική αυλή, με δωμάτια γύρω γύρω, έναν κοινόχρηστο τούρκικο χαλέ στη μέση και μια βρύση σε μια άκρη. Έμεναν λογής λογής άνθρωποι κι ο μικρός είχε απαγορευτικό να κινείται χωρίς επίβλεψη. Εκεί ο τελευταίος μίλησε τα πρώτα του ελληνικά, πάντα με αιδώ και στα κρυφά. Οι αιματηρές οικονομίες και η υπερεργασία των γονέων τούς βοήθησαν να μαζέψουν προκαταβολή και να αγοράσουν ένα υπόγειο δυάρι στην οδό Ναυσικάς στην Καλλιθέα. Όταν μετακόμισαν, είδαν τον παράδεισο επί της γης! Είχε ιδιωτικό λουτροκαμπινέ, κουζίνα και ένα μέσον θέρμανσης που ονομάζονταν καλοριφέρ. Από εκεί άρχισαν να αποχωρούν περνώντας τα χρόνια, πρώτα η σορός της γιαγιάς για το χωριό, μετά οι αδελφές ως νύφες, και τέλος οι τρεις εναπομείναντες, οι οποίοι μετακόμισαν σε νέο μικρό ιδιόκτητο στην Ισδρακίου, στα Άνω Ιλίσια, από όπου αργότερα θα σκόρπιζαν, πρώτα ο πατέρας για το κοιμητήριο, μετά ο γιος για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, στο τέλος η χήρα μάνα με την οικογενειακή οικοσκευή στη Χρυσοστόμου Σμύρνης στην Καλλιθέα. Σε κάποια από τις τελευταίες μετακομίσεις ο μεσήλικας πλέον γιος συνειδητοποίησε ότι τα ονόματα των οδών των σπιτιών στα οποία διέμεινε, έχτιζαν βήμα βήμα το πεπρωμένο του. Όλα ήταν ονόματα σχετιζόμενα με τις σπουδές του, ακόμη κι αυτά που οδήγησαν μακριά από την Καλλιθέα: Δροσίνη, Περσεφόνης, Γαριβάλδη, Ί. Δραγούμη, εκπήγαζαν από το παρελθόν του και προσήμαιναν το μέλλον του. Μολονότι δεν ήταν προληπτικός, αναρωτήθηκε πρόσφατα τι μπορεί να προοικονομούσε η επιλογή νέας θέσης εργασίας, που ήταν σαν δεύτερο σπίτι του, μεταβαίνοντας από τη Δημοκρίτου στην οδό Αργοναυτών!

Αγαθοκλής Αζέλης