Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Παρασκευής Αλέξη, Τάξη ονείρων


Παρασκευή Αλέξη: Τάξη ονείρων. Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 2012




Καλωσορίζουμε στην κοινότητα της ποίησης την Παρασκευή Αλέξη, η οποία με την ποιητική της συλλογή «Τάξη ονείρων» παίρνει το βάπτισμα του πυρός απέναντι στην κοινή γνώμη. Ο ποιητής γράφει μεν για να φέρει στο φως τον κυοφορούμενο λόγο, όμως ο τοκετός προϋποθέτει και έναν απέναντι, αρχικά τον ιδεατό και στη συνέχεια τον ένσαρκο αναγνώστη.

Το βιβλίο τιτλοφορείται «Τάξη ονείρων», παραπέμποντας σε μια ομότιτλη ενότητα πέντε ποιημάτων στη μέση σχεδόν της συλλογής, καθώς και στον στίχο «και δαμασμένη τάξη των ονείρων σου». Ο ιδεατός αναγνώστης λοιπόν ή το ποιητικό αντικείμενο-παραλήπτης είναι ήδη παρών στον τίτλο εκ-μαιεύοντας και εισπράττοντας συνάμα την πικρή κατηγορία, με τις δύο σημασίες της λέξης, της τάξης των ονείρων, της δαμασμένης τάξης των ονείρων, όπως κεραυνοβόλα χαρακτηρίζεται το μεγάλο οξύμωρο, το θνησιγενές όνειρο, το όνειρο που χάνει την κεκανονισμένη άναρχη ιδιοσυστασία του, για να καταλήξει ταξινόμημα σε μια άνομη σειρά ομοίων. Μήπως όμως δεν κάνει το ίδιο κάθε ποιητής, ο οποίος μορφοποιεί τη σύλληψη δημιουργώντας ίσως συγκλονιστικές μορφές, φορώντας από την άλλη συνάμα μια νεκρική μάσκα στη σύλληψη; Ή μήπως κάθε ποίημα γράφεται για να αδειάσει τον χώρο για το επόμενο στο όνειρο, μέχρι κι αυτό να πάρει τη θέση του στην τάξη, για να επιτρέψει την είσοδο όσων αθέατων συνωστίζονται στον προθάλαμο;

Η ανατροπή της τάξης των ονείρων λοιπόν, είναι ένα οξύμωρο στο οποίο μας εισάγει ο τίτλος. Η «Τάξη ονείρων»… αντιβαίνει προς οποιαδήποτε προσέγγιση του ονείρου, ακόμη και την φροϋδική. Η ονειρική «γραφή» είναι συνειρμική και άτακτη συνάμα, είναι το τελευταίο μας οδόφραγμα μπροστά στη επελαύνουσα πραγματικότητα, η οποία συντεταγμένη διαθέτει όλα μαζί τα ανίκητα όπλα: νόμοι, κανόνες, νόρμες, κοινωνικός έλεγχος, περίγυρος, οικογένεια, όλα εποχούνται στην πραγματικότητα και αποτελούν την τάξη της. Απέναντί της, όπως στον πίνακα του Ντελακρουά, παραφράζοντας δηλαδή, το όνειρο οδηγεί την ελευθερία στα οδοφράγματα. Το όνειρο είναι ο ανταρτοπόλεμος της ψυχής ενάντια στις υπερδυνάμεις της λογικής και η τέχνη, η ποίηση εν προκειμένω, το όχημά της. Όμως όνειρα σε τάξη; Πρόκειται για την απόλυτη διάψευση, όταν η φαντασίωση τροχοδρομεί σε ράγες. Αυτή λοιπόν τη συντεταγμένη διάψευση της αντίστασης στον συντεταγμένο κανόνα της καθημερινής εξουσίας έρχεται να καταπολεμήσει με τα δικά της όπλα η ποιήτριά μας. Ο αγώνας είναι μέχρις εσχάτων, το τίμημα σαφές…Θα επανέλθουμε όμως σε αυτό.

Ξεκινώντας κανείς την ανάγνωση της ανά χείρας αισθητικά και τυπογραφικά άρτιας ποιητικής συλλογής, της οποίας η εύγλωττη φωτογραφία του εξωφύλλου προέρχεται από την ευαίσθητη ματιά του πατριάρχη της τοπικής μας, και όχι μόνο, ποιητικής παραγωγής Ηλία Κεφάλα, έχει να αντιμετωπίσει μια μεγάλη δυσκολία. Συνίσταται στον κίνδυνο μιας αρχικής ψευδούς εντύπωσης, ότι πρόκειται για εύκολα ποιήματα. Όμως κάτω από την ήρεμη επιφάνεια των σημαινόντων, το βάθος επιβάλλει την μέτρησή του, ξανά και ξανά.

Το εύγλωττο μότο προϊδεάζει τον αναγνώστη γι’ αυτό που θα ακολουθήσει:

«Το όχι είναι το ναι

Και ο άνθρωπος είναι το λιγότερο»

του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, από το «Προς μια άλλη γυμνότητα».

Μιλήσαμε παραπάνω για το τίμημα του ποιητικού εγχειρήματος της ποιήτριάς μας. Η ποιητική της συλλογή ξεκινά με την ψυχή και ολοκληρώνεται με τη λογική. Το πρώτο ποίημα τιτλοφορείται «Αναμονή» και το τελευταίο «Υπαρκτική αυτογνωσία». Καλύπτει λοιπόν ό,τι χωράει ανάμεσα στις οριακές γραμμές του ανθρώπινου φάσματος. Θα αρκούσαν οι τίτλοι για να συνειδητοποιήσει κανείς την πορεία του ποιητικού υποκειμένου και τον διεμβολισμό του φάσματος. Αξίζει όμως να σταθούμε περισσότερο στο σώμα των ποιημάτων. Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω το πρώτο ποίημα, το οποίο μας οδηγεί στα ενδότερα του βιβλίου, κυριολεκτικά και νοητικά:



Αναμονή



Ακόμα περιμένω

Με μια βαλίτσα στο χέρι σφιχτά

Σίγουρα απ’ το δρομάκι τούτο

Θα περάσουν

Αν έρθουν άλλη μια φορά



Ας έρθουν άλλη μια φορά



Πόσα στοιχεία διαγκωνίζονται σε τούτο το μικρό ποίημα! Αναμονή λοιπόν, βεβαιότητα και αβεβαιότητα, μετάνοια για τη θεωρούμενη ως λανθασμένη πρώτη ενέργεια, προσδοκία της δεύτερης ευκαιρίας, απροσδιόριστοι χωρίς ιδιότητες οι προσδοκούμενοι, ίσως αυτή είναι η βαρύνουσα ιδιότητά τους, μόνο τους χαρακτηριστικό ότι έφυγαν χωρίς να λάβουν, να πάρουν μαζί τους κι ότι προσδοκώνται για να τους δοθεί το μεταμεληθέν μη δόσιμο…Το συναίσθημα κυριαρχεί, ενώ η λογική το συνεπικουρεί στο βαθμό που της επιτρέπεται.

Φθάνοντας στο τελευταίο ποίημα μετά από μια έντονη πορεία στα ενδιάμεσα κείμενα της συλλογής, τα οποία απαιτητικά κάνουν τον αναγνώστη να σκαλώσει και να ασχοληθεί διεξοδικά μαζί τους, έχοντας διανύσει ένα ουράνιο τόξο καταγεγραμμένων συναισθημάτων και βιωμάτων (ιδού μια ακόμη δικαίωση της φωτογραφίας του εξωφύλλου!), φθάνει ο αναγνώστης στον νηφάλιο ορθολογισμό της ήρεμης αποτίμησης:



Υπαρκτική

Αυτογνωσία



Εγώ νυχτώνω

Εγώ ξημερώνω



Εγώ φεύγω

Εγώ έρχομαι



Εγώ διατάζω

Εγώ υποτάσσομαι



Εγώ συμβιβάζομαι

Εγώ επαναστατώ



Εγώ αναλώνομαι

Εγώ γεμίζω



Εγώ ξεθωριάζω

Εγώ φωτίζω



Εγώ κλειδώνω

Εγώ ξεκλειδώνω



Εγώ



Ο ορθός λόγος αρθρώνει την condition humana, η οποία εδώ συνίσταται στην τραγωδία της λογικής προσέγγισης της ανθρώπινης αντίφασης, από την οποία ο επελαύνων ορθός λόγος ορθώνεται νικητής, αναφωνεί το εγώ, αναρρωτιέμαι όμως με ποιο κόστος…Θα μπορούσαμε ίσως να διαβάσουμε τη συλλογή ως μια μοναχική πορεία προς την αυτογνωσία, η οποία διαπερνά τα έγκατα του είναι του ποιητικού υποκειμένου, το μέρος όπου τα ψέμματα και οι προφάσεις δεν έχουν τόπο να σταθούν για να κινήσουνε τη γη.

Πρόκειται για ποίηση χαμηλόφωνη, με διακριτικό λυρισμό. Οι ίδιοι οι τίτλοι των ποιημάτων βρίσκονται, λες, σε έναν διάλογο μεταξύ τους, «Η φυγή» με την «Αναμονή» και την «Επιστροφή», «Η φωτιά» με τον «Άνεμο», «Οι νύχτες» με τα «Όνειρα», η «Άφεση» με την «Τιμωρία» για παράδειγμα. Τα ποιήματα της Παρασκευής Αλέξη είναι διακριτικά, δεν κραυγάζουν, περιμένουν το βλέμμα του εκλεκτικού αναγνώστη να τα ανακαλύψει, να τους χαρίσει τον χρόνο που χρειάζεται για μια εξοικείωση. Υπάρχουν κείμενα, στην τέχνη της ποίησης αλλά και γενικότερα, που τα λένε όλα μονομιάς, με την ένταση της φωνής τους· η ουσία τους συνίσταται στην ένταση της φωνής τους. Τα ποιήματα της Παρασκευής Αλέξη διαθέτουν τη διακριτική ένταση των αρχαιοελληνικών κιόνων. Δεν επιβάλλεται οπτικά, πρέπει να ξέρει να κοιτάζει κανείς. Τότε ανακαλύπτει και τις πρωτοτυπίες. Στο μεταξύ ο ποιητής είναι ένας σχοινοβάτης δίχως δίχτυ ασφαλείας πάνω από το βάραθρο της κοινοτυπίας και χρειάζεται γνώση και εντιμότητα, πέρα από την πρώτη αιτία της έμπνευσης, για μην εκ-πέσει.

Εντυπωσιακή είναι η μοναξιά που διαπερνά την ποιητική συλλογή, μοναξιά συχνά εκλεκτική και επιλεγμένη, ασφαλώς όμως όχι μίζερη. Μοναξιά η οποία μέσα από την περίτεχνη διαμεσολάβησή της στον αναγνώστη γίνεται χαρά της δημιουργίας που τελικά ξορκίζει το κακό. Διότι ο λόγος της ποίησης είναι πάντα τελεστικός και αποτελεσματικός.

Στάθηκα με πολύ ενδιαφέρον στο ποίημα με τίτλο «Η βαλίτσα»:



Η μυρουδιά του ποταμού χάθηκε

Η φωτιά μέσα μου έσβησε

Με μια βαλίτσα περιμένω

Ακίνητη

Διστάζοντας να τη σηκώσω



Με μια βαλίτσα

Ασήκωτη

Που κλείνει μέσα της

Την απουσία



Και τι δεν έχει μέσα του αυτό το ποίημα! Το υγρό στοιχείο και το πυρ, δυο πρωτογενείς αντιθετικές δυνάμεις που εξαφανίζονται, την βαλίτσα της σχεδιασμένης αναχώρησης και το δισταγμό και την ακινησία, την απουσία που έχει το δικό της βάρος, ασήκωτο, κι ακινητοποιεί τον κουβαλητή της, την βαλίτσα ως σύμβολο της μετακίνησης, του ταξιδιού, της αλλαγής κατάστασης, την απουσία που αποδυναμώνει, παραλύει τη δύναμη και τη βούληση, που προκαλεί την ανάγκη για φυγή και συνάμα την καθιστά αδύνατη, διότι ο απών είναι δυσβάσταχτα παρών. Η παραπάνω περίσταση παραπέμπει σε ένα συγκλονιστικό ποίημα του Πάουλ Τσέλαν:



ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ

Αυτή

η βαρύτητα

που περιστασιακά μαζί σου

βυθίστηκε στον χρόνο. Είναι

μια άλλη.



Είναι το βάρος που συγκρατεί το κενό

που θά’

φευγε μαζί σου.

Όπως κι εσύ, δεν έχει όνομα. Ίσως

είστε το ίδιο. Ίσως

ονομάσεις κάποτε κι εμένα έτσι.



Αυτά εκ πρώτης όψεως, δηλαδή αναγνώσεως. Η διακειμενικότητα στην τέχνη είναι συχνά συγκινητική.



Ιδιαιτέρως πρωτότυπο είναι και το ποίημα με τίτλο «Υπαρξιακό»:

Πού είμαι εγώ;

Άγαλμα,

Άγαλμα είμαι,

Στο πουθενά του χρόνου.



Η ερώτηση αφορά στο πού, η απάντηση δίδεται στο ποιος/τι, ο χώρος αποδίδεται τοπικά ως άχωρος και το υποκείμενο είναι μια ιδιότητα, η ακινησία που έρχεται σε αντιπαλότητα με τον χρόνο σε έναν μη τόπο, όχι άτοπο τόπο πάντως.

Είναι μεγάλος ο πειρασμός να ξεγελαστεί κανείς παρασυρόμενος από την γοητεία των ποιημάτων, την γοητεία των ίδιων των ποιημάτων και τον ναρκισσισμό που μπορούν να προκαλέσουν στον αναγνώστη που θαυμάζει, δηλαδή απορεί γι’ αυτά που βλέπει, καλύτερα, διότι του επιτρέπεται να βλέπει. Ο υποφαινόμενος κινδύνευσε να διολισθήσει στην απάντηση της απαγορευμένης ερώτησης, «τι εννοεί ο ποιητής» και να χάσει την Εδέμ της αισθητικής συγκίνησης με αντάλλαγμα ποιο αντίδωρο του ορθού λόγου; Ας μη ρισκάρουμε άλλο. Η φιλολογία μπορεί να παρατηρεί προσεκτικά, όχι όμως και να ανταγωνιστεί την ποίηση. Γι’ αυτό θα κλείσουμε με λίγους στίχους από το δεύτερο ποίημα της σειράς «Τάξη ονείρων», την κατακλείδα του:



Κι όμως τούτα τα όνειρα

Είναι τα πιο επικίνδυνα…

Τα μικρά, τα τοποθετημένα σε σειρά

Τα δαμασμένα…



Ευτυχώς η ποίηση δεν δαμάζεται αλλά όντας αδάμαστη είναι ακόμα πιο «επικίνδυνη». Ας ασκήσουμε το πείσμα μας επιχειρώντας ιδιωτικά να δαμάσουμε τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής της Παρασκευής Αλέξη. Πέρα από όλα τ’ άλλα, μπορούμε να αναζητήσουμε σ’ αυτά το νάμα της αισθητικής τάξης και της αταξίας της διανοητικής ελευθερίας. Με μια επίγνωση όμως, για να κλείσω με το τελευταίο ποίημα του Ηλία Κεφάλα από τη συλλογή του «Το δέντρο που έγνεθε τη βροχή και τραγουδούσε»:



Δίπλα σε κάθε σκέψη στέκεται η Ποίηση για να τη διαψεύδει.

Τι είναι Ποίηση; Όποιος την εννόησε δεν ξαναμίλησε ποτέ.





Αγαθοκλής Αζέλης