Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Τούλα Τίγκα, Ballade des Dames, εκδόσεις ΔΙΑΠΛΑΣΗ, Αθήνα 2018.


Όταν στις 15 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους ο εκλεκτός ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας Νίκος Λάζαρης αναρτούσε στο facebook το ποίημα του Φρανσουά Βιγιόν, "Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού" σε μετάφραση του Κ.Γ. Καρυωτάκη, συνοδεύοντάς το με ένα ωραίο δικό του σχόλιο, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι σε μια άλλη μεριά της Ελλάδας μια καταξιωμένη πεζογράφος, η Τούλα Τίγκα, είχε τιτλοφορήσει το νέο της μυθιστόρημα με τον μισό τίτλο του ποιήματος και μάλιστα στη γαλλική πρωτότυπη γλώσσα. Όπως γράφει ο Ν. Λάζαρης, "η Μπαλάντα των κυριών τού παλιού καιρού, γράφτηκε το 1461. Το θέμα της είναι το οδυνηρό πέρασμα τού χρόνου. Βλέποντας τη ζωή να γλιστρά σαν το νερό μέσα από τα δάχτυλά του, ο Βιγιόν, συνθέτει αυτό το έξοχο ποίημα, παίρνοντας ως παράδειγμα τις σημαντικές και φημισμένες για το κάλλος τους γυναίκες του κόσμου τούτου, που έγιναν σκόνη μέσα στους αιώνες." Ιδού ένα απόσπασμα του ποιήματος για του λόγου το αληθές:

Πέστε μου πού, σε ποιο μέρος τής γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαΐς,
η εξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι 
των φύλλων,ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα πού' ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;
[...]
Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τώρα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα πού΄ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Η Τούλα Τίγκα στήνει το σκηνικό στη σύγχρονή μας Ελλάδα, οι ηρωίδες της είναι τρικαλινές γυναίκες, μια παρέα που έζησε μαζί τα εφηβικά χρόνια στην πόλη του κάμπου, για να σκορπίσουν με την ενηλικίωση σε άλλες πόλεις, ακολουθώντας καθεμιά την εσωτερική φωνή ή τις επιταγές της συγκυρίας και του χαρακτήρα τους, οι οποίες έστρωναν τη διαδρομή τους προς το διαρκές παρόν του μέλλοντος. Δεν έχουν γίνει σκόνη, έχουν μπει στην αμφιλεγόμενη πρώιμη τρίτη ηλικία και η συγγραφέας με αγάπη και έγνοια ενσκήπτει στις λεπτομέρειες της ζωής τους, η οποία δεν είθισται να εμπνέει ούτε τους καθημερινούς ανθρώπους ούτε τους συγγραφείς. Ενσκήπτει προκειμένου να ανοίξει στη συνέχεια χώρο στην αγορά των ιδεών και να τους τον παραχωρήσει. Ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα δημοσιεύονται δύο βιβλία της, τα οποία αναφέρονται σε δύο διαμετρικά αντίθετες ηλικίες (εφηβεία-πρώιμη τρίτη ηλικία) και σε όχι συχνά παρουσιαζόμενες ανθρώπινες καταστάσεις.
Για τον τίτλο μιλήσαμε. Ας πάμε στο εξώφυλλο, το οποίο έχει τη δική του σημειολογία. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να παραμείνει κανείς σε μια επιφανειακή πρόσληψη και να αναρωτηθεί πώς συνδέονται τα δημητριακά με τη δαντέλλα κι εκείνη με τον γαλλόφωνο τίτλο. Αν όμως κάνει κανείς μια σύντομη στάση αναστοχασμού, πολλά αναδύονται: Το πλεκτό στο βελονάκι, το οποίο περιτυλίγει το κάτω μέρος του βιβλίου, θα μπορούσε να είναι τα στερεότυπα γι' αυτήν την ηλικία, για την κυρίαρχη ιδεολογία, τον συντηρητισμό, μολονότι οι ηρωίδες δεν ανήκουν στη γενιά που ασκήθηκε και αναλώθηκε σε αυτή τη δραστηριότητα κι ο αναγνώστης θα βιώσει ανατροπές. Όμως τα δημητριακά της γονιμότητας έρχονται να κερδίσουν καθ' ύψος το μεγαλύτερο μέρος του εξωφύλλου και να παραπέμψουν στη γονιμότητα, την προσφορά, θυμίζοντας τη γυναικεία ιδιότητα της alma mater, της καθοριστικής για τη συγκρότηση και τη συντήρηση του κόσμου. Τέλος ο γαλλόφωνος τίτλος ανατρέπει και την τελευταία υποψία για την κυριαρχία της πλεκτής δαντέλας.
Ξεφυλλίζοντας τη δομή παρατηρεί κανείς ότι το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τρία μέρη και κάθε μέρος σε επιμέρους ενότητες που δίνουν ρυθμό πραγματικής ζωής στην αφήγηση. Στις θεματικές αλλαγές η συγγραφέας παραθέτει μότο από άλλους λογοτέχνες, τα οποία λειτουργούν σαν κρυπτικοί πλαγιότιτλοι για το εκάστοτε κείμενο που ακολουθεί. Στο πρώτο μέρος υποδέχεται τον αναγνώστη μια εμβληματική φράση του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, η οποία φαίνεται να αποδίδει την κεντρική ιδέα του βιβλίου, της λειτουργίας της φιλίας: "Δεν μπορώ ν' αλλάξω / το παρελθόν ή το μέλλον σου. / Όμως όταν με χρειάζεσαι / θα είμαι εκεί μαζί σου." Πότε τοποθετείται άραγε αυτό το "όταν", εφόσον το παρελθόν είναι τετελεσμένο και το μέλλον βρίσκεται ακόμη αλλού; Μήπως στο διαρκές παρόν που συνιστά η ανθεκτική σχέση των διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας φίλων; Σε αυτό μόνο το ίδιο το βιβλίο μπορεί να απαντήσει.
Το θέμα είναι οι ζωές πέντε γυναικών στην πρώιμη τρίτη ηλικία, παρουσιασμένη στον άξονα του χώρου και του χρόνου, οι οποίες συναρθρώνονται μεταξύ τους ερειζόμενες στην ισχυρή τους φιλία των εφηβικών χρόνων και στη διαρκή επικοινωνία τους, μολονότι ακολούθησαν διαφορετικές πορείες, τόπου εγκατάστασης, νοοτροπίας, οικογενειακής κατάστασης και περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Τα ετερώνυμα έλκονται, όταν εμπεριέχουν κοινό υλικό που δημιουργεί μια κεντρομόλο δύναμη για όλα μαζί; Κάτι τέτοιο φαίνεται να καταδεικνύει η συγγραφέας, τουλάχιστον στη δική μας υποκειμενική προοπτική.
Με μεγάλη γλαφυρότητα διαγράφει η Τούλα Τίγκα τις προσωπικότητες των πέντε γυναικών, ενώ η αφήγηση κατορθώνει να "δέσει" το θέμα και το ενδιαφέρον του αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες. Η πρώτη φίλη είναι η Ματίνα με "τα φτερά της καλοσύνης" στον τίτλο του κεφαλαίου που της αφιερώνεται, σταματημένη όπως υποδηλώνει και το όνομά της, αν όχι εγκλωβισμένη, στη γεμάτη αγάπη αγόγγυστη φροντίδα της κατάκοιτης μητέρας της. Είναι η μόνη που παρέμεινε στα Τρίκαλα, την κοινή εστία των εφηβικών χρόνων κι αποτελεί τον πόλο έλξης των άλλων. Η δεύτερη, η Σοφία η λαμιώτισα πλέον, με τους δύο γάμους, τον αποτυχημένο από έρωτα και τον "διαρκείας" με συμβιβασμό, και εδραιωμένη στην εξυπηρέτηση των αναγκών της οικογένειας, αναλωμένη ανάμεσα στις λαϊκές φιλοσοφίες τύπου "πέντε τόνων γιασεμί" που χρειάζεται για να γίνει λίγο άρωμα, τις δικές της και του πνιγηρού μικρόκοσμού της, της γειτονιάς και των μικρομάγαζων. Η τρίτη είναι η Βιργινία με το οξύμωρο όνομα, αεικίνητη "μπροστά στον μαύρο καθρέφτη" όπως θέλει ο υπότιτλος, μοναχική και αιωρούμενη ανάμεσα στα άκρα μιας περιθωριακής ζωής, από την οποία δεν είχε τίποτε να περιμένει στο παρόν της αφήγησης. Η τέταρτη φίλη είναι η Θεανώ, με το βασιλικό όνομα, από τις σπουδαγμένες της παρέας, της οποίας το βασίλειο στήθηκε στα παραλίμνια Ιωάννινα και πέρασε από πολλούς λαβυρίνθους μέχρι η κλειστή λίμνη της ζωής της να αναδιπλωθεί σε θάλασσα πλατιά, όπως το θέλει κι υπότιτλος της συγγραφέως. Μοναχική κι αυτή, όμως δίχως την απελπισία της Βιργινίας, βρίσκει διέξοδο στην όποια λογιοσύνη της και σε έναν απροσδόκητο αλλά επιζητούμενο έρωτα. Στην πέμπτη δεν αφιερώνεται επώνυμο κεφάλαιο, μολονότι το τιτλοφορούμενο "Ένας ψεύτης έρωτας" αναφέρεται στη δική της πορεία. Η Μάρω, είναι ο συνεκτικός ιστός των υπόλοιπων τεσσάρων. Σαγηνευτική και μορφωμένη, για ένα καπρίτσιο προχώρησε σε έναν πλούσιο γάμο συμβιβασμού γυρίζοντας τα νώτα σε έναν κακοδιαχειρισμένο έρωτα, για να καταλήξει να τρώει τις σάρκες της, μέχρι να δώσει την σκυτάλη στον καρκίνο. Η Μάρω, η οποία αναζητά νόημα μέσω ενός παρανοημένου πλατωνικού έρωτα, προσφέρει με τη σειρά της νόημα στις φίλες της, με την προσπάθειά της να διαφύγει από το έλος του συμβιβασμού, ματαιοπονώντας σε αδιέξοδο λαβύρινθο πολυτελείας.
Με σημείο αναφοράς την προετοιμασία μιας συνάντησης των πέντε διαφορετικών γυναικών η Τούλα Τίγκα κεντάει με μεγάλη λεπτότητα τους χαρακτήρες, χτίζοντάς τους με απλά υλικά ολοκληρωμένους και σύνθετους, όπως μόνο η ίδια η ζωή μπορεί, κι ας επιρρίπτουν κάποιοι στην τελευταία ότι μιμείται την τέχνη. Οι πέντε διαφορετικοί χαρακτήρες συνθέτουν αντιπροσωπευτικές βασικές συνιστώσες της ανθρωπογεωγραφίας της επαρχιακής Ελλάδας, κι όλες μαζί μια διεισδυτική οπτική ενός άλλου, ανεξερεύνητου, μέρους του κόσμου (για να παραφράσω τον τίτλο του τελευταίου της εφηβικού μυθιστορήματος), με ενσυναίσθηση και αγάπη.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι τα πρόσωπα είναι πειστικά κι αν είναι προϊόν αφαίρεσης, δεν αποτελούν μανιεριστικά δημιουργήματα συγγραφικού εργαστηρίου. Η δομή είναι επίσης ευφυής, ο συνδυασμός των μονολόγων με την αφήγηση ευρηματική. Το περιεχόμενο είναι πειστικό, αληθοφανές. Αυτό δεν σημαίνει ότι το μυθιστόρημα μηρυκάζει αυτονόητα, τα οποία σκέφτεται ο καθένας. Αντιθέτως σύρει και ανοίγει το πυκνοϋφασμένο παραπέτασμα μπροστά από το βλέμμα του ανυποψίαστου αναγνώστη, ο οποίος όμως επιθυμεί να δει εκδοχές της ζωής που κυλάει δίπλα μας, βουβή ή δυσερμήνευτη. Σε μια εποχή στην οποία ακόμη και στην τέχνη της αφήγησης έχει διεισδύσει εκείνο που λάμπει, θορυβεί ή διαθέτει μεγάλο όγκο, βιβλία σαν τούτο της Τούλας Τίγκα μας επαναφέρουν στην αίσθηση του μέτρου και στην αναζήτηση του αναστοχασμού. Ως εκ τούτου θεωρώ ιδιαιτέρως χρήσιμη την ανάγνωση αυτού του φόρου τιμής σε γυναικείους ανθρωπότυπους, κάποιος από τους οποίους θα διαπέρασε και θα καθόρισε τη ζωή πολλών από μας, γενόμενος εφάπαξ γέφυρα για να περάσουμε απέναντι.
Αγαθοκλής Αζέλης

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Οι ανακομιδές


 Σκιές Ασωμάτων

"Δεν έλιωσε", άκουσε να λέει ουδέτερα ο υπάλληλος του Δήμου Ζωγράφου στη μικρόσωμη γυναικεία φιγούρα που στεκόταν δίπλα του σε αδημονούσα θλίψη. Με δυσκολεμένες κινήσεις του φτυαριού μεταφόρτωσε το βαρύ σώμα σε ένα οικοδομικό καροτσάκι που έφερε επί τούτου. Ο γιος ήταν παράμερα, να μην αναβιώσουν εφιάλτες της παιδικής ηλικίας αλλά και να υποστηρίξει συνάμα τη μάνα αν χρειαζόταν. Το κοστούμι ήταν απείραχτο και το πρόσωπο του λειψάνου οικείο και απόμακρο. Το μετέφεραν σε ειδικό χώρο, σε μια δεύτερη ταφή, δίπλα σε άλλους. Η γυναίκα ρώτησε με αγωνία τον παπά της ενορίας αν ισχύει ότι οι αμαρτωλοί δεν λιώνουν. Εκείνος της εξήγησε ότι τα τρία χρόνια δεν αρκούν σε ένα πολυχρησιμοποιημένο κοιμητήριο, ειδικά για ένα σώμα εμποτισμένο με φάρμακα του χειρουργείου, όμως η διοίκηση βιάζεται λόγω αυξανόμενης ζήτησης. Στην τελική εκταφή παρίστατο μόνη, λόγω απουσίας του γιου στο εξωτερικό. Τον Ιούνιο που καρπίζουν οι κερασιές στο ορεινό χωριό, αποφάσισε να μεταφέρει τα οστά δίπλα στους λοιπούς συγγενείς. Μετά την προδιαγεγραμμένη απολύμανση τα έβαλε σε ένα κουτί και τα έφερε βάδην στο σπίτι. "Τον άπλωσα στο κρεβάτι για να στεγνώσει" αφηγήθηκε αργότερα "και μπόρεσα να τον αγγίξω για μια τελευταία φορά!" Με το χαρτοκιβώτιο καλά δεμένο και τη βαλίτσα στο άλλο χέρι πήρε τη συγκοινωνία και έπιασε τη μακρινή διαδρομή για το χωριό. "Πάρε τη βαλίτσα σου από το κουτί μου", είπε σε κάποιον ανυποψίαστο, στο λεωφορείο της άγονης γραμμής, "είναι εύθραυστο". Στο τέλος του προορισμού, αφού άνοιξε πρώτα το κλειδωμένο για τον χειμώνα σπίτι, αποχωρίστηκε για τελευταία φορά τον σύντροφό της, τακτοποιώντας τον προσεκτικά στο ίδιο ξυλόγλυπτο κουτί, πλάι στη μητέρα του.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Η σκισμένη αφίσα



Στον αγαπημένο φίλο των παιδικών χρόνων Γ.Κ.

Δεν θυμάται πώς άρχισε η γνωριμία. Πάντως τα σπίτια τους είχαν οπτική επαφή. Ο Α. έμενε στο υπόγειο της Καλλιθέας με την αυλή και ο Γ. στον πρώτο όροφο γειτονικής πολυκατοικίας, που το πίσω μπαλκονάκι της έβλεπε σε εκείνη την αυλή. Ήταν αρχές δημοτικού πάντως κι ο Α. έναν χρόνο μεγαλύτερος. Από αυτούς τους δύο υπαίθριους χώρους συνομιλούσαν τα δύο αγόρια, όταν δεν έπαιζαν με τις ώρες Μονόπολη ή ποδόσφαιρο. Σύντομα έγιναν επιστήθιοι και πήγαιναν μαζί στο σχολείο, έλεγαν μαζί τα κάλαντα. Ο πατέρας του υπογείου ήταν εργάτης οικοδομών, οικονομικός μετανάστης και πολιτικός ημιπρόσφυγας από το ορεινό χωριό των πολιτικών διώξεων στο χωνευτήρι της Αθήνας των αρχών του 1970: στην εφηβική του ηλικία διετέλεσε "σύνδεσμος" στην αντίσταση. Ο άλλος πατέρας ήταν ασυρματιστής στα εμπορικά καράβια που όργωναν τους ωκεανούς κι απουσίαζε για μεγάλα διαστήματα. Ο Γ. μετέφερε πληροφορίες του πατέρα του, ο οποίος κατέβαινε σε λιμάνια του υπαρκτού σοσιαλισμού και έβλεπε, λέει, στερήσεις φοβερές κι ότι οι γυναίκες δεν έβρισκαν στην αγορά καλσόν κι αγόραζαν ευκαιριακά από τους ενήμερους περαστικούς ξένους. Ο Α. άκουγε κρυφά τη "Φωνή της Αλήθειας"[i] με τον δικό του πατέρα και ήταν πεπεισμένος ότι τα παραπάνω αποτελούσαν αντικομμουνιστική "προπαγάνδα". Πάντως παρά τις παρεμβολές αυτού του είδους, η φιλία ήταν ισχυρή με στοιχεία αποκλειστικότητας και τα δύο αγόρια έπαιζαν Μονόπολη μέχρι να βαρύνουν τα βλέφαρα. Ένα πρωί της έκτης δημοτικού για τον Α., καθώς πήραν τον δρόμο για το σχολείο, ο Γ. είδε μια αφίσα του Κ.Κ.Ε. σε μια κολώνα της Δ.Ε.Η. Με μια γρήγορη κίνηση έσκισε ένα μέρος της που ξεπρόβαλλε, λέγοντας σε υπερένταση κάτι για προδότες. Η αλλαγή σχολικής βαθμίδας για τον έναν έκανε περιττές τις εξηγήσεις για την απομάκρυνση. Στο πέρασμα των δεκαετιών έφταναν χαιρετισμοί από κοινούς γνωστούς στους διάφορους τόπους εγκατάστασης. Πρόσφατα χτύπησε το τηλέφωνο του Α. κι ακούστηκε η δυναμική φωνή του Γ. από την άλλη άκρη. Είχε λέει διαβάσει ένα εκπαιδευτικό άρθρο του στο διαδίκτυο κι αποφάσισε να τον αναζητήσει. Ήταν πολύ θερμή η προσέγγιση. Διαπίστωσαν ότι οι ακαδημαϊκές τους διαδρομές είχαν διασταυρωθεί, οι αξίες τους ταυτίζονταν, ενώ και οι δυο τους ήταν διευθυντές σε Λύκεια με ίση απόσταση από την Καλλιθέα της εποχής της αθωότητας.



[i]Βλ.http://www.biblionet.gr/book/106410/%CE%A8%CE%B9%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B7,_%CE%92%CE%AC%CF%83%CF%89/