Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Συνέντευξη με τον κ. Αχιλλέα Γραβάνη, trikalaculture.gr

 

Αγαθοκλής Αζέλης : Ο ατομικισμός έδειξε κατάφωρα την ανεπάρκειά του. Έχουμε ανάγκη τον άλλο για να καθρεφτιστούμε στο βλέμμα του και να υποβαστάξουμε ο ένας τον άλλον σε δύσκολες στιγμές.

To trikalaculture.gr με ιδιαίτερη χαρά σας παρουσιάζει τον Διευθυντή του 7ου Λυκείου Τρικάλων, Φιλόλογο, Συγγραφέα και Ποιητή κύριο Αγαθοκλή Αζέλη.  Πραγματοποιήθηκε μια άκρως εποικοδομητική συζήτηση – συνέντευξη για πολλά και διάφορα θέματα. Τον ευχαριστούμε θερμά και του ευχόμαστε υγεία και κάθε προσωπική οικογενειακή επιτυχία.  

Διαβάστε την συνέντευξη 

1.Να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πότε ξεκινήσατε να γράφετε ποιήματα και ποιες είναι οι σπουδές σας;

Πριν αρχίσω να ξετυλίγω τη σκέψη μου, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμητική πρόσκληση σε τούτη τη συζήτηση και να σας συγχαρώ για το έμπρακτο ενδιαφέρον σας για την πνευματική δημιουργία στην πόλη μας και ευρυτέρως, το οποίο σας καθιστά μια φωτεινή εξαίρεση μέσα στην κυρίαρχη αδιαφορία για αυτήν.

Ας ξεκινήσω λοιπόν από τις σπουδές μου. Αρχικά σπούδασα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εν συνεχεία ολοκλήρωσα κύκλο επί διδακτορία σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης (Νεοελληνικές  και Βαλκανικές Σπουδές), όπου απέκτησα τον τίτλο του διδάκτορα της Φιλοσοφίας. Αθήνα και Βιέννη, μητροπόλεις με το δικό της χαρακτήρα και την ιδιαίτερη εμβέλειά της καθεμιά, πρόσφεραν μια ευνοϊκή περιρρέουσα ατμόσφαιρα η οποία διευκόλυνε την επαφή με την τέχνη ευρύτερα και με τη λογοτεχνία ειδικότερα. Ειδικά στη Βιέννη είχα την ανέλπιστη τύχη να μαθητεύσω δίπλα σε καθηγητές οικουμενικού διαμετρήματος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έφεση για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, όπως π.χ. ο μέντοράς μου νεοελληνιστής καθηγητής Gunnar Hering, ο οποίος στην εφηβεία του αλληλογραφούσε με τον Τόμας Μαν., υπήρξε πύλη και γέφυρα συνάμα προς έναν πρωτόγνωρο ποιητικό κόσμο, με βασικά πρόσωπα τους γερμανόφωνους ποιητές Τσέλαν και Ρίλκε. Ο βαλκανιολόγος καθηγητής μου Max Demeter Peyfuss μου άνοιξε τον δρόμο για την αυστριακή και τη βαλκανική λογοτεχνία. Ο σλαβολόγος καθηγητής Radoslav Katičić μέσω της διδασκαλίας του σερβικού έπους σε συνεξέταση προς τα ομηρικά έπη κίνησε το ενδιαφέρον μου για τη συγκριτική γραμματολογία, ενώ ο ρωμανιστής Michael Metzeltin φώτισε τον πυκνοκατοικημένο κόσμο της λογοτεχνίας των νεολατικών πολιτισμών. Αυτοί οι αλησμόνητοι δοτικοί δάσκαλοι έδειχναν με το παράδειγμά τους ότι η ανθρώπινη γνώση είναι μία και αδιαίρετη κι ότι ο λόγος είναι το εργαλείο το οποίο ταξινομεί τον κόσμο, δημιουργεί τη σκέψη και στο αποκορύφωμα της εξέλιξής του δημιουργεί τέχνη. Δίπλα σε αυτά αναπτύσσονταν η διαρκής επαφή με τη μουσική, ειδικά την όπερα, και το θέατρο, στο τελευταίο τόσο ως θεατής όσο και ως μέλος του Πρώτου Θεατρικού Αναλογίου της Βιέννης, ενώ η ιδιαίτερη αγάπη για τη γερμανική γλώσσα με οδήγησε στην ενασχόληση με τη μετάφραση.

Οι προαναφερθέντες παράγοντες μετασχημάτισαν καταλυτικά στο πρόσωπό μου μια μέχρι τότε υπερευαίσθητη ιδιοσυγκρασία, αναθρεμμένη με μια μάλλον ανερμάτιστη νεορομαντική αντίληψη, σε έναν σκεπτόμενο θιασώτη του ορθού λόγου, τον οποίο εγκατέλειπε όταν αισθανόταν ότι ο τελευταίος δεν αρκούσε για να συναιρέσει τις προσωπικές του συναισθηματικές και διανοητικές αναζητήσεις με εκείνες της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ενώ λοιπόν έγραφα τρόπον τινά ποιήματα στα χρόνια του Λυκείου και στα φοιτητικά χρόνια της αθωότητας, οπότε έκανα και τις πρώτες δημοσιεύσεις σε φοιτητικό περιοδικό που εκδίδαμε μια παρέα φοιτητών με ανησυχίες, η ηλικιακή ωρίμανση, τα βιώματα, η γενικότερη γνώση και η επαφή με τον μαγικό κόσμο ιδιαιτέρως της απίστευτα εκφραστικής και εύπλαστης γερμανικής γλώσσας άλλαξε τον τρόπο γραφής μου, αφού πρώτα μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα «αγρανάπαυσης», μέχρι να μετασχηματιστεί το σκουλήκι σε πεταλούδα. Πάντως ίσως να είχα ακολουθήσει διαφορετική πορεία, αν δεν είχα γνωρίσει τον ποιητή Γιάννη Πατίλη και τον εκλεκτό κύκλο των λογοτεχνών και κριτικών γύρω από το περιοδικό «Πλανόδιον» και την homo universalis ζωγράφο, ποιήτρια και τόσα άλλα, Νέλλη Ανδρικοπούλου, πρώτη σύζυγο του Νίκου Εγγονόπουλου, η οποία επιστέγασε τον κύκλο των δασκάλων μου σαν πραγματικός οδοδείκτης στη ζωή και την τέχνη. Ο αυστηρός της κριτικός λόγος συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση του δικού μου ποητικού λόγου, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τελική μορφή σε αυτόν.

2.Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γράψει κανείς καθώς και ποια είναι η πηγή έμπνευσης

Νομίζω ότι είναι εξίσου εύκολο και δύσκολο, ανάλογα με το τι, πώς και γιατί γράφει κανείς. Αν γράφει συνομιλώντας αντιστικτικά με τους εκπροσώπους του ποιητικού κανόνα με την επιθυμία να προσθέσει ένα λιθαράκι στα κενά που έχουν μείνει στο μωσαϊκό που εκείνοι έχουν φιλοτεχνήσει, αφού πρώτα εντοπίσει το κενό και σμιλέψει προσεκτικά την ψηφίδα του, το πράγμα ενέχει δυσκολίες και πρόκειται για μια διαδικασία που συνοδεύει εφ’ όρου ζωής συνήθως τον γράφοντα, στην αναζήτηση ενός πράγματος που δεν γνωρίζει τι και πώς ακριβώς είναι, μέχρι να το εντοπίσει. Όμως στις μέρες της παντοδυναμίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η ποίηση θεωρείται «εύκολο» είδος, σαν τις διαδικτυακές φιλίες, οπότε συντίθεται από πρόχειρα υλικά με σημαία ευκαιρίας, για να απολαύσει ο «ποιητής» την ταχεία εφήμερη αναγνώριση σαν διάττοντας που η πτώση του επιβεβαιώνει την πρώην υψηλή του θέση. Προσωπικά θεωρώ ότι το ποίημα κατά κάποιον τρόπο επιλέγει τον δημιουργό του, τον οποίο χρησιμοποιεί για να γραφτεί, ότι η σύνθεση ενός πραγματικού ποιήματος είναι μια διαδικασία σχεδόν μεταφυσική, στην οποία ο ποιητής αναλαμβάνει τον ρόλο μιας παρένθετης μητέρας, διαθέτοντας τον λόγο και το χέρι του για να καταγράψει σαν διαχρονική πυθία τον χρησμό που του υπαγορεύει επιτακτικά η μούσα. Κι αν είναι φθαρμένη λόγω κατάχρησης η λέξη μούσα, ας την αντικαταστήσουμε με μια ισχυρή δύναμη, ανυπέρβλητα επιβλητική και απαιτητική. Όταν ολοκληρώνω ένα ποίημα, το κοιτάζω με απορία και δέος για αυτό που συνέβη, προσοχή – δεν εννοώ αυταρέσκεια, αντιθέτως, δέος για μια δύναμη που ήρθε, άφησε το ίχνος της στη δική μου πορεία κι αναχώρησε.

Αν υπάρχει μια μεγάλη δυσκολία στη γραφή είναι ότι η αυθεντική γραφή απαιτεί ειλικρίνεια, αποτελεί έκθεση των ενδοτέρων της ψυχής, ανατρέπει σταθερές, διαταράσσει καθιερωμένες ωραιοποιήσεις. Μετά από τη σύνθεση ή την ανάγνωση ενός αληθινού ποιήματος, το υποκείμενο κανονικά γίνεται ένας άλλος άνθρωπος. Όσον αφορά στη δική μου έμπνευση, αν με καταλαβαίνω σωστά, συνδέεται με την επιθυμία να κατανοήσω τον εαυτό μου, τον κόσμο και την μεταβαλλόμενη θέση μου σε αυτόν.

3.Καθώς μελετούσα τα βιβλία τα οποία έχετε γράψει και εκδώσει, διαπίστωσα ότι τα περισσότερα βιβλία επικεντρώνονται στην ιστορία.  Υπάρχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ιστορία και αν ναι γιατί;

Είναι εύστοχη η παρατήρησή σας! Τα περισσότερα βιβλία μου είναι εκπαιδευτικού περιεχομένου με ιδιαίτερο αντικείμενο την ιστορία. Το ότι είναι εκπαιδευτικού περιεχομένου εξηγείται από το επάγγελμα που επέλεξα να διακονήσω. Το ότι εστίασα κυρίως στην ιστορία οφείλεται στην τραυματική μου εμπειρία με το συγκεκριμένο μάθημα ως μαθητής και ιδιαιτέρως ως υποψήφιος στις εισαγωγικές εξετάσεις. Τα παιδιά δαπανούν πολύ χρόνο για να αποστηθίσουν πληροφορίες ανούσιες ως επί το πλείστον, καθότι δεν διδάσκονται σε ένα καθολικό γνωστικό πλαίσιο, επομένως δεν προωθούν ούτε την αυτογνωσία του μαθητή, ούτε την κατανόησης της χρονικότητας και ιδιαιτέρως της ιστορικότητας του ανθρώπου, πράγμα πολύ σπουδαίο υπαρξιακά, ούτε εν τέλει τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης.  Σκέφτηκα λοιπόν μαζί με τους φίλους συνεργάτες μου να γράψουμε βιβλία που να ξεκλειδώνουν, να απελευθερώνουν τη σκέψη και τη διάθεση των παιδιών, βοηθώντας τα να κατανοούν, να αναλύουν και στο τέλος να συνθέτουν τη δική τους γνώση, η οποία θα είναι, ελπίζουμε, «κτήμα ες αεί», όπως έγραφε ο Θουκυδίδης. Από την άλλη όλα μου τα βιβλία, και τα λογοτεχνικά, κινούνται γύρω από τον άξονα του χρόνου και της ιστορικότητας. Ίσως προσπαθούν να με συμφιλιώσουν με την επίγνωση της παροδικότητας του ανθρώπου, να εξευμενίσουν το «πάντα ρει» του Ηράκλειτου…

4.Σας θεωρώ έναν άριστο χειριστή της ελληνικής γλώσσας. Πώς είδατε τις πρόσφατες τοποθετήσεις του κ. Μπαμπινιώτη σχετικά με την χρήση ελληνικών όρων και λέξεων σε αντίθεση με τις ξένες φράσεις που προσφάτως εμφανίστηκαν όπως lockdowntakeawayκλπ.

Σας ευχαριστώ για την ευγενική φιλοφρόνηση! Ο κύριος Μπαμπινιώτης, καθηγητής μου στη Φιλοσοφική με μεταδοτικότητα, επαναφέρει μια παλιά συζήτηση, η οποία αναβιώνει κατά καιρούς. Κατανοώ την ευαισθησία του, κι εμένα με ενοχλεί η άκριτη και πρόχειρη υιοθέτηση ξένων λέξεων, η οποία τις στερεί από το ετυμολογικό τους φορτίο και το σημασιολογικό φορτίο που φέρουν στη γλώσσα δημιουργίας τους. Όμως από την άλλη θεωρώ ότι το γλωσσικό ένστικτο του καθημερινού, μη λόγιου ομιλητή, είναι πρακτικό και υπακούει σε συγκεκριμένες ανάγκες εύκολης εκμάθησης και επικοινωνίας. Έτσι εξηγείται που τα μακαρόνια ποτέ δεν καθιερώθηκαν ως «αλευροσωλήνες», το σάντουιτς ως «αμφίψωμο» και η ομπρέλα ως «αλεξιβρόχιο». Από την άλλη έχουμε στο σπίτι ντουλάπες, μαγειρεύουμε κεφτέδες, φοράμε παντελόνια, πίνουμε καφέ δίπλα στη σόμπα, χωρίς να νιώθουμε ενοχές χρησιμοποιώντας ξενικής προέλευσης λέξεις. Πριν χρόνια, περιμένοντας σε μια ουρά σε γυράδικο (στα ελληνικά ψητοπωλείο), άκουσα με βδελυγμία έναν νεαρό να παραγγέλλει με εκφραστικότητα «μια τοστιά», λέξη που αναστάτωσε τον φιλόλογο μέσα μου. Η βδελυγμία μετατράπηκε σε θαυμασμό, όταν διαπίστωσα ότι ο νεαρός δεν παραλάμβανε τοστ, παρά ένα ειδικό έδεσμα ονομαζόμενο στη νότια Ελλάδα σκεπαστή και είχε ενεργήσει σαν μικρός γλωσσολόγος, ο οποίος φτιάχνει (έστω χρησιμοποιεί) την ειδική λέξη για να γίνει κατανοητός και να μη φάει κάτι ανεπιθύμητο… Εν πάση περιπτώσει η γλώσσα μας έχει πολλά στρώματα κι επίπεδα, όπου χωράνε λέξεις κάθε ποιότητας και χρηστικότητας. Στο τέλος αν κριθεί μια λέξη χρήσιμη, θα παραμείνει, αν όχι, θα αποβληθεί.

5.Πως ορίζεται ένας ποιητής;  Αρκεί κάποιος να γράφει ποιήματα ή υπάρχει κάτι ουσιαστικότερο που τον αναδεικνύει σε ποιητή;

Δύσκολη, αν και απαραίτητη, ερώτηση μου υποβάλλετε! Τυπολογικά μπορεί να προσδιοριστεί σχετικά εύκολα η έννοια, με βάση τις προδιαγραφές της γραμματολογίας. Είναι κάποιος ο οποίος γράφει το λογοτεχνικό είδος ποίηση, το οποίο τυπολογικά πάλι μπορεί σχετικά εύκολα να προσδιοριστεί με κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά. Όμως όπως υπονοεί το δεύτερο σκέλος της εύστοχης ερώτησής σας πίσω από την εικόνα υπάρχει ένας ακόμη κόσμος Τι είναι αυτός;

Ίσως ποιητής είναι ένας άνθρωπος που διαθέτει ενσυναίσθηση, ενδοσκοπικό βλέμμα, με το οποίο ανατέμνει την ανθρώπινη κατάσταση και συνάμα ενδύει τα προϊόντα της ανατομίας του με ένα αισθητικό κάλυμμα, για να μην τρομάξουν τα ευρήματά του όσους δεν είναι έτοιμοι να τα αντιμετωπίσουν. Ίσως η ποίηση, όπως και η τέχνη γενικώς, είναι μια πνευματική δημιουργία που επιχειρεί να παρηγορήσει τον άνθρωπο για την παροδικότητα του βίου του. Ως εκ τούτου είναι κάτι συγκινητικό. Τέλος υπακούει σε αισθητικούς κανόνες, οι οποίοι μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Όπως και να έχει πάντως, ένας πραγματικός ποιητής κανονικά λειτουργεί ως σηματωρός της εποχής του, ακόμη κι αν η εμβέλεια της τέχνης του για διάφορους λόγους είναι μικρή.

6.Ανήκετε στους ανθρώπους του πνεύματος και όπως είναι γνωστό οι άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης πρέπει να μιλούν στον κόσμο και να ξυπνούν συνειδήσεις. Εσείς τι θα λέγατε και ποιο μήνυμα θα περνούσατε στους συμπολίτες μας για τα όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια.

 

Και αυτή η ερώτησή σας είναι επίκαιρη και μείζονος σημασίας. Οι ονομαζόμενοι πνευματικοί άνθρωποι πρέπει να λειτουργούν για την κοινωνία ως ένας «μετεωρολογικός σταθμός», αν μου επιτρέπετε τη διατύπωση. Χωρίς να είναι προφήτες, λόγω της συστηματικής μελέτης της conditio humana, της ανθρώπινης κατάστασης, διαθέτουν γνώση και ενσυναίσθηση, με τις οποίες μπορούν να διεισδύσουν κάτω από την επιφάνεια των φαινομένων και να αντιληφθούν αιτιότητες και την πιθανή πορεία των πραγμάτων, καθώς γενικά η ανθρωπότητα πορεύεται με βάση συγκεκριμένα εναλλακτικά πρότυπα συμπεριφοράς, όπως δείχνει η Ιστορία. Χωρίς η τελευταία να επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα, είναι αποκαλυπτική για την ανθρώπινη ψυχή. Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι στην ψηφιακή εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο σταθμισμένος λόγος της γνώσης χάνεται στον όγκο των καθημερινών δημοσιεύσεων.  Όπως και να έχει, εκτιμώ ότι τα τελευταία χρόνια η βουλιμία του ανθρώπου έχει γίνει αχαλίνωτη, έχει παραβιάσει το μέτρο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, έχει γίνει ένας καταναλωτής άνευ όρων και ορίων, ένας τοξικομανής της ευμάρειας, σύμφωνα με τον Τερζάκη. Ο άνθρωπος είναι πλέον μονίμως ανικανοποίητος, καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει, κάνοντας μεγαλύτερη ζημιά στον πλανήτη από όση μπορεί να αποκαταστήσει. Θα ακουστώ γραφικός και αναχρονιστικός υπενθυμίζοντας σκέψεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από σημαντικούς στοχαστές, όμως νομίζω ότι πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο στη δημιουργικότητα, στις κοινωνικές σχέσεις και γενικότερα στον επαναπροσδιορισμό των υπαρξιακών μας αναζητήσεων, δημιουργώντας νόημα ζωής απελευθερωμένο, όσο γίνεται, από οικονομικές διεργασίες, χωρίς να υποτιμώ τη σημασία και τον ρόλο της οικονομίας. Τόσο η οικονομική κρίση όσο και η πανδημία μας έδειξαν ότι η λύση για τα προβλήματα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, όπως μας έδειξε πρώτη η ελληνική μυθολογία, ακόμη και για όσα ο ίδιος προκαλεί. Η αγάπη για τον συνάνθρωπο, η αλληλεγγύη, αποτίναξαν τον βερμπαλιστικό τους μανδύα και απέκτησαν ξανά τη θέση αναγκαίων εννοιών αναφοράς. Ο ατομικισμός έδειξε κατάφωρα την ανεπάρκειά του. Έχουμε ανάγκη τον άλλο για να καθρεφτιστούμε στο βλέμμα του και να υποβαστάξουμε ο ένας τον άλλον σε δύσκολες στιγμές. Σκεφτείτε απλώς το πρότυπο της αναγκαίας δυαδικής σχέσης ενός συγγραφέα με τον αναγνώστη του: ο αναγνώστης μέσω της ανάγνωσης απονέμει τη συγγραφική ιδιότητα στον συγγραφέα κι εκείνος την αναγνωστική στον αναγνώστη μέσω της συγγραφής. Υπάρχουμε μέσα από τον άλλο, χωρίς τον άλλον χάνουν το υπαρξιακό τους νόημα οι ενέργειές μας.

 

7.Εκτός από συγγραφέας-ποιητής είστε και Διευθυντής στο 7ο Λύκειο Τρικάλων.  Πώς βιώνετε όλη αυτή την κατάσταση του κορωνοϊου με το κλείσιμο των σχολείων και την τηλεκπαίδευση, τους καθηγητές και μαθητές που αναγκάστηκαν από την μια μέρα στην άλλη να μπούνε σε ένα νέο τρόπο διδασκαλίας και εκμάθησης καθώς και κατά πόσο είστε ευχαριστημένος με το εκπαιδευτικό σύστημα.

Είναι κοινοτοπία να χαρακτηρίσω δύσκολη και πρωτόγνωρη μια κατάσταση που τη ζούμε όλοι μας, η οποία δεν αλλάζει απλώς τους όρους ζωής και εκπαίδευσης αλλά ενέχει έναν απροσδιόριστης προέλευσης διαρκή κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή. Η τηλεκπαίδευση αποτελεί ένα αναγκαίο υποκατάστατο της σχολικής εκπαίδευσης, η οποία χαρακτηρίζεται από τους προσδιορισμούς που χρησιμοποίησα: είναι υποκατάστατο εκπαίδευσης και δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εκπαίδευση. Συνάμα όμως είναι αναγκαία, εφόσον η εκ του σύνεγγυς εκπαίδευση είναι για λόγους ασφαλείας αδύνατη. Προσωπικά τάχθηκα από την πρώτη στιγμή υπέρ της ενεργοποίησης της τηλεκπαίδευσης στο σχολείο μου, πράγμα το οποίο πετύχαμε χάρη στην προθυμία των συναδέλφων εκπαιδευτικών και των στενότερων συνεργατών στη διοίκηση του σχολείου, τον τότε υποδιευθυντή, την τωρινή υποδιευθύντρια και τον καθηγητή πληροφορικής. Χρειάστηκε να ακολουθήσουμε νέες οδούς παιδαγωγικής και εκπαιδευτικής επικοινωνίας, για τους οποίους ήμασταν απροετοίμαστες όλες οι συνιστώσες της εκπαιδευτικής κοινότητας, οριζοντίως στο επίπεδο των σχολικών μονάδων και καθέτως στο επίπεδο της διοίκησης της εκπαίδευσης. Διότι όταν μιλάμε για τηλεκπαίδευση, ασφαλώς δε εννοούμε τη διδασκαλία της ίδιας ύλης με τα ίδια εποπτικά μέσα διδασκαλίας, αλλάζοντας απλώς τον δίαυλο επικοινωνίας από τη σχολική τάξη, το σχολικό κτίριο στο σύνολό του, με μια ψηφιακή τάξη. Η τηλεκπαίδευση απαιτεί διαφορετικό διδακτικό υλικό, διαφορετική παιδαγωγική, διαφορετική διαχείριση, μεταξύ άλλων της ψευδαίσθησης της ομάδας και της εντελώς πραγματικής μοναξιάς του ατόμου μαθητή, μοναξιάς την οποία καθιστά ακόμη πιο επώδυνη η εικονική διαδικτυακή κοινωνικότητα. Παρόλα αυτά, στο μέτρο του δυνατού, επιτεύχθηκε το ιδιαιτέρως σημαντικό, να έχουν τα παιδιά επαφή με τον φυσικό τους χώρο, το σχολείο, και να διατηρούν τον κοινωνικό ρόλο του μαθητή, προσλαμβάνοντας συνάμα τις περισσότερες δυνατές γνώσεις, εν αναμονή καλύτερων ημερών. Δυσκολίες υπάρχουν πολλές, π.χ. η κοινωνικοοικονομική ανισότητα επενεργεί ακόμη πιο έντονα, διότι τα παιδιά δεν έρχονται πλέον όλα σε ένα κοινό σχολείο, αλλά το σχολείο παίρνει τις διαστάσεις του σπιτιού τους, της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας, του μηχανήματος που χρησιμοποιούν, της σύνδεσης που διαθέτουν κλπ. Όμως μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, πρέπει να εξαντλούμε τις υπάρχουσες δυνατότητες και να προσπαθούμε να δημιουργούμε νέες, πάντα με γνώμονα την αρχή ότι ή θα είμαστε μέρος του προβλήματος ή μέρος της λύσης του.

Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα, αυτό το αντιμετωπίζω όχι μόνον ως εκπαιδευτικός και διευθυντής μιας σχολικής μονάδας αλλά και ως γονιός, άρα από τρεις οπτικές γωνίες. Θεωρώ λοιπόν ότι χρειάζεται μια εκ βάθρων μεταρρύθμιση, η οποία θα ξεκινά από τον προσδιορισμό των στόχων της παρεχόμενης εκπαίδευσης και θα ακολουθεί η συγκρότηση ενός προγράμματος σπουδών από το νηπιαγωγείο έως το λύκειο, το οποίο θα αναλαμβάνει τη σφαιρική διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση των μαθητών ως πνευματική, ηθική και σωματική οντότητα. Κι επειδή αυτό ακούγεται δικαίως πολύ θεωρητικό και ήδη πολυσυζητημένο, θα το εξειδικεύσω επισημαίνοντας ότι το παιδί πρέπει να μάθει να σκέφτεται μέσω της ανάπτυξης της κριτικής ικανότητας, να εργάζεται-συνεργάζεται σε ομάδες, να αποκτά ερευνητικές και κοινωνικές δεξιότητες και μια γνωστική υποδομή, με την οποία θα μπορεί να πορευθεί στη ζωή του με διανοητική ανεξαρτησία, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τα μεγάλα προβλήματα της ζωής, πρακτικά και υπαρξιακά, είτε συνεχίσει με περαιτέρω σπουδές είτε ακολουθήσει ένα τεχνικό επάγγελμα. Αυτά πρέπει να τα παρέχει το δημόσιο σχολείο ως δημόσιο αγαθό, κατά τρόπο ώστε να καλύπτει τις ανάγκες του μαθητή, η δε συμπληρωματική πρόσληψη παιδείας σε απογευματινά μαθήματα να εδράζεται στην επιθυμία για περαιτέρω μάθηση και να μην αποτελεί αναγκαστική προσφυγή λόγω της ανεπάρκειας της δημόσιας δομής. Όμως διαπιστώνω σε μεγάλο βαθμό μια μηχανιστική ποσοτική προσέγγιση της γνώσης ως συσσώρευσης πληροφοριών τις οποίες δυσκολεύονται οι μαθητές να αφομοιώσουν, πράγμα το οποίο οδηγεί στην κατασπατάληση χρόνου και χρημάτων. Τα παιδιά μας διαθέτουν δυσανάλογα πολύ χρόνο στην εκπαίδευσή τους, σε σχέση με το αποτέλεσμα που εισπράττουν, ενώ οι γονείς πληρώνουν ακριβά τη «δωρεάν» εκπαίδευση. Δεν υποτιμώ το σημαντικό έργο που επιτελείται από πολλούς εκπαιδευτικούς ούτε θεωρώ αυτονόητο αγαθό τη δωρεάν εκπαίδευση, έστω με τα ελαττώματά της, όμως έχουμε πρόβλημα δομικό και οργανωτικό. Ένα ενθαρρυντικό παράδειγμα εναλλακτικής εκπαίδευσης, η οποία ενσωματώνει τις τέχνες και παρέχει χαρά και κοινωνικοποίηση στα παιδιά προσφέρουν τα Μουσικά Σχολεία, τα οποία όμως θίγει η υποχρηματοδότηση καθώς και το ότι έχουν να αντιμετωπίσουν και εκείνα το αναγκαίο καθώς φαίνεται στις δεδομένες συνθήκες απογευματινό ωράριο της φροντιστηριακής εκπαίδευσης. Κλείνοντας, θα ήθελα ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα προσφέρει σφαιρική γνώση στις επιστήμες, μύηση στις τέχνες, κοινωνικές δεξιότητες και χαρά, τόση που να μη βιάζονται τα παιδιά να επιστρέφουν στο σπίτι το μεσημέρι, με μια διοίκηση ουσίας και όχι αυξανόμενης γραφειοκρατίας.

 

8.Εδώ και πολλά χρόνια  πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις στην Τρίτη Λυκείου είναι ένα σύστημα παλαιωμένο και πρέπει να αλλάξει. Ποια είναι η γνώμη σας πάνω σε αυτό;

 

Συμμερίζομαι την άποψη αυτή τόσο ως φιλόλογος της τάξης που διδάσκει κάθε χρόνο ανελλιπώς στη Γ΄ Λυκείου όσο και ως πατέρας πρώην υποψήφιας. Ξέρετε, πριν δυόμιση δεκαετίες δίδασκα στο Διεθνές Σχολείο της Βιέννης μάθημα του Διεθνούς Μπακαλορεά, με το οποίο οι τελειόφοιτοι διεκδικούσαν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κατάπληκτος λόγω της ελλαδικής εμπειρίας έβλεπα μαθητές να ασχολούνται με ομαδικά αθλήματα, να κάνουν πρόβες με μουσικά σύνολα, πράμα αδιανόητο για τους δικούς μας τελειόφοιτους. Διδάσκοντας στη συνέχεια σε ελληνικά λύκεια, επανήλθα σε μια ζοφερή πραγματικότητα, βλέποντας εφήβους σε μια κατάσταση ακραίου ασκητισμού, έτοιμους να καταρρεύσουν στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν μια θέση στο πανεπιστήμιο, προσπάθεια που η έκβασή της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διάθεση και την ψυχοσωματική κατάσταση κατά τη διάρκεια μερικών τρίωρων διαγωνισμάτων, με τον αστάθμητο παράγοντα έτοιμο να παίξει τον κυρίαρχο ρόλο και να κάνει τη ζημιά. Το βασικό θετικό του ισχύοντος εξεταστικού συστήματος είναι το αδιάβλητο, πράγμα πρώτης προτεραιότητας για μια κοινωνία σαν τη δική μας. Κατά τα άλλα χρειάζεται, νομίζω, ριζική μεταβολή και αντικατάσταση με ένα άλλο, το οποίο χωρίς να παγιώνει μια φροντιστηριοποίηση του σχολείου, να αξιολογεί την επίδοση των μαθητών με πολλές παραμέτρους και να τους επιτρέπει να απολαύσουν στον βαθμό του εφικτού τη νεότητά τους, τα λιγοστά χρόνια της αθωότητας. Θεωρώ όμως ότι είμαστε συντηρητική κοινωνία και επομένως είναι δύσκολη μια μεταρρύθμιση η οποία θα υποχρεώσει σε πολλές αλλαγές τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και την ευρύτερη κοινωνία.

9.Θα θέλαμε να μοιραστείτε μαζί μας αν αυτή την περίοδο γράφετε κάτι ή αν πρόκειται να εκδώσετε κάτι σύντομα.

Τα τελευταία χρόνια γράφω ένα μικρό βιβλίο με σύντομα διηγήματα, «Μπονζάι» όπως έχει καθιερωθεί να λέγονται, τα οποία θα ήθελα να είναι η πνευματική μου παρακαταθήκη προς τις δύο μου κόρες. Τα διηγήματα έχουν έναν κοινό κεντρικό άξονα, τον κοινωνικό μετασχηματισμό του ορεινού όγκου της Πίνδου μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης. Θα ήθελα να συγκρατήσω στα κείμενά μου στοιχεία από έναν πολυβασανισμένο μεταιχμιακό κόσμο που χάνεται οριστικά. Η πανδημία καθυστέρησε την ολοκλήρωσή του, ίσως όμως προχωρήσω στην έκδοση το επόμενο έτος. Επίσης περιμένω την προγραμματισμένη έκδοση μιας επιστημονικής μου μετάφρασης, της καινοτόμου μελέτης του καθηγητή μου Gunnar Hering για τις ευρωπαϊκές διαστάσεις του Φιλελληνισμού, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Λόγω της επετείου της Επανάστασης του 1821 αποκτά επιπλέον ενδιαφέρον και επικαιρότητα.

 

10.Για το τέλος ένα δικό σας σχόλιο για τους αναγνώστες του trikalaculture.gr

Είναι αναγκαίο να αντιμετωπίζουμε τη ζωή και τις ανατροπές της με εγκαρτέρηση και την αίσθηση της σχετικότητας των πραγμάτων. Η τέχνη μας βοηθάει κάπως σε αυτό, όπως γράφει με λιτή αισθαντικότητα ο Καβάφης.

Σας ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία και την απαιτητική συνομιλία!

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Το τελευταίο βλέμμα

Για μια φορά ακόμη τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε βιαστικά στο δρόμο. Τίποτε πάλι! Δεν συνήθιζε να καθυστερεί από τη δουλειά. Το ωράριό του ήταν τακτικό. Το ίδιο και το δρομολόγιό του. Βάρδια έξι-δύο στο κλωστοϋφαντουργείο, επιβίβαση στον ηλεκτρικό στο Νέο Φάληρο, πεζοπορία από την Ομόνοια έως την αφετηρία των λεωφορείων στην Ακαδημίας, επιβίβαση, αποβίβαση στη πέμπτη στάση της Καισαριανής, νέα πεζοπορία στο σπίτι των Άνω Ιλισίων μέσω του άλσους, για να του θυμίζει το άρωμα των πεύκων το ορεινό του χωριό, που τόσο νοσταλγούσε. Την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου, του Αγίου Σπυρίδωνος, το κλειδί δεν έλεγε να ακουστεί. Ο νεαρός φοιτητής πηγαινοερχόταν, μια στο παράθυρο, μια στην εξώπορτα. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την ανησυχία για τον άτρωτο πατέρα του. Να τος όμως, τον βλέπει να κατεβαίνει από το λεωφορείο, περνάει τη διάβαση πεζών όπως πάντα κι ύστερα δεν φαίνεται πουθενά. Μετά βρίσκεται ο ίδιος κάπου αλλού, υποβασταζόμενος από ένα φιλικό του πρόσωπο, που είχε πάρει πατρικό ύφος. «Από πού ήρθαν αυτές οι παράδοξες εικόνες;», αναρωτήθηκε βγαίνοντας άλλη μια φορά στο πεζοδρόμιο. Αναλογίστηκε τον πατέρα του, όπως τον είδε το πρωί να τρώει όρθιος μια φέτα ψωμί στην κουζίνα, πίνοντας με θόρυβο γάλα απ’ το μπρίκι. Εκείνη τη μέρα γύρισε απ’ το δρόμο και φεύγοντας δεύτερη φορά, έστρεψε το κεφάλι ασυναίσθητα και κοίταξε το δωμάτιο, πριν κλείσει πίσω του την πόρτα. Το βράδυ ο γαμπρός του μάλωσε τον φλύαρο φοιτητή που μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο και δεν μπορούσε να τον βρει. Είχαν ειδοποιήσει από το Κ.Α.Τ, είπε. Τον είχανε εκεί τον πατέρα, που δεν άνοιξε ποτέ ξανά την πόρτα.