Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Η Φρειδερίκη



Ο ταϊφάς της νύφης κίνησε με τα πόδια ν' ακολουθήσει τον δασικό δρόμο, δεκατέσσερα χιλιόμετρα, μέχρι την Τραγόπετρα, κοντά στον αυχένα της Κατάρας, για να επιβιβαστεί στο λεωφορείο που θα τους οδηγούσε στο χωριό του γαμπρού. Μάνα, κόρη-μελλόνυμφη προχωρημένης ηλικίας, αδελφός, σύζυγος αδελφού με βρέφος τυλιγμένο στο φουστάνι και δύο κοριτσάκια έξι και εννέα ετών κρατημένα από το χέρι. Η προίκα φορτωμένη στους ώμους. Απόντες ο πατέρας κι ο μικρότερος αδελφός, αρκετά χρόνια αδικοσκοτωμένοι. Ίσως στην απουσία τους οφειλόταν που η Φρειδερίκη προσκολλήθηκε στην οικογένεια του μεγάλου αδελφού και δεν ήθελε να ακούσει για γάμο και παιδιά, μολονότι δεν έλειψαν οι προτάσεις. Συνάμα όμως ήταν πικραμένη που ο αδελφός παντρεύτηκε πριν να κάνει το χρέος του προς εκείνη. Η νύφη της έγινε το εύκολο εξιλαστήριο θύμα. "Μπορντέλο μας το έκανες το σπίτι", της έλεγε μετά από κάθε γέννα -κι ήταν πολλές- ή αποβολή.  Όμως αυτό που χρόνια με τον τρόπο της απέφευγε, έφτασε απροσδόκητα να συναντήσει τη Φρειδερίκη. Ήρθε μια προξενήτρα από άλλο χωριό, να τη ζητήσει για τον χήρο συγγενή της. Μετά από πολλές αντιρρήσεις και διαπραγματεύσεις για την προίκα, έκλεισε η συμφωνία. Και τώρα να ο ταϊφάς στον δρόμο. Με τα πολλά έφτασαν στο χωριό του προορισμού, όπου τους πρόλαβε η προξενήτρα. "Καλύτερα να φύγετε, γιατί μετάνιωσε ο γαμπρός", τους είπε ζορισμένη και τους έφερε τον ουρανό σφοντύλι. Με τι πρόσωπο να γυρνούσαν πίσω! Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις ο γαμπρός μαλάκωσε. "Αφού ήρθε λοιπόν, ας μείνει." Έκαναν και μαζί παιδιά, δούλεψαν σκληρά και μακροημέρευσαν. Μετά από δεκαετίες, στο μνημόσυνο του άντρα της, στο οποίο παραβρέθηκε η μετεξέλιξη του ταϊφά που λέγαμε πιο πάνω, με απώλειες, προσθήκες κι απογόνους, είπε απρόσμενα στη νύφη της. "Φαγώθηκες να με ξεφορτωθείς στην ξενιτειά. Εμένα μου έφτανε μια αγγόνα στο πατρικό μου.[i] Αφού τό' χες να φύγεις στην πόλη!" Κανείς δεν έκανε πως άκουσε. Κανείς δεν ξανάκουσε.


[i] Αγγόνα = γιατάκι, μέρος για ύπνο.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

ΠΟΙΟΣ ΜΕΝΕΙ ΕΔΩ;






Ο άνεμος απ' τ' ανοιχτό παράθυρο
Ανάλαφρα κινούσε την κουρτίνα
Απ΄ το κιγκλίδωμα του κρεβατιού
Κάποιος παρατηρούσε μια στολή
Αγγέλου στην κρεμάστρα
Βαριά και αρυτίδωτη αυτή
Να περιμένει ποιον και πότε
Να τη βάλει

Πίνακας: Μιχαέλα Αζέλη
Κείμενο: Αγαθοκλής Αζέλης

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Ο Κόλας



Ήταν και όμορφος και λεβέντης. Κοινωνικός και γλεντζές. Άλλωστε οι αρκετές για τη διάρκεια της ζωής του φωτογραφίες το πιστοποιούν: ή βρίσκεται με παρέα ή χορεύει, πρωτοχορευτής, κρατώντας το μαντίλι. Αυτά τα διαπίστωσε ο ανεψιός του όταν άνοιξε το μοναδικό αντικείμενο που άφησε πίσω, ένα χειροποίητο ορθογώνιο κουτάκι, στο οποίο η γιαγιά Ελένη είχε φυλάξει τα ίχνη του. Όμως η βασική τους γνωριμία είχε γίνει από μια φωτογραφία του με στρατιωτικά, κρεμασμένη στον τοίχο του οντά στο χωριό. Όταν ήταν μικρός ο ανεψιός, μπαινόβγαινε με μεγάλη ταχύτητα σε εκείνο το δωμάτιο και μόνον όταν ήταν απαραίτητο. Γιατί τον στρατιώτη τον συνόδευαν κι άλλοι πρόωρα χαμένοι, σε διπλανές κορνίζες. Γιατί η γιαγιά μαυροντυμένη με κεφαλομάντηλο υπαγόρευε πολλά ονόματα για το τρισάγιο, όμως πρώτα πρώτα έλεγε «Νικολάου» - έτσι έλεγαν κανονικά τον Κόλα. Και μοιρολογώντας κρυφά και φανερά, τον αποκαλούσε χίλιου. Κανείς δεν ήξερε πού το βρήκε το πιστόλι. Όλοι ήξεραν ότι, πραγματική μετεμψύχωση του συνονόματου θείου του που έσφαξαν οι ληστές, δεν θα είχε ενδοιασμό να το χρησιμοποιήσει, αν οι γνωστοί τοπάρχες συνέχιζαν να ενοχλούν τη μάνα του στη βοσκή των λιγοστών αρνιών της. Κανείς δεν μπόρεσε να χωνέψει αυτό που έκανε. Ακόμη περισσότερο ο μικρός, που πάγωσε μία φορά, μεγάλος πλέον, καθώς του έδειξαν τη φερόμενη ως υπαίτια, ασπρομάλλα και σταφιδιασμένη. Χρόνια μετά, τα σκέφτηκε απόψε απροσδόκητα, συλλογιζόμενος, παραμονή του Αγίου Νικολάου, πως ένας άλλος Νίκος είχε βαφτίσει τη μεγάλη του την κόρη και μια άλλη Όλγα, της οποίας μόλις διάβασε το μέιλ, είχε αναλάβει τη μικρή.

Αγαθοκλής Αζέλης