Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Νερό και φωτιά (Paul Celan)



Έτσι λοιπόν σ’  έριξα στον πύργο και είπα μια λέξη

                                                στα έλατα,

Κι από εκεί αναπήδησε μια φλόγα, σου πήρε μέτρα για φόρεμα, το

                                      νυφικό σου φόρεμα:



Φωτεινή είν’ η νύχτα,

φωτεινή είν’ η νύχτα, που για μας καρδιές εφηύρε,

φωτεινή είν’ η νύχτα!



Φωτίζει μέχρι μακριά, στο πέλαγος

ξυπνά τα φεγγάρια στον πορθμό και τ’ ανορθώνει σε αφρισμένα τραπέζια

τα ξεπλένει καλά απ’ τον χρόνο:

Νεκρό ασήμι, ζωντάνεψε, γίνε λεκάνη και γαβάθα σαν κογχύλι.



Το τραπέζι κυματίζει καθώς οι ώρες περνούν

Ο αέρας γεμίζει τις κούπες,

η θάλασσα αναδεύει τις τροφές, την πλησιάζουν:

το περιπλανόμενο μάτι, το θυελλώδες αυτί

Το ψάρι και το φίδι –



Το τραπέζι κυματίζει ολημερίς

και από πάνω μου επαίρονται οι σημαίες των λαών

και δίπλα μου οι άνθρωποι λάμνουν τα φέρετρα

                             προς την ξηρά

Κι από κάτω μου ουρανώνει κι αστεριάζει σαν στην πατρίδα τ’ Αη Γιαννιού

Κι αναβλέπω προς εσένα

πυρπεριηλιωμένη

Σκέψου το χρόνο που η νύχτα ορειβατούσε μαζί μας

σκέψου, ότι ήμουν ό,τι είμαι:

ένας αφέντης των μπουντρουμιών και του πύργου

μια πνοή μες στα έλατα, ένας λαγουμιτζής στη θάλασσα

μια λέξη, που φλεγόμενη κατεβαίνεις ν’ αγγίξεις.




Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Οι δικαιάκηδες του καναπέ και η λειτουργία των σχολείων ή το μίσος για τους εκπαιδευτικούς ή γενικώς η κατσίκα του γείτονα, η οποία δεν είναι κατσίκα


Βρέθηκε ο ένοχος; Έτσι φαίνεται. Για το κλείσιμο των σχολείων δεν ευθύνεται η Σοφία, ο Τηλέμαχος ή ο ...Αγαμέμνων, παρά η συμπαιγνία του δημάρχου με τους εκπαιδευτικούς, στους οποίους κατά τους αναλυτές της καφετέριας συνειρμικά θα κάνει πλάτες για αδιευκρίνιστους λόγους. Έφτασε μήπως η στιγμή να διαλύσουμε τους θεσμούς και να αποφασίζουν για τα τρέχοντα οι δικαιάκηδες, με ένα είδος τηλεχειριστηρίων, ώστε να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος; Ασφαλώς θα έπαιρναν τις καλύτερες και ταχύτερες αποφάσεις, αρκεί που δεν χρειάστηκε να αποφασίσουν ποτέ για τίποτε!
Γνωρίζουν όμως τα πάντα κι έχουν έτοιμη τοποθέτηση επί παντός επιστητού. Ιδιαίτερη γνώση και εγρήγορση έδειξαν πρόσφατα για σχολικά ζητήματα. Αρχικά χωρίς να έχουν πατήσει πόδι σε σχολική μονάδα μετά τις γιορτές, έκριναν ότι τα σχολεία έπρεπε να ανοίξουν παρά την ανυπόφορη χαμηλή θερμοκρασία και επέπληξαν δημόσια τη δημοτική αρχή για την απόφαση κλεισίματος. Μόλις εισακούστηκε την άλλη μέρα η απόφανσή τους από τη δημοτική αρχή, η οποία αποφάσισε το άνοιγμα, έσκιζαν τα ρούχα τους από αγανάκτηση για την επιπολαιότητα. Αποφάσισε εκ νέου η δημοτική αρχή το κλείσιμο; Ε αυτό παραπήγαινε, θα έπαιρναν τους δρόμους, αν δεν κινδύνευαν να γλιστρήσουν! Στο πέρασμα των ημερών φανερώθηκε η ... ταμπακέρα, όπως έλεγαν στην παλιά πολιτική γλώσσα, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι ο λεγόμενος στην ντοπιολαλιά "μπάκακας". Οι δικαιάκηδες αγανάκτησαν, διότι, λέει, ... κάθονται οι εκπαιδευτικοί.
Αν δεν εκδηλώνει μίσος αυτός ο μπάκακας, τι δηλώνει; Ένας μπάκακας ο οποίος υποδηλώνει την αντίληψη ότι οι εκπαιδευτικοί είναι αργόμισθοι οι οποίοι απλώς εισπράττουν μετρώντας συντάξιμα! Ότι οι εκπαιδευτικοί συλλήβδην είναι άτεκνοι, επομένως δεν χρειάζεται να προβληματιστούν αν για τα δικά τους παιδιά παραμένει κλειστό το σχολείο, ή ακόμη περισσότερο, μισούν τα παιδιά τους, πιέζοντας να κλείνουν τα σχολεία - ας χάνουν τα παιδιά τους μάθημα- για να κάθονται εκείνοι στο σπίτι. Εκτός αν τα παιδιά των εκπαιδευτικών πηγαίνουν σε ξεχωριστά σχολεία! Ότι, τέλος, δεν τους απασχολεί, αν και πότε και πώς θα "βγει η ύλη"!
Αυτό το μίσος εις βάρος των εκπαιδευτικών, είτε ως εκπεφρασμένο μίσος είτε ως ανοχή του από τη σιωπηρή κοινή γνώμη, καταδεικνύει ότι είμαστε μια κοινωνία σε μεγάλη σύγχυση και κρίση. Μια κοινωνία η οποία σκέφτεται με συγκεχυμένα ανεξέλεγκτα συναισθήματα, η οποία έπραξε το ίδιο και σε άλλες συγκυρίες στο παρελθόν, με συνέπειες που ελάχιστους, ωφελιμιστές, χαροποίησαν.
Υ.Γ. Δεν με ενδιαφέρει εδώ να πάρω θέση για τις ενέργειες της δημοτικής αρχής. Εκείνη στελεχώνεται από αιρετούς. Η κοινωνία όμως είναι μόνιμη.

Αγαθοκλής Αζέλης

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

«Από κατώφλι σε κατώφλι»[1]


Η "Μεταμόρφωση" ως εφιάλτης
«Αληθινά μιλάει όποιος μιλάει σκιές»[2]

Ό
λα του φαίνονταν ξένα κι εχθρικά σε εκείνο το πέτρινο κτίριο με τη μεγάλη αυλή και τον περίβολο από κάγκελα. Μιλούσαν γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Μικροί-μεγάλοι. Τα περισσότερα παιδιά γνωρίζονταν μεταξύ τους από τη γειτονιά. Φαινόταν να μην τα ενοχλεί που φορούσαν ομοιόμορφα ρούχα, με ένα κοτοπουλάκι κεντημένο στο μπλουζάκι. Ούτε να τους σφίγγουν τα παπούτσια, που εκείνου του ματώνανε τα πόδια. Οι κυρίες που τους φρόντιζαν φορούσανε κι εκείνες ρούχα ομοιόμορφα. Διαφορετικά από της γιαγιάς του και των άλλων γυναικών στο χωριό. Με αρκετά παιδιά μπορούσε να παίζει χωρίς να καταλαβαίνει τι λένε, στην αρχή τουλάχιστον. Όμως οι κυρίες είχαν απαιτήσεις, έτσι έδειχνε το ύφος τους. Του μιλούσαν κουνώντας του το δάχτυλο, όμως αυτός έδειχνε ανυπάκουος. Η παιδική στέγη του είχε γίνει εφιάλτης. Τον ακολουθούσε κάθε βράδυ στο σπίτι, μέχρι να την αντικρύσει πάλι το πρωί μπροστά του. Νοσταλγούσε το σκαρφάλωμα στα δέντρα του δάσους, το ψάρεμα και το κολύμπι στα παγωμένα νερά του ποταμού. Ο ορίζοντας του τοίχου τον τύφλωνε. Μόνη του έγνοια η εικόνα του βουνού. Το φαγητό που έφερναν στο κοινό τραπέζι ήταν πρωτόγνωρο και δεν ήθελε πολλά πολλά μαζί του. Έμενε ακίνητος κι έφευγε αφάγωτος. Η τραπεζοκόμος τον οδήγησε μια μέρα σέρνοντας σε μια καταπακτή, που εκείνος την ήξερε γκαλβανή. Θα τον πέταγε κάτω, στο σωρό με τα άπλυτα, αν δεν συμμορφωνόταν. Ειδικά αν δεν κοιμότανε το μεσημέρι σαν τους άλλους. Μια πιο πονετική, έκρυβε ψωμί από τα άλλα παιδάκια και του έδινε. Αυτό κάπως το γνώριζε και το έτρωγε. Το Πάσχα τα κόκκινα μαγουλάκια ξεφύσησαν ένα ποίημα στα ελληνικά. Δεν είχε τότε οικογενειακό ακροατήριο στη γιορτή και δεν ντρεπόταν το παράδοξο. Όταν έδεσε ο καρπός στις κερασιές απολύθηκε κι ανέβηκε με τη γιαγιά του στο βλαχοχώρι της Πίνδου. Το φθινόπωρο, τον έγραψαν στην πρώτη δημοτικού. Ήταν έτοιμος λέει για τα γράμματα.


[1] Τίτλος ποιητικής συλλογής του Paul Celan.
[2] Paul Celan.