Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Ο φόβος του επέκεινα


 Στον λάτρη της υπαίθρου ποιητή Ηλία Κεφάλα

Στην ύπαιθρο πολλά ορίζονται αλλιώς από ό,τι στον αστικό ιστό. Η λειτουργία του φωτός και του σκότους έχει διαφορετικές συνέπειες και συναισθηματικές επιδράσεις. Η ύπαιθρος μοιάζει με την παιδική ηλικία της ανθρώπινης κατάστασης. Κι όταν κάποιος είναι παιδί στην ύπαιθρο, ενώ μεγαλώνει στην πρωτεύουσα; Ο Αναξαγόρας λοιπόν ζούσε κανονικά στην Αθήνα, όμως όλες τις καλοκαιρινές διακοπές μέχρι και την έκτη δημοτικού τις περνούσε στο ορεινό χωριό της Ηπείρου με την υπερήλικη γιαγιά Λ. Εκεί όλα ήταν πιο άμεσα, οι ανθρώπινες σχέσεις –φιλότητα και εχθρότητα– πιο έντονες και με φανερές τις συνέπειες στην καθημερινή ζωή, η πρακτική μεταφυσική ήταν παρούσα σε κάθε βήμα, λόγω μάλιστα της διαρκούς γειτνίασης με την άγρια φύση και τον θάνατο. Τις νύχτες δίχως φεγγάρι το σκότος ήταν ολικό σχεδόν, το νεκροταφείο στα όρια του χωριού, οι κηδείες πάνδημες με την πομπή να διασχίζει το χωριό, οι εκταφές δημόσια διαδικασία, οι φήμες για βρικόλακες αλλά και για νάνους παπάδες που εμφανίζονταν ξαφνικά στη βουνοκορφή και κατρακυλούσαν πέτρες στην κατηφοριά μεταμεσονυκτίως διαρκείς, φήμες τις οποίες το τοπίο καθιστούσε ανατριχιαστικές. Μεγαλώνοντας στο σπίτι των νεκρών συγγενών, των οποίων οι φωτογραφίες περιστοίχιζαν το καλό δωμάτιο, χωρίς ηλεκτρικό φως, με το φυτίλι του καντηλιού στο εικονοστάσι να φωτίζει ανεπαίσθητα και τρεμοπαίζοντας τις ανέκφραστες μορφές των εικονισμάτων και χωρίς την ασφάλεια παντζουριών, οι νύχτες για τον Αναξαγόρα ήταν πραγματικό βασανιστήριο, το οποίο ενέτεινε ο ακατάπαυστος φόβος αιφνίδιου θανάτου της γιαγιάς, η οποία διαρκώς επιχειρούσε να τον εξοικειώσει με το αναπότρεπτο, το οποίο θα τον έβρισκε, λέει, μόνο, να το αντιμετωπίσει. Έτσι από τη μια αισθανόταν μεγάλο δέος προς τον εκκλησιαστικό κόσμο, από την άλλη προσέφυγε στη σύνθεση μιας δικής του προσωπικής προσευχής, την οποία εκφωνούσε πριν τη νυχτερινή κατάκλιση, καθώς οι συμβατικές δεν κάλυπταν τις δικές του ανάγκες: «Θεέ μου, κάνε να κοιμηθώ ήσυχα, χωρίς εφιάλτες, σκελετούς και τέτοια», όπου «τέτοια» ήταν οι φόβοι που δεν μπορούσαν να εκφραστούν με λόγια. Η προσευχή επικαλούνταν την παρηγοριά, όμως συνάμα ζωντάνευε τον φόβο για τον οποίο ζητούσε βοήθεια και η τυραννία ήταν αναπόφευκτη σε σχήμα φαύλου κύκλου. Η τύχη βοήθησε να μην είναι μόνος όταν πια θα έκλεινε τα μάτια η γιαγιά. Όμως θα χρειαζόταν να περάσουν αρκετά χρόνια έντονου μεσσιανισμού, μέχρι να μπορέσει να μείνει μόνος σε εκείνο το πατρικό στο χωριό, κι αυτό πάντως όχι με εφάπαξ βεβαιότητα.

Αγαθοκλής Αζέλης