Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Η τελευταία βόλτα

Πονούσαν όλα της τα μέλη. Προσπάθησε να σηκωθεί από το καλντερίμι, όμως δεν τη βοηθούσε το σώμα της. Το πι με το οποίο υποστήριζε τον συρτό βηματισμό της προς τα αναγκαία κείτονταν ανάσκελα δίπλα της. Η παλάμη της κοκκίνισε ακουμπώντας το πονεμένο μέτωπο. Δεν είχε κουράγιο να φωνάξει βοήθεια, μόνο ένα βαθύ αγκομαχητό έβγαινε από τα χείλη. Ίσως δεν έπρεπε να πάρει μόνη της τον δρόμο. Όμως της είχε λείψει η φιλενάδα των παλαιότερων εποχών, η οποία ήταν κατάκοιτη στο σπίτι της με άνοια. "Θέλω να δω την Φώτω!", ήταν η πρώτη της φράση όταν είχε ολοκληρωθεί το δύσκολο έργο της ανάβασής της στο σπίτι στο οποίο πριν εξήντα περίπου χρόνια είχε μπει σαν νύφη. Της εξήγησαν ότι πρώτα έπρεπε να ξεκουραστεί από το ταξίδι και μετά θα το έβλεπαν κι αυτό. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι όταν οι υπόλοιποι θα ξάπλωναν, εκείνη θα έβαζε ρότα προς την επιθυμία της. Όταν την προηγούμενη μέρα ρώτησε τον γιο της αν εκείνος θεωρούσε ότι στα 93 της θα κατόρθωνε να κάνει τόσο μακρύ ταξίδι, από την Αθήνα στη γενέτειρα, στην ορεινή Μηλιά Μετσόβου, το βλέμμα της περισσότερο αποζητούσε την επιβεβαίωση παρά τη γνώμη του. Πριν δεκαπέντε μήνες είχε μετακομίσει από τα Τρίκαλα στη μεγάλη της κόρη κι απολάμβανε τις περιποιήσεις της. Δεν της έλειπε η αμφιβολία για την αδυναμία της, όμως ας όψεται η νοσταλγία και οι πληροφορίες ότι είχε ολοκληρωθεί η ανακαίνιση του σπιτιού! Το ταξίδι ήταν δύσκολο, πιο δύσκολη όμως ήταν η ανάβαση της ανηφόρας από τον δρόμο έως τον τελικό προορισμό. Μια πλαστική καρέκλα την οποία σήκωσαν τέσσερις έδωσε τη λύση. Και τώρα ως από μηχανής θεός την άκουσε η ξαδέλφη της η Σωτηρία, ανέκαθεν όνομα και πράγμα, και τη μετέφερε με τον άντρα της στους δικούς της. Μετά ο χρόνος κυματιστά μια επιβράδυνε και μια επιτάχυνε την πορεία του. Πότε έφτασε στο νοσοκομείο, πότε επέστρεψε στο σπίτι, πότε πέρασαν οι υπόλοιπες μέρες των θερινών διακοπών, πότε έγινε το ταξίδι της επιστροφής στην έδρα της, στο σπίτι της κόρης της στην Αθήνα, δεν μπορούσε να το υπολογίσει. Αυτό που κατάλαβε, ήταν ότι η ματαιωμένη επίσκεψή της στην ανήμπορη φίλη της ήταν η τελευταία της πρωτοβουλία. Μαχητική πάντοτε στη δύσκολη ζωή της, η μάνα, γιαγιά και προγιαγιά Βάγγιω για άλλη μια φορά είχε διεκδικήσει με όλες τις πενιχρές διαθέσιμες δυνάμεις της την υλοποίηση ενός υψηλού στόχου, στη συνέχεια όμως επιστράτευσε την εναλλακτική της στωικότητα, με την οποία μετρά το άσκοπο κατά άλλους πέρασμα του χρόνου, ο οποίος απεργάζεται με τον τρόπο του το τέλος μια εποχής.


Αγαθοκλής Αζέλης