Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Η κατά λάθος διακονιάρα




 Έφερε ακόμη έναν γύρο την εκκλησία, όμως εκείνη άφαντη. Ένα μούδιασμα παρέλυσε το σώμα και τη σκέψη της νεαρής κοπέλας. Ασυναίσθητα τινάχτηκε και βρέθηκε να τρέχει κατά μήκος της οδού Θησέως. Δεν είχε στόχο, όμως κι ο στόχος θέλει σκέψη. Κι εκείνης το μυαλό πλημμύριζαν ασύνδετες εικόνες καταιγίδα. Ο πανικός της απρόσμενης απώλειας εναλλασσόταν με τον τρόμο της τιμωρίας. Η υπερήλικη γιαγιά της, πριν λίγα χρόνια φερμένη στην Αθήνα, δεν μπορούσε να προσανατολιστεί στους δρόμους της Καλλιθέας. Τα σπίτια έμοιαζαν μεταξύ τους, ορίζοντας δεν φαινόταν πουθενά, όσο για γράμματα δεν γνώριζε, για να διαβάζει τα ονόματα των δρόμων. Ήξερε να προσανατολίζεται νύχτα χωρίς φεγγάρι στο ορεινό δάσος, όμως στο αστικό τοπίο ήταν αναλφάβητη. Κάθε φορά λοιπόν έπρεπε να τη συνοδέψει κάποιος στην εκκλησία. Σήμερα ήταν πάλι η σειρά της Μ.. Καθώς όμως έπρεπε να πάει ενδιαμέσως φροντιστήριο, της είπε να την περιμένει στην είσοδο της εκκλησίας. Και τώρα έγινε άφαντη. Πώς να γυρίσει μόνη σπίτι και πώς να δικαιολογηθεί! Ενώ έτρεχε, είδε ένα περιπολικό της αστυνομίας να περνά και στο πίσω κάθισμα φαινόταν η γιαγιά. Οι φωνές της ακούστηκαν από το πλήρωμα, που έπιασε στην άκρη. Οι εξηγήσεις που έδωσε η εγγονή φάνηκαν επαρκείς και οι δυο τους πήρανε το δρόμο για το σπίτι. Η μαυροντυμένη με τη μετσοβίτικη ενδυμασία ήταν ταραγμένη. Όταν τελείωσε η θεία λειτουργία, αφηγούνταν αργότερα, βγήκε στην πόρτα. Καθώς δεν τη σήκωναν τα πόδια της, κάθισε σ’ ένα σκαλοπάτι. Ένιωσε κάποιον να της βάζει ένα νόμισμα στην παλάμη. Ανασηκώθηκε με βία, όμως γλώσσα για να διαμαρτυρηθεί δεν ήξερε. Άκρα ταπείνωση για μια γυναίκα με κεντρικό ρόλο στα δρώμενα του ορεινού χωριού της, μαίας και ψυχοπομπού συνάμα, που πονεμένοι κατέφθαναν ξημέρωμα για να τους ξεματιάσει. Πήρε λοιπόν τους δρόμους με το αβέβαιό της βήμα, να αποφύγει άλλη προσβολή. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκαν οι αστυνομικοί να τη ρωτούν ακατανόητα πράγματα, ούτε πώς βρέθηκε στο περιπολικό. Στο οστεοφυλάκιο, στο κοιμητήριο του χωριού, όπου την έφερε η τελευταία επιθυμία, η επιγραφή του ονόματός της είναι ελληνική. Δεν θα μπορούσε εκείνη να την αναγνώσει, μα ούτε τα δισέγγονά της να ταξιδέψουν με δικές της αφηγήσεις.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Ο τρίτος Νικόλας



Το φορτηγό κατέβαινε βαρύ τις στροφές της εξόδου από το πέρασμα της Κατάρας. Βούιζε το κεφάλι της να σπάσει. Πώς να του το έλεγε, όταν εκείνος ήταν ριγμένος στην καρότσα κι αυτή μπροστά, δίπλα στον οδηγό και στον συνοδηγό; Να ζητούσε στάση; Και πάλι, πώς δεν θ’ άκουγαν οι άλλοι; Έσφιγγε το φασκιωμένο βρέφος στην αγκαλιά της και το κανάκευε σιωπηλά. Ο δρόμος κυλούσε όλο και πιο αργά. Είχε περάσει ώρα από τότε που ο φιλότιμος οδηγός τούς περιμάζεψε από την ερημιά της Κατάρας για την Καλαμπάκα, μήπως βρουν ειδικό γιατρό. Μέχρι την Κατάρα είχαν κάνει ήδη τρεις ώρες δρόμο με τα πόδια από το χωριό, γιατί δεν υπήρχε οδική πρόσβαση. Τρεις ώρες στο δασικό μονοπάτι με το βρέφος στα χέρια. Μέρες τώρα δεν έλεγε να του πέσει ο πυρετός. Εκείνη περπατούσε με δυσκολία. Τα φάρμακα που της έδωσε πριν λίγες μέρες ο γιατρός στο διπλανό Μέτσοβο δεν ενίσχυσαν την αντοχή της. Κι έτυχε να αρρωστήσει και το μικρό. Το φορτηγό συνέχιζε το δρόμο του. Οι δύο άντρες δίπλα της έλεγαν αστεία, για να μείνει ξύπνιος ο οδηγός. Κι αν σταματούσαν, πώς να του το πει, τόσο αψύς που ήταν; Για ώρα οι λέξεις παρέμεναν σκέψεις στα χείλη της. Μέχρι που σταμάτησαν στη βρύση της Ανάληψης. «Κιρί φτσόρλου*», μπόρεσε μόνο να πει. Το μέγεθος του συμβάντος και η αγωνία για τον τρόπο επιστροφής στο χωριό με το νεκρό παιδί πάγωσαν το ξέσπασμα. Ενημέρωσαν τον οδηγό πως δεν θα συνέχιζαν μαζί τους. Εκείνος βγαίνοντας από τη δεκαετία του 40 είχε μάθει να διαβάζει πρόσωπα. «Αν ήξερα, δεν θα σας έβαζα με πεθαμένο παιδί στο αμάξι», τους είπε φεύγοντας, περισσότερο έχοντάς τον ζώσει τα φίδια των προλήψεων παρά θυμωμένος. Το ζευγάρι πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ο Νικόλας, αφηγείτο δεκαετίες αργότερα η μάνα στον μοναδικό γιο που της έζησε, δηλητηριάστηκε από τα φάρμακα που της έδωσε ο γιατρός, γιατί δεν της είπε να σταματήσει τον θηλασμό. Έφταιγε όμως και το όνομα, καθώς φαίνεται. Ήταν ο τρίτος στη σειρά αδικοχαμένος με το ίδιο όνομα. Ο αδελφός του πεθερού της, σφαγμένος από ληστές. Ο κουνιάδος της αυτόχειρας στο ίδιο τους το σπίτι. Και τώρα το πρώτο της αγόρι. Κάθε χρόνο μνημόνευαν τ’ όνομά του στα τρισάγια, μαζί με τους άλλους δυο και τόσους ακόμη. Όμως δεν το ξανάδωσαν σε επόμενα παιδιά.

*«Έσβησε το αγόρι», στα βλάχικα.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Βάγγιω ή το χέρι που δεν κόπηκε




Ενέα είναι η γιαγιά Ντάντω, ψεύδισε η νήπια Μαρία, κοιτάζοντας την ασπρόμαυρη φωτογραφία στην φθαρμένη κορνίζα. Κορνίζα που είχε ταξιδέψει από την Αθήνα του ’40 στο ορεινό χωριό, ενσωματώνοντας παλίμψηστα από χαρακιές και σκόνες, μέχρι να την παρατηρήσει η εγγονή. Η Βάγγιω απεικονίζονταν όντως νέα, στα δεκαεπτά της, σε δρόμο της μετακατοχικής Αθήνας. Γύρω της απαθανατισμένες περαστικές μορφές με ρούχα στρατιωτικά και πολιτικά. Η ίδια κρατούσε το χέρι κρεμασμένο σε επίδεσμο, η παλάμη τυλιγμένη με γάζες. Ήταν η εποχή που ζούσε στο σπίτι μιας θείας της στην οδό Σωκράτους, για να γλιτώσει την πείνα του ορεινού χωριού, ανταποδίδοντας με οικιακές εργασίες. Εργασιομανής από φύση, έξη κι ανάγκη, δέχτηκε να κάνει την πλύστρα σε ένα γειτονικό ιατρείο. Ένα ξυράφι ξεχασμένο στην ποδιά του γιατρού της έκοψε το δάχτυλο. Ματαίως επέμειναν στο νοσοκομείο να της ακρωτηριάσουν την παλάμη, για να αποφύγει τον κίνδυνο της γάγγραινας. Προτιμούσε να πεθάνει αρτιμελής παρά να ζήσει σακάτισα και στα αζήτητα ως γυναίκα. «Είσαι πτωχή τω πνεύματι», σχολίασε ο γιατρός και την άφησε να φύγει. Το τραυματισμένο δάχτυλο περιορίστηκε να χάσει τη μια φάλαγγα, διαψεύδοντας την ιατρική πρόβλεψη. Η Βάγγιω επαναπατρίστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου στο χωριό, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, μερικά της έζησαν. Με το λειψό χέρι δούλευε σαν άντρας. Η ακραία οικονομική δυσπραγία σε συνδυασμό με πολιτικής αιτιολογίας διαρκή δίωξη από την τοπική εξουσία, οδήγησε το ζευγάρι να κάνει αίτηση στη γερμανική πρεσβεία για να γίνουν αποδεκτοί ως μετανάστες. Η απούσα φάλαγγα έγινε αιτία να απορριφθεί η υποψηφιότητα της γυναίκας, διότι δεν θα ήταν αρκούντως παραγωγική στο εργοστάσιο. Ο σύζυγός της έσκισε τα έγγραφα της δικής του αποδοχής κι αναζήτησαν την τύχη τους στην Αθήνα. Στο κλωστήριο που εργαζόταν, η Ευαγγελία θεωρείτο η καλύτερη εργάτρια. Το λειψό της χέρι ξενοδούλεψε, φρόντισε νοικοκυριό, χάιδεψε, πάντρεψε, κήδεψε, ανάστησε εγγόνια, κρατά πλέον με δυσκολεμένη αποφασιστικότητα το μπαστούνι στα χρόνια της ύστερης δοκιμασίας. Δεν είναι σίγουρη αν υπήρξε πτωχή τω πνεύματι, όμως αφηγείται με ξαφνική ζωηράδα την ιστορία της στη δική της οικιακή βοηθό, η οποία τη συντροφεύει τις ώρες που η παραγωγική ηλικία της οικογένειας λείπει στη δουλειά.