Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Απουσία


Στην Ελένη

Του όρθρου μου σε βρήκα πρώτη ύλη
Θύρα και οίκο, γέλιο φωτεινό
Μάρμαρο, βάθρο, της ζωής μου σμίλη
Φως, οδοδείκτη, έκθεση, κοινό
 
Μα εζήλεψεν ο χρόνος τον βλαστό του
Τη σμίλη οξύ την έσυρε δεινά
Έξυσε από την πέτρα το γλυπτό του
Τα όστρακα τα άφησε αδειανά
 
Προορισμούς στερήθηκεν η πόλη
Διαδρομές σβηστήκαν στη σιγή
Εχάθη κάθε θλίψης μου η σχόλη
Δεν έχει πια η φυγή διαφυγή
 
Της μέρας έμεινα εγώ καινούργια μέρα
Σε σένα μ’ επιστρέφει βήμα αργό
Απέμεινα της μνήμης μου μητέρα
Την κόρη μου θαμπά να νοσταλγώ

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Επιστροφή

ΠΕΦΙΛΗΜΕΝΟΙ
 
Στον Γιώργο Κόκκινο
Αν ήταν ουράνια σώματα
Οι έγκλειστοι του οστεοφυλακίου
Δεν θα παρέμεναν αθέατοι
Από του μέλλοντος τους γόνους
Όμως σώματα γήινα φθαρτά υπήρξαν
Γεννήματα έρωτα εφήμερου ή διαρκούς
Σκυτάλη σάρκινη περαστική υποκαταστάσιμη
Αυθορμήτως ή κατά βούληση
Στης μνήμης τη σκευοφόρο.
Ένα μεγάλο κοιμητήριο η ψυχή μου
Με φρέσκους ενοίκους τετραετίας
Τακτικώς επισκέψιμους στον ανθισμένο κήπο
Παλιοσειρές επώνυμες ακόμη στα κουτάκια
Ακαίρως να εκμαιεύουν δάκρυα ανεπίδοτα
Και χύμα στο χωνευτήριο αζήτητοι
Οι διάττοντες παλαιού μεσουρανήματος
Που αχνοφέγγουν τα ονόματά τους
Χωρίς φωτογραφία σε ευκαιριακές συζητήσεις
 
                                        ( Μηλιά Μετσόβου, 22/08/2010)
 
Η νύχτα τον βρήκε στο δάσος. Σε ένα από αυτά που μεσολαβούσαν μέχρι να φτάσει στο χωριό. Είχε ξεκινήσει πριν το μεσημέρι, όμως η διαδρομή μακρινή και δεν του έφτασε η μέρα. Απόθεσε το σακί, επιγραμμένο με τα γράμματα της Ούνρα, στα πεσμένα φύλλα οξιάς κι έφτιαξε ένα πρόχειρο κατάλυμα με κλαδιά, ίσα να δημιουργούν την ψευδαίσθηση ασφάλειας από ενδεχόμενα θηρία. Αναλογίστηκε τις κοινές τους μέρες. Τελικά δεν ήταν πολλές. Συνήθως ο πατέρας του έλειπε, είτε στα χειμαδιά στον κάμπο είτε σε απόμακρες εσχατιές της Ηπείρου, έμμισθος τσομπάνος. Ο ίδιος πάλι ακολουθούσε συχνά διαδρομές προς τα αστικά κέντρα, για να ανταλλάξει ξύλινα σκαφίδια με αλάτι ή άλλα δυσεύρετα αγαθά και δεν διασταυρώνονταν. Στην πρώιμη εφηβεία του ξέσπασε ο μεγάλος πόλεμος που τον ακολούθησε ο εμφύλιος. Είχαν σκορπίσει στον εκτοπισμό, τον εκούσιο και τον αναγκαστικό. Εξάλλου χρειάστηκε να κάνει και τη μακρά θητεία του, βουνήσιος αυτός, στο πολεμικό ναυτικό στη Σαλαμίνα. Είχαν περάσει πια πάνω από τέσσερα χρόνια από τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Ίσα που πρόλαβαν να χτίσουν ένα μικρό σπίτι στη θέση του διώροφου αρχοντικού που έκαψαν οι Γερμανοί. 1951 έγραφε η ανάγλυφη πέτρα. Δεν είχε προσωπικά είδη ο εκλιπών, για να παραλάβει. Στο πλήρωμα του χρόνου έσκαψε τον πρόχειρο τάφο στα αλβανικά σύνορα, μάζεψε τα οστά στο πάνινο σακί και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Δεν υπήρχε κάποιος για να ρωτήσει πληροφορίες. Όταν ήταν ακόμη νωπό το γεγονός, τους είπαν ότι τον πυροβόλησαν από το αλβανικό, όταν πήγε να πιάσει ένα πρόβατο που ξεστράτισε στη νεκρή ζώνη. Ο εγγονός του, δεκαετίες αργότερα, άκουσε ότι τον σκότωσε ο γιος του αφεντικού, δίχως σαφή αφορμή. Όπως και νά ’χει, έκαναν το τελευταίο ταξίδι μαζί, άγνωστοι και σιωπηλοί όπως παλιά, μα ανεξήγητα αγαπημένοι. Κοιμήθηκε έναν ανήσυχο ύπνο, καθώς είχε πολλά να πει με τον αδελφό του εκλιπόντος, τον θείο που δε γνώρισε ποτέ, αφού τον έσφαξαν οι κλέφτες από δική του αποκοτιά, κι υποχρεώθηκε ο πατέρας του να παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του σφαγμένου. Αξημέρωτα φορτώθηκε το σακί συνεχίζοντας τον δρόμο προς τον νότο, προσομοίωση τραγική του Αινεία στο νεολατινόφωνο χωριό. Παρέδωσε το λείψανο στις γυναίκες κι αυτές φρόντισαν για τα αναγκαία. Η μάνα του φρόντιζε, όσο ζούσε, να μετακινεί την ξύλινη λάρνακα σε προσιτή θέση στο οστεοφυλάκιο.