Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011


Κρίσεις και … ακρισίες.



Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ότι έλαβαν χώρα οι αντικειμενικότερες επιλογές διευθυντών σχολικών μονάδων που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Οι κρίσεις έγιναν μάλιστα με βάση συγκεκριμένο αναλυτικό νόμο, ο οποίος προσδιόριζε και μοριοδοτούσε αναλυτικά τα προσόντα των υποψηφίων. Έτσι λοιπόν βρέθηκε ένας αντικειμενικός τρόπος αξιολόγησης, καθώς ελέχθη. Επειδή όμως για τη διακονία ενός τόσο υψηλού στόχου δεν αρκούσαν τα λεγόμενα μετρήσιμα προσόντα, απαριθμούμενα με «σταθερά μόρια», η πολιτεία φρόντισε να ορίσει και μια συμπληρωματική διαδικασία, η οποία καλείτο να συμβάλει στη σφαιρική αξιολόγηση των υποψηφίων. Συγκεκριμένα ορίστηκε μια προφορική συνέντευξη ενώπιον επταμελούς επιτροπής, η οποία θα συγκροτείτο από την αφρόκρεμα της εκπαιδευτικής κοινότητας, καθώς καλείτο να αξιολογήσει συνολικά την προσωπικότητα των υποψηφίων, δηλαδή τον ατομικό φάκελο με τις δραστηριότητές τους που δεν βαθμολογήθηκαν με «σταθερά μόρια», καθώς και την ανάλυση μιας μελέτης περίπτωσης από την εκπαιδευτική φιλοσοφία ή συγκυρία κατά περίπτωση. Επειδή το έργο ήταν πολύ δύσκολο και σύνθετο, καθώς γράφτηκε και ελέχθη δημοσίως, επιλέχθηκαν πρόσωπα με ιδιαίτερα προσόντα και εμπειρία, τα οποία μπορούσαν να αξιολογήσουν ποικιλία έργου, όπως συγγραφικό έργο σε όλους τους κλάδους των εκπαιδευτικών, από τα μαθηματικά μέχρι τη λογοτεχνία, να σταθμίσουν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης την ικανότητα του υποψηφίου να ηγηθεί μιας σχολικής μονάδας με οργανωτικό πνεύμα, συνεργατικότητα, ευελιξία και ανθρωπισμό, πάντα μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης θεωρίας της διοίκησης της εκπαίδευσης και της διεθνοποίησης της χώρας μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.

Πράγματι ο συνυπολογισμός τόσων παραμέτρων καθιστούσε το έργο της επιτροπής πολύ δύσκολο, οπότε η επιτυχής, καθώς λέγεται, έκβαση του έργου δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια κοσμογονία στην εκπαίδευση, η οποία ετοιμάζεται να εισέλθει στην εποχή του νέου σχολείου, στο οποίο δίνεται το προβάδισμα στον μαθητή. «Είναι στ’ αλήθεια παρήγορο, αισιόδοξο και συγκινητικό», σκέφτηκε ο μικρομεσαίος καθηγητής Καλόφημος, «που καταμεσής σε μια ολική, καθώς διατυμπανίζουν τα κανάλια, κρίση του δημόσιου και ιδιωτικού βίου μας, ένας κρίσιμος τομέας δείχνει να λειτουργεί με οδυνηρή, θα έλεγε κανείς, αντικειμενικότητα και ακρίβεια». Δεν ξέρω πώς διάβασε τη σκέψη του ο γνωστός στους αναγνώστες μας φίλος του, ο περίφημος Χανς Κρίστιαν, ο οποίος έσπευσε από κάποια μακρινή χώρα που δεν ανέφερε στο μαίηλ του, να μακαρίσει τον Καλόφημο για την τύχη του να διαμένει σε τέτοια χώρα με ευρωπαϊκή νοοτροπία αιχμής, την ώρα που αλλού γίνονται σημεία και τέρατα! Ο Καλόφημος κάθισε και διάβασε με προσοχή την αναφορά του Χανς Κρίστιαν για τη μακρινή χώρα του άλλου ημισφαιρίου, την περιβόητη Τριγουελάνδη, η οποία έχει απασχολήσει επανειλημμένως τον συγγραφικό του οίστρο αλλά και τη διεθνή κοινότητα για τον αβδηριτισμό της και την ατάσθαλη συμπεριφορά της, στην οποία, αν η χώρα δεν βρισκόταν στο νότιο ημισφαίριο, θα καταλογίζονταν οθωμανικές καταβολές. Βεβαίως ο Καλόφημος καταλόγισε κρυφά στον Χανς Κρίστιαν μαξιμαλισμό με τάσεις υπερβολής στην αφήγησή του, επηρεασμένος από το επάγγελμά του, όμως δεν αμέλησε να ανατριχιάσει με αυτά που διάβασε. (Αυτός ο παμπόνηρος ο Χανς Κρίστιαν τούτη τη φορά απέφυγε να του τηλεφωνήσει, για να μην του δώσει το περιθώριο ερωτήσεων και σχολίων, και του έστειλε, όπως είπαμε, μαίηλ.) Έγραφε τέτοιες υπερβολές, που στην αρχή ο Καλόφημος σκέφτηκε να πετάξει το μαίηλ στον κάλαθο των αχρήστων αδιάβαστο! Όμως η έμφυτη περιέργειά του τον απέτρεψε τελικά. Ευτυχώς, θα έλεγα, διότι αν είχε επιμείνει, δεν θα είχε διαβάσει το μαίηλ, δεν θα είχε μεταφέρει το τερατώδες περιεχόμενό του στο μπλογκ του, κι εμείς δεν θα είχαμε την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε το υψηλό επίπεδο πολιτικού και κοινωνικού πολιτισμού της χώρας στην οποία ζούμε, ώστε κάθε φορά που πίνουμε από το νερό του πολιτισμού να ανυψώνουμε τον αυχένα σαν την όρνιθα της παροιμίας και να ευχαριστούμε τον Δημιουργό που μας έστειλε εδώ.

Στην Τριγουελάνδη λοιπόν, μετέφεραν σαν καρικατούρα, λέει, το δικό μας σύστημα κρίσης διευθυντών σχολείων, χρησιμοποιώντας ως άλλοθι στους απληροφόρητους καλόπιστους αβορίγινες την επιτυχία τους στη δική μας ευρωπαϊκή χώρα! Τι έκαναν λοιπόν; Πρώτα απ’ όλα, προσάρμοσαν τον γλωσσικό κώδικα στα πρότυπα της οργουελιανής κοινωνίας. Θέλοντας να δείξουν οι νοτιοημισφαιρίτες ότι είναι εκσυγχρονιστές και ότι προωθούν την ποιότητα και τα προσόντα, μείωσαν το όριο της προϋπηρεσίας που προβλεπόταν, προκειμένου να έχει κανείς το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για διευθυντής. Ο κόσμος κατάλαβε ότι άνοιξε ο δρόμος για νέους συγκριτικά ανθρώπους, με νέες αντιλήψεις, περισσότερες γνώσεις και σφαιρικότερες σπουδές. Όμως, καθώς γράφει ο Χανς Κρίστιαν, το πράγμα είχε πονηριά. Διότι μοριοδότησαν τόσο πολύ την προϋπηρεσία, ώστε κάποιοι νεότεροι υπηρεσιακά, αυτοί δηλαδή που διέθεσαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους και υπέστησαν ποικίλες στερήσεις προκειμένου να κάνουν πολυετείς μεταπτυχιακές σπουδές και να μάθουν ξένες γλώσσες, δεν μπορούσαν συνάμα να εργάζονται στο τριγουελανδικό δημόσιο και να μετράνε συντάξιμα. Οπότε όλοι οι παλαιάς κοπής υποψήφιοι ξεπερνούσαν σε μόρια τους νεήλυδες. Πώς το κατάφεραν αυτό χωρίς να ακουστεί κανένα σχόλιο; Όρισαν τα μετρήσιμα μόρια με οργουελικό τρόπο, ούτως ώστε, μια μεγάλη προϋπηρεσία, κατά την οποία κάποιος αβδηρίτης Τριγουελάνδιος μπορεί να θεωρούσε το σχολείο σαν έναν ενδιάμεσο σταθμό από το σπίτι στο σλιβοβιτσάδικο (= τσιπουράδικο στη γλώσσα της Τριγουελάνδης), μπορεί να μην του ζήτησαν ποτέ οι μαθητές του να τους αναλάβει και την επόμενη σχολική χρονιά, όμως τα χρόνια που περνούσαν μετρούσαν, έστω αναξιολόγητα, και μεταφράζονταν σε μόρια. Έτσι μια μεγάλη προϋπηρεσία εξισωνόταν βαθμολογικά με ένα διδακτορικό και την άριστη γνώση μιας ξένης γλώσσας, που για να τα αποκτήσει κανείς, όχι μόνον έπρεπε να καταβάλει κόπο, χρόνο και δαπάνες οικονομικές, αλλά και να περάσει από αυστηρότατη αξιολόγηση, αν ασφαλώς δεν εκπονείτο με τη μέθοδο φασόν σε κάποια από τις πανεπιστημιακές μπανανίες. Έτσι τα μόρια από αξιολόγηση συναγωνίζονταν σε αριθμό μόρια από μη αξιολόγηση. Βεβαίως, συνέχιζε ο Χανς Κρίστιαν, στις προνεωτερικές κοινωνίες στις οποίες δεν ισχύει δίκαιο και κανόνες με την έννοια που αυτά είναι γνωστά σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, είναι καθιερωμένη η πρόκριση συμβουλίων γερόντων (senatus= γερουσία), οι οποίοι μεριμνούν για τη διασφάλιση του όποιου δικαίου. Έτσι λοιπόν ακόμη και απόφοιτος του γνωστού στο βόρειο ημισφαίριο Χάρβαρντ δεν θα είχε πολλές πιθανότητες να ξεπεράσει σε σταθερά μόρια τους νουνεχείς παλαιούς.

Για να κρατήσουν τα προσχήματα οι Τριγουελάνδιοι και να καταστήσουν πιο αξιόπιστο το φαίνεσθαι του συστήματος (φαίνεσθαι με την έννοια που προσδίδει η μετακαντιανή φιλοσοφία στα εμπειρικά δεδομένα των αισθήσεων) μιμήθηκαν και την προφορική συνέντευξη, με την οποία στη δική μας χώρα, όπως ακριβώς και στη Βρετανία π.χ., σοφοί άνθρωποι, κοινωνικά και επιστημονικά διακεκριμένοι, σταθμίζουν την προσωπικότητα των υποψηφίων με τέτοιο τρόπο, που να ακτινογραφούν το είναι τους σε επίπεδο σωφροσύνης, χαρακτήρα και ικανοτήτων. Συνάμα όμως φρόντισαν να δημιουργήσουν συνθήκες τέτοιες που οι αρεστοί να προκριθούν άριστοι, σε αντίθεση με το νέο δόγμα του πολιτεύεσθαι στη δική μας χώρα. Έτσι, καθώς γράφει ο Χανς Κρίστιαν (το μεταφέρω με επιφύλαξη, διότι στο επάγγελμα είναι παραμυθάς), σε επιτροπές κρίσεων τοποθετήθηκαν, σε αντίθεση με τη δική μας περίπτωση, άνθρωποι που δεν είχαν πτυχίο ισάξιο με των υποψηφίων, άλλοι δεν γνώριζαν ξένες γλώσσες, μολονότι καλούνταν να σταθμίσουν το ειδικό βάρος της περίσσειας κατά περίπτωση γλωσσομάθειας υποψηφίων, άλλοι δεν είχαν γράψει μια αράδα επιστημονικού ή παιδαγωγικού κειμένου, όμως ανέλαβαν το ρόλο να αξιολογήσουν διδακτορικές διατριβές, μελέτες, λογοτεχνικά έργα, εισηγήσεις σε συνέδρια και τόσα άλλα δημιουργήματα υποψηφίων! Εκτός αυτών, δύο μέλη της επιτροπής, εκπρόσωποι των μεγάλων συνδικαλιστικών παρατάξεων της Τριγουελάνδης, χωρίς άλλα ειδικά χαρακτηριστικά, συμπλήρωσαν την επιτροπή των ειδικών. Επίσης, στο παρασκήνιο, καθώς γράφει ο Χανς Κρίστιαν, ο νεποτισμός πήρε φωτιά, ώστε να βαθμολογηθούν καταλλήλως οι άριστοι αρεστοί. Έτσι όσοι είχαν κομματικά ένσημα, συγγένειες, γειτνιάσεις, διέθεταν την έξωθεν καλή μαρτυρία με τον τρόπο που ο καθ’ ημάς Δηλιγιάννης την όρισε στην περίφημη ρήση του «εαν δεν εμπιστευθώ την κρίσιν του κουρέως μου, τότε ποίον θα εμπιστευθώ!», όλοι αυτοί επιδοτήθηκαν αναλόγως. Θα κούραζε τους αναγνώστες η διεξοδική παράθεση των γραφομένων του Χανς Κρίστιαν, άλλωστε δεν έχουν όλοι το χρόνο και τη διάθεση ενός αργόσχολου παραμυθά. Ούτε όλοι οι επιλεγέντες δεν άξιζαν σε σχέση με μη επιλεγέντες. Απλώς θα μεταφέρω την απορία του επιστολογράφου σχετικά με την περίπτωση ενός υποψηφίου, γνωστού στους αναγνώστες της στήλης με το όνομα Ιμόρταλ. Ο Ιμόρταλ βαθμολογήθηκε με άριστα, όπως και αρκετοί άλλοι συνυποψήφιοι, επαξίως μεν σύμφωνα με τον Χανς Κρίστιαν, παραδόξως όμως πάλι, καθώς οι ιθύνοντες είχαν σύρει επανειλημμένως παλαιότερα αυτόν τον ανυποχώρητα μαχητικό άνθρωπο σε δίκες με την ανυπόστατη κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, στην κρίση όμως βαθμολόγησαν με άριστα, δηλαδή ως ικανότατο και νομιμόφρονα, τόσο αυτόν όσο και τον κατήγορό του! Παράξενα πράγματα, όμως προέρχονται από μια κοινωνία της οποίας τις ιδιαιτερότητες δεν μπορούμε να κατανοήσουμε στη δική μας χώρα! Ένα τελευταίο πράγμα που εξόργισε ακόμη περισσότερο τον Χανς Κρίστιαν ήταν ότι αρκετοί Τριγουελάνδιοι έδειχναν να καταλαβαίνουν τι συνέβη, το συζητούσαν ευκαιριακά μεταξύ τους, όμως το κλίμα στις καφετέριες των γνωστότερων πεζοδρόμων της επικράτειας δεν διαταράχθηκε. Ο βίος συνεχίστηκε κατά τα ειωθότα. Λες και νομίζουν ότι ζουν στη δική μας όλβια χώρα…



Καλόφημος Ονείδης,



Και για την … αντιγραφή: Αγαθοκλής Αζέλης





Η Δημοκρατία στο κρεβάτι του Προκρούστη




Δεν θέλω να γίνω τιμητής της ανθρώπινης απελπισίας. Άλλωστε αυτήν μπορεί να κατανοήσει στις πραγματικές της διαστάσεις μόνον όποιος τη βιώνει. Ένας δεινός παρατηρητής μόνο να την περιγράψει ως επιφαινόμενο δύναται. Ας υποθέσουμε (υπόθεση εργασίας) ότι οι σημερινές (28/10/2011) διαδηλώσεις σε πολλά μέρη της επικράτειας, οι οποίες ακύρωσαν την παρέλαση, ήταν αυθόρμητες εκδηλώσεις της απελπισίας ανθρώπων που πλήττονται σκληρά από τις πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις των ημερών. Ας δεχθούμε ως υπόθεση εργασίας τον ισχυρισμό κάποιων δημοσιολογούντων ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να εκφράσουν τη διαφωνία και την απελπισία τους για την οικονομική και κατά συνέπεια κοινωνική τους ισοπέδωση, άνθρωποι οι οποίοι διαφορετικά δεν εισακούονται. Ακούστηκε λοιπόν η φωνή τους. Καταγράφθηκε η αγωνία και η απελπισία τους. Με ποιο κόστος όμως σε αντικειμενικό και συμβολικό επίπεδο; Και ποιος θα πληρώσει αυτό το κόστος; Τέλος δε, ποιος θα ωφεληθεί;

Δεν σκοπεύω να αναλύσω την πολιτική και οικονομική συγκυρία. Μπορώ μόνο να δηλώσω ότι ανήκω σε εκείνους οι οποίοι διατηρούν τη θέση εργασίας τους, υποαμοιβόμενος, έστω, πλέον μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές. Ανήκω σε εκείνους που δημιούργησαν τη δυνατότητα να κάνουν ποικίλες μακροχρόνιες σπουδές και να απολαύσουν το αγαθό της κοινωνικής κινητικότητας. Οι οποίοι όμως βλέπουν τον σχεδιασμό ή τις επιθυμίες αναφορικά με τα παιδιά τους να στέκουν μπροστά σε βάραθρο. Το αναφέρω για να μη θεωρηθώ βολεμένος ή προνομιούχος, ειδικά τώρα που η πολιτεία μαζί με το επίδομα «έγκαιρης προσέλευσης» κατάργησε ως απαράδεκτο και το επίδομα διδακτορικών σπουδών… Να μη θεωρηθώ βολεμένος και ότι ακριβώς λόγω βολέματος ανησυχώ για τις σημερινές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα στην κεντρική πλατεία της πόλης μας (όπως και σε άλλες πόλεις της επικράτειας).

Ανησυχώ διότι θεωρώ ότι η υπέρβαση στοιχειωδών κανόνων πολιτικού πολιτισμού με τρόπο που δεν συνάδει με τους κανόνες της δημοκρατίας, όμως με τον ισχυρισμό της προστασίας της δημοκρατίας, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, ο οποίος ως γνωστόν δεν κλείνει εύκολα. Δεν γνωρίζω ακόμη πόσοι άνεμοι πρόλαβαν να εξέλθουν, όμως σίγουρα εξήλθε εκείνος της βίας και της αμφισβήτησης της νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας μέσω του δημοκρατικού κανόνα.

Το πράγμα δεν ξεκίνησε σήμερα ούτε είναι ιστορικά πρωτόγνωρο. Αποτελεί επανάληψη ενός μοντέλου μάλλον ανεπεξέργαστης πολιτικής σκέψης, η οποία άνθισε στη χώρα μας στην αρχή του 20ου αιώνα και οδήγησε στο στρατιωτικό πραξικόπημα του Γουδή το 1909. Πρόκειται για μια πολιτική αντίληψη η οποία θεωρεί ότι οι κανόνες της δημοκρατικής νομιμοποίησης πρέπει να τηρούνται μόνον εφόσον λειτουργεί καλά το πολίτευμα. Διαφορετικά πρέπει να γίνονται προσωρινές εκτροπές, οι οποίες θα «επιδιορθώσουν» το πολίτευμα, προκειμένου να λειτουργήσει καλύτερα. Με αυτή τη λογική ο ελληνικός τύπος των αρχών του 20ου αιώνα κατά πλειονότητα υποστήριξε το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1909, διότι θεωρούσε ότι θα «επιδιόρθωνε» το πολίτευμα. Πολλοί, ακόμη και σύγχρονοί μας, αξιολογούν αυτό το πραξικόπημα (το οποίο ονομάζουν «κίνημα») θετικά, διαπιστώνοντας ότι το ακολούθησε η άνοδος των φιλελεύθερων δυνάμεων του Βενιζέλου στην εξουσία. Παραβλέπουν όμως ότι νομιμοποιήθηκε συνάμα η παρέμβαση του στρατού στην πολιτική για αρκετές δεκαετίες (ουσιαστικά μέχρι το 1967), «με αγαθές προθέσεις» όπως θα έλεγαν οι συνοδοιπόροι.

Όμως στην ιστορία όπως και στη ζωή δεν κάνουμε δίκη προθέσεων. Εκ του αποτελέσματος αξιολογούμε, άλλωστε αυτό καθορίζει τη ζωή μας. Τούτου δοθέντος, τα σημερινά γεγονότα, δηλαδή η διακοπή δημόσιας εκδήλωσης από ομάδες συμπολιτών, η παρεμπόδιση με άλλα λόγια μιας μεγάλης κοινωνικής ομάδας από μια άλλη να υλοποιήσει μια συμβολική πράξη, την παρέλαση δηλαδή, η οποία συνοδεύτηκε από βιαιοπραγίες εναντίον νομιμοποιημένων από την ψήφο του εκλογικού σώματος πολιτικών, αποτελεί πολιτειακή εκτροπή, η οποία μπορεί τώρα να φαίνεται μικρή, όμως άνοιξε το δρόμο για ακόμη μεγαλύτερες. Βεβαίως το πράγμα δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Το καλλιέργησαν μεγαλόσχημοι δημοσιογράφοι των Αθηνών, επαναλαμβάνοντας πληθωριστικά τον πολιτικό λόγο των επαγγελματικώς προγόνων τους, πολιτικό λόγο που συνάδει άμεσα με το πολιτικό σκεπτικό του φασισμού. Πρόκειται για την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος με την πρόφαση της δυσλειτουργίας του και τη συστηματική απαξίωση του πολιτικού κόσμου.

Αναρωτηθήκατε ποτέ ποια δύναμη συγκρατεί μια κοινωνική ομάδα από την εκδήλωση ανυπακοής κι από τη συλλογική παραβίαση της νομιμότητας; Για παράδειγμα την ομάδα των σωματικά ισχυρών από τη συλλογική φόνευση ή λήστευση των αδυνάτων; Ποια άλλη από το κοινωνικό συμβόλαιο που θεωρεί αυτή την ενέργεια αδιανόητη! Αν αυτό το συμβόλαιο αμφισβητηθεί εμπράκτως, τότε τίποτε δεν μπορεί να αποτρέψει κανέναν. Σήμερα λοιπόν διερράγη το κοινωνικό συμβόλαιο, κάτω από το απορημένο ή αδιάφορο βλέμμα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο δρόμος για τη μόνιμη και πολυποίκιλη ανατροπή της δημοκρατικής νομιμότητας άνοιξε.

Στις αρχές του καλοκαιριού δημοσίευσα ένα άρθρο στο οποίο ανέλυα τους κινδύνους που ενυπάρχουν στη δημόσια βία. Φαίνεται ότι σε κάποιους, που έβλεπαν πολύ μακρινούς αυτούς τους κινδύνους, προκάλεσε θυμηδία. Μετά από λίγους μήνες η δυναμική της βίας έδειξε περισσότερες πλευρές της. Μπορεί και τώρα να θεωρηθώ υπερβολικός. Θα έχουμε όμως την ευκαιρία να ελέγχουμε τις απόψεις μας. Όσο θα διατηρηθεί η ελευθερία έκφρασης…



         Αγαθοκλής Αζέλης

Τα γερμανικά χρέη από την εποχή του Ναζισμού.




Η Αθήνα δεν έχει λησμονήσει




Ανοιχτοί λογαριασμοί: Οι Έλληνες θυμούνται τα γερμανικά χρέη από την εποχή του Ναζισμού. Δικαίως.


Του Achim Beer
Έσση.



Τον περασμένο Μάρτιο κατέβαζαν στα χέρια από τις σκάλες του κοινοβουλίου τον Μανώλη Γλέζο, έναν θυμωμένο γέροντα 89 ετών με το πρόσωπο συσπασμένο από τον πόνο των δακρυγόνων. Ήταν στην πρώτη γραμμή της διαδήλωσης, όπως πάντα, εκεί ήταν και πριν 70 χρόνια η θέση του. Μια νύχτα του Μάη του 1941 σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη και ξέσκισε τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, η οποία ανέμιζε εκεί, διότι ο στρατός του Χίτλερ είχε μόλις καταλάβει τη χώρα. Ο Μανώλης Γλέζος μισούσε τους Ναζί, τώρα μισεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και είναι ο γνωστότερος ανάμεσα σε ένα αυξανόμενο πλήθος Ελλήνων, οι οποίοι δεν θέλουν να αποκαλούνται διαρκώς από τους απογόνους των Ναζί τεμπελχανάδες- και οι οποίοι υπενθυμίζουν στη Γερμανία ανοιχτούς λογαριασμούς. Κι έτσι ο οργισμένος γέροντας πρόσθεσε τον ανθρώπινο πόνο, τον ληστευμένο πλούτο και τα έξοδα των δυνάμεων κατοχής τα οποία αποσπάστηκαν με τη βία και μετά παρουσίασε τον λογαριασμό: «Υπολογίζω», είπε, «ότι μας οφείλουν 162 δισεκατομμύρια Ευρώ.» Αυτό ήταν ένα αιφνιδιαστικό μήνυμα για πολλούς Γερμανούς, όμως όχι για όλους. Ο νομικός Christoph Schminck-Gustavus διαθέτει στη βιβλιοθήκη του εκτός από τα βιβλία του, πάνω από 40 ώρες μαγνητοφωνημένο υλικό. Σε αυτό έχει ηχογραφήσει όσα του αφηγήθηκαν αυτόπτες μάρτυρες  για τα εγκλήματα του γερμανικού στρατού και των Ες Ες στην περιφέρεια της Ηπείρου. Από τη δεκαετία του ’70 ο καθηγητής από τη Βρέμη ερευνά την ιστορία των χωριών, τα οποία οι Γερμανοί κατέστρεψαν ως «αντίποινα» για τις επιθέσεις των ανταρτών. Λέει: «Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποτραβήχτηκε από την υπόθεση». Πρόκειται για τρία θέματα: την αποζημίωση των θυμάτων των Εθνικοσοσιαλιστών, την τιμωρία των δραστών και την αποζημίωση ενός κράτους, το οποίο οι Γερμανοί από το 1941 έως το 1944 λεηλατούσαν συστηματικά. Χρήματα για τα θύματα δόθηκαν μία φορά, το 1960. Τότε η Βόννη παραχώρησε 115 εκατομμύρια μάρκα. Οποιεσδήποτε άλλες διεκδικήσεις αποζημίωσης θα διαγράφονταν – αυτό το υποσχέθηκε η Ελλάδα ως αντάλλαγμα για κάποια γερμανική βοήθεια στο εξαγωγικό εμπόριο. Τώρα δόθηκαν μεν χρήματα για επιζήσαντες Εβραίους, όμως οι οικογένειες από τα μαρτυρικά χωριά έφυγαν με άδεια χέρια. Η τιμωρία των δραστών δεν έλαβε χώρα. «Ούτε ένας Γερμανός δεν καταδικάστηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για εγκλήματα πολέμου, τα οποία έκανε στην Ελλάδα», λέει ο Schminck-Gustavus. Ακόμα και η διαδικασία εις βάρος του Walter Blume στάλθηκε στο αρχείο.

Ο αρχηγός της Ασφάλειας ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά των Εβραίων. Κατά την ανάκρισή του είπε: «Αυτά τα μέτρα πρέπει να μου διέφυγαν». Ούτε αποζημιώσεις είδε η Αθήνα: Γύρω στα 25 εκατομμύρια δολάρια δόθηκαν σε είδος λίγο μετά τον πόλεμο. Όλες οι υπόλοιπες αποζημιώσεις μετατέθηκαν στην εποχή μετά την υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Όμως στη συνθήκη Δύο συν Τέσσερις του 1990 οι δύο Γερμανίες και οι νικήτριες δυνάμεις  προσπέρασαν το θέμα σιωπηρά. Οι σύμμαχοι επέτρεψαν έτσι μία περικοπή χρεών που επισκιάζει κατά πολύ τη σημερινή κρίση.  Ως τον μεγαλύτερο μπαταχτσή του 20ού αιώνα» περιγράφει τη Γερμανία ο ιστορικός της οικονομίας Albert Ritschl, το «οικονομικό θαύμα» της οποίας βασίζεται σε μια κολοσσιαία ακύρωση πληρωμών. Παρόλα αυτά οι Γερμανοί παρουσιάζονται με  αμείωτη αυτοπεποίθηση, πράγμα που εξοργίζει πολλούς Έλληνες. «Το να δείχνουν την κ. Μέρκελ με αγκυλωτό σταυρό δεν αποτελεί πλέον ταμπού για τους διαδηλωτές, ούτε όμως και για τον τύπο», παρατήρησε ο Christoph Schminck-Gustavus το καλοκαίρι, που βρέθηκε για τελευταία φορά στην Αθήνα.

Η Χάγη αποφασίζει



Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πέθαναν από την πείνα στον πόλεμο. Ο Μανώλης Γλέζος είδε πάρα πολλούς από αυτούς, καθώς εργαζόταν στο  γραφείο στατιστικής  του Ερυθρού Σταυρού. «Κάθε μέρα σημείωνα τις σορούς 400 ανθρώπων, οι οποίοι είχαν πεθάνει από την πείνα», λέει. Έναν τέτοιον άνθρωπο δεν μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει ότι ξεθάβει τις αναμνήσεις επειδή τώρα είναι χρήσιμο. Στην πραγματικότητα ο Γλέζος υποστήριξε τις μηνύσεις για αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου εναντίον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τα ελληνικά δικαστήρια τους δικαίωσαν, τα γερμανικά όχι. Τώρα η υπόθεση βρίσκεται στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αν υποχρεωθεί να πληρώσει η Γερμανία, τότε θα σπάσει ένα φράγμα που άντεξε 62 χρόνια. Και τότε θα απειλήσει το Βερολίνο μια πλημμύρα από μηνύσεις –όχι μόνο από την πατρίδα του Μανώλη Γλέζου.

Εκδίκηση, πείνα και γενοκτονία

Πώς υπέφερε η Ελλάδα από τη ναζιστική Γερμανία



Οι Γερμανοί ήρθαν τον Απρίλιο του 1941 και έμεινα μέχρι το φθινόπωρο του 1944. Πολλοί Έλληνες αντιστάθηκαν – όμως για κάθε επίθεση των ανταρτών οι Γερμανοί σκότωναν αμάχους. Για παράδειγμα στο χωριό Δίστομο: Εδώ εκτέλεσε μια μονάδα των Ες Ες 218 ανθρώπους, ανάμεσά τους γέρους, παιδιά, βρέφη, για να εκδικηθούν για το θάνατο τριών στρατιωτών. Ο αριθμός τέτοιων «ενεργειών αντιποίνων» εκτιμάται ότι ανέρχεται σε πάνω από 1000 και εκείνος των θυμάτων στον ανταρτοπόλεμο σε έως 130 000.
Περισσότερο από άλλες χώρες η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει στους Γερμανούς χρήματα για την κατοχή. Αυτό
οδήγησε τη δραχμή σε πληθωρισμό. Οι κατακτητές τρέφονταν, όπως σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, «από τη χώρα». Επιπλέον οι στρατιώτες αγόραζαν είδη διατροφής και τα έστελναν με το στρατιωτικό ταχυδρομείο στο σπίτι τους. Προπάντων οργίαζε η πείνα στην Αθήνα το χειμώνα του 1941/42  και του 1942/43, σε όλη τη χώρα πέθαναν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι.

Η Ελλάδα με τους 70 000 Εβραίους της έγινε επίσης  πεδίο της γενοκτονίας. Ολόκληρες κοινότητες κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης  και θανάτου στη Γερμανία και στην Ανατολική Ευρώπη. Την μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα την είχε η Θεσσαλονίκη. Γύρω στους 45 000 Εβραίους εκτοπίστηκαν από εκεί και θανατώθηκαν. Οι περιουσίες τους, οι οποίες ληστεύθηκαν, κατασχέθηκαν. Μεταφέρθηκαν, πιθανώς με τη συνεργασία ελληνικών υπηρεσιών, στην Κρατική Τράπεζα της Γερμανίας.

Δημοσίευση του πρωτοτύπου: Westdeutsche Allgemeine Zeitung 28-10-2011Μετάφραση:Αγαθοκλής Αζέλης