Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Μετακομίζοντας


Τον εντυπωσίαζε πάντα το όνομα Μπόσκος, το οποίο έβγαινε με ευγνωμοσύνη από τα χείλη των γονιών του. Κάποτε τον επισκέφθηκαν στο σπίτι που έμενε, άτεκνος, με τη σύζυγό του, ηλικιωμένος με καπέλο που αργότερα θα έβλεπε σε ηθοποιούς του παλιού κινηματογράφου. Σε μελλοντικό χρόνο θα πληροφορείτο ότι στο σπίτι αυτού του ζευγαριού ξενοδούλευε η μάνα στην πρώτη φάση της ζωής της στην πρωτεύουσα κι ήταν αυτό το σπάνιο όνομα που τη φιλοξένησε παντρεμένη, μαζί με τον σύζυγο, οικονομικούς μετανάστες στην προδικτατορική Αθήνα, μέχρι να βρουν μετά από μήνες το πρώτο τους κατάλυμα. Όταν ο γιος θα σπούδαζε δεκαετίες αργότερα σερβοκροάτικα, θα έβρισκε έναν Μπόσκο πρόσωπο σε κάποιο γλωσσικό εγχειρίδιο, ανακάλυψη η οποία θα περιέπλεκε περισσότερο τη σκέψη του, αφού δεν είχε πλέον ποιον να ρωτήσει. Το πρώτο κατάλυμα ήταν μια ολόκληρη ανεγειρόμενη οικοδομή στην Καλλιθέα. Για την ακρίβεια ήταν ένα μετά το άλλο τα διαμερίσματα που ολοκληρώνονταν μέχρι να αποπερατωθεί η πολυκατοικία. Ένα σιδερένιο ημίδιπλο κρεβάτι με χαλασμένο σουμιέ που τον ενίσχυαν με χαρτόνια και κλινοσκεπάσματα από κάτι φλοκάτες του χωριού, ήταν η βασική επίπλωση, και μια γκαζιέρα ο τεχνολογικός εξοπλισμός κουζίνας. Κάθε φορά που παρέδιδε ο εργολάβος ένα διαμέρισμα, μετακόμιζαν στο επόμενο δωρεάν κατάλυμα. Όταν τα εξάντλησαν, μετακινήθηκαν σε δωμάτιο διώροφου νεοκλασικού στο Θησείο, Δημοφώντος 22, στο οποίο μοιράζονταν το ενοίκιο με συγκάτοικο έναν ανιψιό, μέχρι να φέρουν και τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη της οικογένειας από το χωριό. Προστέθηκαν λοιπόν δύο ακόμη ημίδιπλοι τριζάτοι σουμιέδες. Δεν άφηναν τον μικρό να βγει στο συμβολικού μεγέθους σαθρό μπαλκόνι, μολονότι τον ενθουσίαζε η ιδέα, όπως άλλωστε τον εντυπωσίαζε μια φορά τον μήνα η φωνή της σπιτονοικοκυράς: "Αδελφούλα, το νοίκι! Έχω υποχρεώσεις!" Από τον φωταγωγό ήταν που ένα απόγευμα ο αψίκορος πατέρας πέταξε την απείθαρχη γκαζιέρα στον φωταγωγό, πριν αγοράσει καινούργια μεταχειρισμένη. Αυτή θα ήταν το πολύτιμο απόκτημα στο νέο κατάλυμα, στην Ηρακλειδών 61, στα Πετράλωνα. Σε προσφυγική αυλή, με δωμάτια γύρω γύρω, έναν κοινόχρηστο τούρκικο χαλέ στη μέση και μια βρύση σε μια άκρη. Έμεναν λογής λογής άνθρωποι κι ο μικρός είχε απαγορευτικό να κινείται χωρίς επίβλεψη. Εκεί ο τελευταίος μίλησε τα πρώτα του ελληνικά, πάντα με αιδώ και στα κρυφά. Οι αιματηρές οικονομίες και η υπερεργασία των γονέων τούς βοήθησαν να μαζέψουν προκαταβολή και να αγοράσουν ένα υπόγειο δυάρι στην οδό Ναυσικάς στην Καλλιθέα. Όταν μετακόμισαν, είδαν τον παράδεισο επί της γης! Είχε ιδιωτικό λουτροκαμπινέ, κουζίνα και ένα μέσον θέρμανσης που ονομάζονταν καλοριφέρ. Από εκεί άρχισαν να αποχωρούν περνώντας τα χρόνια, πρώτα η σορός της γιαγιάς για το χωριό, μετά οι αδελφές ως νύφες, και τέλος οι τρεις εναπομείναντες, οι οποίοι μετακόμισαν σε νέο μικρό ιδιόκτητο στην Ισδρακίου, στα Άνω Ιλίσια, από όπου αργότερα θα σκόρπιζαν, πρώτα ο πατέρας για το κοιμητήριο, μετά ο γιος για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, στο τέλος η χήρα μάνα με την οικογενειακή οικοσκευή στη Χρυσοστόμου Σμύρνης στην Καλλιθέα. Σε κάποια από τις τελευταίες μετακομίσεις ο μεσήλικας πλέον γιος συνειδητοποίησε ότι τα ονόματα των οδών των σπιτιών στα οποία διέμεινε, έχτιζαν βήμα βήμα το πεπρωμένο του. Όλα ήταν ονόματα σχετιζόμενα με τις σπουδές του, ακόμη κι αυτά που οδήγησαν μακριά από την Καλλιθέα: Δροσίνη, Περσεφόνης, Γαριβάλδη, Ί. Δραγούμη, εκπήγαζαν από το παρελθόν του και προσήμαιναν το μέλλον του. Μολονότι δεν ήταν προληπτικός, αναρωτήθηκε πρόσφατα τι μπορεί να προοικονομούσε η επιλογή νέας θέσης εργασίας, που ήταν σαν δεύτερο σπίτι του, μεταβαίνοντας από τη Δημοκρίτου στην οδό Αργοναυτών!

Αγαθοκλής Αζέλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου