Οι πιο δύσκολοι δρόμοι
ταξιδεύονται μόνοι,
η απογοήτευση, η απώλεια,
η θυσία,
είναι μοναχικές.
Ακόμα κι ο νεκρός που απαντά σε κάθε κάλεσμα
και αίτημα κανένα δεν αρνείται
δεν μας παραστέκει
και παρατηρεί
αν τα καταφέρνουμε.
Τα χέρια των ζωντανών που απλώνουν το χέρι τους
χωρίς να μας φτάνουν
είναι σαν τα κλαδιά των δέντρων το χειμώνα.
Όλα τα πουλιά είναι σιωπηλά.
Ακούς μόνο το δικό σου βήμα
και το βήμα που το πόδι
δεν έχει κάνει ακόμη αλλά θα κάνει.
Το να σταθείς και να στραφείς
δεν βοηθάει. Πρέπει
να πορευτείς.
Πάρε στο χέρι ένα κερί
όπως στις κατακόμβες,
το μικρό φως μόλις που αναπνέει.
Και όμως, όταν έχεις πορευτεί καιρό...
το θαύμα δεν ματαιώνεται,
γιατί το θαύμα συμβαίνει πάντα,
και επειδή δίχως τη χάρη
δεν μπορούμε να ζήσουμε:
Το κερί γίνεται φωτεινό απ’ την ελεύθερη ανάσα της
ημέρας,
το σβήνεις χαμογελώντας
όταν βγαίνεις στον ήλιο
και κάτω από τους ανθισμένους κήπους
η πόλη απλώνεται μπροστά σου,
και στο σπίτι σου
το τραπέζι είναι στρωμένο με λευκό τραπεζομάντιλο για
σένα.
Κι οι απωλέσιμοι ζωντανανοί
και οι αναπώλεστοι νεκροί
σου κόβουνε ψωμί και σου προσφέρουνε κρασί -
κι εσύ ακούς ξανά τις φωνές τους
πολύ κοντά
στην καρδιά σου.
[Μετάφραση: Α. Α.]