Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Πρώτη Σειρά


Νεκροταφεία στο τοπίο,

σαν χωράφια σπαρμένα με λουλούδια από πέτρα,

τελική σπορά.

 

Πόλεις-παιχνίδι των νεκρών,

αναγνωρίσιμες απ’ το σαφές τους σχέδιο,

προσκαλούν λαμπρά τον ταξιδιώτη

απ’ το παράθυρο του αεροπλάνου,

που έκπληκτος πασπατεύει το αλεξίπτωτο,

σαν να χώριζε το πουλί από την πέτρα

σε πτώση χωρίς χρονοτριβή.

 

Μάνα, τρυφερά στο φέρετρο

με τον κόκκινο λαιμοδέτη,

λες κι είσαι ξαπλωμένη σε μια βάρκα

και δεν μπορείς να αποπλεύσεις

απ την καρδιά μου.

 

Πατέρα - και εκείνος που τον αντικαθιστά,

 

Αχ, μας εγκαταλείπετε

με μια χειρονομία ανημποριάς,

η γραμμή σας

σπάει.

Ποιοι είμαστε εμείς,

που θα σταθούμε στην πρώτη σειρά

και θ’ αντέξουμε;

Και ποια σύμβολα κρατάμε ψηλά

για ποια συνοδεία;

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Hilde Domin: Απειλητική Πρωτοχρονιά

 

Το πορφυρό θνήσκοντος υακίνθου:

η μελαγχολία φουσκώνει στο στέλεχος,

ο σκοτεινός χυμός του,

στάθμη του θανάτου στην ταξιανθία.

 

Τα Χριστούγεννα πέρασαν,

όλα τα κεριά αποκάηκαν,

κεριού λεκέδες στο τραπεζομάντιλο.

Το παιδί, η Πρωτοχρονιά,

δεν κουνιέται στη φάτνη.

Περιμένουμε το χαμόγελό του,

περιμένουμε το κλάμα του,

κρατάμε την ανάσα μας από το φόβο.

Η νύχτα είναι τόσο υγρή,

τόσο άναστρη,

οι βλαστοί ανθοβολούν,

ο υάκινθος πεθαίνει.

Το θαύμα

—ίσα μια λάμψη στον ορίζοντα—

Περνάει μακριά και φεύγει.

Rose Ausländer: Νυχτερινή μαγεία


Η σελήνη κοκκινίζει

δροσιά διαπερνά τη νύχτα

 

Στον ουρανό

μαγικές ακτίνες από κρύσταλλο

 

Ένα ποίημα

επισκέπτεται τον ποιητή

 

Ένας βουβός θεός

χαρίζει ύπνο

μια περιπλανημένη ιτιά

τραγουδάει στο όνειρο

ακόμη και τα ψάρια τραγουδούν μαζί

γιατί είναι έθιμο

τέτοια νύχτα

να κάνεις το αδύνατο.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Ingeborg Bachmann: Φθινοπωρινές κινήσεις

Δεν λέω: αυτό ήταν χθες. Με χρήματα καλοκαιριού

δίχως αξία στις τσέπες ξαπλώνουμε ξανά

στα άχυρα της χλεύης , στις φθινοπωρινές κινήσεις του χρόνου.

Και τον δρόμο της φυγής για τον νότο δεν τον βρίσκουμε

σαν τα πουλιά. Πέρα, το βράδυ,

περνούν ψαροκάικα και γόνδολες και κάποτε

με βρίσκει ένα θραύσμα ονειροχόρταστου μαρμάρου,

όπου είμ΄ ευάλωτη, απ΄ ομορφιά, στο μάτι.

Στις εφημερίδες διαβάζω πολλά για το κρύο

και τις συνέπειές του, γι’ ανόητους και νεκρούς

για εκτοπισμένους, φονιάδες και μυριάδες

πλάκες πάγου, μα λίγα που μ’ ευχαριστούν.

Γιατί άλλωστε; Στον ζητιάνο που έρχεται το μεσημέρι

κλείνω την πόρτα, γιατί είναι ειρήνη

και μπορούμε ν’ αποφύγουμε τη θέα, όμως όχι

στη βροχή τον θάνατο δίχως χαρά των φύλλων.

Ας κάνουμε ένα ταξίδι! Κάτω από κυπαρίσσια

ή και κάτω από φοινικιές ή σε πορτοκαλιές ας

δούμε μ’ έκπτωση λιογέρματα

απαράμιλλα! Ας λησμονήσουμε τα

αναπάντητα γράμματα στο χθες!

Ο χρόνος κάνει θαύματα. Όμως μας έρχεται άβολα

με το πείσμα της ενοχής: δεν είμαστε σπίτι.

Στης καρδιάς το υπόγειο, άγρυπνη, με βρίσκω ξανά

Στα άχυρα της χλεύης , στις φθινοπωρινές κινήσεις του χρόνου.

Έριχ Φριντ: Τι ήταν αυτό;

Να’ μαι δίχως εσένα

Εντελώς δίχως εσένα

Και σιγανά

ν’ αρχίσω να ξεχνάω

πώς ήτανε μαζί σου

όλο μαζί σου

και μετά μισό

μισό με και μισό δίχως

και στο τέλος

μόνο δίχως

Erich Fried: Αυτή

Τρώει τα παιδιά της

πίνει το αίμα των νεκρών της

κάνει κήρυγμα στους κουφούς

δεν έχει υψηλές αξίες

Ξεχνάει τον δρόμο της

πηγαινοέρχεται σε προδοσίες

από λάθος σε λάθος

kοιμάται στις ήττες

Πως είναι άχρηστη

μαθαίνει κάθε σχολιαρόπαιδο

πως δεν την θέλει ο λαός

το έμαθε και ο λαός

Πως να νικήσει δεν μπορεί

το έδειξαν δέκα φορές

κι αυτοί που το ‘δειξαν

καλά δεν κοιμούνται

Σ’ αυτήν όσοι πιστεύουν

Ενίοτε κουράζονται από αμφιβολίες

κάποιοι που την μισούν

ξέρουν πως έρχεται

Nelly Sachs: Κόσμε

Κόσμε, μη ρωτάς  από τον θάνατο όσους ξεγραπωθήκαν

πού πηγαίνουν,

πορεύονται παντοτινά στον τάφο τους.

Το καλντερίμι της ξένης πόλης

δεν στρώθηκε για μουσική προσφυγικών βημάτων-

τα παράθυρα των σπιτιών, που καθρεφτίζουν μια εποχή της γης

με τις περιπλανώμενες άγιες τράπεζες χάρτινων παραδείσων-

δεν γυαλίστηκαν για μάτια

που ήπιανε τον τρόμο στην πηγή του.

Κόσμε, του χαμογέλιου τη ρυτίδα τους  βαρύ σίδερο εμπύρωσε·

ήθελαν τόσο να΄ ρθουνε σε σένα

για την ομορφιά σου,

όμως στον άπατρι μαραίνονται όλοι οι δρόμοι

όπως τα κομμένα άνθη-

Όμως, στην ξενιτιά αποκτήσαμε

έναν φίλο: τον ήλιο του δειλινού.

Ευλογημένοι από το φως του μαρτυρίου του

είμαστε καλεσμένοι του αντάμα με τη θλίψη μας,

που περπατάει σιμά:

Ένας ψαλμός της νύχτας.

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Rose Ausländer: Εκεί που η σκέψη

 Ψάχνω

το όριο

ανάμεσα

σε σένα κι εμένα

Βελόνες φωτός

μαλλιά

θολές σκιές

Διαπερνούμε ο ένας τον άλλον

εκεί που η σκέψη σπάζει

κανένας

καθρέφτης

δεν μας αντικατοπτρίζει

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Ingeborg Bachmann: Μετά από τούτον τον κατακλυσμό

 Μετά από τούτον τον κατακλυσμό

θα ήθελα το περιστέρι

και μοναχά το περιστέρι

ακόμη μια φορά σωσμένο.

Θα βούλιαζα σε τούτη την θάλασσα

αν δεν ξωπετούσε

αν δεν έφερνε

τελευταία στιγμή το φύλλο.

Ingeborg Bachmann: Όταν κάποιος φεύγει

 Όταν κάποιος φεύγει, πρέπει το καπέλο

με τα κογχύλια που μάζεψε

το καλοκαίρι, στη θάλασσα να ρίξει

και με μαλλιά να πάει ανεμισμένα,

πρέπει το τραπέζι που έστρωνε

στην αγάπη του, να γκρεμίσει στη θάλασσα,

πρέπει το απομεινάρι του κρασιού

μες στο ποτήρι, στη θάλασσα να χύσει,

πρέπει να δώσει στα ψάρια το ψωμί του

και μια σταγόνα αίμα στη θάλασσα να αναμείξει

πρέπει το μαχαίρι του καλά στα κύματα να μπήξει

και να βυθίσει το παπούτσι του,

καρδιά, άγκυρα και σταυρό,

και με μαλλιά να πάει ανεμισμένα!

Τότε θα ξανάρθει.

Πότε;

         Μη ρωτάς.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Hilde Domin: Μη φωνάζεις

 Ακούμπησε το δάχτυλo στο στόμα.

Μη φωνάζεις.

Στάσου

στην άκρη του δρόμου.

Ίσως θα ’πρεπε να ξαπλώσεις

στη σκόνη.

Τότε θα κοιτάς ψηλά στον ουρανό

θα είσαι ένα με το δρόμο,

κι όποιος γυρνά να σε κοιτάξει

μπορεί να φύγει σαν κανένανε να μην αφήνει πίσω.

Είναι πιο εύκολη η φυγή

σαν είσαι ξαπλωμένος, παρά όταν στέκεις,

όταν σιωπάς παρά όταν φωνάζεις.

Κοίτα τα σύννεφα για πέρα πώς τραβάνε.

Να είσαι ταπεινός, τίποτε μην κρατάς σφιχτά.

Διαλύονται.

Κι εσύ είσαι ανάλαφρος.

Κι εσύ διάρκεια δεν θα’ χεις.

Δεν αξίζει να φοβάσαι

την εγκατάλειψη,

όταν πια ο άνεμος σηκώνεται

κι απομακρύνει

το σύννεφο.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Hilde Domin: Δεν μας ακολουθεί κανείς

Δεν μας ακολουθεί κανείς

που θα μιλήσει γι’ αυτό,

κανείς, που το

ημιτελές μας

θα πιάσει και θα το ολοκληρώσει.

Στεκόμαστε σ’ ένα κομμάτι γης

που έχει ήδη αποκοπεί.

Οι σκιές μας πέφτουν

στο κενό.

Δεν στήθηκε καθρέφτης

να κρατήσει την εικόνα μας,

όταν θα έχουμε φύγει.

Οι εικόνες

εκείνων που ήρθαν πριν από εμάς

και είναι ο αέρας στα πνευμόνια μας,

που γέλασαν με το στόμα μας,

που έκλαψαν με τα μάτια μας,

γίνονται σκόνη μαζί μας.

 

Έτσι όπως φεύγουμε

λίγοι έχουν φύγει.

Είναι αδιάφορο

τι γράφουμε ή τι λέμε

μ’ εξαίρεση εσένανε ή εμένα.

Τίποτε απ’ όσα κάνουμε

δεν είναι σπορά που φυτρώνει μετά από εμάς.

Είμαστε φτιαγμένοι εντελώς εφήμεροι,

μόνο γι’ αυτή τη μέρα, τη δική μας.

Οι μέρες που έρχονται,

οι μέρες πίσω απ’ τον ορίζοντα,

ανήκουν σε ανθρώπους που θα είναι διαφορετικοί.

Η δική μας άνοιξη είναι τούτη η άνοιξη,

το δικό μας καλοκαίρι είναι τούτο το καλοκαίρι,

και το δικό μας φθινόπωρο τούτο το φθινόπωρο.

Όταν γυρίζουμε

και βλέπουμε πως είμαστε οι τελευταίοι,

τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών εκείνων που υπήρξαν,

οι πατεράδες κι οι μανάδες

του κανενός,

πως στέκουμε στην άκρη,

σχεδόν σε έναν σβώλο,

που σύντομα θα παρασυρθεί

τότε πρέπει

περισσότερο από τους άλλους

να νιώσουμε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας

καθώς βαδίζουμε,

αυτό το λιγοστό έδαφος

ανάμεσα στο πρωινό και το βράδυ.

Πρέπει να φοράμε λεπτές σόλες

ή να βαδίζουμε ξυπόλητοι.

Ό,τι αγγίζουμε,

να το αγγίζουμε με ανάλαφρο δάχτυλο,

με άγρυπνα ακροδάχτυλα.

Τίποτε απρόσεκτα.

Κάθε φορά είναι η τελευταία

ή θα μπορούσε νά ’ναι.

Το κάνουμε για όλους που ήτανε πριν από μας

και για όλους που μετά από μας

δεν θα το κάνουν

ή θα το κάνουν εντελώς διαφορετικά.

 

Δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε τίποτα

μισοκαμωμένο.

Και δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε μισοάδεια τα ποτήρια

στο τραπέζι μας για τα φαντάσματα.

Πρέπει να είμαστε ακριβείς

τη στιγμή που θα κάνουμε πανιά.

Το πρόσωπό μας γυμνό

χωρίς το βερνίκι

αυτών που έχουν χρόνο

να συνηθίσουν και να ξεσυνηθίσουν.

Όταν το νερό ανέβει γύρω απ’ τα μπαλκόνια μας,

με τις κορφές των δέντρων

ορατές ακόμα κάτω από τ’ αστέρια,

όταν τα σπίτια μας στα βουνά,

φωτισμένα ακόμα,

κινηθούν

και αποπλεύσουνε

σαν νά ’ταν κιβωτοί,

τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι

- σαν κάποιος που πηδά απ’ το παράθυρο –

να θέσουμε το μεγάλο ερώτημα

και ν’ ακούσουμε τη μεγάλη απάντηση.

 

[Μετάφραση: Α.Α.}

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Επιστροφή του ασώτου


 Σκάβοντας για δημόσια έργα

Ανέτειλαν των γονιών μας τα κρυμμένα

Είδαμε στις ειδήσεις

Ξεδιάντροπα ξεσκέπαστα κλινήρεις

Σκελετούς με τρύπες από σφαίρες

Όχι σαν τους δεσμώτες του Φαλήρου

Ελεύθερα πεσόντες του Επταπυργίου*

Εκτελεσμένους και ανώνυμα παραχωμένους

Να μην αφήσουν ίχνη, το αίμα τους

Δίκαιο ή άδικο σιωπηρά να μας στοιχειώνει

Πάνω τους κάναν βόλτα οι περαστικοί

Έδιναν ραντεβού τα ζευγαράκια

Φύτρωνε χλόη, θάμνων ριζώματα

Λίπαινε η ανυπαρξία τους

Ένας φορούσε γυναικείο υπόδημα

-διεκδικούσε και ο θάνατος ποσόστωση-

Η φρίκη μας κράτησε λίγο

Οι εκτελεσμένοι στις αυλές μας είναι ντεμοντέ

Μα ούτε χρόνο έχουμε για τέτοια

Τροχίζουμε καλά προσηλωμένοι

Τους λόγους νέας αδελφοβορίας.


A. A.

https://www.kathimerini.gr/society/563512570/thessaloniki-entopistikan-omadikoi-tafoi-apo-to-emfylio/


Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Υπο-θέσεις

Αν, … τότε θα

Ισχυρίζεται με βεβαιότητα η επιστήμη

Ή έστω ότι, τότε …

Εναλλακτικές διατύπωσης ασφαλών συμπερασμάτων

Που λησμονούν τη σαθρότητα των υποθέσεων

Όμως εκείνες προσφέρουν σταθερότητα

Στην ανασφάλεια των ασταθών δεδομένων

Όσο περνάει ο καιρός

Τόσο πιο ακίνητα δείχνουν τα αιωρούμενα

Τόσο πιο αληθινό το πλασματικό

Όσο περνάει ο καιρός

Και τσιμεντώνεται η μοναξιά

Όσο περνάει ο καιρός

Κάνοντας αδιαπέραστη τη λήθη

Τόσο στερεοποιείται σε κατάσταση η σκέψη

Τόσο δικαιώνεται η άρνηση

Του ποταμού του Ηράκλειτου

Βάζοντας τις όχθες να κυλάνε

Ενώ η κοίτη στήλη άλατος

Τις ξεπροβοδίζει.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Καιρός του θερίζειν…

 

Κάποτε ο λόγος της γεωγραφίας

κυριολεκτεί μεταφορικώς,

όπως στη Γάζα καλή ώρα,

που την απλώνουν -αιμοστατική;-

στο πληγιασμένο σώμα της

παλαιστινιακής ριβιέρας

-της γαζωμένης ανθρωπότητας καλύτερα-

από του τεχνικού πολιτισμού

τα επιτεύγματα.

 

Ανθρώπινες κουκίδες φαίνονται

από μακριά,

να σαβανώνουνε το σκήνωμα

του φαντασιακού πολιτισμού μας.

Οι φιλαρμονικές του συρρικνώνουν

τις δυσαρμονίες των οργάνων τους,

την ώρα που άλλα όργανα ορεκτικά

καταμεσήμερα γίνονται των κοράκων.

 

Στο μεταξύ αλλεπάλληλες γενιές

ναυλοχούν στην όχθη του Αχέροντα,

πληρώνοντας για κόμιστρο στον κωπηλάτη

με αρμαθιές ξεψυχισμάτων στοναχές.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Νέλλη Ανδρικοπούλου, Νοοπαίγνια, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2001(;)


 Νέλλη Ανδρικοπούλου, Νοοπαίγνια, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2001(;)

2η έκδοση, χωρίς το εικαστικό υλικό, ΑΓΡΑ, Αθήνα 2005.




 

[Η βιβλιοπαρουσίαση που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην ΕΡΕΥΝΑ Τρικάλων στις 10-04-2001 και αναφέρεται στην πρώτη, ιδιωτική έκδοση του βιβλίου. Φέρει τα χαρακτηριστικά του λόγου και της σκέψης μου, όπως αυτά εκφράζονταν πριν σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα.

Πώς να προσπεράσει κανείς το γεγονός ότι εν έτει 2000, ανάμεσα στους αμμόλοφους της δημοσιομανίας μιας απερημωμένης πνευματικής ζωής, μιας πνευματικής ζωής της οποίας ο ρόγχος μόλις ακούγεται κάτω από τα πυρά της «τέχνης» του εφήμερου, σε μια εποχή που φαίνεται να κυριαρχεί η πνευματική υποκρισία και η άνοδος της ασημαντότητας, ότι σε μια τέτοια εποχή λοιπόν υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται ακολουθώντας την ιδιωτική οδό της δημιουργίας! Καλοδεχούμενο λοιπόν το πνευματικό τέκνο της κ. Ανδρικοπούλου, το οποίο συνταιριάζει ποίηση και ζωγραφική σε ένα επιτυχημένο εκφραστικό ντουέτο.

Μοιάζει με μιαν «έξοδο» αυτό το εγχείρημα, με τη διπλή σημασία της λέξης, όπως αυτή αναπτύσσεται στο ομότιτλο ποίημα:

 

ΕΞΟΔΟΣ

«Ξέχνα απόψε / το πένθος / των καυσαερίων / τη δρομοβόρα / καθήλωση / των αυτοκινήτων / τα προκάτ | πολιτικά συνθήματα / την κουλτουριάρικη / κουλτούρα /της εποχής σου / το άγχος / που μετέτρεψε / το σπίτι σου  σε Μεσολόγγι

για τη ζωή ή το θάνατο | έβγα απόψε / - ούτε το λάθε βιώσας / πια δεν ωφελεί

απόψε / που ήρθαν κατεπάνω σου / εικόνες / τρέμοντα σιντριβάνια / θρύψαλα, ναι, στα πόδια σου / οι μορφές / του τοτεινού καθρέφτη

Ποιος επιτέλους θα το πει / με τι οργή νοσταλγούμε / τις οραματικές αιθρίες / τις καίριες συγχορδίες / καλοκαιριού

κι αυτή την / όλο πιο δύσκολη / χαρά μας

 

Μια έξοδος λοιπόν που παίρνει το χαρακτήρα της κριτικής αντιπαράθεσης της ποιήτριας με τον παρελθόντα χρόνο, μέσα από μια δυναμική αντιμετώπισή του, ξεπερνώντας τις εύκολες συνταγές της στατικότητας. Συνταρακτικό είναι υπό αυτή την έννοια το ποίημα με τίτλο «ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ», στις δύο στροφές του οποίου αντιπαρατίθενται το παρελθόν των χρόνων της αθωότητας με τη συγχρονία του αναστοχασμού για αυτό, η οποία συμπίπτει με το χρόνο συγγραφής:

 

«Αδέξια ήταν όλα | τότε, όσα κάναμε / του έρωτα τα καμώματα / οι λέξεις οι κινήσεις και οι / πράξεις μας | πάντα σε παραζάλη εφευρεμένα / όμως δίχτυ πλατύ / τριγύρω απλώνοντας / τη σιγουριά για την τελειότητα / κάποιας μελλούμενης στιγμής.

Τώρα που την κερδίσαμε / την τεχνική των λέξεων / και των κινήσεων / που αγάλματα θα έπρεπε να στήνουμε / ξεσπάσματα ν’ ακούγονται χαράς / τώρα  ε μ ε ί ς  το ξέρουμε τελειότητα τι είναι / σ’ έναν κόσμο που απόμεινε / χωρίς προεκτάσεις...»

 

Σε αυτόν τον χωρίς προεκτάσεις κόσμο καταλυτική είναι και η λειτουργία μιας υφέρπουσας ειρωνείας, με δόσεις αυτοσαρκασμού, η οποία δίνει μια ιδιαίτερη δύναμη στην αντιπαράθεση, και πάλι, με τον πανδαμάτορα χρόνο, σε έναν διάλογο με τη στέρηση και με το άκαιρα φερμένο, στο ποίημα με τον τίτλο «ΠΡΟΣΠΕΡΝΩΝΤΑΣ»:

 

«Είσαι σαν κάτι να μου χρώσταγε η ζωή / και βιάζεται να μου το δώσει / όσο την παίρνει ο χρόνος· / ευγνωμονώ·/ έπρεπε όμως να σε είχα τότε / που άκουγα τη νύχτα προσπερνώντας / ισόγειους τους ψίθυρους / μιας γκαρσονιέρας στη Σκουφά / τότε που τόσο μού ’λειπες / πολύ πριν σε γνωρίσω· / - τώρα, αργοπορημένε μου / σε χαίρομαι, και απορώ / κι είναι κάπου σα να / μην ξέρω πια τι να σε κάνω.»

 

Θα έπρεπε να αντιγράψω ολόκληρο το βιβλίο για να αποδώσω την ποικιλία ήχων και αναζητήσεων που περικλείει. Δεν ξέρω γιατί και η τελευταία αναφορά μου επικεντρώνεται σε ένα ποίημα προβληματισμού για τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο. Να οφείλεται στα προσωπικά μου ενδιαφέροντα, ή στο γεγονός ότι το ποίημα «ΤΟ ΓΗΡΑΣ» αποτελεί μια δραματική κορύφωση του βιβλίου, στην οποία δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό ο στοχασμός και η αισθητική φόρμα, σε σφικτό εναγκαλισμό;

 

«Ανέκκλητο το γήρας· / κανείς δεν μπορεί να προβλέψει / την άφιξή του· / δεν έχει σχέση με το ημερολόγιο / μ’ ό,τι πιστεύεις ούτε καν / -φαντάσου- με τον τρόπο / που σε κοιτούν οι άλλοι / δεν έχει σχέση με τον εαυτό σου· / μια ξαφνική επιλογή / στοιχείων που συγκέντρωσε η μοίρα / μεσ’ από μι-α-γνωστή σου εμπειρία / να σ’ εξοντώσει·

όταν η μουσική που αγάπησες / -χέρι αόρατο- / σε βγάζει από τον κύκλο της ζωής σου / όταν η μουσική που αγάπησε / -που σε δαμάζει- / σε στήσει στον τοίχο και φωνάξει / πυρ

στον τοίχο που παρήλασε το μέλλον.

Εδώ που πέφτεις /-θα το δεις-

χιονίζει χρόνια!»

Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το εικαστικό υλικό που συνοδεύει κάθε ποίημα, μέρος του οποίου δημιούργησε το χέρι της ποιήτριας. Δεν πρόκειται για στολίδια, αλλά για οδηγίες συν-νάγνωσης.

Η κ. Ανδρικοπούλου, γόνος ελληνικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης η οποία μετεγκαταστάθηκε τη δεκαετία του τριάντα στην Αθήνα, σπούδασε γλυπτική στο Παρίσι. Παρουσίασε έργα της μαζί με τους κυριότερους εκπροσώπους της τότε νέας γενιάς, στα τέλη της ματωμένης δεκαετίας του σαράντα. Παντρεύτηκε με το ζωγράφο και ποιητή Ν. Εγγονόπουλο, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, πριν η ζωή χωρίσει τους δρόμους τους. Εργάστηκε πολλά χρόνια ως ξεναγός, αξιοποιώντας την πολυγλωσσομάθειά της και την πολυδιάστατη παιδεία της. Ίδρυσε και διηύθυνε επί σειρά ετών το «Ήχος και φως», στην Ακρόπολη, προσφορά του Ε.Ο.Τ. προς τους τουρίστες. Μετέφρασε από τα Γερμανικά Φ. Χαίλντερλιν. Π. Τσέλαν και Β. Μπένγιαμιν. Από τα Αγγλικά μετέφρασε διηγήματα του Φόρστερ. Η εις βάθος γλωσσομάθειά της, η βαθιά γνώση της παγκόσμιας λογοτεχνίας και το ποιητικό της χάρισμα δίνουν στο μεταφραστικό της έργο εκφραστική δύναμη και πρωτοτυπία, διαφυλάσσοντας παράλληλα τόσο το περιεχόμενο όσο και τη μορφή του πρωτοτύπου.

Εκφράζουμε την ελπίδα, ότι σύντομα θα δούμε τα ποιήματα της κ. Ανδρικοπούλου σε μια δεύτερη έκδοση, με μεγαλύτερο τιράζ, ώστε να φτάσει στα χέρια περισσότερων φίλων της ποίησης.

Αγαθοκλής Αζέλης

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Η διαύγεια της θολότητας

 Η διαύγεια της θολότητας

 

Εμείς οι ευνοημένοι, που η λάσπη

περιστασιακά

μόνο έως το γόνατο ανέβηκε

παραμερίζουμε συγκαταβατικά ψυχορραγούντες

όταν ξεχύνονται απρόσκλητοι απ’ τις οθόνες μας

και μας διαταράσσουνε τη βραδινή οινοποσία

τη συνοδευτική βαθέως προβληματισμού

για την πορεία του μικρόκοσμού μας.

Παραθερίζουμε σε μια Κάρλα

που ξεβράζει ανθρώπους, τρομάζοντας

παρεπιδημούντα  ψάρια με πλαστικά λέπια

κι αμετανόητους Ιωνάδες στα στομάχια,

προχωράμε ανενόχλητοι, κοιτάμε δίχως όραση,

συλλέγουμε μυγοπόδαρα,

ερίζουμε για το φύλο κορεών και ψύλων

-με τους αγγέλους ξεμπερδέψαμε-

βουλιάζουμε ανεπίγνωστα μέσα στο σκάφανδρο

της βεβαιότητας βαθύτερα στο πλαγκτόν

της μοναχικής μας αυταρέσκειας,

ενώ το οξυγόνο λιγοστεύει

Αυξάνοντας την παρενδυτική μας ευτυχία.

 

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Nelly Sachs, Πάντοτε


Πάντοτε

εκεί που πεθαίνουν παιδιά

τα σιγανότερα πράγματα χάνουν την πατρίδα.

Ο μανδύας του πόνου του άλικου δειλινού

μέσα του τη νύχτα μαυλίζει με θρήνο

Του κότσυφα η σκοτεινή ψυχή -

φυσώντας μικροί άνεμοι πάνω από τρεμουλιαστό γρασίδι

σβήνοντας τα χαλάσματα του φωτός

και σπέρνοντας θάνατο-

Πάντοτε

εκεί που πεθαίνουν παιδιά

καίνε τα πυροπρόσωπα

της νύχτας, μοναχικά στο μυστικό τους-

Και ποιος ξέρει για τους οδοδείκτες

Που στέλνει ο θάνατος:

μυρωδιά του δένδρου της ζωής,

κόκκορα λάλημα που τη μέρα μικραίνει

μαγικό ρολόι απ’ το φαιό του φθινοπώρου

στα παιδικά δωμάτια να οδηγείται μαγεμένο –

κυμάτισμα νερών στην όχθη του σκότους

βουερός, τραβηγμένος ύπνος του χρόνου-

Πάντοτε

εκεί που πεθαίνουν παιδιά

σκεπάζονται οι καθρέφτες από τα κουκλόσπιτα

με μια πνοή,

δεν βλέπουν πια από τις δαχτυλόκουκλες τον χορό

ντυμένες παιδικά αιμοφόρα αγγεία·

ο χορός της σιωπής στέκει

σάμπως αποτραβηγμένος σεληνόκοσμος

σε τηλεσκόπιο.

Πάντοτε

εκεί που πεθαίνουν παιδιά

η πέτρα και το αστέρι

και τόσα όνειρα

χάνουν την πατρίδα.

Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης

Nelly Sachs, Ο Δανιήλ

 

Nelly Sachs, Ο Δανιήλ

 

Ο Δανιήλ με το σήμα του αστεριού

αναδύθηκε από τις πέτρες

στο Ισραήλ.

Εκεί, όπου ο χρόνος έγινε οικείος του θανάτου

ο Δανιήλ ορθώθηκε,

των υψηλών αγγέλων ο συλλέκτης των θραυσμάτων,

φροντιστής του κατεδαφισμένου,

τοποθετώντας το χαμένο κέντρο

ανάμεσα σε αρχή και τέλος.

 

Ο Δανιήλ, που φέρνει ακόμα στο προσκήνιο τα ξεχασμένα όνειρα

πίσω απ’ τα τελευταία λατομεία του λιθάνθρακα.

 

Ο Δανιήλ, που έμαθε στον Βαλτάσαρ να διαβάζει το αίμα,

αυτή τη γραφή των χαμένων πληγών,

που έπιασαν γάγγραινα.

 

Ο Δανιήλ, που περιπλανήθηκε στον λαβύρινθο των δακρύων

μεταξύ δημίου και θύματος,

 

ο Δανιήλ σηκώνει το δάχτυλό του

από το ηλιοβασίλεμα

στο Ισραήλ.


(Α. Α.)

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Nelly Sachs, δύο ποιήματα: Σε αυτόν τον αμέθυστο, Στο γαλάζιο βάθος


 Nelly Sachs, Σε αυτόν τον αμέθυστο

 

Σε αυτόν τον αμέθυστο

είναι αποθηκευμένες οι εποχές της νύχτας

και μια πρώιμη ευφυία του φωτός

άναβε την μελαγχολία

ήταν ακόμη υγρή

κι έκλαιγε

 

Ακόμη λάμπει ο θάνατός σου

Σκληρή βιολέτα

 

 


Στο γαλάζιο βάθος

 

Στο γαλάζιο βάθος,

που βαδίζει η αλλέα με τις κόκκινες μηλιές

με ριζοπόδαρα που πατούν τον ουρανό

αποστάζεται η νοσταλγία

για όλους όσους ζούνε στην κοιλάδα.

 

Ο ήλιος, ξαπλωμένος στου δρόμου την άκρη

με μαγικά ραβδιά

Προσφέρει στήριγμα στους ταξιδιώτες.

 

Αυτοί κοντοστέκονται

στον γυάλινο εφιάλτη,

ενώ ο γρύλλος ξύνει λεπτά

το αόρατο

 

και η πέτρα τη σκόνη του

χορεύοντας σε μουσική μεταμορφώνει.

 


Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

Nelly Sachs (Νέλλη Ζαξ), AX KAI NA ήξερα

Nelly Sachs (Νέλλη Ζαξ)

 

AX KAI NA ήξερα,

Πού αναπαύτηκε το τελευταίο σου βλέμμα.

Ήταν μια πέτρα που πολλές τελευταίες ματιές

Είχε πιει, μέχρι να πέσουν τυφλωμένες

Πάνω στους τυφλούς;

 

Ή μήπως ήταν χώμα,

Αρκετό για να γεμίσει ένα παπούτσι,

Κι είχε κιόλας μαυρίσει

Aπό τόσου αποχωρισμού

Kαι τόσου θανάτου προετοιμασία;

 

Ή μήπως ήταν ο τελευταίος σου δρόμος,

Που σου ‘φερε αποχαιρετισμό  απ’ όλους τους δρόμους

Που είχες περπατήσει;

 

Ένας νερόλακκος, ένα κομμάτι μέταλλο που καθρεφτίζει,

Ίσως η αγκράφα της ζώνης του εχθρού σου,

Ή κάποιος άλλος μικρός μάντης

Τ’ ουρανού;

 

Ή σου έστειλε αυτό το χώμα,

Που δεν αφήνει κανένανε να φύγει δίχως αγάπη,

Έναν οιωνό στον αέρα,

Υπενθυμίζοντας στην ψυχή σου να σπαράξει

στο χιλιοβασανισμένο της κορμί;

 

[Μετάφραση Α. Α.]

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025

Χίλντε Ντομίν ΙΙΙ, Όποιον πετυχαίνει [Ποιήματα στη σκιά του Ολοκαυτώματος]


 Όποιον πετυχαίνει

 

Όποιον πετυχαίνει,

ανυψώνεται

σαν από γιγαντιαίο γερανό

και τον αφήνει κάτω

όπου τίποτα δεν μετράει πια,

όπου κανένας δρόμος

δεν οδηγεί από το χθες στο αύριο.

Τα κουμπιά, τα κοσμήματα και το χρώμα

σκουπίζονται σάμπως με σκούπα

από τα ρούχα του.

Μετά τον γδύνουν

και τον εκθέτουν.

Εχθρικά χέρια

ψηλαφούν τους γοφούς του.

Κάτω από πίεση

βράζει στα δάκρυα

μέχρι η σάρκα

να μαλακώσει στο κόκαλο

όπως στις αργές κουζίνες του χρόνου.

Πιέζεται μέσα από τα λεπτότερα

κόσκινα του πόνου

και μέσα από τα πιο ανελέητα

πανιά στραγγίζεται,

που δεν αφήνουν τίποτα να περάσει

κι ο τελευταίος κόκκος

αυτοεκτίμησης

συγκρατιέται.

Έτσι επιλέγεται

και τιμωρείται

και πρέπει να φάει το χώμα

σε όλες τις λεωφόρους της απάτης

από τα πέλματα όλων των απογοητευμένων,

και επειδή είναι φθινόπωρο

το αίμα του

θα γονιμοποιήσει τα μεγάλα αμπέλια

και θα τα προστατεύσει από τον παγετό.

 

Μερικές φορές, ωστόσο

αν είναι τυχερός,

αλλά δίχως  κάποιο αναγνωρίσιμο

επίτευγμα,

καθώς δεν είναι εκτεθειμένος

για κάποιο αναγνωρίσιμο σφάλμα,

αλλά απλώς επειδή ήταν διαθέσιμος,

συγχωρείται

από την άγνωστη

παντοδύναμη αρχή

όσο υπάρχει ακόμα χρόνος.

Τότε ανακαλύπτεται ξανά

σαν μια χαμένη ήπειρος

ή ένας σταυρός

μετά από αεροπορική επιδρομή

σ’ ένα θαμμένο κελάρι.

Είναι σαν να ορίζονται μελλοντικές διαδρομές:

το πουθενά του

συνδέεται

με το παλιό τοπίο,

σαν ένα βαγόνι

από μια νεκρή σιδηροτροχιά

με ένα τρένο.

Κάτω από την ουρανιοτοξωτή πύλη

τον αναγνωρίζει κι ανοίγει την αγκάλη του

να τον υποδεχτεί

ένα τρυφερό χθες

μια καθορίσιμη ημέρα του ημερολογίου,

που είναι φουσκωμένη με μέλλον.

 

Καμιά γάτα με επτά ζωές,

καμιά σαύρα ή αστερίας,

που το χαμένο τους άκρο

ξαναφυτρώνει,

κανένα τεμαχισμένο σκουλήκι

δεν είναι τόσο σκληρό όσο ο άνθρωπος,

που τον ξαπλώνουν στον ήλιο

αγάπης κι ελπίδας.

Με τα εγκαύματα στο σώμα του

και τις ουλές απ’ τις πληγές

ο φόβος του εξασθενεί.

Το απογυμνωμένο

δέντρο της χαράς του

βγάζει νέους βλαστούς,

ακόμα και ο φλοιός της εμπιστοσύνης

μεγαλώνει σιγά-σιγά ξανά.

Συνηθίζει στην αλλαγμένη

οργωμένη εικόνα

στους καθρέφτες,

λαδώνει το δέρμα του

και περνάει τον περίεργο

αποστεωμένο άνθρωπο

με ένα νέο στρώμα λίπους,

μέχρι να μη μυρίζει πλέον

σε κανέναν παράξενα.

Και εντελώς ανεπαίσθητα,

ίσως σε κάποια αργία

ή σε κάποια γενέθλια,

δεν κάθεται πια

μόνο στην άκρη

της προσφερμένης καρέκλας,

σαν να ετοιμάζεται για φυγή

ή σαν να έχει το έπιπλο

σαρακοφαγωμένα πόδια,

αλλά κάθεται

με τους δικούς του στο τραπέζι

και νιώθει στο σπίτι του

και σχεδόν

ασφαλής

κι απολαμβάνει

τα δώρα

και αγαπάει το δανεικό

πιότερο από μια περιουσία

και κάθε μέρα

είναι γι' αυτόν

ένα εδώ που καταπλήσσει,

τόσο φωτεινά ελαφρύ

και ξεκάθαρα οριοθετημένο

όπως η απόσταση

ανάμεσα στις απλωμένες

φτερούγες

ενός πουλιού που φτερουγίζει.

 

Η τρομερή παύση

της δοκιμασίας

βυθίζεται.

Οι μπάρες

σε όλα τα σύνορα

επιστρέφουν στο φως.

Αλλά η ουσία

του εγώ

είναι τόσο διαφορετική

όπως το μέταλλο που βγαίνει από την υψικάμινο.

Ή σαν να έπεφτε

από τον δέκατο ή τον εικοστό όροφο

- η διαφορά είναι μικρή

στο σάλτο μορτάλε

χωρίς δίχτυ -

στα πόδια του

στη μέση της Τάιμς σκουαίρ

και με το ζόρι

πριν αλλάξει το κόκκινο φανάρι

αποφεύγει τις άκρες των αυτοκινήτων.

Αλλά μια κάποια ελαφρότητα

όπως ενός πουλιού

του

έμεινε.

*

Αλλά εσύ

που τον συναντάς

σε κάθε δρόμο,

εσύ που μοιράζεις τον άρτο μαζί του

σκύψε και χάιδεψε

χωρίς να τα τσακίσεις,

τα τρυφερά βρύα στο έδαφος

ή ένα μικρό ζώο,

χωρίς να ζαρώσει

μπροστά στο χέρι σου.

Βάλε το προστατευτικά

στο κεφάλι ενός παιδιού,

άφησε να το φιλήσει

το τρυφερό στόμα

των αγαπημένων,

ή κράτα το

όπως κάτω από μια κάνουλα

κάτω από τη χρυσή ροή

του απογευματινού ήλιου,

για να γίνει διάφανο

και εντελώς ακατάλληλο

για οποιαδήποτε κίνηση

στην κατασκευή

λαγουμιών με συρματόπλεγμα,

δημόσιων

ή προσωπικών,

και ποτέ να μη φωνάζει

έλα εδώ

όταν ο πανικός

μοιράζει τα τρομερά όπλα του,

και ποτέ

τη μεγάλη σιδερένια

ράβδο να μην κρατήσει,

που διαπερνά την άλλη μορφή

σαν να ήταν  αφρός.

Και ποτέ

κανένα βράδυ,

να μην έρθει στο σπίτι σου

σαν κυνηγόσκυλο

μ’ έναν φασιανό

ή ένα μικρό λαγό

σαν θήραμα του ενστίκτου του

και το δέρμα

ενός εσύ

μην αποθέσει στο τραπέζι.

 

Έτσι,

όταν την ύστερη των ημερών

θα βρίσκεται μπροστά σου

στην κουβέρτα,

σαν ένα χλωμό λουλούδι

τόσο θαμπό

αλλά όχι και τόσο ελαφρύ.

και όχι τόσο αγνό,

αλλά σαν ανθρώπινο χέρι,

που κηλιδώνεται

και πλένεται.

και κηλιδώνεται ξανά,

το ευχαριστείς

και λες

στο καλό,

χέρι μου.

Ήσουν ένα στοργικό

μέλος

ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο.


Σημείωση: Σύμφωνα με την φιλόσοφο Χάννα Άρεντ «δεν μπορούμε ούτε να ξεπεράσουμε το παρελθόν, ούτε να το αναιρέσουμε. Μπορούμε όμως να συμβιβαστούμε με αυτό. Η μορφή με την οποία γίνεται αυτό είναι ο θρήνος που αναδύεται από κάθε μνήμη. [...] Αν υπάρχει οποιαδήποτε «συμφιλίωση» με το παρελθόν, αυτή συνίσταται στην αναδιήγηση όσων συνέβησαν- αλλά ακόμη και αυτή η αναδιήγηση, που διαμορφώνει την ιστορία, δεν λύνει κανένα πρόβλημα ούτε ανακουφίζει κανέναν πόνο, δεν ξεπερνά τελικά τίποτα. Αντίθετα, [...] διεγείρει την επαναλαμβανόμενη αφήγηση. [...] Δεν υπάρχει κανένα νόημα που να μπορεί να αποσπαστεί εντελώς από αυτές τις ιστορίες».