Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Dan Pagis: Μικρό ανθολόγιο


Ευρώπη αργά

 

Βιολιά αιωρούνται στον ουρανό,

και ένα ψάθινο καπέλο. Με συγχωρείτε ,

τι έτος έχουμε;

Τριάντα εννιά και μισό, ακόμα πολύ νωρίς,

Μπορείτε να κλείσετε το

ραδιόφωνο.

Θα ήθελα να σας συστήσω:

την θαλασσινή αύρα, την ψυχή του πάρτι

εξαιρετικά σκανδαλιάρικη,

που στροβιλίζεται με μια φούστα καμπάνα, ποδοπατώντας

τις ανησυχητικές εφημερίδες: τανγκό! τανγκό!

Και το πάρκο μουρμουρίζει:

Ασπάζομαι το λεπτεπίλεπτο χέρι σας, μαντάμ,

το χέρι σας τόσο απαλό και κομψό

σαν γάντι από λευκό σουέτ. Θα δείτε, μαντάμ,

ότι όλα θα πάνε καλά,

απλά παραδεισένια - περιμένετε και θα δείτε.

Όχι, δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί εδώ,

μην ανησυχείτε τόσο - θα δείτε - θα μπορούσε

 


Γραμμένο με μολύβι στο σφραγισμένο βαγόνι

 

εδώ σε τούτη τη μεταφορά

είμαι η Εύα

με τον Άβελ τον γιο μου

αν δείτε τον μεγάλο μου γιο

τον Κάιν τον γιο του Αδάμ

πείτε του ότι εγώ



Το προσκλητήριο


Στέκει, χτυπάει τις μπότες του,

τρίβει τα χέρια του: κρυώνει στο πρωινό αγιάζι,

εργατικός άγγελος, δούλεψε σκληρά για την προαγωγή του.

Ξαφνικά πιστεύει ότι έκανε λάθος: με τεταμένη την προσοχή

μετράει ξανά στο ανοιχτό κατάστιχο

τα κορμιά που τον περιμένουν στο τετράγωνο.

Στρατόπεδο μες στην καρδιά του στρατοπέδου. Μόνο εγώ

δεν είμαι εκεί. Δεν είμαι εκεί, είμαι ένα λάθος,

σβήνω γρήγορα τα μάτια, σβήνω τη σκιά μου.

Δεν πρόκειται να λείψω. Ο λογαριασμός θα βγει σωστός

χωρίς εμένα. Μια για πάντα.

 

 

Οδηγίες για τη διάβαση των συνόρων

 

Φανταστικό πρόσωπο, ξεκίνα. Να το διαβατήριο.

Δεν πρέπει να θυμάσαι.

Πρέπει να ταιριάζεις στην περιγραφή:

τα μάτια σου είναι ήδη γαλανά.

Μη δραπετεύεις μαζί με τις σπίθες

από την καμινάδα της ατμομηχανής.

Είσαι άνθρωπος, κάθεσαι στο βαγόνι – κάθισε άνετα,

φοράς αξιοπρεπές παλτό τώρα, το σώμα είν’ εντάξει,

το νέο όνομα έτοιμο στο λαιμό σου.

Φύγε. Φύγε. Δεν πρέπει να ξεχάσεις.

 

 

Θραύσματα θρήνου για έναν φίλο

 

Σου έκλεισα τα μάτια.

Έβαλα τα χέρια στη θέση τους.

Τα πέλματα των ποδιών σου με κοιτάζουν με οίκτο:

είμαι περιττός.

 Βρίσκω τα χέρια μου,

 τι να κάνω με τα χέρια μου.

 Φοράω το καπέλο,

κουμπώνω το κλειστό παλτό.

 

Το νέο νεκροταφείο είναι ευρύχωρο,

 όλο μέλλον. Από κοντά και μακριά, ασταμάτητα

 το τραγούδι των ψαλτών.

 

Σιωπάς, λίγο αμήχανα: ίσως

 είναι ένας μακρύς αποχαιρετισμός.

 Τα νύχια μεγαλώνουν αργά, κάνουν ειρήνη.

 Η στοματική κοιλότητα δεν αντιμιλά στον δημιουργό της.

 

Τώρα! Τώρα! Γροθιές από χώμα χτυπούν

 στα σανίδια της παγίδας:

 άνοιξέ μας, άνοιξέ μας.

 

 

 Αυτοβιογραφία

 

Πέθανα με τo πρώτo χτύπημα και με έθαψαν

στο βραχώδες χωράφι.

Το κοράκι έδωσε οδηγίες στους γονείς μου

τι να κάνουν.

 

Η οικογένειά μου χαίρει εκτίμησης, κυρίως

εξαιτίας μου.

Ο αδελφός μου εφηύρε τον φόνο,

οι γονείς μου το κλάμα,

εγώ τη σιωπή.

 

Μετά συνέβησαν τα πράγματα που όλοι θυμούνται.

Οι εφευρέσεις μας βελτιώθηκαν. Η μία έφερε την άλλη.

Δόθηκαν διαταγές. Κάποιοι δολοφόνησαν με τον δικό τους τρόπο,

έκλαψαν με τον δικό τους τρόπο.

 

Δεν αναφέρω ονόματα εδώ

από σεβασμό προς τον αναγνώστη,

γιατί αρχικά οι λεπτομέρειες ίσως σοκάρουν,

αλλά τελικά κουράζουν.

 

Εσύ μπορείς να πεθάνεις μία φορά, δύο φορές, ακόμα κι επτά,

αλλά δεν μπορείς να πεθάνεις δεκάδες φορές.

Εγώ μπορώ.

Τα υπόγεια κύτταρά μου φτάνουν παντού.

 

Όταν ο Κάιν άρχισε να εξαπλώνεται στη γη,

άρχισα να εξαπλώνομαι στα σπλάχνο της γης,

κι από καιρό είμαι πιο δυνατός από αυτόν.

Οι στρατιές του λιποτακτούν κι έρχονται μαζί μου,

αλλά ακόμα και αυτό είναι απλώς μια αδύναμη εκδίκηση.

 

 

 Το αναμνηστικό

 

Η γενέτειρά μου, το Ράνταουτς στη Μπουκοβίνα, με

διέγραψε όταν ήμουν δέκα χρονών. Την ίδια

μέρα με ξέχασε, σάμπως νεκρό, κι εγώ την ξέχασα επίσης.

Έτσι άρεσε και στους δυο.

Χθες, μετά από σαράντα χρόνια, μου έστειλε ένα

αναμνηστικό. Σαν μια φορτική θεία, που λόγω του κοινού

αίματος ζητά στοργή κι αγάπη. Μια νέα φωτογραφία, το

τελευταίο χειμερινό πορτρέτο της. Μια άμαξα με κουκούλα περιμένει στην

αυλή. Το άλογο γυρίζει το κεφάλι και κοιτάζει στοργικά

έναν γέρο που κλείνει κάποια πύλη. Μια κηδεία λοιπόν

Δύο μέλη της Χεβρά Καντίσα* απέμειναν:

ο νεκροθάφτης και το άλογο.

Πάντως, μια λαμπρή κηδεία: Τριγύρω, μες στον δυνατό

άνεμο, συνωθούνται χιλιάδες νιφάδες χιονιού, κάθε μία ένα ξεχωριστό αστέρι

με τη μορφή κρυστάλλου. Ακόμα αυτή η ανάγκη

να είναι κάτι ξεχωριστό, ακόμα οι ίδιες ψευδαισθήσεις.

Όλα τα χιονάστερα έχουν την ίδια δομή: έξι

ακίδες, στην πράξη έν’  άστρο του Δαυίδ. Αμέσως όλα

πέφτουν σωρό, συμπιέζονται, άγνωστη μάζα, είναι απλώς

χιόνι. Κάτω από αυτό, η παλιά μου πόλη έχει ετοιμάσει και για μένα έναν τάφο.

 

* Η Χεβρά Καντίσα (Ιερή Αδελφότητα) είναι μια κοινότητα γυναικών και ανδρών στην Εβραϊκή κοινότητα, η οποία μεριμνά για τη διαδικασία της κηδείας.



Προσχέδιο συμφωνίας αποζημίωσης

 

Εντάξει, κύριοι, που φωνάζετε πάντα για το θάνατο και τη καταστροφή,

εσείς οι ενοχλητικοί θαυματουργοί,

ησυχία!

Όλα θα επανέλθουν στη θέση τους.

Η μια παράγραφος μετά την άλλη.

Η κραυγή  στον λαιμό.

Τα χρυσά δόντια στη γνάθο.

Ο τρόμος.

Ο καπνός στην τσίγκινη καμινάδα και πιο βαθιά, πιο βαθιά

στις κοιλότητες των οστών.

Σύντομα θα καλυφθείτε με δέρμα και τένοντες και θα ζείτε,

κοιτάξτε, θα έχετε πίσω τις ζωές σας,

θα κάθεστε στο σαλόνι, θα διαβάζετε την απογευματινή εφημερίδα.

Ορίστε. Όλα στην ώρα τους.

Όσο για το κίτρινο αστέρι: απλά θα

ξεριζωθεί από το στήθος

και θα μεταναστεύσει

στον ουρανό.

 

 

Μαρτυρική κατάθεση 1

 

Όχι, όχι. Ήταν σίγουρα

άνθρωποι. Οι στολές, οι μπότες.

Πώς να το εξηγήσω. Ήταν πλάσματα κατ' εικόνα του.

 



Εγώ ήμουν σκιά.

Είχα άλλον δημιουργό.

 

Και αυτός, στην ευσπλαχνία του, δεν μου άφησε τίποτα που

να μπορεί πια να πεθάνει.

Προσέφυγα σ’ αυτόν, δίχως βάρος

ανοδικά, γαλάζιος,

συμφιλιωμένος, ας πούμε, ζητώντας συγχώρεση:

Καπνός ανερχόμενος προς τον παντοδύναμο καπνό,

δίχως σώμα και δίχως μορφή.


Μετάφραση Α. Α.

 

[Ο Dan  Pagis (1930 -1986), γόνος γερμανοεβραϊκής οικογένειας γεννήθηκε στη Μπουκοβίνα. Επιβίωσε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας και μετά τον πόλεμο μετανάστευσε στην Παλαιστίνη. Σπούδασε και εργάστηκε στο πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ ως καθηγητής εβραϊκής λογοτεχνίας. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους Ισραηλινούς ποιητές και ανέπτυξε προσωπικό ύφος, με ιδιαίτερο γλωσσικό εκλεκτικισμό. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στην ποίησή του το βίωμα του Ολοκαυτώματος. Αξιοσημείωτο είναι ότι η μητρική του γλώσσα ήταν η γερμανική, ενώ εβραϊκά έμαθε σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Μολαταύτα το έργο του το έγραψε στα εβραϊκά, όμως στα χειρόγραφά του έγραφε σημειώσεις στα γερμανικά.]


Σημείωση: Η παρούσα ανάρτηση έγινε αφιλοκερδώς, με στόχο μια πρώτη γνωριμία με το έργο του Dan Pagis.





 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Nelly Sachs: [Όνειρο]



Όνειρο που τον κοιμισμένο κατακλύζεις

έτσι τυλιγμένο σε οράματα
κολυμπά το γράμμα

 

Σπείρα έλλειψη κύκλος
βρέφη θρεμμένα απ’ τον χρόνο
απονεκρωμένα μέλη
σε βασανιστήρια εκρήξεις πολέμους
τιναγμένα
ξανά ανεπτυγμένα –
Σ’ αγαπώ όπως όλα τα περαστικά σύννεφα,
όπως όλους τους ανέμους του κόσμου –

 

Μορφή από σκοτάδι,
που τραυλίζεις αναθρώσκουσα στη φρίκη,
πρόσωπο που αποκρυπτογραφεί τη σκόνη,
σφραγιδόκλειστα σκοτεινά ονόματα
που αντλήθηκαν από πηγάδια
Ουράλια, Θιβέτ, χώρες αρρωστημένες απ’ το λιόγερμα
ψελλίζοντες— πάνω σε σάβανα περιδιαβαίνοντας—
προσκυνητές στην απεραντοσύνη.

 

Ύστερα λευκές κηλίδες, δίχως εικόνες—
ζητιάνοι, το τέλος της φαντασίας, νεκροί

 

Κολάσεις και παράδεισοι
λαξευμένοι μόνο για τη Γη

 

Ποιος πόνος κρέμεται στον Σταυρό του Νότου
τι λογής ταξιδιώτες αστρικών εικόνων
στο δακτυλιοειδές νεφέλωμα της Λύρας

Σε ποιον πλανήτη
το παιχνίδι του Αδάμ και της Εύας
στο κρυφτό απ΄ τον Θεό—

 

Γράμματα,
πού θα τρώγεστε ακόμη, καθημερινή τροφή,
σε ποια αστερόεσσα Πάτμο
των ορθάνοιχτων τάφων;

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Kostas Mavroudis, Die Unsterblichkeit der Hunde.


 

Kostas Mavroudis, Die Unsterblichkeit der Hunde. Geschichten von Fährten und Gefährten. Μετάφραση Έλενα Παλαντζά και κύκλος μεταφραστών LEXIS, Τύμπιγκεν: Schiler & Mücke GbR 2025.

 

Πώς ηχούν λέξεις, κείμενα της μητρικής γλώσσας μεταγραμμένα σε μια ξένη; Και πώς όταν πρόκειται για κείμενα σπουδαίου συγγραφέα μεταγραμμένα σε όχι ακριβώς ξένη, αλλά σε μια γλώσσα με σημαντικό διανοητικό, συναισθηματικό  και βιωματικό συναίσθημα για τον αναγνώστη; Πώς επιδρά η μετατροπή της «Αθανασίας των σκύλων» σε «Unsterblichkeit der Hunde»; Τι παραμένει ίδιο και τι αλλάζει;

Η ανάγνωση της πρόσφατης μετάφρασης του τελευταίου βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή στα γερμανικά προκάλεσε γόνιμα ερωτήματα. Μετάφραση συλλογική, που δείχνει καταρχάς ότι μια λογοτεχνική μετάφραση, μια καλή μετάφραση, μπορεί κάλλιστα να είναι προϊόν συνεργασίας, ειδικά όταν κάποιος στο τέλος επιμελείται την τελική εκδοχή του ύφους. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε μια επιτυχημένη μετάφραση που μετακενώνει τον στοχασμό και την αισθητική του συγγραφέα σε ένα διαφορετικό γλωσσικό σύστημα, το οποίο αποτελεί έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης και πρόσληψης τους κόσμου. Νόος πάντα διεκόσμησεν, ο νους οργάνωσε και ταξινόμησε τον κόσμο, μαθαίνουμε από τους προσωκρατικούς, κι ο νους εκφράζεται μέσω της γλώσσας. Έχοντας όμως πολλές γλώσσες έχουμε πολλές αποτυπώσεις, κι όταν ένα κείμενο, δηλαδή ο κόσμος που αυτό αποτυπώνει, μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες, έχουμε περισσότερες εκδοχές-προσλήψεις του ίδιου κόσμου. Του ίδιου; Είναι ένα ανοιχτό ερώτημα αυτό.

Διαβάζοντας το εξαιρετικό, ευρηματικό βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή στα γερμανικά, είχα την ιδιάζουσα αίσθηση ότι έβλεπα το ίδιο σώμα σε κάπως διαφορετικό ένδυμα, ότι από τη μια οι ιδέες και η αισθητική του πρωτοτύπου διατηρούνται, από την άλλη ότι είναι κι ένα καινούργιο βιβλίο που εμπεριέχει το παλιό. Παράδοξο: το ίδιο κι όμως συνάμα κάπως διαφορετικό, το οποίο όμως δεν αποξενώνει το πρωτότυπο. Αυτό είναι και ένα από τα σημαντικά επιτεύγματα των μεταφραστών, όπως θα καταλάβουν καλύτερα όσοι έχουν αποπειραθεί να μεταφράσουν. Έχω την αίσθηση ότι κάθε γλώσσα οργανώνει διαφορετικά τον κόσμο κι ως εκ τούτου δημιουργεί νέα νοήματα. Δηλαδή κάθε νέα γλώσσα ξεκλειδώνει περαιτέρω δωμάτια της σκέψης, του συναισθήματος, της αισθητικής και της ψυχής. Με άλλα λόγια, η μετάφραση δεν προσφέρει απλώς τη πρόσβαση σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό προς ένα έργο, αλλά δυνητικά προσφέρει περαιτέρω αναγνωστικές εκδοχές για το ίδιο έργο.

Για να ελέγξω τον παραπάνω ισχυρισμό, επιχείρησα μια μετάφραση στα ελληνικά του τελευταίου κειμένου του βιβλίου από τη γερμανική μετάφραση, δηλαδή ένα εγχείρημα διπλής γλωσσικής διαμεσολάβησης. Αυτό που επιπλέον διαπίστωσα ήταν η μεγάλη απομάκρυνση της δικής μου μετάφρασης από το ύφος του διαμεσολαβημένου πρωτοτύπου, απομάκρυνση που σημαίνει και απώλεια νοήματος, κάτι που δεν συμβαίνει στη γερμανική μετάφραση. Ίσως οφείλεται σε δική μου αδυναμία ή και στο βεβιασμένο του εγχειρήματος, όπως και να έχει όμως, ίσως οδηγεί με την ευκαιρία και σε περαιτέρω σκέψεις για μεταφράσεις που δεν γίνονται από την πρωτότυπη γλώσσα αλλά από κάποια άλλη, π.χ. Ντοστογιέφσκι από τα γαλλικά. Παραθέτω στο τέλος αυτού του σημειώματος τη δική μου πρόχειρη απόδοση, μαζί με το πρωτότυπο κείμενο και τη γερμανική μετάφραση, αφήνοντας τον προβληματισμό και τον αντίλογο στην κρίση του αναγνώστη, ο οποίος μπορεί να την αντιπαραβάλει τα κείμενα.

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι η μετάφραση του βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή, μετάφραση καλή και εύστοχη διανοητικά και αισθητικά, πραγματική αναγνωστική απόλαυση,  στο βαθμό που είμαι σε θέση να κρίνω αποτελεί ευκαιρία να γνωρίσει το γερμανόφωνο κοινό μια ελληνική γραφή ευρωπαϊκής εμβέλειας.

 

Υστερόγραφο

1.               Το πρωτότυπο κείμενο

 Τις πρώτες, κιόλας, μέρες που είχα εγκατασταθεί στην Αθήνα (με τη στέρηση, την περιέργεια και τη δειλία της επαρχίας), αν με ρωτούσαν τι μου άρεσε περισσότερο, θα απαντούσα: να ζω ανώνυμος, να μην καταγράφομαι, όπως γινόταν στο περιορισμένο περιβάλλον απ' όπου ερχόμουν. Θα έλεγα ακόμα ότι ήταν άγνωστο και συναρπαστικό το ενδεχόμενο την επόμενη μέρα να μιλώ με κάποιον που χθες αγνοούσα. Η ιστορία είναι σύντομη. Σεπτέμβριος του 1966. Μεσημέρι. Κάποια κυρία κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά, έξω από την πολυκατοικία της όπου έπαιζαν παιδιά, ένα μικρό Γιορκσάιρ που έτρεμε. Θυμάμαι με ακρίβεια τον ήσυχο και πράσινο δρόμο, στο Κολωνάκι. Καθώς περνούσα, μου είπε εμπιστευτικά για το ζώο: «Φοβάται τα κουτσούβελα του θυρωρού. Επέστρεψαν απ' τις διακοπές». Και αμέσως, βλέποντας εκείνον να βγαίνει απ' την πόρτα, συνέχισε σε πιο σίγουρο κώδικα: «Ils sont arrivés, les paysans» [= «κατέφθασαν οι χωριάτες»]. Τόσο μακριά κι ωστόσο όλα στη θέση τους, όπως τα τοπία και τα πρόσωπα σε έναν παλιό πίνακα, όσες φορές κι αν τον δεις: η οδός Ραβινέ· το 1966· το φοβισμένο Γιορκσάιρ, προπάντων βέβαια εκείνη, που μιλώντας για τους «χωριάτες» με καταχωρούσε αναπάντεχα στη δική της πλευρά. Παλαιοί πια, ξαπλωμένοι στις παρυφές ενός μεγάλου σύννεφου, κοιτάζουμε τους γερανούς, τα εργοτάξια, καμιά φορά τις ακτές και τα σκάφη που ταξιδεύουν. Πιο ψηλά περνούν αεροπλάνα χωρίς ήχο. Κάποιος -γραμμένη σε ένα κομμάτι σύννεφο- μου δείχνει μια post mortem σκέψη του χαμογελώντας: «Θα μπορούσα να πω με μια λέξη αυτό που έχει συμβεί». Εγώ του δείχνω μια δική μου: «Η απουσία μας δεν ήταν ο θάνατος όλου του κόσμου».

 

 2.               Η μετάφραση στα γερμανικά

Schon in den ersten Tagen, nachdem ich mich in Athen niedergelassen hatte (mit meinen bescheidenen Mitteln und der ganzen Neugier und Scheu eines Menschen aus der Provinz), hätte ich auf die Frage, was mir am meisten gefiele, geantwortet: anonym zu leben, nicht erfasst zu werden, wie es in der beengten Welt der Fall war, aus der ich kam. Allein die Vorstellung, mit jemandem zu sprechen, den ich tags zuvor noch nicht gekannt hatte, war neu und aufregend, hätte ich noch ergänzt. Die Geschichte ist kurz.

Es war der September 1966, früher Nachmittag. Am Eingang eines Mehrfamilienhauses in Kolonaki -Kinder spielten davor- stand eine Dame mit einem kleinen zitternden Yorkshire Terrier auf dem Arm. Ich erinnere mich noch genau an die ruhige, grüne Straße. Als ich vorbeiging, sagte sie in vertraulichem Ton: «Er fürchtet sich vor den Blagen des Portiers. Sie sind gerade aus den Ferien zurück», und als sie ihn aus der Tür kommen sah, fügte sie rasch hinzu: «Ils sont arrivés, les paysans.» Lange ist es her und doch scheint alles noch an seinem Platz zu sein, wie die Figuren auf alten Gemälden, so oft du sie auch betrachtest: die Raviné-Straße, das Jahr 1966, der furchtsame Terrier und vor allem sie, die mich, indem sie über die «Bauern» sprach, ganz unerwartet auf ihre Seite zog.

Die Jahre gingen hin. Inzwischen selbst nicht mehr von dieser Welt, ausgestreckt auf einer großen Wolke, schauen wir hinab auf Kräne, Baustellen, bisweilen auf Küsten und vorbeiziehende Schiffe. Über uns Flugzeuge, die lautlos dahingleiten. Jemand zeigt mir lächelnd einen Gedanken, der ihm post mortem gekommen war geschrieben auf ein Stückchen Wolke: «Ein Wort genügte mir, um zu sagen, was geschehen ist.» Ich zeige ihm etwas Verwandtes: «Unser Verschwinden bedeutete nicht das Ende der Welt.»

 

3.               Η δική μου αντίστροφη μετάφραση από τα γερμανικά στα ελληνικά.

Tις πρώτες κιόλας μέρες μετά την εγκατάστασή μου στην Αθήνα (με τα πενιχρά μου οικονομικά και όλη την περιέργεια και τη συστολή ενός επαρχιώτη), αν με ρωτούσαν τι μου άρεσε περισσότερο, θα απαντούσα: να ζω ανώνυμα, χωρίς να με παρακολουθούν, όπως συνέβαινε στα στενά όρια του κόσμου από τον οποίο προέρχομαι. Η ιδέα και μόνο να μιλήσω με κάποιον που δεν γνώριζα την προηγούμενη μέρα ήταν καινούργια και συναρπαστική, θα πρόσθετα. Η ιστορία είναι σύντομη.

Ήταν Σεπτέμβριος του 1966, νωρίς το απόγευμα. Στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι -έπαιζαν παιδιά- μια γυναίκα στεκόταν με ένα μικρό, τρεμάμενο Γιορκσάιρ Τεριέ στην αγκαλιά της. Θυμάμαι ακόμα καθαρά τον ήσυχο, δενδροφυτεμένο δρόμο. Καθώς περνούσα, είπε με εμπιστευτικό ύφος: «Φοβάται τα παλιόπαιδα του θυρωρού. Μόλις επέστρεψαν από τις διακοπές». Και όταν τον είδε να βγαίνει από την πόρτα, πρόσθεσε βιαστικά: “Ils sont arrivés, les paysans” . Έχει περάσει πολύς καιρός, κι όμως όλα φαίνονται ακόμα στη θέση τους, σαν τις φιγούρες σε παλιούς πίνακες, όσο συχνά κι αν τις κοιτάς: η οδός Ραβινέ, το έτος 1966, το δειλό τεριέ, και πάνω απ' όλα, εκείνη, που μιλώντας για τους χωριάτες, με κέρδισε εντελώς απροσδόκητα.

Τα χρόνια πέρασαν. Εν τω μεταξύ, χωρίς να ανήκουμε πια σε αυτόν τον κόσμο, ξαπλωμένοι σε ένα μεγάλο σύννεφο, κοιτάμε κάτω γερανούς, εργοτάξια και περιστασιακά ακτές και διερχόμενα πλοία. Από πάνω μας, αεροπλάνα που απομακρύνονται σιωπηλά. Κάποιος, χαμογελώντας, μου δείχνει μια σκέψη που του ήρθε μετά θάνατον -γραμμένη σε ένα κομματάκι σύννεφο: «Μια λέξη μού αρκούσε για να πω τι συνέβη». Του δείχνω κάτι παρόμοιο: «Η εξαφάνισή μας δεν σήμανε το τέλος του κόσμου.


 Αγαθοκλής Αζέλης


 



Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Ρέα Γαλανάκη, Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.


Την 23η έκδοση του ανωτέρω μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη αξιώθηκα να διαβάσω τούτες τις μέρες, στα 20χρονα της εκδοτικής του πορείας. Δεν ξέρω αν θα είχα την αναγκαία ωριμότητα παλιότερα, για να το διαβάσω από την παρούσα οπτική γωνία. Αμφιβάλλω. Πολλά βιβλία έχουν την κατάλληλή τους ώρα και είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή η συγκυρία, όταν συναντώνται κοινές αναζητήσεις του συγγραφέα και του αναγνώστη. Όμως το συγκεκριμένο βιβλίο, ακόμη κι αν το είχα διαβάσει, θα έπρεπε να το ξαναδιαβάσω μετά την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου της συγγραφέως, Εμμανουήλ και Αικατερίνη, καθώς σε αυτό η Γαλανάκη μας ξεναγεί μερικές φορές στο εργαστήρι του συγγραφέα δείχνοντάς μας πώς μετουσιώνει βιώματα, συναισθήματα και στοχασμούς σε συγγραφική ύλη, με συγκεκριμένες αναφορές και στον Αιώνα των Λαβυρίνθων. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που η συγγραφέας μετουσιώνει ενός αιώνα ιστορία σε μυθιστορηματική αφηγηματική ύλη, κατορθώνοντας κάτι κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικό: σε διυποκειμενικά ελέγξιμο ιστορικό πλαίσιο να προσεγγίσει τους ανθρώπους με τρόπο που αδυνατεί να επιτύχει η ακαδημαϊκή ιστορία, καθώς εκείνη μπορεί πολύ καλά να περιγράψει τη δομή και λειτουργία των Λαβυρίνθων της ανθρώπινης ζωής, όμως είναι η λογοτεχνία εκείνη η οποία μας πιάνει από το χέρι κι οδηγεί εμάς τους ίδιους μέσα σε Λαβυρίνθους κανονικούς και όχι προσομοιώσεις, προσφέροντάς μας στο τέλος τη δυνατότητα-πιθανότητα της αυτογνωσίας. Ο παντογνώστης αφηγητής της Γαλανάκη γίνεται στο τέλος εμείς κι εμείς κατασκευάζουμε τη δική μας γενεαλογία, με τα υλικά που μας προσφέρει, βγάζοντάς μας στο τέλος από τους Λαβυρίνθους σε ένα ξέφωτο αναστοχασμού.



Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Hilde Domin: Πρώτη Σειρά


Νεκροταφεία στο τοπίο,

σαν χωράφια σπαρμένα με λουλούδια από πέτρα,

τελική σπορά.

 

Πόλεις-παιχνίδι των νεκρών,

αναγνωρίσιμες απ’ το σαφές τους σχέδιο,

προσκαλούν λαμπρά τον ταξιδιώτη

απ’ το παράθυρο του αεροπλάνου,

που έκπληκτος πασπατεύει το αλεξίπτωτο,

σαν να χώριζε το πουλί από την πέτρα

σε πτώση χωρίς χρονοτριβή.

 

Μάνα, τρυφερά στο φέρετρο

με τον κόκκινο λαιμοδέτη,

λες κι είσαι ξαπλωμένη σε μια βάρκα

και δεν μπορείς να αποπλεύσεις

απ την καρδιά μου.

 

Πατέρα - και εκείνος που τον αντικαθιστά,

 

Αχ, μας εγκαταλείπετε

με μια χειρονομία ανημποριάς,

η γραμμή σας

σπάει.

Ποιοι είμαστε εμείς,

που θα σταθούμε στην πρώτη σειρά

και θ’ αντέξουμε;

Και ποια σύμβολα κρατάμε ψηλά

για ποια συνοδεία;

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Hilde Domin: Απειλητική Πρωτοχρονιά

 

Το πορφυρό θνήσκοντος υακίνθου:

η μελαγχολία φουσκώνει στο στέλεχος,

ο σκοτεινός χυμός του,

στάθμη του θανάτου στην ταξιανθία.

 

Τα Χριστούγεννα πέρασαν,

όλα τα κεριά αποκάηκαν,

κεριού λεκέδες στο τραπεζομάντιλο.

Το παιδί, η Πρωτοχρονιά,

δεν κουνιέται στη φάτνη.

Περιμένουμε το χαμόγελό του,

περιμένουμε το κλάμα του,

κρατάμε την ανάσα μας από το φόβο.

Η νύχτα είναι τόσο υγρή,

τόσο άναστρη,

οι βλαστοί ανθοβολούν,

ο υάκινθος πεθαίνει.

Το θαύμα

—ίσα μια λάμψη στον ορίζοντα—

Περνάει μακριά και φεύγει.

Rose Ausländer: Νυχτερινή μαγεία


Η σελήνη κοκκινίζει

δροσιά διαπερνά τη νύχτα

 

Στον ουρανό

μαγικές ακτίνες από κρύσταλλο

 

Ένα ποίημα

επισκέπτεται τον ποιητή

 

Ένας βουβός θεός

χαρίζει ύπνο

μια περιπλανημένη ιτιά

τραγουδάει στο όνειρο

ακόμη και τα ψάρια τραγουδούν μαζί

γιατί είναι έθιμο

τέτοια νύχτα

να κάνεις το αδύνατο.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Ingeborg Bachmann: Φθινοπωρινές κινήσεις

Δεν λέω: αυτό ήταν χθες. Με χρήματα καλοκαιριού

δίχως αξία στις τσέπες ξαπλώνουμε ξανά

στα άχυρα της χλεύης , στις φθινοπωρινές κινήσεις του χρόνου.

Και τον δρόμο της φυγής για τον νότο δεν τον βρίσκουμε

σαν τα πουλιά. Πέρα, το βράδυ,

περνούν ψαροκάικα και γόνδολες και κάποτε

με βρίσκει ένα θραύσμα ονειροχόρταστου μαρμάρου,

όπου είμ΄ ευάλωτη, απ΄ ομορφιά, στο μάτι.

Στις εφημερίδες διαβάζω πολλά για το κρύο

και τις συνέπειές του, γι’ ανόητους και νεκρούς

για εκτοπισμένους, φονιάδες και μυριάδες

πλάκες πάγου, μα λίγα που μ’ ευχαριστούν.

Γιατί άλλωστε; Στον ζητιάνο που έρχεται το μεσημέρι

κλείνω την πόρτα, γιατί είναι ειρήνη

και μπορούμε ν’ αποφύγουμε τη θέα, όμως όχι

στη βροχή τον θάνατο δίχως χαρά των φύλλων.

Ας κάνουμε ένα ταξίδι! Κάτω από κυπαρίσσια

ή και κάτω από φοινικιές ή σε πορτοκαλιές ας

δούμε μ’ έκπτωση λιογέρματα

απαράμιλλα! Ας λησμονήσουμε τα

αναπάντητα γράμματα στο χθες!

Ο χρόνος κάνει θαύματα. Όμως μας έρχεται άβολα

με το πείσμα της ενοχής: δεν είμαστε σπίτι.

Στης καρδιάς το υπόγειο, άγρυπνη, με βρίσκω ξανά

Στα άχυρα της χλεύης , στις φθινοπωρινές κινήσεις του χρόνου.

Έριχ Φριντ: Τι ήταν αυτό;

Να’ μαι δίχως εσένα

Εντελώς δίχως εσένα

Και σιγανά

ν’ αρχίσω να ξεχνάω

πώς ήτανε μαζί σου

όλο μαζί σου

και μετά μισό

μισό με και μισό δίχως

και στο τέλος

μόνο δίχως

Erich Fried: Αυτή

Τρώει τα παιδιά της

πίνει το αίμα των νεκρών της

κάνει κήρυγμα στους κουφούς

δεν έχει υψηλές αξίες

Ξεχνάει τον δρόμο της

πηγαινοέρχεται σε προδοσίες

από λάθος σε λάθος

kοιμάται στις ήττες

Πως είναι άχρηστη

μαθαίνει κάθε σχολιαρόπαιδο

πως δεν την θέλει ο λαός

το έμαθε και ο λαός

Πως να νικήσει δεν μπορεί

το έδειξαν δέκα φορές

κι αυτοί που το ‘δειξαν

καλά δεν κοιμούνται

Σ’ αυτήν όσοι πιστεύουν

Ενίοτε κουράζονται από αμφιβολίες

κάποιοι που την μισούν

ξέρουν πως έρχεται

Nelly Sachs: Κόσμε

Κόσμε, μη ρωτάς  από τον θάνατο όσους ξεγραπωθήκαν

πού πηγαίνουν,

πορεύονται παντοτινά στον τάφο τους.

Το καλντερίμι της ξένης πόλης

δεν στρώθηκε για μουσική προσφυγικών βημάτων-

τα παράθυρα των σπιτιών, που καθρεφτίζουν μια εποχή της γης

με τις περιπλανώμενες άγιες τράπεζες χάρτινων παραδείσων-

δεν γυαλίστηκαν για μάτια

που ήπιανε τον τρόμο στην πηγή του.

Κόσμε, του χαμογέλιου τη ρυτίδα τους  βαρύ σίδερο εμπύρωσε·

ήθελαν τόσο να΄ ρθουνε σε σένα

για την ομορφιά σου,

όμως στον άπατρι μαραίνονται όλοι οι δρόμοι

όπως τα κομμένα άνθη-

Όμως, στην ξενιτιά αποκτήσαμε

έναν φίλο: τον ήλιο του δειλινού.

Ευλογημένοι από το φως του μαρτυρίου του

είμαστε καλεσμένοι του αντάμα με τη θλίψη μας,

που περπατάει σιμά:

Ένας ψαλμός της νύχτας.

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Rose Ausländer: Εκεί που η σκέψη

 Ψάχνω

το όριο

ανάμεσα

σε σένα κι εμένα

Βελόνες φωτός

μαλλιά

θολές σκιές

Διαπερνούμε ο ένας τον άλλον

εκεί που η σκέψη σπάζει

κανένας

καθρέφτης

δεν μας αντικατοπτρίζει

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Ingeborg Bachmann: Μετά από τούτον τον κατακλυσμό

 Μετά από τούτον τον κατακλυσμό

θα ήθελα το περιστέρι

και μοναχά το περιστέρι

ακόμη μια φορά σωσμένο.

Θα βούλιαζα σε τούτη την θάλασσα

αν δεν ξωπετούσε

αν δεν έφερνε

τελευταία στιγμή το φύλλο.

Ingeborg Bachmann: Όταν κάποιος φεύγει

 Όταν κάποιος φεύγει, πρέπει το καπέλο

με τα κογχύλια που μάζεψε

το καλοκαίρι, στη θάλασσα να ρίξει

και με μαλλιά να πάει ανεμισμένα,

πρέπει το τραπέζι που έστρωνε

στην αγάπη του, να γκρεμίσει στη θάλασσα,

πρέπει το απομεινάρι του κρασιού

μες στο ποτήρι, στη θάλασσα να χύσει,

πρέπει να δώσει στα ψάρια το ψωμί του

και μια σταγόνα αίμα στη θάλασσα να αναμείξει

πρέπει το μαχαίρι του καλά στα κύματα να μπήξει

και να βυθίσει το παπούτσι του,

καρδιά, άγκυρα και σταυρό,

και με μαλλιά να πάει ανεμισμένα!

Τότε θα ξανάρθει.

Πότε;

         Μη ρωτάς.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Hilde Domin: Μη φωνάζεις

 Ακούμπησε το δάχτυλo στο στόμα.

Μη φωνάζεις.

Στάσου

στην άκρη του δρόμου.

Ίσως θα ’πρεπε να ξαπλώσεις

στη σκόνη.

Τότε θα κοιτάς ψηλά στον ουρανό

θα είσαι ένα με το δρόμο,

κι όποιος γυρνά να σε κοιτάξει

μπορεί να φύγει σαν κανένανε να μην αφήνει πίσω.

Είναι πιο εύκολη η φυγή

σαν είσαι ξαπλωμένος, παρά όταν στέκεις,

όταν σιωπάς παρά όταν φωνάζεις.

Κοίτα τα σύννεφα για πέρα πώς τραβάνε.

Να είσαι ταπεινός, τίποτε μην κρατάς σφιχτά.

Διαλύονται.

Κι εσύ είσαι ανάλαφρος.

Κι εσύ διάρκεια δεν θα’ χεις.

Δεν αξίζει να φοβάσαι

την εγκατάλειψη,

όταν πια ο άνεμος σηκώνεται

κι απομακρύνει

το σύννεφο.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Hilde Domin: Δεν μας ακολουθεί κανείς

Δεν μας ακολουθεί κανείς

που θα μιλήσει γι’ αυτό,

κανείς, που το

ημιτελές μας

θα πιάσει και θα το ολοκληρώσει.

Στεκόμαστε σ’ ένα κομμάτι γης

που έχει ήδη αποκοπεί.

Οι σκιές μας πέφτουν

στο κενό.

Δεν στήθηκε καθρέφτης

να κρατήσει την εικόνα μας,

όταν θα έχουμε φύγει.

Οι εικόνες

εκείνων που ήρθαν πριν από εμάς

και είναι ο αέρας στα πνευμόνια μας,

που γέλασαν με το στόμα μας,

που έκλαψαν με τα μάτια μας,

γίνονται σκόνη μαζί μας.

 

Έτσι όπως φεύγουμε

λίγοι έχουν φύγει.

Είναι αδιάφορο

τι γράφουμε ή τι λέμε

μ’ εξαίρεση εσένανε ή εμένα.

Τίποτε απ’ όσα κάνουμε

δεν είναι σπορά που φυτρώνει μετά από εμάς.

Είμαστε φτιαγμένοι εντελώς εφήμεροι,

μόνο γι’ αυτή τη μέρα, τη δική μας.

Οι μέρες που έρχονται,

οι μέρες πίσω απ’ τον ορίζοντα,

ανήκουν σε ανθρώπους που θα είναι διαφορετικοί.

Η δική μας άνοιξη είναι τούτη η άνοιξη,

το δικό μας καλοκαίρι είναι τούτο το καλοκαίρι,

και το δικό μας φθινόπωρο τούτο το φθινόπωρο.

Όταν γυρίζουμε

και βλέπουμε πως είμαστε οι τελευταίοι,

τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών εκείνων που υπήρξαν,

οι πατεράδες κι οι μανάδες

του κανενός,

πως στέκουμε στην άκρη,

σχεδόν σε έναν σβώλο,

που σύντομα θα παρασυρθεί

τότε πρέπει

περισσότερο από τους άλλους

να νιώσουμε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας

καθώς βαδίζουμε,

αυτό το λιγοστό έδαφος

ανάμεσα στο πρωινό και το βράδυ.

Πρέπει να φοράμε λεπτές σόλες

ή να βαδίζουμε ξυπόλητοι.

Ό,τι αγγίζουμε,

να το αγγίζουμε με ανάλαφρο δάχτυλο,

με άγρυπνα ακροδάχτυλα.

Τίποτε απρόσεκτα.

Κάθε φορά είναι η τελευταία

ή θα μπορούσε νά ’ναι.

Το κάνουμε για όλους που ήτανε πριν από μας

και για όλους που μετά από μας

δεν θα το κάνουν

ή θα το κάνουν εντελώς διαφορετικά.

 

Δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε τίποτα

μισοκαμωμένο.

Και δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε μισοάδεια τα ποτήρια

στο τραπέζι μας για τα φαντάσματα.

Πρέπει να είμαστε ακριβείς

τη στιγμή που θα κάνουμε πανιά.

Το πρόσωπό μας γυμνό

χωρίς το βερνίκι

αυτών που έχουν χρόνο

να συνηθίσουν και να ξεσυνηθίσουν.

Όταν το νερό ανέβει γύρω απ’ τα μπαλκόνια μας,

με τις κορφές των δέντρων

ορατές ακόμα κάτω από τ’ αστέρια,

όταν τα σπίτια μας στα βουνά,

φωτισμένα ακόμα,

κινηθούν

και αποπλεύσουνε

σαν νά ’ταν κιβωτοί,

τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι

- σαν κάποιος που πηδά απ’ το παράθυρο –

να θέσουμε το μεγάλο ερώτημα

και ν’ ακούσουμε τη μεγάλη απάντηση.

 

[Μετάφραση: Α.Α.}