Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Kostas Mavroudis, Die Unsterblichkeit der Hunde.


 

Kostas Mavroudis, Die Unsterblichkeit der Hunde. Geschichten von Fährten und Gefährten. Μετάφραση Έλενα Παλαντζά και κύκλος μεταφραστών LEXIS, Τύμπιγκεν: Schiler & Mücke GbR 2025.

 

Πώς ηχούν λέξεις, κείμενα της μητρικής γλώσσας μεταγραμμένα σε μια ξένη; Και πώς όταν πρόκειται για κείμενα σπουδαίου συγγραφέα μεταγραμμένα σε όχι ακριβώς ξένη, αλλά σε μια γλώσσα με σημαντικό διανοητικό, συναισθηματικό  και βιωματικό συναίσθημα για τον αναγνώστη; Πώς επιδρά η μετατροπή της «Αθανασίας των σκύλων» σε «Unsterblichkeit der Hunde»; Τι παραμένει ίδιο και τι αλλάζει;

Η ανάγνωση της πρόσφατης μετάφρασης του τελευταίου βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή στα γερμανικά προκάλεσε γόνιμα ερωτήματα. Μετάφραση συλλογική, που δείχνει καταρχάς ότι μια λογοτεχνική μετάφραση, μια καλή μετάφραση, μπορεί κάλλιστα να είναι προϊόν συνεργασίας, ειδικά όταν κάποιος στο τέλος επιμελείται την τελική εκδοχή του ύφους. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε μια επιτυχημένη μετάφραση που μετακενώνει τον στοχασμό και την αισθητική του συγγραφέα σε ένα διαφορετικό γλωσσικό σύστημα, το οποίο αποτελεί έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης και πρόσληψης τους κόσμου. Νόος πάντα διεκόσμησεν, ο νους οργάνωσε και ταξινόμησε τον κόσμο, μαθαίνουμε από τους προσωκρατικούς, κι ο νους εκφράζεται μέσω της γλώσσας. Έχοντας όμως πολλές γλώσσες έχουμε πολλές αποτυπώσεις, κι όταν ένα κείμενο, δηλαδή ο κόσμος που αυτό αποτυπώνει, μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες, έχουμε περισσότερες εκδοχές-προσλήψεις του ίδιου κόσμου. Του ίδιου; Είναι ένα ανοιχτό ερώτημα αυτό.

Διαβάζοντας το εξαιρετικό, ευρηματικό βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή στα γερμανικά, είχα την ιδιάζουσα αίσθηση ότι έβλεπα το ίδιο σώμα σε κάπως διαφορετικό ένδυμα, ότι από τη μια οι ιδέες και η αισθητική του πρωτοτύπου διατηρούνται, από την άλλη ότι είναι κι ένα καινούργιο βιβλίο που εμπεριέχει το παλιό. Παράδοξο: το ίδιο κι όμως συνάμα κάπως διαφορετικό, το οποίο όμως δεν αποξενώνει το πρωτότυπο. Αυτό είναι και ένα από τα σημαντικά επιτεύγματα των μεταφραστών, όπως θα καταλάβουν καλύτερα όσοι έχουν αποπειραθεί να μεταφράσουν. Έχω την αίσθηση ότι κάθε γλώσσα οργανώνει διαφορετικά τον κόσμο κι ως εκ τούτου δημιουργεί νέα νοήματα. Δηλαδή κάθε νέα γλώσσα ξεκλειδώνει περαιτέρω δωμάτια της σκέψης, του συναισθήματος, της αισθητικής και της ψυχής. Με άλλα λόγια, η μετάφραση δεν προσφέρει απλώς τη πρόσβαση σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό προς ένα έργο, αλλά δυνητικά προσφέρει περαιτέρω αναγνωστικές εκδοχές για το ίδιο έργο.

Για να ελέγξω τον παραπάνω ισχυρισμό, επιχείρησα μια μετάφραση στα ελληνικά του τελευταίου κειμένου του βιβλίου από τη γερμανική μετάφραση, δηλαδή ένα εγχείρημα διπλής γλωσσικής διαμεσολάβησης. Αυτό που επιπλέον διαπίστωσα ήταν η μεγάλη απομάκρυνση της δικής μου μετάφρασης από το ύφος του διαμεσολαβημένου πρωτοτύπου, απομάκρυνση που σημαίνει και απώλεια νοήματος, κάτι που δεν συμβαίνει στη γερμανική μετάφραση. Ίσως οφείλεται σε δική μου αδυναμία ή και στο βεβιασμένο του εγχειρήματος, όπως και να έχει όμως, ίσως οδηγεί με την ευκαιρία και σε περαιτέρω σκέψεις για μεταφράσεις που δεν γίνονται από την πρωτότυπη γλώσσα αλλά από κάποια άλλη, π.χ. Ντοστογιέφσκι από τα γαλλικά. Παραθέτω στο τέλος αυτού του σημειώματος τη δική μου πρόχειρη απόδοση, μαζί με το πρωτότυπο κείμενο και τη γερμανική μετάφραση, αφήνοντας τον προβληματισμό και τον αντίλογο στην κρίση του αναγνώστη, ο οποίος μπορεί να την αντιπαραβάλει τα κείμενα.

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι η μετάφραση του βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή, μετάφραση καλή και εύστοχη διανοητικά και αισθητικά, πραγματική αναγνωστική απόλαυση,  στο βαθμό που είμαι σε θέση να κρίνω αποτελεί ευκαιρία να γνωρίσει το γερμανόφωνο κοινό μια ελληνική γραφή ευρωπαϊκής εμβέλειας.

 

Υστερόγραφο

1.               Το πρωτότυπο κείμενο

 Τις πρώτες, κιόλας, μέρες που είχα εγκατασταθεί στην Αθήνα (με τη στέρηση, την περιέργεια και τη δειλία της επαρχίας), αν με ρωτούσαν τι μου άρεσε περισσότερο, θα απαντούσα: να ζω ανώνυμος, να μην καταγράφομαι, όπως γινόταν στο περιορισμένο περιβάλλον απ' όπου ερχόμουν. Θα έλεγα ακόμα ότι ήταν άγνωστο και συναρπαστικό το ενδεχόμενο την επόμενη μέρα να μιλώ με κάποιον που χθες αγνοούσα. Η ιστορία είναι σύντομη. Σεπτέμβριος του 1966. Μεσημέρι. Κάποια κυρία κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά, έξω από την πολυκατοικία της όπου έπαιζαν παιδιά, ένα μικρό Γιορκσάιρ που έτρεμε. Θυμάμαι με ακρίβεια τον ήσυχο και πράσινο δρόμο, στο Κολωνάκι. Καθώς περνούσα, μου είπε εμπιστευτικά για το ζώο: «Φοβάται τα κουτσούβελα του θυρωρού. Επέστρεψαν απ' τις διακοπές». Και αμέσως, βλέποντας εκείνον να βγαίνει απ' την πόρτα, συνέχισε σε πιο σίγουρο κώδικα: «Ils sont arrivés, les paysans» [= «κατέφθασαν οι χωριάτες»]. Τόσο μακριά κι ωστόσο όλα στη θέση τους, όπως τα τοπία και τα πρόσωπα σε έναν παλιό πίνακα, όσες φορές κι αν τον δεις: η οδός Ραβινέ· το 1966· το φοβισμένο Γιορκσάιρ, προπάντων βέβαια εκείνη, που μιλώντας για τους «χωριάτες» με καταχωρούσε αναπάντεχα στη δική της πλευρά. Παλαιοί πια, ξαπλωμένοι στις παρυφές ενός μεγάλου σύννεφου, κοιτάζουμε τους γερανούς, τα εργοτάξια, καμιά φορά τις ακτές και τα σκάφη που ταξιδεύουν. Πιο ψηλά περνούν αεροπλάνα χωρίς ήχο. Κάποιος -γραμμένη σε ένα κομμάτι σύννεφο- μου δείχνει μια post mortem σκέψη του χαμογελώντας: «Θα μπορούσα να πω με μια λέξη αυτό που έχει συμβεί». Εγώ του δείχνω μια δική μου: «Η απουσία μας δεν ήταν ο θάνατος όλου του κόσμου».

 

 2.               Η μετάφραση στα γερμανικά

Schon in den ersten Tagen, nachdem ich mich in Athen niedergelassen hatte (mit meinen bescheidenen Mitteln und der ganzen Neugier und Scheu eines Menschen aus der Provinz), hätte ich auf die Frage, was mir am meisten gefiele, geantwortet: anonym zu leben, nicht erfasst zu werden, wie es in der beengten Welt der Fall war, aus der ich kam. Allein die Vorstellung, mit jemandem zu sprechen, den ich tags zuvor noch nicht gekannt hatte, war neu und aufregend, hätte ich noch ergänzt. Die Geschichte ist kurz.

Es war der September 1966, früher Nachmittag. Am Eingang eines Mehrfamilienhauses in Kolonaki -Kinder spielten davor- stand eine Dame mit einem kleinen zitternden Yorkshire Terrier auf dem Arm. Ich erinnere mich noch genau an die ruhige, grüne Straße. Als ich vorbeiging, sagte sie in vertraulichem Ton: «Er fürchtet sich vor den Blagen des Portiers. Sie sind gerade aus den Ferien zurück», und als sie ihn aus der Tür kommen sah, fügte sie rasch hinzu: «Ils sont arrivés, les paysans.» Lange ist es her und doch scheint alles noch an seinem Platz zu sein, wie die Figuren auf alten Gemälden, so oft du sie auch betrachtest: die Raviné-Straße, das Jahr 1966, der furchtsame Terrier und vor allem sie, die mich, indem sie über die «Bauern» sprach, ganz unerwartet auf ihre Seite zog.

Die Jahre gingen hin. Inzwischen selbst nicht mehr von dieser Welt, ausgestreckt auf einer großen Wolke, schauen wir hinab auf Kräne, Baustellen, bisweilen auf Küsten und vorbeiziehende Schiffe. Über uns Flugzeuge, die lautlos dahingleiten. Jemand zeigt mir lächelnd einen Gedanken, der ihm post mortem gekommen war geschrieben auf ein Stückchen Wolke: «Ein Wort genügte mir, um zu sagen, was geschehen ist.» Ich zeige ihm etwas Verwandtes: «Unser Verschwinden bedeutete nicht das Ende der Welt.»

 

3.               Η δική μου αντίστροφη μετάφραση από τα γερμανικά στα ελληνικά.

Tις πρώτες κιόλας μέρες μετά την εγκατάστασή μου στην Αθήνα (με τα πενιχρά μου οικονομικά και όλη την περιέργεια και τη συστολή ενός επαρχιώτη), αν με ρωτούσαν τι μου άρεσε περισσότερο, θα απαντούσα: να ζω ανώνυμα, χωρίς να με παρακολουθούν, όπως συνέβαινε στα στενά όρια του κόσμου από τον οποίο προέρχομαι. Η ιδέα και μόνο να μιλήσω με κάποιον που δεν γνώριζα την προηγούμενη μέρα ήταν καινούργια και συναρπαστική, θα πρόσθετα. Η ιστορία είναι σύντομη.

Ήταν Σεπτέμβριος του 1966, νωρίς το απόγευμα. Στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι -έπαιζαν παιδιά- μια γυναίκα στεκόταν με ένα μικρό, τρεμάμενο Γιορκσάιρ Τεριέ στην αγκαλιά της. Θυμάμαι ακόμα καθαρά τον ήσυχο, δενδροφυτεμένο δρόμο. Καθώς περνούσα, είπε με εμπιστευτικό ύφος: «Φοβάται τα παλιόπαιδα του θυρωρού. Μόλις επέστρεψαν από τις διακοπές». Και όταν τον είδε να βγαίνει από την πόρτα, πρόσθεσε βιαστικά: “Ils sont arrivés, les paysans” . Έχει περάσει πολύς καιρός, κι όμως όλα φαίνονται ακόμα στη θέση τους, σαν τις φιγούρες σε παλιούς πίνακες, όσο συχνά κι αν τις κοιτάς: η οδός Ραβινέ, το έτος 1966, το δειλό τεριέ, και πάνω απ' όλα, εκείνη, που μιλώντας για τους χωριάτες, με κέρδισε εντελώς απροσδόκητα.

Τα χρόνια πέρασαν. Εν τω μεταξύ, χωρίς να ανήκουμε πια σε αυτόν τον κόσμο, ξαπλωμένοι σε ένα μεγάλο σύννεφο, κοιτάμε κάτω γερανούς, εργοτάξια και περιστασιακά ακτές και διερχόμενα πλοία. Από πάνω μας, αεροπλάνα που απομακρύνονται σιωπηλά. Κάποιος, χαμογελώντας, μου δείχνει μια σκέψη που του ήρθε μετά θάνατον -γραμμένη σε ένα κομματάκι σύννεφο: «Μια λέξη μού αρκούσε για να πω τι συνέβη». Του δείχνω κάτι παρόμοιο: «Η εξαφάνισή μας δεν σήμανε το τέλος του κόσμου.


 Αγαθοκλής Αζέλης


 



Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Ρέα Γαλανάκη, Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.


Την 23η έκδοση του ανωτέρω μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη αξιώθηκα να διαβάσω τούτες τις μέρες, στα 20χρονα της εκδοτικής του πορείας. Δεν ξέρω αν θα είχα την αναγκαία ωριμότητα παλιότερα, για να το διαβάσω από την παρούσα οπτική γωνία. Αμφιβάλλω. Πολλά βιβλία έχουν την κατάλληλή τους ώρα και είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή η συγκυρία, όταν συναντώνται κοινές αναζητήσεις του συγγραφέα και του αναγνώστη. Όμως το συγκεκριμένο βιβλίο, ακόμη κι αν το είχα διαβάσει, θα έπρεπε να το ξαναδιαβάσω μετά την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου της συγγραφέως, Εμμανουήλ και Αικατερίνη, καθώς σε αυτό η Γαλανάκη μας ξεναγεί μερικές φορές στο εργαστήρι του συγγραφέα δείχνοντάς μας πώς μετουσιώνει βιώματα, συναισθήματα και στοχασμούς σε συγγραφική ύλη, με συγκεκριμένες αναφορές και στον Αιώνα των Λαβυρίνθων. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που η συγγραφέας μετουσιώνει ενός αιώνα ιστορία σε μυθιστορηματική αφηγηματική ύλη, κατορθώνοντας κάτι κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικό: σε διυποκειμενικά ελέγξιμο ιστορικό πλαίσιο να προσεγγίσει τους ανθρώπους με τρόπο που αδυνατεί να επιτύχει η ακαδημαϊκή ιστορία, καθώς εκείνη μπορεί πολύ καλά να περιγράψει τη δομή και λειτουργία των Λαβυρίνθων της ανθρώπινης ζωής, όμως είναι η λογοτεχνία εκείνη η οποία μας πιάνει από το χέρι κι οδηγεί εμάς τους ίδιους μέσα σε Λαβυρίνθους κανονικούς και όχι προσομοιώσεις, προσφέροντάς μας στο τέλος τη δυνατότητα-πιθανότητα της αυτογνωσίας. Ο παντογνώστης αφηγητής της Γαλανάκη γίνεται στο τέλος εμείς κι εμείς κατασκευάζουμε τη δική μας γενεαλογία, με τα υλικά που μας προσφέρει, βγάζοντάς μας στο τέλος από τους Λαβυρίνθους σε ένα ξέφωτο αναστοχασμού.



Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Πρώτη Σειρά


Νεκροταφεία στο τοπίο,

σαν χωράφια σπαρμένα με λουλούδια από πέτρα,

τελική σπορά.

 

Πόλεις-παιχνίδι των νεκρών,

αναγνωρίσιμες απ’ το σαφές τους σχέδιο,

προσκαλούν λαμπρά τον ταξιδιώτη

απ’ το παράθυρο του αεροπλάνου,

που έκπληκτος πασπατεύει το αλεξίπτωτο,

σαν να χώριζε το πουλί από την πέτρα

σε πτώση χωρίς χρονοτριβή.

 

Μάνα, τρυφερά στο φέρετρο

με τον κόκκινο λαιμοδέτη,

λες κι είσαι ξαπλωμένη σε μια βάρκα

και δεν μπορείς να αποπλεύσεις

απ την καρδιά μου.

 

Πατέρα - και εκείνος που τον αντικαθιστά,

 

Αχ, μας εγκαταλείπετε

με μια χειρονομία ανημποριάς,

η γραμμή σας

σπάει.

Ποιοι είμαστε εμείς,

που θα σταθούμε στην πρώτη σειρά

και θ’ αντέξουμε;

Και ποια σύμβολα κρατάμε ψηλά

για ποια συνοδεία;

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Hilde Domin: Απειλητική Πρωτοχρονιά

 

Το πορφυρό θνήσκοντος υακίνθου:

η μελαγχολία φουσκώνει στο στέλεχος,

ο σκοτεινός χυμός του,

στάθμη του θανάτου στην ταξιανθία.

 

Τα Χριστούγεννα πέρασαν,

όλα τα κεριά αποκάηκαν,

κεριού λεκέδες στο τραπεζομάντιλο.

Το παιδί, η Πρωτοχρονιά,

δεν κουνιέται στη φάτνη.

Περιμένουμε το χαμόγελό του,

περιμένουμε το κλάμα του,

κρατάμε την ανάσα μας από το φόβο.

Η νύχτα είναι τόσο υγρή,

τόσο άναστρη,

οι βλαστοί ανθοβολούν,

ο υάκινθος πεθαίνει.

Το θαύμα

—ίσα μια λάμψη στον ορίζοντα—

Περνάει μακριά και φεύγει.

Rose Ausländer: Νυχτερινή μαγεία


Η σελήνη κοκκινίζει

δροσιά διαπερνά τη νύχτα

 

Στον ουρανό

μαγικές ακτίνες από κρύσταλλο

 

Ένα ποίημα

επισκέπτεται τον ποιητή

 

Ένας βουβός θεός

χαρίζει ύπνο

μια περιπλανημένη ιτιά

τραγουδάει στο όνειρο

ακόμη και τα ψάρια τραγουδούν μαζί

γιατί είναι έθιμο

τέτοια νύχτα

να κάνεις το αδύνατο.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Ingeborg Bachmann: Φθινοπωρινές κινήσεις

Δεν λέω: αυτό ήταν χθες. Με χρήματα καλοκαιριού

δίχως αξία στις τσέπες ξαπλώνουμε ξανά

στα άχυρα της χλεύης , στις φθινοπωρινές κινήσεις του χρόνου.

Και τον δρόμο της φυγής για τον νότο δεν τον βρίσκουμε

σαν τα πουλιά. Πέρα, το βράδυ,

περνούν ψαροκάικα και γόνδολες και κάποτε

με βρίσκει ένα θραύσμα ονειροχόρταστου μαρμάρου,

όπου είμ΄ ευάλωτη, απ΄ ομορφιά, στο μάτι.

Στις εφημερίδες διαβάζω πολλά για το κρύο

και τις συνέπειές του, γι’ ανόητους και νεκρούς

για εκτοπισμένους, φονιάδες και μυριάδες

πλάκες πάγου, μα λίγα που μ’ ευχαριστούν.

Γιατί άλλωστε; Στον ζητιάνο που έρχεται το μεσημέρι

κλείνω την πόρτα, γιατί είναι ειρήνη

και μπορούμε ν’ αποφύγουμε τη θέα, όμως όχι

στη βροχή τον θάνατο δίχως χαρά των φύλλων.

Ας κάνουμε ένα ταξίδι! Κάτω από κυπαρίσσια

ή και κάτω από φοινικιές ή σε πορτοκαλιές ας

δούμε μ’ έκπτωση λιογέρματα

απαράμιλλα! Ας λησμονήσουμε τα

αναπάντητα γράμματα στο χθες!

Ο χρόνος κάνει θαύματα. Όμως μας έρχεται άβολα

με το πείσμα της ενοχής: δεν είμαστε σπίτι.

Στης καρδιάς το υπόγειο, άγρυπνη, με βρίσκω ξανά

Στα άχυρα της χλεύης , στις φθινοπωρινές κινήσεις του χρόνου.

Έριχ Φριντ: Τι ήταν αυτό;

Να’ μαι δίχως εσένα

Εντελώς δίχως εσένα

Και σιγανά

ν’ αρχίσω να ξεχνάω

πώς ήτανε μαζί σου

όλο μαζί σου

και μετά μισό

μισό με και μισό δίχως

και στο τέλος

μόνο δίχως

Erich Fried: Αυτή

Τρώει τα παιδιά της

πίνει το αίμα των νεκρών της

κάνει κήρυγμα στους κουφούς

δεν έχει υψηλές αξίες

Ξεχνάει τον δρόμο της

πηγαινοέρχεται σε προδοσίες

από λάθος σε λάθος

kοιμάται στις ήττες

Πως είναι άχρηστη

μαθαίνει κάθε σχολιαρόπαιδο

πως δεν την θέλει ο λαός

το έμαθε και ο λαός

Πως να νικήσει δεν μπορεί

το έδειξαν δέκα φορές

κι αυτοί που το ‘δειξαν

καλά δεν κοιμούνται

Σ’ αυτήν όσοι πιστεύουν

Ενίοτε κουράζονται από αμφιβολίες

κάποιοι που την μισούν

ξέρουν πως έρχεται

Nelly Sachs: Κόσμε

Κόσμε, μη ρωτάς  από τον θάνατο όσους ξεγραπωθήκαν

πού πηγαίνουν,

πορεύονται παντοτινά στον τάφο τους.

Το καλντερίμι της ξένης πόλης

δεν στρώθηκε για μουσική προσφυγικών βημάτων-

τα παράθυρα των σπιτιών, που καθρεφτίζουν μια εποχή της γης

με τις περιπλανώμενες άγιες τράπεζες χάρτινων παραδείσων-

δεν γυαλίστηκαν για μάτια

που ήπιανε τον τρόμο στην πηγή του.

Κόσμε, του χαμογέλιου τη ρυτίδα τους  βαρύ σίδερο εμπύρωσε·

ήθελαν τόσο να΄ ρθουνε σε σένα

για την ομορφιά σου,

όμως στον άπατρι μαραίνονται όλοι οι δρόμοι

όπως τα κομμένα άνθη-

Όμως, στην ξενιτιά αποκτήσαμε

έναν φίλο: τον ήλιο του δειλινού.

Ευλογημένοι από το φως του μαρτυρίου του

είμαστε καλεσμένοι του αντάμα με τη θλίψη μας,

που περπατάει σιμά:

Ένας ψαλμός της νύχτας.

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Rose Ausländer: Εκεί που η σκέψη

 Ψάχνω

το όριο

ανάμεσα

σε σένα κι εμένα

Βελόνες φωτός

μαλλιά

θολές σκιές

Διαπερνούμε ο ένας τον άλλον

εκεί που η σκέψη σπάζει

κανένας

καθρέφτης

δεν μας αντικατοπτρίζει

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Ingeborg Bachmann: Μετά από τούτον τον κατακλυσμό

 Μετά από τούτον τον κατακλυσμό

θα ήθελα το περιστέρι

και μοναχά το περιστέρι

ακόμη μια φορά σωσμένο.

Θα βούλιαζα σε τούτη την θάλασσα

αν δεν ξωπετούσε

αν δεν έφερνε

τελευταία στιγμή το φύλλο.

Ingeborg Bachmann: Όταν κάποιος φεύγει

 Όταν κάποιος φεύγει, πρέπει το καπέλο

με τα κογχύλια που μάζεψε

το καλοκαίρι, στη θάλασσα να ρίξει

και με μαλλιά να πάει ανεμισμένα,

πρέπει το τραπέζι που έστρωνε

στην αγάπη του, να γκρεμίσει στη θάλασσα,

πρέπει το απομεινάρι του κρασιού

μες στο ποτήρι, στη θάλασσα να χύσει,

πρέπει να δώσει στα ψάρια το ψωμί του

και μια σταγόνα αίμα στη θάλασσα να αναμείξει

πρέπει το μαχαίρι του καλά στα κύματα να μπήξει

και να βυθίσει το παπούτσι του,

καρδιά, άγκυρα και σταυρό,

και με μαλλιά να πάει ανεμισμένα!

Τότε θα ξανάρθει.

Πότε;

         Μη ρωτάς.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Hilde Domin: Μη φωνάζεις

 Ακούμπησε το δάχτυλo στο στόμα.

Μη φωνάζεις.

Στάσου

στην άκρη του δρόμου.

Ίσως θα ’πρεπε να ξαπλώσεις

στη σκόνη.

Τότε θα κοιτάς ψηλά στον ουρανό

θα είσαι ένα με το δρόμο,

κι όποιος γυρνά να σε κοιτάξει

μπορεί να φύγει σαν κανένανε να μην αφήνει πίσω.

Είναι πιο εύκολη η φυγή

σαν είσαι ξαπλωμένος, παρά όταν στέκεις,

όταν σιωπάς παρά όταν φωνάζεις.

Κοίτα τα σύννεφα για πέρα πώς τραβάνε.

Να είσαι ταπεινός, τίποτε μην κρατάς σφιχτά.

Διαλύονται.

Κι εσύ είσαι ανάλαφρος.

Κι εσύ διάρκεια δεν θα’ χεις.

Δεν αξίζει να φοβάσαι

την εγκατάλειψη,

όταν πια ο άνεμος σηκώνεται

κι απομακρύνει

το σύννεφο.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Hilde Domin: Δεν μας ακολουθεί κανείς

Δεν μας ακολουθεί κανείς

που θα μιλήσει γι’ αυτό,

κανείς, που το

ημιτελές μας

θα πιάσει και θα το ολοκληρώσει.

Στεκόμαστε σ’ ένα κομμάτι γης

που έχει ήδη αποκοπεί.

Οι σκιές μας πέφτουν

στο κενό.

Δεν στήθηκε καθρέφτης

να κρατήσει την εικόνα μας,

όταν θα έχουμε φύγει.

Οι εικόνες

εκείνων που ήρθαν πριν από εμάς

και είναι ο αέρας στα πνευμόνια μας,

που γέλασαν με το στόμα μας,

που έκλαψαν με τα μάτια μας,

γίνονται σκόνη μαζί μας.

 

Έτσι όπως φεύγουμε

λίγοι έχουν φύγει.

Είναι αδιάφορο

τι γράφουμε ή τι λέμε

μ’ εξαίρεση εσένανε ή εμένα.

Τίποτε απ’ όσα κάνουμε

δεν είναι σπορά που φυτρώνει μετά από εμάς.

Είμαστε φτιαγμένοι εντελώς εφήμεροι,

μόνο γι’ αυτή τη μέρα, τη δική μας.

Οι μέρες που έρχονται,

οι μέρες πίσω απ’ τον ορίζοντα,

ανήκουν σε ανθρώπους που θα είναι διαφορετικοί.

Η δική μας άνοιξη είναι τούτη η άνοιξη,

το δικό μας καλοκαίρι είναι τούτο το καλοκαίρι,

και το δικό μας φθινόπωρο τούτο το φθινόπωρο.

Όταν γυρίζουμε

και βλέπουμε πως είμαστε οι τελευταίοι,

τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών εκείνων που υπήρξαν,

οι πατεράδες κι οι μανάδες

του κανενός,

πως στέκουμε στην άκρη,

σχεδόν σε έναν σβώλο,

που σύντομα θα παρασυρθεί

τότε πρέπει

περισσότερο από τους άλλους

να νιώσουμε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας

καθώς βαδίζουμε,

αυτό το λιγοστό έδαφος

ανάμεσα στο πρωινό και το βράδυ.

Πρέπει να φοράμε λεπτές σόλες

ή να βαδίζουμε ξυπόλητοι.

Ό,τι αγγίζουμε,

να το αγγίζουμε με ανάλαφρο δάχτυλο,

με άγρυπνα ακροδάχτυλα.

Τίποτε απρόσεκτα.

Κάθε φορά είναι η τελευταία

ή θα μπορούσε νά ’ναι.

Το κάνουμε για όλους που ήτανε πριν από μας

και για όλους που μετά από μας

δεν θα το κάνουν

ή θα το κάνουν εντελώς διαφορετικά.

 

Δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε τίποτα

μισοκαμωμένο.

Και δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε μισοάδεια τα ποτήρια

στο τραπέζι μας για τα φαντάσματα.

Πρέπει να είμαστε ακριβείς

τη στιγμή που θα κάνουμε πανιά.

Το πρόσωπό μας γυμνό

χωρίς το βερνίκι

αυτών που έχουν χρόνο

να συνηθίσουν και να ξεσυνηθίσουν.

Όταν το νερό ανέβει γύρω απ’ τα μπαλκόνια μας,

με τις κορφές των δέντρων

ορατές ακόμα κάτω από τ’ αστέρια,

όταν τα σπίτια μας στα βουνά,

φωτισμένα ακόμα,

κινηθούν

και αποπλεύσουνε

σαν νά ’ταν κιβωτοί,

τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι

- σαν κάποιος που πηδά απ’ το παράθυρο –

να θέσουμε το μεγάλο ερώτημα

και ν’ ακούσουμε τη μεγάλη απάντηση.

 

[Μετάφραση: Α.Α.}

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Επιστροφή του ασώτου


 Σκάβοντας για δημόσια έργα

Ανέτειλαν των γονιών μας τα κρυμμένα

Είδαμε στις ειδήσεις

Ξεδιάντροπα ξεσκέπαστα κλινήρεις

Σκελετούς με τρύπες από σφαίρες

Όχι σαν τους δεσμώτες του Φαλήρου

Ελεύθερα πεσόντες του Επταπυργίου*

Εκτελεσμένους και ανώνυμα παραχωμένους

Να μην αφήσουν ίχνη, το αίμα τους

Δίκαιο ή άδικο σιωπηρά να μας στοιχειώνει

Πάνω τους κάναν βόλτα οι περαστικοί

Έδιναν ραντεβού τα ζευγαράκια

Φύτρωνε χλόη, θάμνων ριζώματα

Λίπαινε η ανυπαρξία τους

Ένας φορούσε γυναικείο υπόδημα

-διεκδικούσε και ο θάνατος ποσόστωση-

Η φρίκη μας κράτησε λίγο

Οι εκτελεσμένοι στις αυλές μας είναι ντεμοντέ

Μα ούτε χρόνο έχουμε για τέτοια

Τροχίζουμε καλά προσηλωμένοι

Τους λόγους νέας αδελφοβορίας.


A. A.

https://www.kathimerini.gr/society/563512570/thessaloniki-entopistikan-omadikoi-tafoi-apo-to-emfylio/


Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Υπο-θέσεις

Αν, … τότε θα

Ισχυρίζεται με βεβαιότητα η επιστήμη

Ή έστω ότι, τότε …

Εναλλακτικές διατύπωσης ασφαλών συμπερασμάτων

Που λησμονούν τη σαθρότητα των υποθέσεων

Όμως εκείνες προσφέρουν σταθερότητα

Στην ανασφάλεια των ασταθών δεδομένων

Όσο περνάει ο καιρός

Τόσο πιο ακίνητα δείχνουν τα αιωρούμενα

Τόσο πιο αληθινό το πλασματικό

Όσο περνάει ο καιρός

Και τσιμεντώνεται η μοναξιά

Όσο περνάει ο καιρός

Κάνοντας αδιαπέραστη τη λήθη

Τόσο στερεοποιείται σε κατάσταση η σκέψη

Τόσο δικαιώνεται η άρνηση

Του ποταμού του Ηράκλειτου

Βάζοντας τις όχθες να κυλάνε

Ενώ η κοίτη στήλη άλατος

Τις ξεπροβοδίζει.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Καιρός του θερίζειν…

 

Κάποτε ο λόγος της γεωγραφίας

κυριολεκτεί μεταφορικώς,

όπως στη Γάζα καλή ώρα,

που την απλώνουν -αιμοστατική;-

στο πληγιασμένο σώμα της

παλαιστινιακής ριβιέρας

-της γαζωμένης ανθρωπότητας καλύτερα-

από του τεχνικού πολιτισμού

τα επιτεύγματα.

 

Ανθρώπινες κουκίδες φαίνονται

από μακριά,

να σαβανώνουνε το σκήνωμα

του φαντασιακού πολιτισμού μας.

Οι φιλαρμονικές του συρρικνώνουν

τις δυσαρμονίες των οργάνων τους,

την ώρα που άλλα όργανα ορεκτικά

καταμεσήμερα γίνονται των κοράκων.

 

Στο μεταξύ αλλεπάλληλες γενιές

ναυλοχούν στην όχθη του Αχέροντα,

πληρώνοντας για κόμιστρο στον κωπηλάτη

με αρμαθιές ξεψυχισμάτων στοναχές.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Νέλλη Ανδρικοπούλου, Νοοπαίγνια, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2001(;)


 Νέλλη Ανδρικοπούλου, Νοοπαίγνια, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2001(;)

2η έκδοση, χωρίς το εικαστικό υλικό, ΑΓΡΑ, Αθήνα 2005.




 

[Η βιβλιοπαρουσίαση που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην ΕΡΕΥΝΑ Τρικάλων στις 10-04-2001 και αναφέρεται στην πρώτη, ιδιωτική έκδοση του βιβλίου. Φέρει τα χαρακτηριστικά του λόγου και της σκέψης μου, όπως αυτά εκφράζονταν πριν σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα.

Πώς να προσπεράσει κανείς το γεγονός ότι εν έτει 2000, ανάμεσα στους αμμόλοφους της δημοσιομανίας μιας απερημωμένης πνευματικής ζωής, μιας πνευματικής ζωής της οποίας ο ρόγχος μόλις ακούγεται κάτω από τα πυρά της «τέχνης» του εφήμερου, σε μια εποχή που φαίνεται να κυριαρχεί η πνευματική υποκρισία και η άνοδος της ασημαντότητας, ότι σε μια τέτοια εποχή λοιπόν υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται ακολουθώντας την ιδιωτική οδό της δημιουργίας! Καλοδεχούμενο λοιπόν το πνευματικό τέκνο της κ. Ανδρικοπούλου, το οποίο συνταιριάζει ποίηση και ζωγραφική σε ένα επιτυχημένο εκφραστικό ντουέτο.

Μοιάζει με μιαν «έξοδο» αυτό το εγχείρημα, με τη διπλή σημασία της λέξης, όπως αυτή αναπτύσσεται στο ομότιτλο ποίημα:

 

ΕΞΟΔΟΣ

«Ξέχνα απόψε / το πένθος / των καυσαερίων / τη δρομοβόρα / καθήλωση / των αυτοκινήτων / τα προκάτ | πολιτικά συνθήματα / την κουλτουριάρικη / κουλτούρα /της εποχής σου / το άγχος / που μετέτρεψε / το σπίτι σου  σε Μεσολόγγι

για τη ζωή ή το θάνατο | έβγα απόψε / - ούτε το λάθε βιώσας / πια δεν ωφελεί

απόψε / που ήρθαν κατεπάνω σου / εικόνες / τρέμοντα σιντριβάνια / θρύψαλα, ναι, στα πόδια σου / οι μορφές / του τοτεινού καθρέφτη

Ποιος επιτέλους θα το πει / με τι οργή νοσταλγούμε / τις οραματικές αιθρίες / τις καίριες συγχορδίες / καλοκαιριού

κι αυτή την / όλο πιο δύσκολη / χαρά μας

 

Μια έξοδος λοιπόν που παίρνει το χαρακτήρα της κριτικής αντιπαράθεσης της ποιήτριας με τον παρελθόντα χρόνο, μέσα από μια δυναμική αντιμετώπισή του, ξεπερνώντας τις εύκολες συνταγές της στατικότητας. Συνταρακτικό είναι υπό αυτή την έννοια το ποίημα με τίτλο «ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ», στις δύο στροφές του οποίου αντιπαρατίθενται το παρελθόν των χρόνων της αθωότητας με τη συγχρονία του αναστοχασμού για αυτό, η οποία συμπίπτει με το χρόνο συγγραφής:

 

«Αδέξια ήταν όλα | τότε, όσα κάναμε / του έρωτα τα καμώματα / οι λέξεις οι κινήσεις και οι / πράξεις μας | πάντα σε παραζάλη εφευρεμένα / όμως δίχτυ πλατύ / τριγύρω απλώνοντας / τη σιγουριά για την τελειότητα / κάποιας μελλούμενης στιγμής.

Τώρα που την κερδίσαμε / την τεχνική των λέξεων / και των κινήσεων / που αγάλματα θα έπρεπε να στήνουμε / ξεσπάσματα ν’ ακούγονται χαράς / τώρα  ε μ ε ί ς  το ξέρουμε τελειότητα τι είναι / σ’ έναν κόσμο που απόμεινε / χωρίς προεκτάσεις...»

 

Σε αυτόν τον χωρίς προεκτάσεις κόσμο καταλυτική είναι και η λειτουργία μιας υφέρπουσας ειρωνείας, με δόσεις αυτοσαρκασμού, η οποία δίνει μια ιδιαίτερη δύναμη στην αντιπαράθεση, και πάλι, με τον πανδαμάτορα χρόνο, σε έναν διάλογο με τη στέρηση και με το άκαιρα φερμένο, στο ποίημα με τον τίτλο «ΠΡΟΣΠΕΡΝΩΝΤΑΣ»:

 

«Είσαι σαν κάτι να μου χρώσταγε η ζωή / και βιάζεται να μου το δώσει / όσο την παίρνει ο χρόνος· / ευγνωμονώ·/ έπρεπε όμως να σε είχα τότε / που άκουγα τη νύχτα προσπερνώντας / ισόγειους τους ψίθυρους / μιας γκαρσονιέρας στη Σκουφά / τότε που τόσο μού ’λειπες / πολύ πριν σε γνωρίσω· / - τώρα, αργοπορημένε μου / σε χαίρομαι, και απορώ / κι είναι κάπου σα να / μην ξέρω πια τι να σε κάνω.»

 

Θα έπρεπε να αντιγράψω ολόκληρο το βιβλίο για να αποδώσω την ποικιλία ήχων και αναζητήσεων που περικλείει. Δεν ξέρω γιατί και η τελευταία αναφορά μου επικεντρώνεται σε ένα ποίημα προβληματισμού για τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο. Να οφείλεται στα προσωπικά μου ενδιαφέροντα, ή στο γεγονός ότι το ποίημα «ΤΟ ΓΗΡΑΣ» αποτελεί μια δραματική κορύφωση του βιβλίου, στην οποία δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό ο στοχασμός και η αισθητική φόρμα, σε σφικτό εναγκαλισμό;

 

«Ανέκκλητο το γήρας· / κανείς δεν μπορεί να προβλέψει / την άφιξή του· / δεν έχει σχέση με το ημερολόγιο / μ’ ό,τι πιστεύεις ούτε καν / -φαντάσου- με τον τρόπο / που σε κοιτούν οι άλλοι / δεν έχει σχέση με τον εαυτό σου· / μια ξαφνική επιλογή / στοιχείων που συγκέντρωσε η μοίρα / μεσ’ από μι-α-γνωστή σου εμπειρία / να σ’ εξοντώσει·

όταν η μουσική που αγάπησες / -χέρι αόρατο- / σε βγάζει από τον κύκλο της ζωής σου / όταν η μουσική που αγάπησε / -που σε δαμάζει- / σε στήσει στον τοίχο και φωνάξει / πυρ

στον τοίχο που παρήλασε το μέλλον.

Εδώ που πέφτεις /-θα το δεις-

χιονίζει χρόνια!»

Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το εικαστικό υλικό που συνοδεύει κάθε ποίημα, μέρος του οποίου δημιούργησε το χέρι της ποιήτριας. Δεν πρόκειται για στολίδια, αλλά για οδηγίες συν-νάγνωσης.

Η κ. Ανδρικοπούλου, γόνος ελληνικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης η οποία μετεγκαταστάθηκε τη δεκαετία του τριάντα στην Αθήνα, σπούδασε γλυπτική στο Παρίσι. Παρουσίασε έργα της μαζί με τους κυριότερους εκπροσώπους της τότε νέας γενιάς, στα τέλη της ματωμένης δεκαετίας του σαράντα. Παντρεύτηκε με το ζωγράφο και ποιητή Ν. Εγγονόπουλο, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, πριν η ζωή χωρίσει τους δρόμους τους. Εργάστηκε πολλά χρόνια ως ξεναγός, αξιοποιώντας την πολυγλωσσομάθειά της και την πολυδιάστατη παιδεία της. Ίδρυσε και διηύθυνε επί σειρά ετών το «Ήχος και φως», στην Ακρόπολη, προσφορά του Ε.Ο.Τ. προς τους τουρίστες. Μετέφρασε από τα Γερμανικά Φ. Χαίλντερλιν. Π. Τσέλαν και Β. Μπένγιαμιν. Από τα Αγγλικά μετέφρασε διηγήματα του Φόρστερ. Η εις βάθος γλωσσομάθειά της, η βαθιά γνώση της παγκόσμιας λογοτεχνίας και το ποιητικό της χάρισμα δίνουν στο μεταφραστικό της έργο εκφραστική δύναμη και πρωτοτυπία, διαφυλάσσοντας παράλληλα τόσο το περιεχόμενο όσο και τη μορφή του πρωτοτύπου.

Εκφράζουμε την ελπίδα, ότι σύντομα θα δούμε τα ποιήματα της κ. Ανδρικοπούλου σε μια δεύτερη έκδοση, με μεγαλύτερο τιράζ, ώστε να φτάσει στα χέρια περισσότερων φίλων της ποίησης.

Αγαθοκλής Αζέλης

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Η διαύγεια της θολότητας

 Η διαύγεια της θολότητας

 

Εμείς οι ευνοημένοι, που η λάσπη

περιστασιακά

μόνο έως το γόνατο ανέβηκε

παραμερίζουμε συγκαταβατικά ψυχορραγούντες

όταν ξεχύνονται απρόσκλητοι απ’ τις οθόνες μας

και μας διαταράσσουνε τη βραδινή οινοποσία

τη συνοδευτική βαθέως προβληματισμού

για την πορεία του μικρόκοσμού μας.

Παραθερίζουμε σε μια Κάρλα

που ξεβράζει ανθρώπους, τρομάζοντας

παρεπιδημούντα  ψάρια με πλαστικά λέπια

κι αμετανόητους Ιωνάδες στα στομάχια,

προχωράμε ανενόχλητοι, κοιτάμε δίχως όραση,

συλλέγουμε μυγοπόδαρα,

ερίζουμε για το φύλο κορεών και ψύλων

-με τους αγγέλους ξεμπερδέψαμε-

βουλιάζουμε ανεπίγνωστα μέσα στο σκάφανδρο

της βεβαιότητας βαθύτερα στο πλαγκτόν

της μοναχικής μας αυταρέσκειας,

ενώ το οξυγόνο λιγοστεύει

Αυξάνοντας την παρενδυτική μας ευτυχία.

 

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Nelly Sachs, Πάντοτε


Πάντοτε

εκεί που πεθαίνουν παιδιά

τα σιγανότερα πράγματα χάνουν την πατρίδα.

Ο μανδύας του πόνου του άλικου δειλινού

μέσα του τη νύχτα μαυλίζει με θρήνο

Του κότσυφα η σκοτεινή ψυχή -

φυσώντας μικροί άνεμοι πάνω από τρεμουλιαστό γρασίδι

σβήνοντας τα χαλάσματα του φωτός

και σπέρνοντας θάνατο-

Πάντοτε

εκεί που πεθαίνουν παιδιά

καίνε τα πυροπρόσωπα

της νύχτας, μοναχικά στο μυστικό τους-

Και ποιος ξέρει για τους οδοδείκτες

Που στέλνει ο θάνατος:

μυρωδιά του δένδρου της ζωής,

κόκκορα λάλημα που τη μέρα μικραίνει

μαγικό ρολόι απ’ το φαιό του φθινοπώρου

στα παιδικά δωμάτια να οδηγείται μαγεμένο –

κυμάτισμα νερών στην όχθη του σκότους

βουερός, τραβηγμένος ύπνος του χρόνου-

Πάντοτε

εκεί που πεθαίνουν παιδιά

σκεπάζονται οι καθρέφτες από τα κουκλόσπιτα

με μια πνοή,

δεν βλέπουν πια από τις δαχτυλόκουκλες τον χορό

ντυμένες παιδικά αιμοφόρα αγγεία·

ο χορός της σιωπής στέκει

σάμπως αποτραβηγμένος σεληνόκοσμος

σε τηλεσκόπιο.

Πάντοτε

εκεί που πεθαίνουν παιδιά

η πέτρα και το αστέρι

και τόσα όνειρα

χάνουν την πατρίδα.

Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης

Nelly Sachs, Ο Δανιήλ

 

Nelly Sachs, Ο Δανιήλ

 

Ο Δανιήλ με το σήμα του αστεριού

αναδύθηκε από τις πέτρες

στο Ισραήλ.

Εκεί, όπου ο χρόνος έγινε οικείος του θανάτου

ο Δανιήλ ορθώθηκε,

των υψηλών αγγέλων ο συλλέκτης των θραυσμάτων,

φροντιστής του κατεδαφισμένου,

τοποθετώντας το χαμένο κέντρο

ανάμεσα σε αρχή και τέλος.

 

Ο Δανιήλ, που φέρνει ακόμα στο προσκήνιο τα ξεχασμένα όνειρα

πίσω απ’ τα τελευταία λατομεία του λιθάνθρακα.

 

Ο Δανιήλ, που έμαθε στον Βαλτάσαρ να διαβάζει το αίμα,

αυτή τη γραφή των χαμένων πληγών,

που έπιασαν γάγγραινα.

 

Ο Δανιήλ, που περιπλανήθηκε στον λαβύρινθο των δακρύων

μεταξύ δημίου και θύματος,

 

ο Δανιήλ σηκώνει το δάχτυλό του

από το ηλιοβασίλεμα

στο Ισραήλ.


(Α. Α.)