Έχοντας πριν από πολλά χρόνια την αγαθή τύχη να γνωριστώ με τον εκλεκτό πιανίστα Απόστολο Παληό στο Μουσικό Σχολείο Τρικάλων, συζήτησα αρκετά μαζί του στα διαλείμματα των μαθημάτων και στα κενά και ανακάλυψα πίσω από τον μουσικό έναν συγκροτημένο διανοούμενο. Μου πρόσφερε τότε την ευκαιρία μιας συνέντευξης με θεματικό επίκεντρο τη μουσική, η οποία από τότε κάθε φορά που δινόταν η ευκαιρία αποτελούσε αντικείμενο διδασκαλίας για τους μαθητές μου. Εκείνη η συνέντευξη ήταν το τεκμήριο ενός ιδιαίτερου λόγου, με απόλυτη σαφήνεια και ακρίβεια, εύρος παιδείας και στοχαστικό βάθος, τα οποία προοιώνιζαν συγγραφικό μέλλον. Ενώ όμως περίμενα δοκιμιακές εκλάμψεις, ο στοχασμός περνώντας από την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του μουσικού επέλεξε την ποιητική φόρμα για έκφραση, η οποία είναι πιο κοντά στη μουσική. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Εν ευθέτω χρόνω», για την οποία διαπίστωσα διαβάζοντας ότι ήταν εύθετος ο χρόνος, πράγμα που εξηγεί την έκδοση από έναν εκλεκτικό εκδοτικό οίκο, δίπλα σε βιβλία της σπουδαίας π.χ. νομπελίστας συγγραφέως Ελφρίντε Γέλινεκ και άλλων. Η γειτονιά μας αντικαθρεφτίζει πολλές φορές και τις δικές μας ιδιότητες.
Η
πρώτη γενική αίσθηση που προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου είναι ότι
γίνεται σύνδεση του λόγου των θετικών επιστημών και των θεωρητικών γραμμάτων.
Έτσι, αν ο λόγιος τίτλος ορίζει το ανθρωπιστικό πλαίσιο γεωδαισίας του κόσμου, μαζί
με τίτλους ποιημάτων όπως Απολογισμός, Αρκτικόλεξο, Κύκνειο, Κερκόπορτες,
αναβλύζουν από τις σχισμές πολλών ποιημάτων λέξεις των θετικών επιστημών
αναβαπτιζόμενες σε καινοτόμες τολμηρές χρήσεις που τους δίνουν μια εκρηκτική
λειτουργία όχι με χαρακτήρα πυροτεχνήματος αλλά λάμψης διαρκείας: π.χ.
Συμπαντικό, Ανόργανη χημεία, «Πειθ-αγοραίο» θεώρημα (τι ευρηματικό αλήθεια!),
Θεώρημα γεωμετρίας. Ίσως είναι πρόωρο ακόμη να το πω, όμως ο συνδυασμός, όπως
και τα ποιήματα αναλυτικότερα, με παρέπεμψαν στη γερμανική παιδεία του ποιητή.
Η
συλλογή εγκαινιάζεται με το ποίημα «Συνταγή», η διαλογική μορφή του οποίου, σε
συνδυασμό με την υπαρξιακή του προβληματική, παραπέμπουν στο καβαφικό
«Περιμένοντας τους Βαρβάρους», όμως ο τρόπος είναι πιο στακάτος με τη μορφή
στιχομυθίας.
Η
ανάγνωσή του φωτίζει καλύτερα τον ισχυρισμό:
ΣΥΝΤΑΓΗ
-Γι' αυτή τη συνταγή θα
χρειαστούμε αλάτι.
-Ιμαλαΐων, σεφ;
-Του ιδρώτα του κορμιού
σου ιδανικό.
-Μια πρέζα μόνο;
-Μια πρέζα ποτέ δεν είναι
αρκετή.
Γι' αυτό τη λένε πρέζα!
-Και τι ακόμα θα
χρειαστούμε, σεφ;
-Κανέλα και γαρύφαλλο.
-Και πού να πάω να τα
βρω;
-Εύκολο είναι. Το πρώτο
πάρ' το
απ' του ματιού σου το
γλαυκό.
Και για το δεύτερο
τα υγρά σου χείλη
στράγγιξε λίγο.
-Εντάξει, σεφ. Πηγαίνω.
-Μισό λεπτό! Θα χρειαστώ
και ξύσμα.
-Πορτοκαλιού ή λεμονιού;
Ξύσμα ακαθόριστο.
-Του ακαθόριστου της
ύπαρξής σου.
-Κι αν η essence που θα
αφήσει βγει αποτυχία;
Τότε θα είναι σίγουρα η
νοστιμότερη συνταγή
που θα 'χω ποτέ φτιάξει.
Αιφνιδιαστικό, εκρηκτικό θα χαρακτήριζα το ξεκίνημα, μέσα στο οξύμωρο, αν μου επιτρέπεται, του τίτλου «Συνταγή» και της κομβικής λέξης «ακαθόριστο». Το καθορισμένο της συνταγής και το ακαθόριστο του αποτελέσματος αντικαθρεπτίζουν την υπαρξιακή πάλη ανάμεσα στην προσπάθεια να προγραμματίσει ο άνθρωπος τη ζωή του, το έργο του, και στο αποτέλεσμα που μπορεί να δραπετεύσει από τον προγραμματισμό του δημιουργού, μετατρέποντας πιθανώς την θεωρούμενη ως αποτυχία στην επιτυχία του καινοφανούς, όπως μπορεί να είναι η πρωτοποριακή τέχνη, η οποία αρνείται να ακολουθήσει την πεπατημένη. Υπαρξιακό το ποίημα, διαλογική η μορφή, όμως ποιος να είναι άραγε ο σεφ με τον οποίο διαλέγεται το ποιητικό υποκείμενο, σεφ ο οποίος έχει την πρωτοβουλία κινήσεων στον διάλογο; Είναι ο αρχιμάγειρας, ο οποίος δικαιολογεί την επιφανειακή σημασία της λέξης «Συνταγή»; Ή αν αναλογιστούμε τη γερμανική παιδεία του ποιητή, ο αρχηγός, ο Δημιουργός με κεφαλαίο Δ ίσως, ο οποίος χρησιμοποιεί τα σταθερά στοιχεία του σώματος, για να τα συνδυάσει με τα ασταθή, το ακαθόριστο της ύπαρξης που καθιστά την εξέλιξη του ανθρώπου ενδιαφέρουσα μες στην αβεβαιότητα;
Στο
εξαιρετικό δεύτερο κατά σειρά ποίημα με τίτλο «Συμπαντικό» κυριαρχεί ο
ευρηματικός συνδυασμός της λέξης του τίτλου με τη σημασία της καθολικής ισχύος,
με τη χρήση συμβόλων από την απεραντοσύνη του σύμπαντος, για να τιθασεύσει το
τέλος με τη διάρκεια, να μαλακώσει τον πόνο του τέλους του χρόνου με την
ανάμνηση του χρόνου, της ζωής που αυτό προσφέρει:
ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟ
Ψυχρές μεταλλάξεις του
κατασκότεινου είναι
Κουρελιασμένο φεγγάρι
μιας αδηφάγας νύχτας
Αστεροειδείς κομήτες
διάττοντες αστέρες
σα θραύσματα
διασπείρονται
σημάδια, τραύματα στο
πολύπαθο κορμί
του ουράνιου μαυροπίνακα
Συμπαντική αγάπη δεν
πρόλαβες να ζήσεις...
Οι μαύρες τρύπες το αίμα
σου
σταγόνα σταγόνα
στράγγιξαν
Αλλά να ελπίζω ουδέποτε
θα πάψω
Κάθε που σβήνει ένα άστρο
ανάμνηση χρόνου κουβαλά
Κι ας μην το ξέρει
Ακόμη και η εν αγνοία ανάμνηση είναι θετικό δομικό στοιχείο του σύμπαντος και της ζωής.
Στο
ποίημα «Παροχών δωδεκάλογος» (διακειμενική αναφορά στον Παλαμά άραγε;) έχουμε
μια δωδεκάλογη προετοιμασία της εκρηκτικής ομολογίας ενός «Εσύ» με κεφαλαίο
αρχικό, μιας απουσίας διαρκείας, μιας απουσίας παντοτινής, που θυμίζει το
δωδεκάστομο πηγάδι του Celan.
Αναλογιζόμενος μια ανάλυση του Gadamer
για
ένα άλλο ποίημα του Celan,
το εσύ μπορεί να είναι ο συν-άνθρωπος ο ποθητός ή ο Θεός, με διαφορετική
ερμηνευτική έκβαση του ποιήματος σε κάθε περίπτωση. Άλλωστε ο αναγνώστης γράφει
το ποίημα μαζί με τον δημιουργό του, καθώς το συμπληρώνει με την ερμηνευτική
του ανά-γνωση:
ΠΑΡΟΧΩΝ
ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ
Παροχή νερού κλειστή
Στέγνωσε πια το στόμα
Και όλα μέσα μου
Παροχή ρεύματος σβηστή
Η τεχνητή υποστήριξη
πνέει τα λοίσθια
Ευθεία γραμμή Ήχος
μονότονος
Παροχή ελπίδας αδρανής
Για να αποκοπεί κάθε
ψευδαίσθηση ψευδαίσθησης
Παροχή οξυγόνου ασταθής
Και τι χρειάζεται αλήθεια
χωρίς πνεύμονες;
Παροχή έρωτος μάταιη
Αφού ούτε καρδιά υπάρχει!
Παροχή θάρρους άτολμη
Τι να αξιώσει άραγε ένα
σαρκίο
αδειανό;
Παροχή μοναξιάς άοσμη
Στυφής μυρωδιάς άρωμα
άτονο
Πέρασε βλέπεις καιρός
πολύς.
Παροχή ζωής άγευστη
Γεύση πτώματος χωρίς ζωή
Παροχή αλήθειας άχρωμη
Ούτε καν ασπρόμαυρη
Πνεύμα ανήμπορο να τη δει
Παροχή ψυχής άνευρη
Μη δεν υπήρξε ποτέ;
Σώμα ανήμπορο να τη
δεχθεί
Παροχή μνήμης παρούσα
Παρούσα μες στης λήθης
την ανυπαρξία
Παροχή από Εσένα απούσα
Διαρκώς απούσα
Για πάντα απούσα
Ξεθυμαίνει
λοιπόν κι μοναξιά; Τι παρήγορη ποιητική αποκάλυψη! Και τι πολυσύνθετος στίχος
«Παρούσα μες στης λήθης την ανυπαρξία» με τις αλληλοαναιρούμενες υπαρξιακές
έννοιες»! Η ανάπτυξη του συγκεκριμένου ποιήματος με παρέπεμψε στη σύνθεση του
Ραβέλ «Μπολερό».
Στην
«Ανόργανη χημεία», ένα άκρως εκφραστικό ποίημα, ο ποιητής ανοίγει νέους
εκφραστικούς δρόμους φιλοτεχνώντας μια υπαρξιακή τυραννία του έρωτα στο
εργαστήριο του έρωτα, με όλους τους πειραματισμούς του συνδυασμού υλικών να
οδηγούν στο κενό και στο μάταιο. Μήπως έχουμε την επίγνωση του ανεπίτευκτου του
απόλυτου έρωτα-σύντηξης; Και τι επιτυγχάνει τελικά η σύντηξη; Δημιουργεί ή
καταστρέφει; Η απάντηση, όπως θα διαβάσετε, παραμένει ανοιχτή:
ΑΝΟΡΓΑΝΗ
ΧΗΜΕΙΑ
Ξημέρωσε.
Άνοιξαν τα
φώτα στο εργαστήριο.
Υδρογόνο 2,
οξυγόνο.
Ύδωρ. Πηγή
ζωής.
Για μένα
ήσουν. Κάποτε.
Άζωτο, οξυγόνο
2.
Διοξείδιο του
αζώτου.
Αέριος ρύπος.
Έχεις εσύ πια
γίνει.
Θείο, οξυγόνο
2.
Διοξείδιο στο
θειάφι.
Καύση ορυκτών
ψυχής
βροχή όξινης
θλίψης.
Ανόργανη
χημεία
ανόργανη αγάπη
ανόργανη ζωή.
Και σώμα
ανόργανο
κορμί από
όργανα άδειο.
Ας προσπαθήσω
με την οργανική χημεία... μήπως...
Άνθρακας,
οξυγόνο 2.
Διοξείδιο του
άνθρακα.
Κάποτε τη φωτοσύνθεση της πλάσης μου
άγρυπνα
έτρεφες.
Τώρα μια τρύπα
όζοντος στο μέσα μου
σαδιστικά
διανοίγεις.
Άνθρακας
άνθρακας και πάλι άνθρακας.
Ο θησαυρός.
Και αιθανόλη.
Άνθρακας 2,
υδρογόνο 6, οξυγόνο.
Πτητική στις
πτήσεις των ονείρων.
Εύφλεκτη στις
φλόγες των παθών.
Τοξική στο
τόξο των μνημών.
Διύλιση.
Διάλυση.
Διήθηση.
Καταβύθιση.
Εξάτμιση.
Εξαέρωση. Εξαΰλωση.
Εξιλέωση.
Χημική ένωση.
Ψυχική
εκκένωση.
Σχάση
αλυσιδωτών αντιδράσεων.
Σχέση
αλυσοδεμένων δράσεων.
Φτάνει!
Σβήσαν τα φώτα
στο εργαστήριο.
Αύριο πάλι.
Σα σε σισύφειο
μαρτύριο
τη μαγική μας
σύντηξη
να αναζητώ
μα μόνο
σύμπτυξη κενού και μάταιου
να πετυχαίνω.
Στο
ποίημα «Ατελές μου ιδανικό» έχουμε μια εκπληκτική συναισθηματική αγωγή,
υπαρξιακή ωρίμανση μέσα από την οποία το σκουληκάκι του ανικανοποίητου
μεταμορφώνεται στην πεταλούδα (στην αρχαία της ονομασία: ψυχή) της επίγνωσης:
ΑΤΕΛΕΣ
ΜΟΥ ΙΔΑΝΙΚΟ
Πρώτα
στης λογικής
την πλάνη πίστευα
πως δεν
υπάρχει Ιδανικό
μέχρι Εσένα να
γνωρίσω.
Ύστερα
στου έρωτα τη
ζάλη νόμιζα
πως είσαι Εσύ
το Ιδανικό
ώσπου τις
ατέλειές σου να αντικρίσω.
Τέλος
στου χρόνου τη
φθορά θεώρησα
πως μια
ατέλειωτη ατέλεια πια Είσαι.
Και ξάφνου
μονομιάς κατάλαβα:
οι ατέλειές
Σου
το Ιδανικό που
έψαχνα
ορίζουν.
Μας
απομένει άραγε χρόνος για την απόλαυση αυτής της επίγνωσης; Δεν απαντά,
σιβυλλικός, ο ποιητής. Ίσως μας βοηθάει ο παρελθοντικός χρόνος του «κατάλαβα»
της τελευταίας στροφής σε συνδυασμό με το «έψαχνα» και τον ενεστώτα, τον διαρκή
χρόνο του «ορίζουν».
Στο
ποίημα Σάπιο Μήλο, στο οποίο διαβάζουμε μερικούς από τους πλέον συγκλονιστικούς
στίχους της ποιητικής συλλογής, ο ποιητής αρχίζει με λόγο που παραπέμπει σε μια
καθημερινότητα, για να στροβιλίσει στη συνέχεια
τον αναγνώστη στη δίνη νοημάτων τα οποία τα εγκαίει μέσα του η
εκφραστική τους παντοδυναμία:
ΣΑΠΙΟ
ΜΗΛΟ
Σάπιο μήλο
έβαψα χθες τους τοίχους
στο χρώμα του
τελευταίου σου κραγιόν
Απόμεινα
ύστερα να αναρωτιέμαι
που άφησε
τούτο βαθύτερο αποτύπωμα
στο μαντίλι,
το ποτήρι ή στο χείλος μου;
Ἡ πρέπει κάπου
μέσα μου
το ίχνος του
να ψάξω;
Σφυγμός χωρίς
παλμό
Έκρηξη δίχως
κρότο
Σκιά που
βαδίζει τα χνάρια σου είμαι
μήπως μάντης
του προορισμού σου γίνω
Μέσα τους
πασχίζει να χωρέσει το πέλμα της
ξανά να τα
πατήσει να μη σβήσουν
Μαραμένη
ομορφιά της θλίψης σου γλυπτό
Λαξευμένη λύπη
της μοίρας μου γραφτό
Τι
να είναι τελικά το σάπιο μήλο; Χρώμα; Κατάσταση; Μεταβολή κατάστασης; Μήλο
σύμβολο του έρωτα; Όλα μαζί; Νιώθω την ανάγκη να επαναλάβω τους στίχους «Σκιά
που βαδίζει τα χνάρια σου είμαι / μήπως μάντης του προορισμού σου γίνω / Μέσα
τους πασχίζει να χωρέσει το πέλμα της / ξανά να τα πατήσει να μη σβήσουν». Και
ποιος δεν θα ήθελε να έχει γράψει κάποια για εκείνον αυτούς τους στίχους, ή
τουλάχιστον να σκεφτεί το περιεχόμενό τους, καθώς τέτοιος λόγος είναι άπαξ
συναντώμενος…!
Στο
ασυνήθιστο νοηματικά ποίημα «Εν ευθέτω χρόνω», που προσφέρει και τον τίτλο στη
συλλογή, έχουμε μια ανατροπή της τάξης
των πραγμάτων. Ενώ συνήθως ο έντονος έρωτας ξεθυμαίνει συν τω χρόνω, εδώ ο
ποιητής τον αφήνει για το μέλλον, ως προϊόν συναισθηματικής αγωγής, η οποία θα
τον βγάλει από μια υπαρξιακή-συναισθηματική «αφυδάτωση». Στο ποιητικό παρόν η
στιγμή είναι απρόσφορη:
ΕΝ
ΕΥΘΕΤΩ ΧΡΟΝΩ
Εν ευθέτω
χρόνω θα μάθω
να σ' αγαπώ.
Κάνε λίγο
υπομονή.
Προσώρας δε
γνωρίζω
πώς είναι να
το νιώθω.
Βασικά τώρα
που σου μιλώ
δεν μπορώ
τίποτα απολύτως
να αισθανθώ.
Αφυδατωμένος
από ψυχικά υγρά
στεγνός από
διαβρωμένα συναισθήματα.
Μη θλίβεσαι σε
εκλιπαρώ.
Το βλέμμα σου
μην αποστρέφεις.
Θα μάθω. Θα
μπορέσω.
Να σ' αγαπήσω.
Εν ευθέτω
χρόνω.
Θεού θέλοντος.
Καιρού
επιτρέποντος.
Αναδεικνύεται
στο ποίημα μια προσωρινή συναισθηματική αδυναμία, αναπηρία σχεδόν. Συνάμα όμως
αναδύεται μια υπόσχεση, μια ικμάδα φωτός μέσα στην τραγικότητα του παρόντος, η
οποία ικμάδα προκύπτει από τη συνάντηση.
Θα
κλείσω με ένα ποίημα κάπως διαφορετικό, στο οποίο κυριαρχεί μια ορθολογιστική
γλωσσική επιφανειακή στιβάδα, η οποία αφήνει μια συναισθηματική επίγευση με την
περάτωση της ανάγνωσης και τον αναστοχασμό:
ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ
Δύσκολοι
καιροί για ποίηση» είπε ο κυνικός
«Εύκολοι
καιροί για παραίτηση» είπε ο ονειροπόλος
«Ποιος ξέρει;
Ίσως
συναντηθούμε τότε
στων εύκολων
και δύσκολων καιρών
το
συναπάντημα»
στοχάστηκαν με
μια φωνή στη σκέψη
Μα δεν
ακούστηκε κανείς τους
και τράβηξε ο
καθένας τον δρόμο του
Έχουμε λοιπόν εδώ τη συμφωνία της διαφωνίας, η οποία οδηγεί σε ασυμφωνία και στη συμφωνία της φυγής σε διαφορετικούς δρόμους. Με το πέρας της ανάγνωσης θα ακολουθήσουμε κι εμείς τους διαφορετικούς μας δρόμους. Θα μπορούσαμε όμως ίσως να συμφωνήσουμε, ότι η ποιητική συλλογή «Εν ευθέτω Χρόνω» του Απόστολου Παληού είναι ένα σημαντικό βιβλίο, πρωτότυπο σε λόγο και περιεχόμενο, το οποίο αξίζει να διαβάσουμε ξανά και ξανά, να μελετήσουμε θα έλεγα, για να εμβαθύνουμε στον στοχασμό του και να απολαύσουμε την αισθητική του.
Αγαθοκλής
Αζέλης
