Στη
Μ. και στη Μ.
Να
έγινε έτσι ή έτσι θυμάμαι; Όπως και να έχει, είναι σίγουρο ότι στα τελευταία
χρόνια του δημοτικού ένα από τα αγαπημένα παιγνίδια μιας κατηγορίας αγοριών
ήταν ο πόλεμος. Σε διάφορες εκδοχές. Καουμπόηδες και Ινδιάνοι, Γερμανοί κατακτητές
και Έλληνες, κλέφτες κι αστυνόμοι. Είμασταν λοιπόν μπαρουτοκαπνισμένα τα
πεμπτάκια του 1ου Δημοτικού Σχολείου Καλλιθέας, όταν η συμμαθήτριά μας
Ζ. Ε., της οποίας ο πατέρας ήταν δημόσιος υπάλληλος κι ως εκ τούτου είχε λίγες
κουβέντες με μας τους παρακατιανούς, μας είπε με φόβο ότι οι φοιτητές ξεκίνησαν
πόλεμο και τα καταστρέφουν όλα στο κέντρο της Αθήνας, που εμείς ποτέ δεν το είχαμε
δει. Η χαρά μας ήταν ασυγκράτητη και σχεδόν αγκάλιασα τον φίλο μου Δ.Β.,
αρχηγική φυσιογνωμία -για την ακρίβεια εγώ τον είχα πλάσει αρχηγικό, είχε
άλλωστε μάνα νέ και καλοντυμένη που φορούσε μάλιστα γυαλιά ηλίου όταν ήρθε μια
μέρα στο σχολείο για ενημέρωση και παραφύλαγα με αδημονία για συστάσεις κι
εκείνη με κοίταξε με περιφρονητική περιέργεια συνδυασμένη με ανησυχία (τα
σκέφτηκα τότε ή είναι εντυπώσεις της παρούσας στιγμής;) και ίσως με βοήθησε να
καταλάβω αργότερα γιατί ποτέ δεν έτυχε να παίξω με τον γιο της εκτός σχολείου…
Μα γιατί χάνω τον ειρμό και το σπουδαίο
θέμα; Εδώ είχαμε να κάνουμε με επικίνδυνα
στοιχεία, σαν τους συμμαθητές της μεγάλης μου αδελφής, που φοράγανε ψηλοκάβαλα
τζιν καμπάνα και ήτανε θρασείς γεγέδες και μερικοί είχαν μηχανάκια κι άλλα πολλά εκφοβιστικά, σαν αυτόν τον δεκαεφτάρη
που μου φαινόταν τόσο μεγάλος και σκοτώθηκε λίγο αργότερα σε τροχαίο κι είπαν
κάποιοι μεγάλοι πως καθάρισε η γειτονιά, κι εγώ, πρώιμος γλωσσοπλάστης τους είχα
ονομάσει αντίντες, για να ευθυγραμμιστώ με τον αρσενικό αρχηγό της οικογένειας.
Δεν ξέρω γιατί εκείνο το βράδυ και τα επόμενα ο πολύ αυστηρός πατέρας μου
σύνδεσε πάλι την κεραία του τρανζίστορ, χρησιμοποιώντας ένα καλώδιο, με το
πολύφωτο, κι άκουγε, ακούγαμε σιωπώντας οι μικρότεροι, ένα σταθμό στα βραχέα που
ονομαζόταν «Η φωνή της αλήθειας» κι έλεγε διαφορετικά πράγματα από τη συμμαθήτριά
μου, που δεν τα πολυκαταλάβαινα. Πάντως ο εκφωνητής έδειχνε θυμωμένος. Ο
πατέρας επίσης. Πήγαμε το Σάββατο στο σχολείο ή δεν πήγαμε; Είχε απαγορευτικό
κυκλοφορίας μήπως; Το ήξερα τότε ή το έμαθα μετά; Αν θυμάμαι καλά, ο πατέρας
επέστρεψε στο σπίτι πολύ νωρίς, δίχως να κάνει το μεροκάματο στην οικοδομή. Τον
σταμάτησε η αστυνομία στην Πατησίων. Άλλοι ξέπλεναν με μάνικες τους δρόμους. Μας
τα αφηγήθηκε σε μεγάλη υπερένταση στο σπίτι. Άρα δεν ήμουν στο σχολείο. Όπως και
να έχει, όταν πήγα ξανά στο σχολείο, έμαθα από τη γνωστή συμμαθήτρια ότι οι
φοιτητές επιχείρησαν να καταλύσουν το κράτος κι ευτυχώς τους εμπόδισε η
αστυνομία. Κι ότι ο πόλεμος είχε σταματήσει, προς μεγάλη μου θλίψη. Ευτυχώς
συνεχιζόταν ο «Άγνωστος Πόλεμος» (;) με ένα υπολοχαγό Βαρτάνη (;) στην
τηλεόραση, όμως δίχως όφελος για μένα, καθώς μου υπενθύμιζαν διαρκώς οι
αφηγήσεις των συμμαθητών ότι δεν είχαμε τηλεόραση στο σπίτι, και δεν θυμάμαι αν
ήταν τότε που οι πάμφτωχοι γονείς μου έφεραν από την αγορά μια κούτα γάλα
Βλάχας συμπυκνωμένα, μία με ζάχαρη και μια Τρίτη με αλεύρι. Λίγα θυμάμαι από
τότε, δεν ξέρω γιατί και δεν ξέρω αν θα ωφελούσε να θυμάμαι περισσότερα.
Σίγουρα θυμάμαι που με πήγε ο πατέρας μου στην πρώτη εκδήλωση για το
Πολυτεχνείο μετά την πτώση της χούντας, που δεν ήξερα τότε τι σημαίνει, κι
άκουγα τραγούδια που μου προκαλούσαν ανατριχίλα κι αργότερα έμαθα ότι τα έγραψε
ένας σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης, («Σώπα όπου να’ ναι θα σημάνουν οι καμπάνες»
κι άλλα πολλά). Θυμάμαι ότι ως μαθητές συμμετείχαμε σε πορείες στην επέτειο του
Πολυτεχνείου – δεν ξέραμε ακριβώς τον λόγο, όμως ξέραμε πως έτσι έπρεπε. Κάνοντας
αποχή εκείνη τη μέρα. «Διομήδη ζεις, εσύ μας οδηγείς», ήταν το σύνθημα που
άγγιζε περισσότερο εμάς τους μικρότερους. Μετά γίναμε κι εμείς φοιτητές, Σχεδόν
άχνιζε ακόμη η πεσμένη σιδερένια Πύλη τότε. Και το Πολυτεχνείο έγινε δική μας υπόθεση.
Δική μας ή δική τους τελικά; Τα χρόνια περνούσαν, τα χρόνια περνάνε. Τα
γεγονότα έγιναν μύθος, ο μύθος έφερε αμφισβήτηση, η αμφισβήτηση αδιαφορία, η
αδιαφορία βεβαιότητες, «έλα μωρέ τώρα» …, ακολούθησε πλασματική ευμάρεια,
πρωταγωνιστές της ρήξης έγιναν πρωταγωνιστές του νέου κατεστημένου, την
πλασματική ευμάρεια την αντικατέστησε πτώχευση και μνημόνια, με τη χώρα και τη
δημοκρατία στον γκρεμό, με τους πρώην νέους δήθεν σοφούς γέροντες, με τους νέους
νέους να κατηγορούνται, μολονότι δεν φοράνε καμπάνες, ότι δεν ξέρουν τι θέλουν,
ότι δεν θέλουν να εργάζονται (με εξευτελιστικούς μισθούς), ότι σκέφτονται μόνο
την καλοπέραση (γι’ αυτό μεταναστεύουν άραγε έτοιμοι περιζήτητοι επιστήμονες;),
ότι δεν παντρεύονται (για να συνεχίσουν τη μεγάλη επιτυχία της προηγούμενης
γενιάς ;), ότι είναι αγράμματοι και ξέρουν ως πτυχιούχοι πολύ λιγότερα από ό,τι
οι απόφοιτοι γυμνασίου της προηγούμενης γενιάς (οι εξαγόμενοι ως επιστημονικό
δυναμικό στις πιο προηγμένες χώρες της υφηλίου…) Νοέμβριος (Νοέμβρης, όπως λένε οι πιο επαναστάτες, που
εκφράζονται καλύτερα) του 2025, πέρασε η στρογγυλή επέτειος, πέθανε κι ο βάρδος
της Πλατείας που ήταν γεμάτη με το νόημα που είχε κάτι απ’ τις φωτιές, πέθανε
και μια εποχή μαζί του και δεν πρόλαβα να ρωτήσω, τι να κάνω τώρα, που βγαίνω
από αυτήν την φυλακή και κανείς πια δεν με περιμένει; Και ποιος περιμένει πια
τα μοναχικά παιδιά μας; Και τι δικαιούμαστε να περιμένουμε από αυτά;
Α.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου