Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Ο μεγάλος περίπατος της λήθης

 Περπατώντας κατά μήκος της οδού Ασκληπιού, στο δεξί πεζοδρόμιο με φορά προς το σιδηροδρομικό σταθμό, μετά το πέρας του πεζόδρομου, βλέπει κανείς ένα θλιβερό θέαμα. Σφιχταγκαλιασμένo από πολυκατοικίες στέκει γερμένο από τα χρόνια και τραυματισμένο από τη διπλανή κατεδάφιση μια μονοκατοικία νεοκλασικού ρυθμού. Μερικά πλαγιαστά ελεεινά δοκάρια ισχυρίζονται ότι στηρίζουν το καμπούριασμένο κτίριο αναβάλλοντας το οριστικό του ταξίδι προς τη νήσο των μακάρων. Μπροστά από τον ερειπιώνα στέκουν τεχνητά στηριγμένοι οι κορμοί τέως φοινίκων, οι οποίοι συμπληρώνουν την εικόνα νεκροταφείου, Δεν ξέρω γιατί κατά τον χθεσινό μου περίπατο αυτό το θέαμα τράβηξε περισσότερο από ό,τι συνήθως την προσοχή μου. Ίσως διότι σαν αστραπή πέρασε από το νου μου η στενάχωρη σκέψη: σαν την Ελλάδα είναι!

 Τώρα που το αναλογίζομαι με πιάνει ένα μούδιασμα, καθώς συνειδητοποιώ ότι το παραπάνω θέαμα είναι ένας καθρέφτης στον οποίο απεικονίζεται η πατρίδα μας. Ας προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε μαζί τα σύμβολα, σαν να αναλύουμε ένα ποίημα ή ένα όνειρο (ή εφιάλτη μήπως;).

 Ο περιβάλλων χώρος δηλώνει τη σύγχρονη εποχή, το σήμερα, και ο διαβάτης τον σύγχρονο Έλληνα. Το κτίριο συμβολίζει τα κατάλοιπα του παρελθόντος, η κατάστασή του την ιστορική μας μνήμη και ο περίπατος δίπλα σε αυτό τη σύζευξη του παρελθόντος με το παρόν.

 Ο μέσος διαβάτης θα αναρωτιέται: Τι θέλουν και το αφήνουν όρθιο το ερείπιο, να πέσει τίποτα και να πλακώσει κανέναν ανυποψίαστο περαστικό; Δεν το γκρεμίζουν επιτέλους, να χτίσουν κάτι χρήσιμο στη θέση του! Αυτό θυμίζει τη σχέση του Νεοέλληνα με την Ιστορία, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σχιζοφρενική. Από τη μια επαίρεται για το ένδοξο παρελθόν της φυλής, από την άλλη οδηγεί τη μπουλντόζα που το ισοπεδώνει. Από τη μια σεμνύνεται ότι ο παππούς Ηρόδοτος τοποθέτησε τον θεμέλιο λίθο της ιστορίας, από την άλλη κάνει ό,τι μπορεί για να την εκθεμελιώσει. Πραγματικά, ανυποψίαστος είναι ο περαστικός, ανυποψίαστα περαστικός ο μέσος Νεοέλληνας από την παιδεία και την ιστορία μας, τις οποίες και οι «υποψιασμένοι πολεοδόμοι» υποστυλώνουν με ελεεινά δοκάρια.

 Εργολάβος της λήθης ο Νεοέλληνας, παίρνει με αντιπαροχή ό,τι έχει απομείνει από εθνική παιδεία και αισθητική, γκρεμίζει το δημοτικό τραγούδι και χτίζει σκυλάδικα κι ελαφροπόπ, εκθεμελιώνει τη σχολική γνώση και στιλβώνει φροντιστηριακή πληροφορία, κονιορτοποιεί την πράξη και αναπετάσσει το θέαμα. Ανάλαφρη, η παραπάνω αντιπαροχή δεν κινδυνεύει να καταπλακώσει τον ανυποψίαστο περαστικό. Το Νεοέλληνα που περαστικός είναι από όλα, άντε και επισκέπτης. Όπως εφήμερες και οι λίγες τούτες λέξεις, λέξεις εφήμερες εφημερίδας, έπεα πτερόεντα, λόγια του αέρα δηλαδή, εφήμερα και ανίσχυρα σαν τα ελεεινά δοκάρια που μάταια συγκρατούν τα θρυμματισμένα ντουβάρια της οδού Ασκληπιού, ενώ χαιρέκακα ο ρεαλιστής ιδιοκτήτης γνωρίζει ότι σύντομα θα ακουστεί ο γδούπος.

Και η λήθη θα το στρώνει σε δρόμους και πεζοδρόμια, κάνοντάς τα με τον καιρό αδιάβατα.

 

Αγαθοκλής Αζέλης

 

[«Η ΕΡΕΥΝΑ» ΤΡΙΚΑΛΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2002]

 

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Μαυρουδής Κώστας, Το αλάτι του Bad Ischl. Πεζά κείμενα. ΚΙΧΛΗ, Αθήνα 2022.

 

Το βιβλίο αποτελεί υβριδικό επιστέγασμα του συγγραφικού έργου του Κώστα Μαυρουδή, στο οποίο συναιρείται η ποίηση, η πεζογραφία και ο υπαρξιακός φιλοσοφικός στοχασμός. Πρόκειται για βιωματικό και αναγνωστικό απόσταγμα ενός πολύπλευρα και σε βάθος ιδιαιτέρως καλλιεργημένου ανθρώπου, στο οποίο παρουσιάζει τον αναστοχασμό του για την πνευματική -ιδιαιτέρως τη συγγραφική- δημιουργία και το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, τελικά την άνιση μάχη του ανθρώπου με τον χρόνο, την προσπάθεια του καλλιτεχνικού έργου να υπερβεί την χρονικότητά του. Αν επιτυγχάνεται κάτι ως προς το τελευταίο, είναι η διαφορετική κατανόηση του έργου τέχνης όσο αλλάζει το υποκείμενο της παρατήρησης, γνωστικά και ηλικιακά-υπαρξιακά.

Ο Κώστας Μαυρουδής, ο οποίος κινείται γνωστικά με σπάνια άνεση στη λογοτεχνική παραγωγή μέσα στη διαχρονία, στα κείμενα του παρόντος βιβλίου κάνει δύο παράλληλες συμπληρωματικές κινήσεις: της αποστασιοποιημένης παρατήρησης και της υποδόριας διείσδυσης. Αγγίζει και μετράει τον παλμό από τη μια και συνάμα ταξιδεύει στο κυκλοφορικό σύστημα του παρατηρούμενου αντικειμένου αλλά και του παρατηρούντος υποκειμένου.

Ο λόγος του συγγραφέα μπορεί να είναι αφοριστικός, δεν είναι όμως δογματικός. Εμπεριέχει τη θέση και την άρση της μέσα στο βιβλίο, η ανάγνωση του οποίου καλείται να αποδεσμεύεται από τη γοητεία της χαρισματικής γραφής, ώστε να εντοπίζει αποτελεσματικά αυτή τη δυαδικότητα, όπως σε ένα κυνήγι χαμένου θησαυρού. Διότι, αν χαρακτηρίζει π.χ. στη σ. 206 την επίγνωση «αργοπορημένη πια, αχρείαστη μαθητεία», στη σ. 84 έχει προληπτικά σπείρει τον σπόρο της αμφιβολίας: «Οι απόψεις μας εγκυμονούν διαρκώς τον διάδοχό τους». Επιβεβαιώνει λοιπόν ο συγγραφέας συχνά τη σχετικότητα των πραγμάτων, συνάμα όμως αποδομεί και τη βεβαιότητά του.

Ας είναι ευλογημένη η μισογεμάτη συσκευασία με αλάτι του Bad Ischl, που κινητοποίησε τον αναστοχασμό του συγγραφέα μας και καρυκεύει, με προσωπική μας ευθύνη της δοσολογίας, τη δική μας μελαγχολία της παροδικότητας!

 Αγαθοκλής Αζέλης