Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Hilde Domin: Μηλιά και ελιά

 

[Μολονότι είναι γενικά αποδεκτό ότι το ποίημα αποτελεί αυτοτελές δημιούργημα, το οποίο δεν χρειάζεται εξωκειμενικές πληροφορίες για να λειτουργήσει νοηματικά, στην περίπτωση της Hilde Domin  δεν θα ήταν, νομίζω, περιττό να επισημανθεί, ότι η ποιήτρια βίωσε την αυτοεξορία, για να διασωθεί από τη ναζιστική εξόντωση. Υπό το φως αυτής της επισήμανσης, εκτιμώ ότι αποκτούν άλλες διαστάσεις κάποιοι στίχοι - αν όχι ολόκληρο το ποίημα. Στην ποίηση της Domin με εντυπωσιάζει η έκδηλη τρυφερότητα που αναδύεται από τους στίχους της, μολονότι το θεμέλιό της είναι η φρίκη του Ολοκαυτώματος.]

  

Είναι παρήγορο να ξέρεις

πού είναι τα φλιτζάνια και τα πιάτα

στο σπίτι που φιλοξενείσαι,

και να έχεις μερίδιο

στην τρυφερότητα της γάτας και του σκύλου

του φίλου σου,

και να γνωρίζεις σαν να ήταν δικό σου,

τα ελαττώματα του ποδηλάτου

με την ξεθωριασμένη τσάντα

που σε αφήνουν να οδηγήσεις στο ξένο χωριό,

και να χύσεις το γάλα στο δρόμο

σαν να είχες χάσει εσύ ο ίδιος

το καπάκι της παλιάς κανάτας

πριν από χρόνια

σ' αυτόν τον δρόμο.

Περνάς την πύλη του κήπου

και την κλείνεις πίσω σου,

σαν εσένα να προσμένει το παγκάκι

εμπρός στο σπίτι,

και βλέπεις τους άλλους έξω να περνούν,

εσύ,

ο ταξιδευτής

από μέρα σε μέρα

κι από χώρα σε χώρα,

που πάνω του ο λόγος

για το φευγαλέο

της όλης ύπαρξης εδώ

πήρε σάρκα και οστά.

Εσύ, που κάθε τοίχος

σε εγκαταλείπει

και νοσταλγείς συχνά την κινητή σπηλιά

του παιδιού του τσίρκου.

 

Βέβαια, η μηλιά και η ελιά

είναι παντού δικές σου,

και σε μακρινές χώρες

σου βάζουν στο τραπέζι μια καρέκλα

στο πλάι της νοικοκυράς,

και όλοι σου δίνουν απ’ το πιάτο τους

όταν η γαβάθα έχει αδειάσει,

σαν νά ’χε αργοπορήσει ένα παιδί,

όχι σαν να ’χες μόλις έρθει από τ’ αεροδρόμιο.

Και τα σκούρα δένδρα μάνγκο

και οι καστανιές

μεγαλώνουν δίπλα-δίπλα

στην καρδιά σου.

 

Ξέρεις πώς τα ψηλά χόρτα

θροΐζουν στις άκρες των νησιών

σ’ όλες τις θάλασσες του νότου,

πόσο σκονισμένα είναι τα μονοπάτια των κάκτων,

και διασχίζεις τ’ αφρισμένα λιβάδια και γνωρίζεις

το πολύχρωμο ημερολόγιό τους.

Παίζεις με τον άνεμο

και φυσάς τις φωτεινές σφαίρες

απ’ τις πικραλίδες στον αέρα

και παρατηρείς κι εσύ πώς αιωρούνται

οι μικρές λευκές κεφαλές

- τόσο ανάλαφρα, τόσο παραδομένες μπρος στον άνεμο

όπως εσύ.

Κάπου

Τις αφήνουν να προσγειωθούν.

 

Ύστερα κατηφορίζεις στο δρόμο

σαν να γλιστρούσες σ’ έλκηθρο

δίπλα από τις λεύκες

στον ήλιο του απογεύματος.

Ένα ελάφι βγαίνει από το δάσος,

και μια μικρή εκκλησία σε ένα λόφο

μ' ένα μοναχικό αυλόγυρο

σου γνέφει.

Ζυγίζεις τον χαιρετισμό της

σαν πρόσκληση,

που ίσως θα ’θελες

και με χαρά

μια μέρα να αποδεχτείς

- δεν ξέρεις πότε ακόμα-.

 

Και από αυτό καταλαβαίνεις

πως εδώ

λιγάκι περισσότερο

απ’ ό,τι σ’ άλλα μέρη

νιώθεις στο σπίτι σου.

 

[Μετάφραση Α.Α.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου