Kostas Mavroudis, Die Unsterblichkeit der Hunde.
Geschichten von Fährten und Gefährten. Μετάφραση Έλενα Παλαντζά και κύκλος μεταφραστών LEXIS, Τύμπιγκεν: Schiler & Mücke GbR 2025.
Πώς
ηχούν λέξεις, κείμενα της μητρικής γλώσσας μεταγραμμένα σε μια ξένη; Και πώς
όταν πρόκειται για κείμενα σπουδαίου συγγραφέα μεταγραμμένα σε όχι ακριβώς
ξένη, αλλά σε μια γλώσσα με σημαντικό διανοητικό, συναισθηματικό και βιωματικό συναίσθημα για τον αναγνώστη;
Πώς επιδρά η μετατροπή της «Αθανασίας των σκύλων» σε «Unsterblichkeit der Hunde»; Τι παραμένει ίδιο και τι αλλάζει;
Η
ανάγνωση της πρόσφατης μετάφρασης του τελευταίου βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή στα
γερμανικά προκάλεσε γόνιμα ερωτήματα. Μετάφραση συλλογική, που δείχνει καταρχάς
ότι μια λογοτεχνική μετάφραση, μια καλή μετάφραση, μπορεί κάλλιστα να είναι
προϊόν συνεργασίας, ειδικά όταν κάποιος στο τέλος επιμελείται την τελική εκδοχή
του ύφους. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε μια επιτυχημένη μετάφραση που
μετακενώνει τον στοχασμό και την αισθητική του συγγραφέα σε ένα διαφορετικό
γλωσσικό σύστημα, το οποίο αποτελεί έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης και
πρόσληψης τους κόσμου. Νόος πάντα διεκόσμησεν, ο νους οργάνωσε και
ταξινόμησε τον κόσμο, μαθαίνουμε από τους προσωκρατικούς, κι ο νους εκφράζεται
μέσω της γλώσσας. Έχοντας όμως πολλές γλώσσες έχουμε πολλές αποτυπώσεις, κι
όταν ένα κείμενο, δηλαδή ο κόσμος που αυτό αποτυπώνει, μεταφράζεται σε άλλες
γλώσσες, έχουμε περισσότερες εκδοχές-προσλήψεις του ίδιου κόσμου. Του ίδιου;
Είναι ένα ανοιχτό ερώτημα αυτό.
Διαβάζοντας
το εξαιρετικό, ευρηματικό βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή στα γερμανικά, είχα την
ιδιάζουσα αίσθηση ότι έβλεπα το ίδιο σώμα σε κάπως διαφορετικό ένδυμα, ότι από
τη μια οι ιδέες και η αισθητική του πρωτοτύπου διατηρούνται, από την άλλη ότι είναι
κι ένα καινούργιο βιβλίο που εμπεριέχει το παλιό. Παράδοξο: το ίδιο κι όμως συνάμα
κάπως διαφορετικό, το οποίο όμως δεν αποξενώνει το πρωτότυπο. Αυτό είναι και ένα
από τα σημαντικά επιτεύγματα των μεταφραστών, όπως θα καταλάβουν καλύτερα όσοι
έχουν αποπειραθεί να μεταφράσουν. Έχω την αίσθηση ότι κάθε γλώσσα οργανώνει
διαφορετικά τον κόσμο κι ως εκ τούτου δημιουργεί νέα νοήματα. Δηλαδή κάθε νέα
γλώσσα ξεκλειδώνει περαιτέρω δωμάτια της σκέψης, του συναισθήματος, της
αισθητικής και της ψυχής. Με άλλα λόγια, η μετάφραση δεν προσφέρει απλώς τη
πρόσβαση σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό προς ένα έργο, αλλά δυνητικά
προσφέρει περαιτέρω αναγνωστικές εκδοχές για το ίδιο έργο.
Για
να ελέγξω τον παραπάνω ισχυρισμό, επιχείρησα μια μετάφραση στα ελληνικά του
τελευταίου κειμένου του βιβλίου από τη γερμανική μετάφραση, δηλαδή ένα
εγχείρημα διπλής γλωσσικής διαμεσολάβησης. Αυτό που επιπλέον διαπίστωσα ήταν η
μεγάλη απομάκρυνση της δικής μου μετάφρασης από το ύφος του διαμεσολαβημένου
πρωτοτύπου, απομάκρυνση που σημαίνει και απώλεια νοήματος, κάτι που δεν
συμβαίνει στη γερμανική μετάφραση. Ίσως οφείλεται σε δική μου αδυναμία ή και στο
βεβιασμένο του εγχειρήματος, όπως και να έχει όμως, ίσως οδηγεί με την ευκαιρία
και σε περαιτέρω σκέψεις για μεταφράσεις που δεν γίνονται από την πρωτότυπη
γλώσσα αλλά από κάποια άλλη, π.χ. Ντοστογιέφσκι από τα γαλλικά. Παραθέτω στο
τέλος αυτού του σημειώματος τη δική μου πρόχειρη απόδοση, μαζί με το πρωτότυπο
κείμενο και τη γερμανική μετάφραση, αφήνοντας τον προβληματισμό και τον
αντίλογο στην κρίση του αναγνώστη, ο οποίος μπορεί να την αντιπαραβάλει τα
κείμενα.
Κλείνοντας
θα ήθελα να επισημάνω ότι η μετάφραση του βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή, μετάφραση
καλή και εύστοχη διανοητικά και αισθητικά, πραγματική αναγνωστική απόλαυση, στο βαθμό που είμαι σε θέση να κρίνω αποτελεί ευκαιρία
να γνωρίσει το γερμανόφωνο κοινό μια ελληνική γραφή ευρωπαϊκής εμβέλειας.
Υστερόγραφο
1.
Το πρωτότυπο κείμενο
Τις πρώτες, κιόλας, μέρες που είχα εγκατασταθεί στην Αθήνα (με τη στέρηση, την περιέργεια και τη δειλία της επαρχίας), αν με ρωτούσαν τι μου άρεσε περισσότερο, θα απαντούσα: να ζω ανώνυμος, να μην καταγράφομαι, όπως γινόταν στο περιορισμένο περιβάλλον απ' όπου ερχόμουν. Θα έλεγα ακόμα ότι ήταν άγνωστο και συναρπαστικό το ενδεχόμενο την επόμενη μέρα να μιλώ με κάποιον που χθες αγνοούσα. Η ιστορία είναι σύντομη. Σεπτέμβριος του 1966. Μεσημέρι. Κάποια κυρία κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά, έξω από την πολυκατοικία της όπου έπαιζαν παιδιά, ένα μικρό Γιορκσάιρ που έτρεμε. Θυμάμαι με ακρίβεια τον ήσυχο και πράσινο δρόμο, στο Κολωνάκι. Καθώς περνούσα, μου είπε εμπιστευτικά για το ζώο: «Φοβάται τα κουτσούβελα του θυρωρού. Επέστρεψαν απ' τις διακοπές». Και αμέσως, βλέποντας εκείνον να βγαίνει απ' την πόρτα, συνέχισε σε πιο σίγουρο κώδικα: «Ils sont arrivés, les paysans» [= «κατέφθασαν οι χωριάτες»]. Τόσο μακριά κι ωστόσο όλα στη θέση τους, όπως τα τοπία και τα πρόσωπα σε έναν παλιό πίνακα, όσες φορές κι αν τον δεις: η οδός Ραβινέ· το 1966· το φοβισμένο Γιορκσάιρ, προπάντων βέβαια εκείνη, που μιλώντας για τους «χωριάτες» με καταχωρούσε αναπάντεχα στη δική της πλευρά. Παλαιοί πια, ξαπλωμένοι στις παρυφές ενός μεγάλου σύννεφου, κοιτάζουμε τους γερανούς, τα εργοτάξια, καμιά φορά τις ακτές και τα σκάφη που ταξιδεύουν. Πιο ψηλά περνούν αεροπλάνα χωρίς ήχο. Κάποιος -γραμμένη σε ένα κομμάτι σύννεφο- μου δείχνει μια post mortem σκέψη του χαμογελώντας: «Θα μπορούσα να πω με μια λέξη αυτό που έχει συμβεί». Εγώ του δείχνω μια δική μου: «Η απουσία μας δεν ήταν ο θάνατος όλου του κόσμου».
2. Η μετάφραση στα γερμανικά
Schon in den ersten Tagen, nachdem ich mich in Athen
niedergelassen hatte (mit meinen bescheidenen Mitteln und der ganzen Neugier
und Scheu eines Menschen aus der Provinz), hätte ich auf die Frage, was mir am
meisten gefiele, geantwortet: anonym zu leben, nicht erfasst zu werden, wie es
in der beengten Welt der Fall war, aus der ich kam. Allein die Vorstellung, mit
jemandem zu sprechen, den ich tags zuvor noch nicht gekannt hatte, war neu und
aufregend, hätte ich noch ergänzt. Die Geschichte ist kurz.
Es war der September 1966, früher Nachmittag. Am Eingang
eines Mehrfamilienhauses in Kolonaki -Kinder spielten davor- stand eine Dame mit
einem kleinen zitternden Yorkshire Terrier auf dem Arm. Ich erinnere mich noch
genau an die ruhige, grüne Straße. Als ich vorbeiging, sagte sie in
vertraulichem Ton: «Er fürchtet sich vor den Blagen des Portiers. Sie sind
gerade aus den Ferien zurück», und als sie ihn aus der Tür kommen sah, fügte
sie rasch hinzu: «Ils sont arrivés, les paysans.» Lange ist es her und doch
scheint alles noch an seinem Platz zu sein, wie die Figuren auf alten Gemälden,
so oft du sie auch betrachtest: die Raviné-Straße, das Jahr 1966, der
furchtsame Terrier und vor allem sie, die mich, indem sie über die «Bauern»
sprach, ganz unerwartet auf ihre Seite zog.
Die Jahre gingen hin. Inzwischen selbst nicht mehr von
dieser Welt, ausgestreckt auf einer großen Wolke, schauen wir hinab auf Kräne,
Baustellen, bisweilen auf Küsten und vorbeiziehende Schiffe. Über uns
Flugzeuge, die lautlos dahingleiten. Jemand zeigt mir lächelnd einen Gedanken,
der ihm post mortem gekommen war geschrieben auf ein Stückchen Wolke: «Ein Wort
genügte mir, um zu sagen, was geschehen ist.» Ich zeige ihm etwas Verwandtes:
«Unser Verschwinden bedeutete nicht das Ende der Welt.»
3.
Η δική μου αντίστροφη μετάφραση από τα
γερμανικά στα ελληνικά.
Tις πρώτες κιόλας μέρες μετά την
εγκατάστασή μου στην Αθήνα (με τα πενιχρά μου οικονομικά και όλη την περιέργεια
και τη συστολή ενός επαρχιώτη), αν με ρωτούσαν τι μου άρεσε περισσότερο, θα
απαντούσα: να ζω ανώνυμα, χωρίς να με παρακολουθούν, όπως συνέβαινε στα στενά
όρια του κόσμου από τον οποίο προέρχομαι. Η ιδέα και μόνο να μιλήσω με κάποιον
που δεν γνώριζα την προηγούμενη μέρα ήταν καινούργια και συναρπαστική, θα
πρόσθετα. Η ιστορία είναι σύντομη.
Ήταν Σεπτέμβριος του 1966, νωρίς το απόγευμα. Στην
είσοδο μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι -έπαιζαν παιδιά- μια γυναίκα στεκόταν με
ένα μικρό, τρεμάμενο Γιορκσάιρ Τεριέ στην αγκαλιά της. Θυμάμαι ακόμα καθαρά τον
ήσυχο, δενδροφυτεμένο δρόμο. Καθώς περνούσα, είπε με εμπιστευτικό ύφος:
«Φοβάται τα παλιόπαιδα του θυρωρού. Μόλις επέστρεψαν από τις διακοπές». Και
όταν τον είδε να βγαίνει από την πόρτα, πρόσθεσε βιαστικά: “Ils sont arrivés, les paysans” . Έχει περάσει πολύς καιρός, κι
όμως όλα φαίνονται ακόμα στη θέση τους, σαν τις φιγούρες σε παλιούς πίνακες,
όσο συχνά κι αν τις κοιτάς: η οδός Ραβινέ, το έτος 1966, το δειλό τεριέ, και
πάνω απ' όλα, εκείνη, που μιλώντας για τους χωριάτες, με κέρδισε εντελώς
απροσδόκητα.
Τα χρόνια πέρασαν. Εν τω μεταξύ, χωρίς να ανήκουμε πια σε αυτόν τον κόσμο, ξαπλωμένοι σε ένα μεγάλο σύννεφο, κοιτάμε κάτω γερανούς, εργοτάξια και περιστασιακά ακτές και διερχόμενα πλοία. Από πάνω μας, αεροπλάνα που απομακρύνονται σιωπηλά. Κάποιος, χαμογελώντας, μου δείχνει μια σκέψη που του ήρθε μετά θάνατον -γραμμένη σε ένα κομματάκι σύννεφο: «Μια λέξη μού αρκούσε για να πω τι συνέβη». Του δείχνω κάτι παρόμοιο: «Η εξαφάνισή μας δεν σήμανε το τέλος του κόσμου.
Αγαθοκλής Αζέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου