Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Γιώργος Κόκκινος: Παρουσίαση του βιβλίου του Αγαθοκλή Αζέλη  Εωθινές Επιγνώσεις, Πλανόδιον 2011.

                                                                   (Τρίκαλα, 22 Δεκεμβρίου 2011)



        Ποιος είμαι; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Yπό ποια ιδιότητα; Από ποια προοπτική μιλώ; Ευτυχώς ή δυστυχώς, η διερώτηση, η αναστοχαστική περίσκεψη δεν με εγκαταλείπει ποτέ. Μάλλον μοιάζει επαγγελματικό κουσούρι η συζήτηση για τις προϋποθέσεις και την αφετηρία της γνώσης. Κουσούρι, αλλά εξαιρετικά χρήσιμο, γιατί σπάζει την στερεότυπη αντίληψη της αξιακής ουδετερότητας και της αμεροληψίας του ομιλητή Ας εξηγηθώ λοιπόν αυτοπαρουσιαζόμενος...

Βρίσκομαι εδώ γιατί αισθάνομαι συνοδοιπόρος του τιμώμενου. Από δρόμους δύσβατους, άλλοτε παράλληλους και άλλοτε τεμνόμενους, ακολουθούμε δύσκολες διαδρομές μέσα στο δάσος των συμβόλων αναζητώντας νόημα, την απωλεσμένη ιερότητα των πραγμάτων, την επαναμάγευση του κόσμου, την αυθεντική ύπαρξη, τη συνέπεια λόγων και έργων.

Βρίσκομαι εδώ ως «συναθλητής» του Αγαθοκλή, από πίστη στον κοινό αγώνα και από ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτόν και το έργο του. Χωρίς να απεμπολώ την επαγγελματική ιδιότητά μου, αλλά αδρανοποιώντας την για λίγο ή μάλλον βάζοντάς την να υπηρετήσει άλλες πειθαρχίες, θέλω  να αναδείξω εκείνη τη διάσταση του σύνθετου έργου του φίλου μου, που δεν έχει να κάνει με την ιστοριογραφία ούτε με την αλληγορική σχολιογραφία ούτε με την καφκική σάτιρα των χρονογραφημάτων του ούτε καν με την ιστορική μάθηση και την εκπαίδευση, αλλά μόνο με την καταβύθιση στον κόσμο των εσωτερικών του δαιμόνων. Δαιμόνων ή μάλλον εκπεπτωκότων αγγέλων που με τις αλλόκοτες πτήσεις τους σχηματίζουν τα υπέροχα και ενίοτε τόσο κρυπτικά, τόσο ερμητικά ιερογλυφικά της ποίησής του.

Σε άλλη περίσταση θα ήταν καλό να αναμετρηθώ και με την ιστοριογραφική παραγωγή του Αγαθοκλή:

α) τη διδακτορική του διατριβή για τη δομική κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος στο μεταίχμιο 19ου και 20ού αιώνα,

β) την πολύμοχθη εργασία του για την έκδοση του μνημειώδους έργου του δασκάλου του Gunnar Hering Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936,

γ) το πρωτοποριακό βιβλίο που έγραψε με τον Γαβρίλη Λαμπάτο με τον τίτλο Από το βουνό στον άμβωνα σχολιάζοντας τη διαδρομή ζωής και τις παρακαταθήκες του πατέρα Μιχαήλ Κοσβύρα,

δ) το σχολικό εγχειρίδιο που συνέγραψε για την τρίτη τάξη του Λυκείου και βέβαια

ε) τα εμβληματικά για τον πλούτο, την πολυμέρεια και τις κριτικές διδακτικές προσεγγίσεις που προτείνουν σχολικά βοηθήματα για το μάθημα της ιστορίας. Κατά τη γνώμη μου, είναι κατά πολύ ανώτερα των ίδιων των σχολικών βιβλίων.

Θα αρκεστώ προσώρας μόνο σε μια διαπίστωση: ενώ στα ιστοριογραφικά του έργα ο Αζέλης παραμένει σε γενικές γραμμές αγκιστρωμένος στις συμβάσεις της ιστορικής γραφής, εάν εξαιρέσουμε τη σημαντική μεταστροφή στην θεματολογία, που αποδεικνύει λόγου χάρη το βιβλίο για το αφήγημα ζωής του πατέρα Κοσβύρα, απεναντίας στο ποιητικό του έργο, σε έναν άλλωστε  εξ ορισμού πιο ευεπίφορο σημειωτικό κώδικα,  προβληματοποιεί συστηματικά τη σχέση σημαίνοντος – σημαινομένου.     

Με τον Αγαθοκλή με συνδέουν πολλά υπόγεια και υπέργεια ρεύματα:

Κοινά βιώματα: η ζορισμένη παιδική ηλικία, ο εαυτός ως θύμα ταξικών αδικιών ή πολιτικών καταναγκασμών, η μνήμη του κυνηγημένου, του απόβλητου, του πραγματικού ή φαντασιακού μετανάστη, ένα αίσθημα εσωτερικής εξορίας, η εσωτερίκευση του αποκλεισμού με τη μάσκα της ενοχής και της μνησικακίας, η μόρφωση ως δίοδος διαφυγής ή ως μοναδική επιλογή για την υπεραναπλήρωση των τραυμάτων και την κοινωνική καταξίωση, οι έντονες ψυχικές μεταπτώσεις. (Ελπίζω ότι δεν διολίσθησα στον μελοδραματισμό).

Οι ίδιοι δάσκαλοι: άλλοι από αυτούς θαλερές πλέον σκιές στον Άδη, άλλοι γενναίοι μοναχικοί αυτοεξόριστοι σε κόσμους μη απαλλοτριώσιμους, και άλλοι, τέλος, δονκιχωτικοί ιδαλγοί που εξακολουθούν με ευγένεια και σεμνότητα να δίνουν μάχες οπισθοφυλακής μέχρι τελικής πτώσεως. Ευτυχία και ευθύνη να είμαστε μαθητές τους!

Μεγάλοι έρωτες: η ιστορία και η λογοτεχνία, αυτές οι «μοιραίες γυναίκες» στη ζωή μας. (Ας με συγχωρήσουν οι σύζυγοί μας). Και πιο μοιραία ακόμα η γερμανόφωνη λογοτεχνία, ο Τόμας Μαν, ο Μούζιλ, ο Κάφκα, ο Γιόζεφ Ροθ, ο Τσβάϊχ, ο Χέρμαν Μπροχ και γενικότερα ο πολιτισμός της Μεσευρώπης.

Κοινές αγάπες: τόσο για την υψηλή όσο και για τη λαϊκή κουλτούρα. Ο Μπαχ, ο Μπετόβεν, ο Μάλερ και ο Σατί από τη μια, το τάνγκο, το φάντος, το δημοτικό και το ρεμπέτικο από την άλλη.

Η συνείδηση του τραγικού και ταυτόχρονα η πίστη στο θαύμα και στη ρομαντική δημιουργική τρέλα

Η συναίσθηση της ευθύνης και η έγνοια της αποστολής.

Η αίσθηση ότι ζούμε σε καιρούς αναντίστοιχους με την βιοθεωρία, την ηθική και τις ευαισθησίες μας, σε καιρούς ιδιοτέλειας και αυτοπάθειας, ναρκισσισμού και θρασύδειλης μετριότητας, σε ένα περιβάλλον «αισχρότητας αυτού που υπάρχει και κυριαρχεί». Για τον λόγο αυτό άλλωστε, αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας σαν ένα μοναχικό και ντροπαλό λύκο που περιπλανιέται στην στέπα ή και –σε διόλου ροκ εκδοχές- σαν ένα καλοκάγαθο παιδί που -σε πείσμα της διαμαρτυρίας ή και της ηθικής του εξέγερσης- συμμορφώνεται τελικά με τις συμβάσεις, με τους κανόνες του παιχνιδιού, κρύβοντας διακριτικά τους εσωτερικούς γκρεμούς, τα νοητικά χάσματα, τις συναισθηματικές του εκρήξεις, τον «σεληνιασμό» του, το όνειρό του να γίνει ένας «αγγελικός δυναμιτιστής» της πραγματικότητας που μας προσβάλλει, όπως ο Λωτρεαμόν, ο Ρεμπώ ή οι υπερρεαλιστές. Ειδικά όμως στην περίπτωση του Αγαθοκλή, η φρόνηση στο επίπεδο του βίου, η ελεγχόμενη διακινδύνευση, αντισταθμίζεται από την πυρετώδη, σχεδόν εμμονική, άσκηση στο επίπεδο της γραφής, η οποία μετατρέπεται  σε ένα «κινητήριο μηχανισμό εξερεύνησης» του αόρατου, του αδιόρατου, του κρυμμένου. Εν τέλει, σε πολυσήμαντη εμπειρία ελευθερίας. Στη ζωή του Αγαθοκλή, ο στίχος δεν λειτουργεί μόνο σαν σπαθί ή σαν σάλπιγγα, αλλά και σαν δοκιμαστικός σωλήνας. Τον βάζει σε περιπέτειες, γιατί σαν καλός μαθητευόμενος μάγος ή σαν αλχημιστής ο ποιητής δεν γνωρίζει ποτέ αυτό που θα προκύψει, τι κόσμο θα δημιουργήσει η έμπνευση και η εργασία του. Η τέχνη του είναι αμφίσημη κι ο ίδιος απέναντί της αμφίθυμος. Παρά ταύτα, η ένωσή του μαζί της δεν αμφισβητείται. Έχει τα γνωρίσματα μιας οντολογικής συνθήκης, ενός πεπρωμένου.

Μας συνδέει, τέλος, το ήθος του πολεμιστή που σπανίως όμως περιβάλλεται με τη λεοντή του νικητή και συνήθως αρκείται στην ασκητική ηθική της ήττας, από τις γόνιμες στάχτες της οποίας, ωστόσο, αναθρώσκει η ελπίδα της ανατροπής.

Στο σημείο αυτό κρίνω αναγκαία μια σύντομη διευκρίνιση. Δεν αναφέρομαι στις εκλεκτικές μας συγγένειες από συνειδητή ή ασύνειδη φιλοδοξία να μοιραστώ εμμέσως πλην σαφώς τα τρόπαια της αξιοσύνης του τιμώμενου. Αναφέρομαι σε αυτές διότι θεωρώ ότι τα στοιχεία που ανέδειξα μέχρι στιγμής αποτελούν δομικά υλικά της ποιητικής του ταυτότητας. Στην περίπτωση του Αγαθοκλή αρτίωσαν ένα έργο αισθητικής πληρότητας, από το οποίο σαν άλλη Αφροδίτη αναδύεται ένας συγκροτημένος τρόπος θέασης και απόλαυσης του Κόσμου, μια χειροποίητη αρχιτεκτονική του βίου. Απεναντίας, στη δική μου περίπτωση παραμένουν ασυντόνιστες δυνάμεις και σπανίως μόνο εκβάλλουν σε επιστημονικές στρατηγικές.

Ας περάσουμε όμως τώρα στην ουσία του θέματος.

Η ποίηση του Αγαθοκλή δεν είναι στενά αυτοβιογραφική, δεν υπέχει θέση μαρτυρίας. Είναι το alter ego ενός μυθιστορήματος μαθητείας, ενός Bildungsroman, που σε παλαιότερες εποχές θα προέκυπτε αβίαστα από τη γραφίδα του. Δηλαδή ενός αφηγηματικού πεζογραφήματος βιωμάτων και ιδεών, στο πλαίσιο του οποίου ο περιπλανώμενος στον αντίξοο κόσμο ήρωας αποκτά την αυτογνωσία του ολοκληρώνοντας την προσωπικότητά του και χωρίς να απολέσει τη μοναδικότητα και την αυθεντικότητά του. Αυτό που ένας συγγραφέας μυθιστορήματος μαθητείας θα μπορούσε να περιγράψει με μια πολύπλοκη διάταξη σκηνών και επεισοδίων, ο ποιητής Αζέλης το μετασχηματίζει άλλοτε σε καταιγιστική συνάρθρωση εικόνων, ήχων και συμβόλων, ενώ άλλοτε σε υπαινιγμό, κωδικοποιημένο μήνυμα ή αλληγορία.   

Αναρωτιέμαι εάν υπάρχει ένας βαθύς σύνδεσμος που καθιστά ομογάλακτες την ιστοριογραφία με την ποιητική τέχνη στο νοητικό και ψυχικό σύμπαν του Αγαθοκλή.

Επιτρέψτε ορισμένες πιθανοφανείς απαντήσεις.

 Όπως η ιστορία είναι μια κατάβαση στον Άδη που έχει στόχο την ανάσταση των νεκρών στον λόγο του ιστορικού, στην ιστορική αφήγηση, κατ’ ανάλογο τρόπο και η ποίηση του Αζέλη είναι κατ’ εξοχήν μια συνομιλία με τους αγαπημένους νεκρούς, μια αναμέτρηση με το οδυνηρό παρελθόν. Ιστορικός και ποιητής τολμούν να κατεβούν στους «κάμπους των ασφόδελων», «στον Άδη που φωλιάζουν κούφιοι νεκροί φαντάσματα θνητών αποσταμένων» (Οδύσσεια, λ, 475-476, μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη).

Γράφει ο Ζυλ Μισλέ στην Ιστορία της Γαλλίας στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα αναφερόμενος στα κρατικά αρχεία: «Όταν πρωτομπήκα σε αυτές τις κατακόμβες χειρογράφων [...] δεν περίμενα πολύ και άρχισα να διακρίνω μέσα στη φαινομενική σιωπή των διαδρόμων μια κίνηση και ένα μουρμουρητό που δεν ήταν εκείνα του θανάτου. Αυτά τα χαρτιά και οι περγαμηνές που για τόσο καιρό κείτονταν εγκαταλελειμμένα, δεν ζητούσαν τίποτε άλλο παρά να επιστρέψουν στο φως της ημέρας. Δεν ήταν χαρτιά, ήταν ζωές ανθρώπων [...] Όλοι αναστήθηκαν και μίλησαν και περικύκλωσαν τον ιστορικό με ένα στρατό που μιλούσε εκατό γλώσσες... Και καθώς ανέπνεα τη σκόνη τους, τους είδα να σηκώνονται. Σήκωναν από τον τάφο άλλος το χέρι, άλλος το κεφάλι, όπως στη Δευτέρα Παρουσία του Μικελάντζελο ή στον Χορό του Θανάτου. Αυτό τον σπασμωδικό χορό που χόρεψαν γύρω μου προσπάθησα να αναστήσω σε τούτο το έργο».

Μια τέτοια συμβολική εικόνα παραπέμπει ευδιάκριτα τόσο στη «Νέκυια» της Οδύσσειας όσο και στον προφήτη Ιεζεκιήλ. Την ξαναβρίσκουμε διακριτικά στην ποίηση του Αγαθοκλή όπου οι αγαπημένοι νεκροί ζωντανεύουν και επανέρχονται. Ο ποιητής ασθμαίνοντας ανοίγει κουβέντα μαζί τους, τους αφουγκράζεται, τους συμβουλεύεται, βιάζεται με την ανάκληση της μνήμης να δικαιώσει τον αγώνα και τις επιλογές τους. Σαν άλλος Οδυσσέας προσφέρει αίμα στις αγαπημένες σκιές για να ενσαρκωθούν και πάλι. Η τοποθέτηση αυτή συνηχεί τουλάχιστον με την προσφυή εκτίμηση ενός αγαπημένου φίλου μας, του Αντώνη Καζάκου, ο οποίος έγραψε στον Αγαθοκλή τα εξής αξιολογώντας ένα πρόσφατο δημιούργημά του εκτός συλλογής: πρόκειται για «ένα επιτύμβιο, ένα επίγραμμα ίσως, χαραγμένο σε σιωπηλή επιτύμβια στήλη, που μόλις συγκρατεί την αναπνοή του για να μην ξεσπάσει σε γοερό αναξιοπρεπή θρήνο».

Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Αζέλη, για την οποία συζητάμε απόψε, δεν είναι μια στήλη θριάμβου που αποθεώνει τη δημιουργικότητα, την αρχιτεκτονική αρτιότητα, την εκφραστική τεχνική, την ενορατική δύναμη, τη μοναδικότητα του βιώματος ή του οράματος. Είναι μάλλον ένα σύμπλεγμα σκοτεινών συμβόλων, ένας τύμβος, ένας τάφος, η επίγνωση της μάταιης σκυταλοδρομίας των αλληλοδιάδοχων γενεών, η πικρή επίγευση του ματαιωμένου και διαψευσμένου αγώνα, του ίδιου του άστοχα νοηματοδοτημένου χρόνου. 

Αν η δικαίωση των νεκρών είναι ο πρώτος αρμός που συνδέει την ποίηση με την ιστοριογραφία του Αγαθοκλή, ο δεύτερος αρμός είναι η αποστροφή του βλέμματός του από τα ερείπια που στοιβάζει η «πρόοδος» και η στροφή του προσώπου του στο παρελθόν, στα κοιτάσματα οδύνης, αλλά και παρηγοριάς, απόγνωσης και λυτρωτικής αναστάσιμης προσδοκίας που συσσωρεύονται στις ψυχές μας. Με άλλα λόγια, ο Αγαθοκλής ακολουθεί την επιλογή του Angelus Novus, του Άγγελου της Ιστορίας στις Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας,  του τελευταίου αυτού έργου του τραγικού μεσσιανιστή αυτόχειρα Walter Benjamin. Υπάρχει όμως και ένας τρίτος αρμός: στα ποιήματά του αντανακλάται μια μορφή ιστορικής συνείδησης που παραπέμπει στην ίδια την ανθρωπολογική συνθήκη, στη θουκυδίδεια παθολογία, στην κοινή ανθρώπινη φύση, στη νιτσεϊκή αιώνια επαναφορά, στον αέναο κύκλο του αίματος. Είναι το μόνο σημείο που ο Αγαθοκλής αποδεικνύεται πιστός μαθητής του Σεφέρη. Υπάρχει και ένας σχεδόν αδιόρατος τέταρτος αρμός: η δεσπόζουσα σημασία της έννοιας της συνέχειας, της διαδοχής, της σκυταλοδρομίας των γενεών, της «αφθαρσίας της ύλης», όπως γράφει• στοιχείο που περιθωριοποιεί την ρήξη και την τομή. Άλλωστε, κάθε ρήξη νοείται στο σύμπαν του ως τραύμα.

Στο δίλημμα των πρωτόπλαστων «δεσμά χωρίς πόνο ή οδυνηρή ελευθερία» ο Αζέλης παραδόξως προκρίνει το πρώτο σκέλος, τα «δεσμά χωρίς πόνο». Γιατί όμως; Και επειδή δεν αντέχει τη βία, τον αποχωρισμό, την πτώση, την εξαλλαγή και την ασυνέχεια, αλλά και κυρίως επειδή δεν μπορεί να φαντασιωθεί την ελευθερία ως παγιωμένη κατάσταση, ως διάρκεια, ως καθημερινό εδεμικό βίωμα, αλλά μόνο ως αστραπή, ως έκρηξη του χρόνου, ως δημιουργικότητα, ως επώδυνο τοκετό, ως ουτοπία. Η ελευθερία ως δαιμονικός εισβολέας, η ελευθερία ως ανατροπή εγκαθιδρυμένων ισορροπιών και ιεραρχιών, η ελευθερία ως συντριβή, σε τελική ανάλυση η ελευθερία που γεννά αμφιθυμία είναι, κατά τη γνώμη μου, το αδιόρατο υποκείμενο της ποίησης του Αζέλη.       

Δύο είναι οι σκιές των ποιητικών προγόνων που κανοναρχούν την ποίησή του: ο αισθαντικός οραματιστής των «Ελεγειών του Ντουίνο», ο Ρίλκε, από τον οποίο προέρχεται και ένα από τα βασικά ερμηνευτικά κλειδιά του έργου του, αυτό της θύρας, του κατωφλιού, του μεταίχμιου, της μυητικής τελετουργίας, της μετάβασης από τον ένυλο στον άυλο κόσμο• και ο Πάουλ Τσέλαν, ο εμβληματικός ρουμανογάλλος αυτόχειρας, που εκδικήθηκε τους φονιάδες των γονιών του, την ίδια την αποικισμένη από την τρομαχτική εθνικοσοσιαλιστική ιδιόλεκτο γερμανική γλώσσα, προσφέροντάς της εφιαλτικές εικόνες, συγκοπτόμενους ρυθμούς και μεταφυσικές λάμψεις που οδηγούν τη γλώσσα του τυράννου στην ακρότατη αισθητική εκλέπτυνση και στη φιλοσοφική βαθύνοια.

Η ποίηση του Αζέλη δεν είναι αφηρημένη και νοησιαρχική, ακόμα κι όταν αυτός δημιουργεί ποιήματα ποιητικής. Όντας ελεγειακή, προϋποθέτει τη βιωμένη εμπειρία, την απώλεια, τη σκλήρυνση του χρόνου και την ανάκληση της μνήμης. Τα ποιήματά του είναι σημαίνοντα μιας αλυσίδας σημαινομένων που η αποκωδικοποίησή τους προσδίδει νόημα στην ατομική περιπέτεια, στον πραγματικό και τον θεωρητικό βίο, στην ανάγκη και την επιθυμία, στον πόθο και τη σποδό του.

Κάθε ποίημα του Αζέλη αποτελεί την ενσάρκωση μιας κατάστασης ψυχικής και διανοητικής έκτακτης ανάγκης, διακινδύνευσης και διακυβεύματος. Ο Αγαθοκλής γράφει ποιήματα για τον πόνο της νοσταλγίας που υπερνικά την απαντοχή, για τον φόβο της επιθυμίας και το ανεσταλμένο συγκινησιακό φορτίο της, για τη ματαιωμένη άνοιξη, για την ελευθερία που εξακολουθεί να φτεροκοπά συντριμμένη στα ερείπια.

Θιασώτης της μικρής φόρμας και της νευρώδους γραφής, εραστής του διασκελισμού του στίχου και ταυτόχρονα της ακραίας νοηματικής και συναισθηματικής συμπύκνωσης, συνθέτει αριστοτεχνικά μικρούς αστερισμούς εικόνων λειτουργώντας σαν μαχητής σε ανταρτοπόλεμο. «Χτυπάει και φεύγει», θα λέγαμε, περικλείοντας σε μια αστραπή νοήματος τη μέγιστη δυνατή συγκίνηση, τη μέγιστη δυνατή αποξένωση του αναγνώστη από τα ειωθότα του διάχυτου κομφορμισμού, με σκοπό την εσωτερική του αναμόρφωση, αν όχι την αναζωογόνηση του απολιθωμένου κόσμου.

Αν θελήσουμε να διακρίνουμε τα κείμενα της συλλογής σε επιμέρους κατηγορίες, οδηγούμεθα στην κατασκευή τριών βασικών:

πρόκειται πρώτον, για ποιήματα εγωκεντρικά αλλά όχι εγωπαθή, δηλαδή ποιήματα αναμέτρησης με τις βιοτικές επιλογές, αποστροφές εις εαυτόν, θραύσματα φιλοσοφικών ενατενίσεων ή μεταφυσικών ενοράσεων, συνήθως χωρίς αναγωγή στην ιστορία ή στον αρχαιοελληνικό και τον βιβλικό μύθο, μακριά δηλαδή από την καβαφική και τη σεφερική παράδοση. Μοναδικές εξαιρέσεις τα ποιήματα «Θερμοπύλες 2010 μ.Χ.», «Ισόβια», «Μάθημα ιστορίας», «Προϊούσα συνύφανση», «Υποθήκες»•

δεύτερον, για ποιήματα ποιητικής, όπως οι «Ρωγμές»•

και τρίτον, για ποιήματα με θεματικό κέντρο την τραυματική, την στοιχειωμένη μνήμη, όπως το έξοχο «Πεφιλημένοι», που μέσα του ανασαίνει ο ρυθμός των Ελεγειών του Ντουϊνο, ή η εμβληματική «Κατεδάφιση», όπου πάντως ανευρίσκεται μια ομολογημένη διακειμενική αναφορά στον Σεφέρη. Μια ακόμη, διάχυτη, αλλά όχι και ομολογημένη διακειμενική αναφορά διαπερνά, κατά τη γνώμη μου, την «Κατεδάφιση» παραπέμποντας σε αντίστοιχη επεξεργασία του αγαπημένου του συντοπίτη ποιητή Ηλία Κεφάλα. Αναφέρομαι στο ποίημα του τελευταίου με τον τίτλο «Η παλιά πόρτα» από τη συλλογή Το δέντρο που έγνεθε τη βροχή και τραγουδούσε (Ροές, 2010).

Τα ποιήματα του Αζέλη, με την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά τους, ανακαλούν στη μνήμη μου εικόνες από τόσο ετερόρριζες κινηματογραφικές ταινίες: του Δαμιανού, του Παπατάκη, του Αγγελόπουλου, αλλά και του Ντράγιερ και του Μπέργκμαν. Κάτι βαρύ, ασήκωτο σαν το προπατορικό αμάρτημα, ορεινό, ομιχλώδες, ιερουργικό, απειλητικό βασιλεύει μέσα τους. Κάτι από ένοχα μυστικά καταχωνιασμένα σε σκουριασμένα μπαούλα ή στο ίδιο το υποσυνείδητο. Μια ανατριχίλα, μια κατάρα, μια μεταφυσική παρουσία, η ασταμάτητη βροχή ή το πετρωμένο χιόνι είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το σκηνικό για μια καταστροφή που βαδίζει πάνοπλη καταπάνω μας. Μια καταστροφή που η αφετηρία της συνδέεται με τον απαγορευμένο καρπό, την απόλαυση της γνώσης, τη γεύση της ελευθερίας, την επιθυμία της πρόσκαιρης αισθησιακής ευδαιμονίας. Με την έννοια αυτή, ο Πάνας και ο Διόνυσος δεν είναι αμέτοχοι στο δράμα. Αν δεν το δημιουργούν, κατ’ ελάχιστον ρίχνουν ξύλα στη φωτιά.

   Επιλέγω να μη σας μιλήσω απόψε για τον ερωτικό Αζέλη, για τη διονυσιακή του δηλαδή πλευρά. Αναπληρώνω, ωστόσο, την ηθελημένη αποσιώπηση με μία παρατήρηση και με μία σύντομη ανάγνωση.

Η παρατήρηση πρώτα: στην ποίηση του Αζέλη η επιθυμία υπερβαίνει το αντικείμενό της και την ίδια της την εκπλήρωση. Μου δίνεται μάλιστα η εντύπωση ότι η επιθυμία είναι το ενεργειακό κοίτασμα που τροφοδοτεί τη συνείδηση του ποιητή ώστε να αμφισβητείται συνεχώς ο κοινωνικός εφησυχασμός και η ναρκισσιστική επανάπαυση.

Η ανάγνωση τώρα: θα με ανεχτείτε –ελπίζω- να σας διαβάσω ένα από τα καλύτερα ερωτικά ποιήματα της συλλογής του: τιτλοφορείται «Νυχτερινές αναπολήσεις». Το λατρεύω για την αμεσότητα, την πυκνότητα και την εκφραστική του λιτότητα.



Είσαι ένα δίκοπο μαχαίρι

Κι εγώ το θηκάρι σου

Εφαρμόζεις μέσα μου

Δεν με κόβεις, δεν σε σφίγγω

Γίνεσαι ακίνδυνη

Αν και πάντα ετοιμοπόλεμη



Είμαι ένα δίκοπο μαχαίρι

Κι εσύ το θηκάρι μου

Εφαρμόζω μέσα σου

Δεν σε κόβω, δεν με σφίγγεις

Γίνομαι ακίνδυνος

Αν και πάντα ετοιμοπόλεμος.



Είμαστε δυό μαχαίρια

Που διασταυρώθηκαν κι έγιναν δίκοπα

Μα σαν στοιχειωμένες πτυσσόμενες

Μπάμπουσκες, πότε τό ΄να

Γίνεται θήκη, πότε τ’ άλλο.





            Κυρίες και κύριοι,

Φίλες και φίλοι,

Σας ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας.

Τον ευχαριστώ και τον ίδιο τον Αγαθοκλή που με τιμά με την εμπιστοσύνη και τη φιλία του.

Τον ευχαριστώ πάνω από όλα για την αισθητική απόλαυση που μου χαρίζουν τα δώρα της ποίησής του.

Ελπίζω η ερμηνευτική μου προσέγγιση να μην πρόδωσε το έργο του και να μη διέψευσε τις προσδοκίες σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου