Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Παράθυρο με θέα

0 σιδηροδρομικός σταθμός της Καλαμπάκας μαγνητίζει το βλέμμα του εποχούμενου περαστικού. Γιατί έχει κατορθώσει να δώσει σάρκα στην ουτοπία, με την ιδανική σύζευξη του παρόντος με την ιστορία σε μια αισθητική αρμονία. Το παλιό κτίριο, αναπαλαιωμένο και ανακαινισμένο συνάμα, με την έμφαση στη λεπτομέρεια και τα ζεστά του χρώματα, προκαλεί μια θαλπωρή και μια συγκίνηση – έστω και ασυνείδητη – στον θεατή. Ίσως γιατί είναι σαν να βγαίνει από παραμύθι της παιδικής μας ηλικίας –θραύσματα μεταλλαγμένης ανάμνησης– όπου όλα ήταν επιβλητικά και τακτοποιημένα. Χέρι με χέρι κρατιέται με το κτίριο του χθες η σύγχρονη επέκταση του σταθμού, καλαίσθητη και χαμηλόφωνη, λειτουργική, διαφορετική μα και συνάμα τόσο όμοια ως προς τις προθέσεις του τεχνίτη της παλιάς σχολής. Αυτό το σύνολο δείχνει πόσο μπορεί να δέσει το παλιό με το καινούργιο, όταν συμπίπτουν οι προθέσεις και το ύφος. Δείχνει ακόμη πόσο μεράκι και σεβασμό προς την ιστορία έδειξε ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων, σε πείσμα των προκαταλήψεων αλλά και των δεδομένων για τις δημόσιες υπηρεσίες.

Το σφύριγμα του πιλοφόρου υπαλλήλου με το σημαιάκι σηματοδοτεί την αρχή του ταξιδιού. Το σιδερένιο φίδι ξεκινάει την πορεία του για την πρωτεύουσα. Περνάει από τοπία που το ανθρώπινο χέρι δεν ενδιαφέρθηκε να αλλοιώσει αρκετά, τοπία σχεδόν ουτοπικά, φύση όμορφη, όλο χρώματα και αισθητική αρμονία κι αυτή. Στο коμπολόι της διαδρομής δεμένοι αμέτρητοι σταθμοί κεχριμπαρένιοι, μικροσκοπικοί και μεγάλοι. Στις παρυφές αυτών των σταθμών έρχεται να δώσει το παρόν του ο Νεοέλληνας ιδιώτης και ξυπνάει τον αιθεροβάμονα επιβάτη από την αυταπάτη του σαν εκτροχιασμός. Πανταχού παρών ο Νεοέλληνας αυθαίρετος οικιστής, που κάποτε προτάθηκε να του χτιστεί δημόσιο μνημείο, εισέρχεται ως κάρφος στους οφθαλμούς του ξεχασμένου ταξιδιώτη. Ακριβώς δίπλα στον σταθμό της Θήβας για παράδειγμα, πρωτεύουσας νομού, πόλης του μυθικού Οιδίποδα μα και της Αντιγόνης, που θυσιάστηκε για αιώνιες αρχές, που διδάσκονται παγκοσμίως μες στη διαχρονία, δίπλα λοιπόν στον ανακαινισμένο σταθμό έχει ανοίξει υπαίθριο μουσείο απορριμμάτων, όπου αντιπροσωπεύονται όλα τα είδη των σύγχρονων μουσών που κάποτε έπεσαν σε αχρηστία: μπάζα αλλά και πολύμορφα οικιακά απορρίμματα –ο νεοελληνικός μοντερνισμός στην ακραία του λογική –προσμένουν από τη γενναιόδωρη φύση να υλοποιήσει το έργο της αποσύνθεσης. Ο σταθμός είναι παρόλα αυτά όμορφος, ίσως γιατί όσο πιο οξεία είναι η αποφορά της κοπριάς, τόσο πιο αιθέρια ευωδιάζουν τα λουλούδια. Όμορφος λοιπόν ο σταθμός, να αισθάνεται πνιγμονή από την αποφορά που αναδύει το σφιχταγκάλιασμα της γειτονικής διπλοκατοικίας, με τα κομμένα χρώματα, τα διάχυτα οξειδωμένα κάγκελα, τις σκισμένες τέντες, και τον ένοικο να απολαμβάνει μακάριος και ανενόχλητος τον απογευματινό του καφέ. «Εμείς τον λέμε ελληνικό!».

Ο μοναχικός επιβάτης, περιμένει την αναχώρηση με μάτια σχεδόν βασιλεμένα πάνω στο μισάνοιχτο ημερολόγιο, όπου ξεχωρίζει η τελευταία καταχώριση, που θυμίζει ένα τραγούδι της Αρλέτας: «Ένα εκτροχιασμένο τραίνο, να τι είναι η πατρίδα μου, σε κάποιαν άγνωστη γραμμή που χάνεται στη νύχτα. Στη νύχτα του ωχαδερφισμού, της αδιαφορίας για τα κοινά και του άκρατου ατομισμού, που κάνουν την κοινωνία ένα ενεργό ηφαίστειο που εκτινάσσει τον εαυτό του σε μύριες κατευθύνσεις, θρυμματιζόμενο κι απανθρακώνοντας συνάμα ό,τι βρίσκει στο διάβα του»

«Προσοχή, παρακαλώ! Οι επιβάτες με προορισμό το Σχηματάρι, παρακαλούνται να αποβιβαστούν από τα δεξιά ως προς τη φορά της αμαξοστοιχίας. Το τραίνο θα αναχωρήσει σε δύο λεπτά».

Αγαθοκλής Αζέλης [Η ΕΡΕΥΝΑ, Τρίκαλα 12-03-2002]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου