Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Hilde Domin: Οι πιο δύσκολοι δρόμοι

 

                                                                 Στον R. H.

 

Οι πιο δύσκολοι δρόμοι

ταξιδεύονται μόνοι,

η απογοήτευση, η απώλεια,

η θυσία,

είναι μοναχικές.

Ακόμα κι ο νεκρός που απαντά σε κάθε κάλεσμα

και αίτημα κανένα δεν αρνείται

δεν μας παραστέκει

και παρατηρεί

αν τα καταφέρνουμε.

Τα χέρια των ζωντανών που απλώνουν το χέρι τους

χωρίς να μας φτάνουν

είναι σαν τα κλαδιά των δέντρων το χειμώνα.

Όλα τα πουλιά είναι σιωπηλά.

Ακούς μόνο το δικό σου βήμα

και το βήμα που το πόδι

δεν έχει κάνει ακόμη αλλά θα κάνει.

Το να σταθείς και να στραφείς

δεν βοηθάει. Πρέπει

να πορευτείς.

 

Πάρε στο χέρι ένα κερί

όπως στις κατακόμβες,

το μικρό φως μόλις που αναπνέει.

Και όμως, όταν έχεις πορευτεί καιρό...

το θαύμα δεν ματαιώνεται,

γιατί το θαύμα συμβαίνει πάντα,

και επειδή δίχως τη χάρη

δεν μπορούμε να ζήσουμε:

Το κερί γίνεται φωτεινό απ’ την ελεύθερη ανάσα της ημέρας,

το σβήνεις χαμογελώντας

όταν βγαίνεις στον ήλιο

και κάτω από τους ανθισμένους κήπους

η πόλη απλώνεται μπροστά σου,

και στο σπίτι σου

το τραπέζι είναι στρωμένο με λευκό τραπεζομάντιλο για σένα.

Κι οι απωλέσιμοι ζωντανανοί

και οι αναπώλεστοι νεκροί

σου κόβουνε ψωμί και σου προσφέρουνε κρασί -

κι εσύ ακούς ξανά τις φωνές τους

πολύ κοντά

στην καρδιά σου.

 

[Μετάφραση: Α. Α.]

 

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Hilde Domin: Μηλιά και ελιά

 

[Μολονότι είναι γενικά αποδεκτό ότι το ποίημα αποτελεί αυτοτελές δημιούργημα, το οποίο δεν χρειάζεται εξωκειμενικές πληροφορίες για να λειτουργήσει νοηματικά, στην περίπτωση της Hilde Domin  δεν θα ήταν, νομίζω, περιττό να επισημανθεί, ότι η ποιήτρια βίωσε την αυτοεξορία, για να διασωθεί από τη ναζιστική εξόντωση. Υπό το φως αυτής της επισήμανσης, εκτιμώ ότι αποκτούν άλλες διαστάσεις κάποιοι στίχοι - αν όχι ολόκληρο το ποίημα. Στην ποίηση της Domin με εντυπωσιάζει η έκδηλη τρυφερότητα που αναδύεται από τους στίχους της, μολονότι το θεμέλιό της είναι η φρίκη του Ολοκαυτώματος.]

  

Είναι παρήγορο να ξέρεις

πού είναι τα φλιτζάνια και τα πιάτα

στο σπίτι που φιλοξενείσαι,

και να έχεις μερίδιο

στην τρυφερότητα της γάτας και του σκύλου

του φίλου σου,

και να γνωρίζεις σαν να ήταν δικό σου,

τα ελαττώματα του ποδηλάτου

με την ξεθωριασμένη τσάντα

που σε αφήνουν να οδηγήσεις στο ξένο χωριό,

και να χύσεις το γάλα στο δρόμο

σαν να είχες χάσει εσύ ο ίδιος

το καπάκι της παλιάς κανάτας

πριν από χρόνια

σ' αυτόν τον δρόμο.

Περνάς την πύλη του κήπου

και την κλείνεις πίσω σου,

σαν εσένα να προσμένει το παγκάκι

εμπρός στο σπίτι,

και βλέπεις τους άλλους έξω να περνούν,

εσύ,

ο ταξιδευτής

από μέρα σε μέρα

κι από χώρα σε χώρα,

που πάνω του ο λόγος

για το φευγαλέο

της όλης ύπαρξης εδώ

πήρε σάρκα και οστά.

Εσύ, που κάθε τοίχος

σε εγκαταλείπει

και νοσταλγείς συχνά την κινητή σπηλιά

του παιδιού του τσίρκου.

 

Βέβαια, η μηλιά και η ελιά

είναι παντού δικές σου,

και σε μακρινές χώρες

σου βάζουν στο τραπέζι μια καρέκλα

στο πλάι της νοικοκυράς,

και όλοι σου δίνουν απ’ το πιάτο τους

όταν η γαβάθα έχει αδειάσει,

σαν νά ’χε αργοπορήσει ένα παιδί,

όχι σαν να ’χες μόλις έρθει από τ’ αεροδρόμιο.

Και τα σκούρα δένδρα μάνγκο

και οι καστανιές

μεγαλώνουν δίπλα-δίπλα

στην καρδιά σου.

 

Ξέρεις πώς τα ψηλά χόρτα

θροΐζουν στις άκρες των νησιών

σ’ όλες τις θάλασσες του νότου,

πόσο σκονισμένα είναι τα μονοπάτια των κάκτων,

και διασχίζεις τ’ αφρισμένα λιβάδια και γνωρίζεις

το πολύχρωμο ημερολόγιό τους.

Παίζεις με τον άνεμο

και φυσάς τις φωτεινές σφαίρες

απ’ τις πικραλίδες στον αέρα

και παρατηρείς κι εσύ πώς αιωρούνται

οι μικρές λευκές κεφαλές

- τόσο ανάλαφρα, τόσο παραδομένες μπρος στον άνεμο

όπως εσύ.

Κάπου

Τις αφήνουν να προσγειωθούν.

 

Ύστερα κατηφορίζεις στο δρόμο

σαν να γλιστρούσες σ’ έλκηθρο

δίπλα από τις λεύκες

στον ήλιο του απογεύματος.

Ένα ελάφι βγαίνει από το δάσος,

και μια μικρή εκκλησία σε ένα λόφο

μ' ένα μοναχικό αυλόγυρο

σου γνέφει.

Ζυγίζεις τον χαιρετισμό της

σαν πρόσκληση,

που ίσως θα ’θελες

και με χαρά

μια μέρα να αποδεχτείς

- δεν ξέρεις πότε ακόμα-.

 

Και από αυτό καταλαβαίνεις

πως εδώ

λιγάκι περισσότερο

απ’ ό,τι σ’ άλλα μέρη

νιώθεις στο σπίτι σου.

 

[Μετάφραση Α.Α.]

Nelly Sachs [ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΓΥΡΙΣΜΕΝΗ]

 ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΓΥΡΙΣΜΕΝΗ

σε προσμένω

πέρα μακριά από τους ζωντανούς διάγεις

ή κοντά.

 

Με την πλάτη γυρισμένη

σε προσμένω

γιατί δεν επιτρέπεται απελευθερωμένοι

με θηλιές της νοσταλγίας

να πιαστούν

ούτε να στεφανωθούν

με στεφάνι από πλανητική σκόνη –

 

Ο έρωτας είναι φυτό της άμμου

που εξυπηρετεί τη φωτιά

και δεν αναλώνεται –

 

Με την πλάτη γυρισμένη

σε προσμένει -

Nelly Sachs [ΠΟΙΟΣ ΦΩΝΑΖΕΙ;]

 ΠΟΙΟΣ ΦΩΝΑΖΕΙ;

Η δική σου φωνή!

Ποιος απαντά;

Ο θάνατος!

Δύει η φιλία

στο στρατόπεδο του ύπνου;

Ναι!

Γιατί δεν λαλεί πετεινός;

Περιμένει μέχρι το φιλί από δενδρολίβανο

στην επιφάνεια του νερού να κολυμπήσει!

Τι είναι αυτό;

Η στιγμή εγκατάλειψη

απ’ όπου έπεσε ο χρόνος

σκοτωμένος απ’ την αιωνιότητα

Τι είναι αυτό;

Ο ύπνος κι ο θάνατος δεν έχουν ιδιότητες

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Παράωρα

 

Περιφέρεσαι σε μια πόλη φυλακισμένων,

σε πνιγηρές στενωπούς μεταξύ των κελιών.

Φύλακες δεν προβλέφθηκαν να καταμετρούν

τους ηδυπαθώς και εθελοντικώς εγκλείστους.

Είσαι ελεύθερη; αναρωτιέσαι περιορισμένη

στο εκτός τειχών ελάχιστο κενό,

όπου ηχεί η ευωχία των εγκλείστων.

Φοράς το σκάφανδρο και βυθίζεσαι

στο βάθος των νερών των σκοταδιών μας,

που είναι πιο φωτεινά από των γιορτών

εκείνων τους πολύφερνους πολυελαίους.

Ποια είν' η έξοδος, ποια είν' η είσοδος

Ποιο το εντός και ποιο το έξω;

Εσύ είσαι τ' όνειρο κι ο πρωταγωνιστής

εγώ, ή αντιθέτως; Δεν μας νοιάζει!

Κωπηλατούμε στα τυφλά κανάλια

ημιφώτιστα διαπλέοντας, εναλλασσόμαστε

στο τιμόνι· πού πάμε; Έχει σημασία;

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ενόψει της σιωπής

Ποια είναι τα τιμαλφή του

στον προθάλαμο ελέγχου της σιωπής;

Τι άφησε στην είσοδο, τι θα του αφαιρέσουνε

στην έξοδο;

Πού οδηγεί ο νέος διάδρομος;

Γυρνώντας θα περάσει από εκεί;

Θα του φυλάξουνε τις αποσιωπήσεις;

Θ’ ανθοφορήσουν πάλι στη σιγή;

Ποιος θα τον περιμένει στην πύλη;

Θα τον προσμένει γενικά κανείς;

Θα έχει σώμα για μοίρασμα;

Διάφανος ή συμπαγής θα προσέλθει;

Πού θα τον οδηγήσει;

-Από πού τον είχε φέρει;-

Θα έχει και τότε ξημερώματα

κι ανατολές;

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Νέα ποιητική

 Στρατευμένη ποίηση; θ' αναφωνήσετε

Μα αυτά ξεκαθαρίστηκαν

Εκκαθαρίστηκαν Ρίτσοι και Μαγιακόφσκηδες

Κι άλλοι πολλοί απ' τις ραφιοθόνες

Ξεγράφτηκαν τα Καπνισμένα Τσουκάλια

Αποδημήσαν στις ανθολογίες

Οι μελλοθάνατοι οι ποιητές

Δεν είναι ώρα για στολές παραλλαγής

Φορούνε ύαινες τα πιο κομψά τους ρούχα

Διαμελίζοντας του στοχασμού το πτώμα

Χειραψίες ανταλλάσσουν και επαίνους

Βραβεύουν τα σαρίδια τους για γλώσσα

Ενώ ο κόσμος γύρω μας κλονίζεται

Με καύσωνες, πλημμύρες, λειψυδρίες

Με βομβητές να σκάζουν αδιάκριτα

Ενώ εφαρμογές παραβιάζουνε τα άδυτα


Οι κόρακες διδάσκουνε λοιπόν αισθητική

Το ράμφος τους κανοναρχεί το μέλλον.


Α. Α.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Rose Ausländer: Επιθυμίες Ι


Μη με ρωτάς

Για τις επιθυμίες μου

 

Με ονειρεύονται

 

Πορεύομαι

χίλιες και μια νύχτες

μακριά απ’ τις

μαγεμένες

επιθυμίες


[Απόδοση: Α. Α.]

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ταξίδι σε νυχτέρι χειμώνα

 Επικοινωνία στο μέγεθος κουμπότρυπας

Ίσα να ασφαλίζουν οι μοναξιές μας

Να μη γλιστράει ο βαρύς επενδύτης

Της καθημερινότητας από το

Κορμί κρεμάστρα ανδρείκελο

Δάνεια ενσυναίσθηση επιστρέφεται

Σε δόσεις κυρίως επιτοκίου

Μη μετατρέψιμη σε νομισματικές μονάδες

Από τις ρωγμές των κτηρίων ξεχειλίζουνε πλήξεις

Σε φιγούρες χορευτικές με ματαιώσεις

Σχολεία, εκκλησίες, γραφεία

Γιαπιά, μαγαζιά, διασκεδαστήρια

Διάτρητα χαίνουν ομολογίες

Αξόδευτων κορεσμένων ηδονών

Ψυχές αηδιασμένες από πληρότητα

Ξαγρυπνούν φοβούμενες νυχτερινή παλινδρόμηση

 

Τι ψάχνουν οι έχοντες και κατέχοντες

Περνώντας τα δάχτυλα στις κουμπότρυπες

Τι επιχειρούν να κλείσουν

Γύρω από το τίποτα και τον

Κανένα;

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

«Έναν σωσία βλέπω, όμως πρωτόγνωρο» του Αγαθοκλή Αζέλη

 

«Έναν σωσία βλέπω, όμως πρωτόγνωρο» του Αγαθοκλή Αζέλη






ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Μπαινοβγαίνουν οι Γενάρηδες
Με σειρά προτεραιότητας
Στο χοτ σποτ υφίστανται
Κεκανονισμένο σωματικό έλεγχο
Μα όλο και κάτι κατορθώνουν
Ανεπιθύμητο να το περάσουν
Ενώ άλλοι ακαίρως
Παραβιάζουν την ουρά
Έτσι λαθραία κάποτε αταυτοποίητος
Εισήγαγε νωπή την απουσία σου
Σε σάκο λήθης παρενδεδυμένη


 

ΤΕΛΟΣ ΚΙ ΑΡΧΗ

Ξημερώνει η τελευταία ημέρα του χρόνου
Σηκώνομαι πριν την ανατολή
Μήπως αιφνιδιάσω τον δημιουργό με νυχτικό
Και δω αδιαμόρφωτη από κείνον τη ζωή μου
Όμως τον βλέπω να ’ρχεται να με προϋπαντήσει
Τα λόγια του είναι ηχηρές οι πρώτες μου επιθυμίες
Διαβάζει την καλημέρα μου
Τα ημίφωτα τοπία με προοπτική μεσουρανήματος
Ψιθυρίζει σταθερά τις ευχές μου σε βεβαιότητες
Γίνεται η πρωινή προσευχή
Με την γεύση καφέ και την δύναμη αρθρώσεων
Σηκώνει την σκέψη μου σε σώμα
Του δίνει κίνηση και προγραμματισμό
Ποιος είσαι, αλήθεια; του φωνάζω
Ποιος είσαι, αλήθεια; απαντά
Ησυχάζω, τον κοιτάζω
Έναν σωσία βλέπω, όμως πρωτόγνωρο
Φτιαγμένο από τα πιο ευγενή υλικά
Βαφτίζει άνθη με γυναικεία ονόματα
Τους χαρίζει χρώματα και ιδιότητες
Κατασκευάζει ειδικά σχοινιά
Για ν’ απελευθερώσει τις μαριονέτες
Γράφει και με υποδέχεται ιδεατό αναγνώστη
Χαράζει πρωινές διαδρομές
Και με ορίζει περαστικό στη διασταύρωση
Με βάζει τώρα ν’ απασχοληθώ
Ενώ ανάβει τα κεριά της τελευταίας ανατολής
Προσποιούμαι τον αμέριμνο καθώς αναρωτιέμαι
Θα είναι κι αύριο άραγε στη θέση του;
Ή θ’ αναχωρήσει με τον γέρο χρόνο
Στον ποταμό του Ηράκλειτου τον αμετάκλητο;

 

Ο Αγαθοκλής Αζέλης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης κι εργάζεται ως σύμβουλος φιλολόγων. Έχει δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές (Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο, Μεταίχμιο, 2008, Εωθινές επιγνώσεις, Πλανόδιον, 2011 και Σκιές ασωμάτων, Λογείον, 2016), μία συλλογή διηγημάτων (Στις μυλόπετρες του χρόνου, Μεταίχμιο, 2022) και μεταφράσεις γερμανόφωνης λογοτεχνίας, για τις οποίες του απονεμήθηκε βραβείο μετάφρασης από το αυστριακό κράτος το 1994.


https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/22372-enan-sosia-vlepo-protognoro



 

Νατάσα Παπουτσή: Αγαθοκλής Αζέλης, Στις μυλόπετρες του χρόνου, επιμέλεια Ελένη Μπούρα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2022, σελ. 121

 



Τις αγαπώ τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μου ταιριάζει η αισθητική τους. Σου μιλάνε ήσυχα, χωρίς να φωνάζουν, σαν έναν σίγουρο συνομιλητή που σου απευθύνεται όμως με επιχειρήματα, που έχει θέση σαφή.

Δεν υπάρχουν χρώματα να κάνουν φασαρία, όλα επικοινωνούνται μέσα απ’ το παιχνίδι του φωτός με τις σκιές. Κι αν είναι και παλιές τις αγαπώ περισσότερο. Γιατί λένε ιστορίες πολλές για ανθρώπους αγαπημένους που ήταν κάποτε παιδιά, που τώρα μπορεί να μην τους έχεις κοντά σου ή να μην τους έχεις γνωρίσει ποτέ. Ήταν όμως αγαπημένοι των δικών σου αγαπημένων: η γιαγιά της γιαγιάς σου ή ο παιδικός φίλος του πατέρα σου…

Αυτή η φωτογραφία λοιπόν ‘’Στις μυλόπετρες του χρόνου’’ του Αγαθοκλή Αζέλη ήταν η αφορμή. Κι άρχισα να διαβάζω. Τριάντα περίπου μικρές ιστορίες. Ο συγγραφέας διηγείται, μιλά για την οικογένειά του ξεκινώντας απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα και φτάνοντας μέχρι σήμερα. Ένα χωριό του Μετσόβου είναι το κέντρο του, εκεί βρίσκονται οι ρίζες του.

Μια βλαχόφωνη κοινότητα και η πορεία της στον χρόνο: πώς ήταν, πώς σκεφτόταν και τί ένοιωθαν οι άνθρωποι αυτοί. Από πού ξεκίνησαν και πού βρέθηκαν…

‘’Ό, τι είχε σωθεί μου φάνηκε σαν φωνή από έναν άλλο κόσμο κι έτσι αποφάσισα, με την ελπίδα ότι θα είχε να αφηγηθεί στα παιδιά μου, όταν εγώ θα έχω βουβαθεί οριστικά, μερικά θραύσματα έστω της ιστορικής αναγκαιότητας που ξερίζωσε τους προγόνους τους από το ορεινό τοπίο, ξεβράζοντάς τους στο άγριο οικοσύστημα της Αθήνας, στην οποία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν’’ γράφει ο Αγαθοκλής Αζέλης.

Μαζί με τα παιδιά του πήρε και εμένα απ’ το χέρι. Ανεβήκαμε παρέα στη σοφίτα, ανοίξαμε τα παλιά σεντούκια και ξεφυλλίσαμε μαζί το φωτογραφικό άλμπουμ της οικογένειάς του. Έτσι ένοιωθα, ότι μου εμπιστευόταν τα οικογενειακά του μυστικά!

Γνώρισα τον Κόλα και τον Ντάσιο, τη Λένω και τον Μίσιο, την γιαγιά Βάγγιω και τη Φρειδερίκη και την κυρία Σύνα κι άλλους πολλούς: παππούδες, προπαππούδες, γιαγιάδες, εγγόνια, θείους και δασκάλους και φίλους παιδικούς. Κι όπως έφευγαν και ερχόταν τα πρόσωπα μέσα στα χρόνια άλλαξαν οι καιροί, τα ήθη, οι συνθήκες. Κοινός παρονομαστής μόνο ο θάνατος και η απώλεια!

Άνθρωποι που φεύγουν απ’ τον τόπο τους, εσωτερικοί μετανάστες στα μεγάλα αστικά κέντρα. Δίγλωσσοι, που προσπαθούν να επικοινωνήσουν αλλά και να διατηρήσουν την ντοπιολαλιά τους. Μιλούν βλάχικα στο σπίτι τους αλλά ελληνικά στα σχολειά, στις δουλειές και στις παρέες τους.

Η πορεία μιας βλαχόφωνης κοινότητας απ’ το χωριό στην πόλη. Στα χρόνια μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία, τους Παγκόσμιους Πολέμους, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, την Δικτατορία… μέχρι σήμερα. Με αξιοπρέπεια ακόμη και απέναντι στον θάνατο. Με λόγια σταράτα, χωρίς φωνές, ακόμη και απέναντι στην υπέρτατη απώλεια!

Γυναίκες, άντρες και παιδιά ‘’Στις μυλόπετρες του χρόνου’’…

Μου άρεσε πολύ το βιβλίο και σκέφτομαι για άλλη μια φορά πως η ουσία βρίσκεται συχνά στα ανθρώπινα, στα μπαούλα και στα κατάστιχα του καθενός μας, στις σκιές και στις σιωπές. Σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία…



https://www.larissapress.gr/2023/03/19/agathoklis-azelis-stis-mylopetres-tou-chronou-san-palia-fotografia/

Τασούλα Τσιλιμένη, Η αφωνία του απογεύματος, Μανδραγόρας, Αθήνα 2021

 

Yπαρξιακή και ερωτική ποίηση

του ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΑΖΕΛΗ

Τασούλα Τσιλιμένη,
Η αφωνία του απογεύματος,
Μανδραγόρας, Αθήνα 2021
Ο νέος αναγνώστης μάταια θα χτυπά
Κάθε φορά εκ νέου το κουδούνι της ανάγνωσης
Ενώ η πρόσκληση το ’γραφε καθαρά
Μόνον για ποιητές
Πνιγμένους δηλαδή
Κι όχι για όσους ψάχναν για σανίδες σωτηρίας
Για όσους αφελείς πρώην μη ποιητές
Γυρεύαν πρώτα σώμα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ («Σκιές που ρίχνουν σώματα»)

Στη νέα ποιητική συλλογή της Τασούλας Τσιλιμένη κομβική θέση έχουν οι λέξεις, ο λόγος. Αναμενόμενη αυτοαναφορά ή αναγωγή του λόγου σε δημιουργό του προσωπικού μας κόσμου, με την ονοματοδοσία των αξιολογικών κρίσεων για τις συνιστώσες του; Ο τίτλος του βιβλίου Η αφωνία του απογεύματος φέρει τον τίτλο ενός από τα ποιήματα της συλλογής. Χρειάζεται να τη διαβάσει κανείς προσεκτικά ολόκληρη, να εντοπίσει τις θεματικές και την ποιητική της, για να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για ένα ποίημα το οποίο συμπυκνώνει τα περισσότερα θέματα όλης της συλλογής, ενώ παράλληλα η ποιήτρια αποκαλύπτει συνάμα πτυχές της ποιητικής της, οι οποίες δείχνουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στον γλωσσικό κώδικα ως μορφή και περιεχόμενο.

Θα εκθέσω μερικές σκέψεις γι’ αυτό, οι οποίες ίσως ξεκλειδώνουν κάπως την ποιητική της ποιήτριας. Ξεκινώντας από τον τίτλο Η αφωνία του απογεύματος, πριν προχωρήσουμε σε στοιχεία του περιεχομένου, μας καθηλώνει η μορφή. Στην ονοματική φράση του τίτλου, η οποία απαρτίζεται από το έναρθρο ουσιαστικό «η αφωνία» και μια γενική προσδιοριστική «του απογεύματος», έχουμε ένα γραμματικό παιχνίδι με τα φωνήματα των δύο ουσιαστικών. Ξεκινώντας με το ίδιο γράμμα α, ακολουθούν άφωνα σύμφωνα -φ στην πρώτη (αφωνία) π στη δεύτερη (απογεύματος), συνοδευόμενα από τα ημίφωνα ν στην πρώτη (αφωνία), μ στη δεύτερη (απογεύματος), ένα αρμονικό παιχνίδι σύνδεσης συμφώνων, σε συγγενείς παραλλαγές. Στην αρχή προβληματίστηκα μήπως αυτή η παρατήρηση αποτελούσε μια υπερβολή του επαγγέλματος, όμως φτάνοντας στη μέση του ποιήματος, διαπιστώνω άναυδος ότι η ίδια η ποιήτρια (το ποιητικό υποκείμενο, όπως εκπαιδεύουμε τους μαθητές μας να γράφουν στις πανελλαδικές) μας δίνει ανάλογες οδηγίες προσέγγισης. Θέτοντας στο επίκεντρο την έννοια-λέξη θλίψη εστιάζει στη γραμματική, τη φωνητική ανάλυση:

Θλίψη.
Πέντε γράμματα όλα κι όλα!
Ένα που προσπαθεί να γκρεμίσει
Το λευκό των δοντιών της,
ένα που αγγίζει το υγρό της επουράνιας θόλου,
τρίτο που ψιχανεμίζεται στα χείλη
και ένα ερμαφρόδιτο φωνήεν.
Άφωνο.
Τότε γιατί το λεν φωνήεν, με ρωτάς.
Κι εγώ που ποτέ δεν τα κατάφερα με τη γραμματική σου απαντώ,
Γιατί κωπηλατεί σε μια λίμνη από Θλίψη.

Η ποιήτρια λοιπόν, με μια επιβράδυνση ασυνήθιστη στην ποίηση, σαν να παραλύει από τη δύναμη αυτού που επισημαίνει, μας εφιστά την προσοχή στην ευλαβική εστίαση στα εργαλεία του έργου της, στον λόγο, στις λέξεις, οι οποίες δεν είναι απλά ακουστικά ή ηχητικά υποκατάστατα πραγμάτων, αλλά τα ίδια τα πράγματα, η εμπράγματη ποίηση.

Συνολικά πρόκειται για ένα ποίημα με μεγάλη εκφραστική δύναμη, της οποίας παραθέτω ένα ακόμη μικρό δείγμα:

Στις μεγάλες σκιές και στις αντανακλάσεις
Αναζητώ ό,τι δεν ήρθε.
Καληνυχτίζω τα αγέννητα
κι αυτά που χάθηκαν αναζητώντας μια ταυτότητα.

Κυρίως τις λέξεις
που απόμειναν στα σύρματα της ΔΕΗ
χαρταετοί μέρες σαρακοστής.

Πρόκειται για λέξεις θνησιγενείς ίσως, που δεν εκτέλεσαν την επικοινωνιακή τους πτήση, ο απολογισμός αυτού του γεγονότος στο γέρμα της ημέρας κι η θλίψη-αποτέλεσμα του απολογισμού, η δύναμη του ανείπωτου που ίχνος του αφήνει πίσω του τη θλίψη, μια αφωνία ως μνημόσυνο για τις ματαιωμένες προσδοκίες, για όσα ίσως φάνηκαν αλλά δεν τα οικειοποιήθηκε το ποιητικό υποκείμενο. Η θλίψη, η απώλεια κι η μοναξιά, η σιωπή, οι λέξεις, βασικά θέματα του κεντρικού ποιήματος, αποτελούν θέματα που διέπουν ολόκληρη τη συλλογή. Μαζί με αυτές είναι και ο χρόνος, το φως και το σκοτάδι, η σκιά, η μνήμη και η λήθη, το κενό, το εγώ, η νοσταλγία, το καλοκαίρι κι ο χειμώνας. Όπως προανέφερα, η γλώσσα, οι λέξεις, κρατούν μια κομβική θέση στη συλλογή, ως κώδικας επικοινωνίας και σε αυτές θα εστιάσει η παρουσίαση τούτη. Πώς παρουσιάζονται όμως μέσα στα κείμενα;

Στο ποίημα «Αλκυονίδες» διαβάζουμε:

Σπαθιά οι λέξεις οι ακόμα αγέννητες
σε λώρο επτάκλωνες πιασμένες
ζητούν να κόψουν ανελέητα τη μνήμη
μήπως μπορέσουν και επωάσουνε το πρόσκαιρο
και δώσουν καταφύγιο στο τώρα

Πρόκειται για σκέψη εξαιρετικής δύναμης, που εκφράζει την επιθυμία, ο λόγος να βρει τη δύναμη να αρθρωθεί και να λειτουργήσει ως εξορκιστής μιας επώδυνης μάλλον μνήμης και να κόψει τον γόρδιο δεσμό που συγκρατεί το ποιητικό υποκείμενο δέσμιό της, δέσμιο της επιβολής του παρελθόντος ως δύναμης και διάρκειας επί του παρόντος, το οποίο καλείται από τη μεριά του να δημιουργηθεί και να εδραιωθεί, έστω και με τη δοκιμαστική απόπειρα του πρόσκαιρου.

Στο ποίημα «Αναχωρήσεις» οι λέξεις λειτουργούν ως συμπλήρωμα της μνήμης, η οποία εδώ παρουσιάζεται με θετική διάσταση, ενώ συνάμα τονίζεται το εύθραυστο και η παροδικότητα του βιώματος και του χρόνου που το φιλοξενεί:

Όταν όλα τριγύρω μοιάζουν σκοτεινά
κι η μέρα νύχτα ασέληνη
και ψηλαφείς με μάτια ορθάνοιχτα τις μνήμες
κι αναζητάς φτερό πυγολαμπίδας να πιαστείς
τον μίτο της ψυχής σου μήπως χάσεις
μη λησμονήσεις από μυρωδιές να κρατηθείς,
λέξεις καλοκαιριού, μ’ αρμύρα και καρπούζι ζυμωμένες.

Σε τρία ακόμη ποιήματα οι λέξεις έχουν μια κεντρική θέση, σε δύο μάλιστα ακόμη και στον τίτλο. Το πρώτο τιτλοφορείται «Ερώτων τραύλισμα». Εδώ παρουσιάζεται ο λόγος συνολικά και οι λέξεις ειδικότερα, ως σηματοδότης δύο ακραίων ανθρώπινων καταστάσεων, αλληλένδετων καθώς φαίνεται, του έρωτα και της προδοσίας κι ανάμεσά τους της ουδετερότητας του πιλάτειου «νίπτω τας χείρας μου», σε κάθε περίπτωση λόγος τελεστικός. Έχουμε μάλιστα εξαιρετικές εκφραστικές συλλήψεις όπως:

Τις λέξεις σου γερά σφυρηλατώ
ανάγλυφα φωνήεντα αγάπης
να μείνουν στων αιώνων το κενό
πιστά αντίγραφα απάτης,

όπου οι λέξεις ανάγονται σε ισοδύναμα των πράξεων, όπου έχουμε το προσωρινό του έρωτα, το απατηλό του έρωτα, απάτη η οποία φεύγοντας, αποκαλυπτόμενη, αφήνει πίσω της κενό. Σε αυτό το σημείο λες και υπάρχει μια διακειμενική αναφορά σε ένα εμβληματικό ποίημα του Paul Celan:

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ
αυτή
η βαρύτητα
που περιστασιακά μαζί σου
βυθίστηκε στον χρόνο. Είναι μια άλλη.
Είναι το βάρος που συγκρατεί το κενό
που θα
έφευγε μαζί σου.
Όπως κι εσύ, δεν έχει όνομα. Ίσως
είστε το ίδιο. Ίσως
ονομάσεις κάποτε κι εμένα
έτσι.

Ακολουθεί μια εξίσου συνταρακτική εικόνα:

Τα σύμφωνα θα ρίξω στο νερό
Εκεί που πλύθηκε ο Πόντιος Πιλάτος
Να ’ρχονται και να ξεδιψάνε οι πιστοί
Απ’ το ελιξίριο του πάθους.

Εδώ ο λόγος γίνεται απόνερα του «νίπτω τας χείρας μου», καθώς αποστασιοποιείται με τον τρόπο του από τον θεοποιημένο έρωτα ως θείο πάθος, ο οποίος με τις σκηνές της προδοσίας, της δίκης, της σταύρωσης, της μετάνοιας προσφέρει και την ελπίδα της ανάστασης, με την οποία κλείνει το εξαιρετικό ποίημα, μετάνοια η οποία θα αρθρωθεί με λόγο, όμως η ανάσταση τελικά θα βιωθεί από το σώμα.

Στο επόμενο ποίημα με τίτλο «Το εργοστάσιο των λέξεων» έχουμε ένα ποίημα ποιητικής στο οποίο η ποιήτρια προσδιορίζοντας τον λόγο μέσα από την οπτική της τέχνης της επιχειρεί να ανασκευάσει τη γλωσσολογική και γλωσσοφιλοσοφική θεώρηση του λόγου του Σωσσύρ και του Βιτγκενστάιν. Διαβάστε πώς:

Δεν κατοικούν στο στόμα οι λέξεις
Και δεν γεννιούνται με τις σκέψεις.
Είναι το σώμα που έχει σπέρμα τις αισθήσεις
Ζυμώνονται με τις πρωτόπλαστες εκκρίσεις.
Έχουν πατέρα και μητέρα το κορμί σου
Τη μυρωδιά όταν ξαπλώνω εγώ μαζί σου.

Γι’ αυτό όταν λείπεις αυτές σωπαίνουν
Και σε άνυδρο πηγάδι κατεβαίνουν.

[…]

Όταν η ανάσα σου γίνει δική μου
Βρίσκουνε δρόμο τη φωνή μου.
Δε με ρωτούν κι απ’ τη βιασύνη
Δυναμιτάκια σκάνε στα χείλη.

Σε τούτη την κοσμογονία των λέξεων οι λέξεις παρουσιάζονται ως άνθρωποι, ως παρουσία κι απουσία συνάμα, ως κάτι απτό και γήινο, ως γέννημα του έρωτα, ενώ ο έρωτας εμφανίζεται ως γονέας του λόγου. Στο ποίημα «Καρφιά οι λέξεις» παρουσιάζονται οι λέξεις ως αναμνηστικά, ως πλαίσιο της παρελθούσας ζωής, των όμορφων στιγμών εν προκειμένω. Μια διαφορετική προσέγγιση των λέξεων έχουμε στο ποίημα «Μπαμ Μπαμ»:

Στόχο τις λέξεις μου θα βάλω απόψε
Απέναντί τους θα στηθώ και θα τις περιμένω
Κι όπως θα βγαίνουν απ’ το πηγάδι του μυαλού μου
Και πριν προλάβουν να πιαστούν στο άγγιστρο της γλώσσας
Θα τις πυροβολώ με μιας χωρίς να το πολυσκεφτώ
Μπαμ Μπαμ Μπαμ Μπαμ
Πως θα γλιτώσω έτσι σκέφτομαι εκείνες τις ωδίνες της ψυχής
Την ώρα που γεννά το ποίημα.

Οι λέξεις στερούνται σωματικότητας, βγαίνουν «απ’ το πηγάδι του μυαλού.» Πρόκειται για ποίημα ποιητικής, με το οποίο η ποιήτρια μάς οδηγεί στο εργαστήριο της τέχνης της. Το ποίημα παρουσιάζεται ως δημιουργία που επιβάλλεται με τη δική της δύναμη στον ποιητή, ως μια διαδικασία γένεσης η οποία είναι αναπόφευκτη και συνοδεύεται από ωδίνες. Η ποίηση λοιπόν δεν είναι κοσμικό γεγονός, ο ποιητής γεννά το ποίημα επειδή η γέννα του επιβάλλεται κι όχι επειδή πρόκειται για μια εσκεμμένη τεχνικής υφής δημιουργία. Οι λέξεις παρουσιάζονται ως γέννημα της ψυχής, ενώ το ποιητικό υποκείμενο αγωνίζεται να εμποδίσει την ποιητική δημιουργία (ανεπιτυχώς, θα πρόσθετα με ανακούφιση).

Εν κατακλείδι, ως μια γενική αποτίμηση, αποδεσμευόμενος από την εστίαση στην αναζήτηση των μεταμορφώσεων του λόγου στην ποιητική συλλογή, θα χαρακτήριζα την ποίηση της Τασούλας Τσιλιμένη υπαρξιακή και σε μεγάλο βαθμό ερωτική, όμως ερωτική μέσα από την υπαρξιακή προοπτική του προβληματισμού για την διυποκειμενική επικοινωνία ως επιτυχία, ως ανεκπλήρωτο και ως απώλεια, για την παροδικότητα, για το πάντα ρει του Ηράκλειτου, το οποίο μας κάνει πιο σοφούς όμως συνάμα αφήνει πίσω του πολλές απώλειες. Όλα τα παραπάνω επενδύονται με στίχους εξαιρετικής εκφραστικής δύναμης και πρωτοτυπίας, οι οποίοι απαιτούν, φρονώ, την κατάλληλη αναγνωστική ατμόσφαιρα απομόνωσης και επανάληψης, για να εξοικειωθεί ο αναγνώστης με τα βάθη της ποιητικής και του στοχασμού των ποιημάτων, αφού περάσει πρώτα από την αισθητική απόλαυση της πρώτης γνωριμίας με τη μορφή τους.

ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΑΖΕΛΗΣ

https://neoplanodion.gr/2022/04/15/hyparxiake-poiesis/

Κωνσταντίνος Πουλής, Απ’ το αλέτρι στο smartphone: Συζητήσεις με τον πατέρα μου, Μελάνι 2019, γ΄ έκδοση 2022

Από την προφορική ιστορία στο δοκίμιο

*

του ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΑΖΕΛΗ

Κωνσταντίνος Πουλής, Απ’ το αλέτρι στο smartphone:
Συζητήσεις με τον πατέρα μου, Μελάνι 2019, γ΄ έκδοση 2022

Με ρητή αναφορά στον Μάρσαλ Μακ Λούαν και προφανώς αναλογιζόμενος την εμβληματική του ρήση «το μέσον είναι το μήνυμα», ο Κωνσταντίνος Πουλής συνέγραψε ένα ενδιαφέρον κι ευανάγνωστο βιβλίο, συνδυασμό δοκιμίου με ερευνητικό υπόβαθρο και προφορικής ιστορίας. Αναφέρομαι στον Μακ Λούαν, καθώς τον ίδιο τον συγγραφέα μας δεν τον απασχολεί τόσο η μετάβαση από το τεχνολογικό μέσον «αλέτρι» στο τεχνολογικό μέσον «smartphone», όσο η μετάβαση σε διαφορετική νοοτροπία, διαφορετικό τρόπο ζωής, κουλτούρα και προτάγματα.

Το ζήτημα της τεχνολογικής εξέλιξης έχει απασχολήσει πολλούς ερευνητές και το αντίθετο θα ήταν παράδοξο. Ποιο είναι το νέο που φέρνει το βιβλίο του Κ. Πουλή; Ότι έχοντας την ακαδημαϊκή σκευή και παραθέτοντας σχετική βιβλιογραφία όπου κρίνει ότι χρειάζεται, ο συγγραφέας, έχοντας και την εμπειρία της λογοτεχνικής συγγραφής και της θεατρικής πράξης –όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του– συνθέτει ένα είδος διαλόγου με τον πατέρα του και άλλους ανιόντες συγγενείς –όπου κρίνει ότι χρειάζεται ή υπάρχει η σχετική ευχέρεια– κατά την εξής μέθοδο: ξεκινά από τη διαπίστωση ότι κατά τον τελευταίο αιώνα η ανθρωπότητα έχει κάνει ένα άλμα πολύ μεγαλύτερο από ό,τι την μέχρι τότε εποχή, από τη νεολιθική εποχή κιόλας, και η προηγούμενη από εκείνον γενιά βίωσε την μεταβατική εποχή στην οποία έλαβαν χώρα οι μεγάλες αλλαγές. Καταγράφει λοιπόν αφηγήσεις του πατέρα του (οι οποίες απαντούν σε δικά του ερωτήματα) που αναφέρονται σε αυτή τη μετάβαση, και καταθέτει στη συνέχεια τον δικό του σχετικό δοκιμιακό αναστοχασμό. Στις αφηγήσεις αποτυπώνεται τόσο ο παραδοσιακός τρόπος ζωής όσο και ο μετασχηματισμός του, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αφομοίωσε ο παραδειγματικός άνθρωπος τον μετασχηματισμό, κάτι το οποίο ίσως δεν σκέφτεται ένας άνθρωπος που μεγάλωσε όταν είχαν συντελεστεί οι μεγάλες μεταβολές.

Οι τομείς στους οποίους εστιάζει ο συγγραφέας είναι η ζωή στην παιδική ηλικία, η καθημερινή ζωή στο αγροτικό σπίτι –τεχνικός πολιτισμός της καθημερινότητας, ανθρώπινες σχέσεις, διατροφή, λαϊκή ιατρική, αγροτική οικονομία, λαϊκός πολιτισμός– οι τεχνολογίες-δημιουργήματα της βιομηχανικής επανάστασης και η μετασχηματιστική μεταβολή που επέφεραν στην καθημερινή ζωή, ο πολιτισμός της ψηφιακής κοινωνικής δικτύωσης. Η ενδεικτική τούτη καταγραφή μου αδυνατεί να αποτυπώσει το εύρος και το βάθος της παρουσίασης και της ανάλυσης, η οποία γίνεται με ένα οικείο ύφος, «κουβεντιαστό», χάρη στο οποίο το κείμενο κερδίζει αμεσότητα, χωρίς να μειωθεί η πειστικότητά του.

Ο συγγραφέας δεν αρκείται στην καταγραφή αλλά τη συνοδεύει με κριτικό αναστοχασμό, με συν-κρίση των σκελών της μεταβολής, με συγκεκριμένα κριτήρια, μεταξύ άλλων το πολιτικό. Χαρακτηριστικές είναι οι σκέψεις στις σ. 31-34:

«Αυτό το βιβλίο συνιστά μια προσπάθεια να καταλάβουμε τι κερδίζουμε και τι χάνουμε, ασκώντας όμως πίεση και προς τις δύο κατευθύνσεις, και εκείνη που εξιδανικεύει την αγροτική ζωή και εκείνη που αφήνει την τεχνολογική ή την καταναλωτική εμπειρία στο απυρόβλητο.»

Κι αμέσως παρακάτω:

«Επιστροφή δεν υπάρχει, αυτό το ξέρουμε. […] Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η δυνατότητα μιας κριτικής κατανόησης του κόσμου που μας περιβάλλει, με δεδομένη την επέλαση της τεχνολογίας και τον πανταχού παρόντα κόσμο της κατανάλωσης. [..] Όλη η αφήγηση συνιστά κατά κάποιον τρόπο μια απόπειρα κατανόησης της λεπτής γραμμής ανάμεσα στη στέρηση που χαρακτηρίζει τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου και τον καταναλωτικό κορεσμό που δίνει τον τόνο στη σημερινή εποχή – αν κανείς είναι από τους τυχερούς και έχει γεννηθεί στη σωστή όχθη του ποταμού. Κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα προκύπτουν νησίδες νοήματος, που αφορούν το πώς πεινάμε και πώς χορταίνουμε, τι είναι χαρά, επικοινωνία, επιθυμία και ανάγκη σε διαφορετικές εποχές και συνθήκες.»

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντόπισα στο βιβλίο έναν προβληματισμό για τον λαϊκό πολιτισμό κατά την εποχή της τεχνολογικής και οικονομικής ανόδου και της συνακόλουθης μείωσης του αναλφαβητισμού, ο οποίος με απασχολεί προσωπικά πολλά χρόνια. Το ερώτημά μου είναι, τι αντικατέστησε τη λαϊκή πνευματική δημιουργία, το δημοτικό τραγούδι π.χ. στη σύγχρονη εποχή και με τι λογής στοχαστικές και αισθητικές αναζητήσεις; Ο συγγραφέας μας αναφέρει σχετικά ότι

«Η τεχνολογική δυνατότητα της απεριόριστης αναπαραγωγής των έργων εγγυάται ότι θα φτάνουν σε όλους, αλλά η ποιότητα των έργων θα είναι όχι μόνο υποδεέστερη των κορυφών του γραπτού πολιτισμού, αλλά και ασύγκριτα υποδεέστερη των έργων της προφορικής παράδοσης που σιγά σιγά εγκαταλείπεται παραπεταμένη, ως φτωχός συγγενής του γραπτού […] η εποχή της τεχνολογικής αναπαραγωγής του γραπτού ευνοεί την ατομική καλλιέργεια, αλλά πλήττει τη λαϊκή παιδεία.» (σ. 170).

Για να καταλήξει: «η μαζική παραγωγή σημαίνει χειρότερο πολιτισμό για περισσότερους καταναλωτές» (σ. 172).

Αυτό που νομίζω ότι αξίζει επίσης να επισημανθεί είναι η κοινωνική κινητικότητα που επιτεύχθηκε στη χώρα μας με αγώνα και θυσίες κατά την περίοδο των μεγάλων υλικοτεχνικών μεταβολών. Έτσι ο πατέρας του συγγραφέα, Άγγελος Πουλής, ο οποίος καταθέτει τη μαρτυρία του για τις ανάγκες του βιβλίου, αποτελεί ο ίδιος παράδειγμα αλματώδους κοινωνικής εξέλιξης, το οποίο έχει σημασία να το δούμε ως αρχέτυπο μιας νέας εποχής: το παιδάκι γόνος φτωχής αγροτικής οικογένειας, το οποίο πήγαινε με τα πόδια στο σχολείο, κατόρθωσε να σπουδάσει στη Γυμναστική Ακαδημία και στη συνέχεια να μεταβεί στην Αγγλία με υποτροφία για σπουδές στη Φυσικοθεραπεία και να γίνει ένας από τους πρωτοπόρους θεράποντες και καθηγητές στο σχολή Φυσικοθεραπείας, της ευεργετικής αυτής για την ανθρώπινη υγεία και ευεξία επιστήμης. Υλοποιεί κι εκείνος ο ίδιος μια μετάβαση και τα παιδιά του παραλαμβάνουν τη σκυτάλη στην άλλη πλευρά της γέφυρας.

Στο αξιανάγνωστο βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή συνάντησα μια εκλεκτική θεματική συγγένεια με τη Δίφορη Μνήμη του Γιώργου Θεοχάρη και τις Μυλόπετρες του χρόνου, της ταπεινότητάς μου, βιβλία τα οποία παρά τις διαφορές τους τέμνονται στο σημείο της αναφοράς στο πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας της υπαίθρου, στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι και στις λύσεις που εφεύρισκαν για να τα διαχειριστούν. Εύχομαι να γραφτούν κι άλλα ανάλογα βιβλία, όσο ζουν ακόμη κάποιοι θεματοφύλακες της φθίνουσας μνήμης.

https://neoplanodion.gr/2024/09/06/proforike-historia-dokimio/#more-28494

*

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Παράθυρο με θέα

0 σιδηροδρομικός σταθμός της Καλαμπάκας μαγνητίζει το βλέμμα του εποχούμενου περαστικού. Γιατί έχει κατορθώσει να δώσει σάρκα στην ουτοπία, με την ιδανική σύζευξη του παρόντος με την ιστορία σε μια αισθητική αρμονία. Το παλιό κτίριο, αναπαλαιωμένο και ανακαινισμένο συνάμα, με την έμφαση στη λεπτομέρεια και τα ζεστά του χρώματα, προκαλεί μια θαλπωρή και μια συγκίνηση – έστω και ασυνείδητη – στον θεατή. Ίσως γιατί είναι σαν να βγαίνει από παραμύθι της παιδικής μας ηλικίας –θραύσματα μεταλλαγμένης ανάμνησης– όπου όλα ήταν επιβλητικά και τακτοποιημένα. Χέρι με χέρι κρατιέται με το κτίριο του χθες η σύγχρονη επέκταση του σταθμού, καλαίσθητη και χαμηλόφωνη, λειτουργική, διαφορετική μα και συνάμα τόσο όμοια ως προς τις προθέσεις του τεχνίτη της παλιάς σχολής. Αυτό το σύνολο δείχνει πόσο μπορεί να δέσει το παλιό με το καινούργιο, όταν συμπίπτουν οι προθέσεις και το ύφος. Δείχνει ακόμη πόσο μεράκι και σεβασμό προς την ιστορία έδειξε ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων, σε πείσμα των προκαταλήψεων αλλά και των δεδομένων για τις δημόσιες υπηρεσίες.

Το σφύριγμα του πιλοφόρου υπαλλήλου με το σημαιάκι σηματοδοτεί την αρχή του ταξιδιού. Το σιδερένιο φίδι ξεκινάει την πορεία του για την πρωτεύουσα. Περνάει από τοπία που το ανθρώπινο χέρι δεν ενδιαφέρθηκε να αλλοιώσει αρκετά, τοπία σχεδόν ουτοπικά, φύση όμορφη, όλο χρώματα και αισθητική αρμονία κι αυτή. Στο коμπολόι της διαδρομής δεμένοι αμέτρητοι σταθμοί κεχριμπαρένιοι, μικροσκοπικοί και μεγάλοι. Στις παρυφές αυτών των σταθμών έρχεται να δώσει το παρόν του ο Νεοέλληνας ιδιώτης και ξυπνάει τον αιθεροβάμονα επιβάτη από την αυταπάτη του σαν εκτροχιασμός. Πανταχού παρών ο Νεοέλληνας αυθαίρετος οικιστής, που κάποτε προτάθηκε να του χτιστεί δημόσιο μνημείο, εισέρχεται ως κάρφος στους οφθαλμούς του ξεχασμένου ταξιδιώτη. Ακριβώς δίπλα στον σταθμό της Θήβας για παράδειγμα, πρωτεύουσας νομού, πόλης του μυθικού Οιδίποδα μα και της Αντιγόνης, που θυσιάστηκε για αιώνιες αρχές, που διδάσκονται παγκοσμίως μες στη διαχρονία, δίπλα λοιπόν στον ανακαινισμένο σταθμό έχει ανοίξει υπαίθριο μουσείο απορριμμάτων, όπου αντιπροσωπεύονται όλα τα είδη των σύγχρονων μουσών που κάποτε έπεσαν σε αχρηστία: μπάζα αλλά και πολύμορφα οικιακά απορρίμματα –ο νεοελληνικός μοντερνισμός στην ακραία του λογική –προσμένουν από τη γενναιόδωρη φύση να υλοποιήσει το έργο της αποσύνθεσης. Ο σταθμός είναι παρόλα αυτά όμορφος, ίσως γιατί όσο πιο οξεία είναι η αποφορά της κοπριάς, τόσο πιο αιθέρια ευωδιάζουν τα λουλούδια. Όμορφος λοιπόν ο σταθμός, να αισθάνεται πνιγμονή από την αποφορά που αναδύει το σφιχταγκάλιασμα της γειτονικής διπλοκατοικίας, με τα κομμένα χρώματα, τα διάχυτα οξειδωμένα κάγκελα, τις σκισμένες τέντες, και τον ένοικο να απολαμβάνει μακάριος και ανενόχλητος τον απογευματινό του καφέ. «Εμείς τον λέμε ελληνικό!».

Ο μοναχικός επιβάτης, περιμένει την αναχώρηση με μάτια σχεδόν βασιλεμένα πάνω στο μισάνοιχτο ημερολόγιο, όπου ξεχωρίζει η τελευταία καταχώριση, που θυμίζει ένα τραγούδι της Αρλέτας: «Ένα εκτροχιασμένο τραίνο, να τι είναι η πατρίδα μου, σε κάποιαν άγνωστη γραμμή που χάνεται στη νύχτα. Στη νύχτα του ωχαδερφισμού, της αδιαφορίας για τα κοινά και του άκρατου ατομισμού, που κάνουν την κοινωνία ένα ενεργό ηφαίστειο που εκτινάσσει τον εαυτό του σε μύριες κατευθύνσεις, θρυμματιζόμενο κι απανθρακώνοντας συνάμα ό,τι βρίσκει στο διάβα του»

«Προσοχή, παρακαλώ! Οι επιβάτες με προορισμό το Σχηματάρι, παρακαλούνται να αποβιβαστούν από τα δεξιά ως προς τη φορά της αμαξοστοιχίας. Το τραίνο θα αναχωρήσει σε δύο λεπτά».

Αγαθοκλής Αζέλης [Η ΕΡΕΥΝΑ, Τρίκαλα 12-03-2002]


Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Ο μεγάλος περίπατος της λήθης

 Περπατώντας κατά μήκος της οδού Ασκληπιού, στο δεξί πεζοδρόμιο με φορά προς το σιδηροδρομικό σταθμό, μετά το πέρας του πεζόδρομου, βλέπει κανείς ένα θλιβερό θέαμα. Σφιχταγκαλιασμένo από πολυκατοικίες στέκει γερμένο από τα χρόνια και τραυματισμένο από τη διπλανή κατεδάφιση μια μονοκατοικία νεοκλασικού ρυθμού. Μερικά πλαγιαστά ελεεινά δοκάρια ισχυρίζονται ότι στηρίζουν το καμπούριασμένο κτίριο αναβάλλοντας το οριστικό του ταξίδι προς τη νήσο των μακάρων. Μπροστά από τον ερειπιώνα στέκουν τεχνητά στηριγμένοι οι κορμοί τέως φοινίκων, οι οποίοι συμπληρώνουν την εικόνα νεκροταφείου, Δεν ξέρω γιατί κατά τον χθεσινό μου περίπατο αυτό το θέαμα τράβηξε περισσότερο από ό,τι συνήθως την προσοχή μου. Ίσως διότι σαν αστραπή πέρασε από το νου μου η στενάχωρη σκέψη: σαν την Ελλάδα είναι!

 Τώρα που το αναλογίζομαι με πιάνει ένα μούδιασμα, καθώς συνειδητοποιώ ότι το παραπάνω θέαμα είναι ένας καθρέφτης στον οποίο απεικονίζεται η πατρίδα μας. Ας προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε μαζί τα σύμβολα, σαν να αναλύουμε ένα ποίημα ή ένα όνειρο (ή εφιάλτη μήπως;).

 Ο περιβάλλων χώρος δηλώνει τη σύγχρονη εποχή, το σήμερα, και ο διαβάτης τον σύγχρονο Έλληνα. Το κτίριο συμβολίζει τα κατάλοιπα του παρελθόντος, η κατάστασή του την ιστορική μας μνήμη και ο περίπατος δίπλα σε αυτό τη σύζευξη του παρελθόντος με το παρόν.

 Ο μέσος διαβάτης θα αναρωτιέται: Τι θέλουν και το αφήνουν όρθιο το ερείπιο, να πέσει τίποτα και να πλακώσει κανέναν ανυποψίαστο περαστικό; Δεν το γκρεμίζουν επιτέλους, να χτίσουν κάτι χρήσιμο στη θέση του! Αυτό θυμίζει τη σχέση του Νεοέλληνα με την Ιστορία, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σχιζοφρενική. Από τη μια επαίρεται για το ένδοξο παρελθόν της φυλής, από την άλλη οδηγεί τη μπουλντόζα που το ισοπεδώνει. Από τη μια σεμνύνεται ότι ο παππούς Ηρόδοτος τοποθέτησε τον θεμέλιο λίθο της ιστορίας, από την άλλη κάνει ό,τι μπορεί για να την εκθεμελιώσει. Πραγματικά, ανυποψίαστος είναι ο περαστικός, ανυποψίαστα περαστικός ο μέσος Νεοέλληνας από την παιδεία και την ιστορία μας, τις οποίες και οι «υποψιασμένοι πολεοδόμοι» υποστυλώνουν με ελεεινά δοκάρια.

 Εργολάβος της λήθης ο Νεοέλληνας, παίρνει με αντιπαροχή ό,τι έχει απομείνει από εθνική παιδεία και αισθητική, γκρεμίζει το δημοτικό τραγούδι και χτίζει σκυλάδικα κι ελαφροπόπ, εκθεμελιώνει τη σχολική γνώση και στιλβώνει φροντιστηριακή πληροφορία, κονιορτοποιεί την πράξη και αναπετάσσει το θέαμα. Ανάλαφρη, η παραπάνω αντιπαροχή δεν κινδυνεύει να καταπλακώσει τον ανυποψίαστο περαστικό. Το Νεοέλληνα που περαστικός είναι από όλα, άντε και επισκέπτης. Όπως εφήμερες και οι λίγες τούτες λέξεις, λέξεις εφήμερες εφημερίδας, έπεα πτερόεντα, λόγια του αέρα δηλαδή, εφήμερα και ανίσχυρα σαν τα ελεεινά δοκάρια που μάταια συγκρατούν τα θρυμματισμένα ντουβάρια της οδού Ασκληπιού, ενώ χαιρέκακα ο ρεαλιστής ιδιοκτήτης γνωρίζει ότι σύντομα θα ακουστεί ο γδούπος.

Και η λήθη θα το στρώνει σε δρόμους και πεζοδρόμια, κάνοντάς τα με τον καιρό αδιάβατα.

 

Αγαθοκλής Αζέλης

 

[«Η ΕΡΕΥΝΑ» ΤΡΙΚΑΛΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2002]