Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Ingeborg Bachmann: Φθινοπωρινές κινήσεις

Δεν λέω: αυτό ήταν χθες. Με χρήματα καλοκαιριού

δίχως αξία στις τσέπες ξαπλώνουμε ξανά

στα άχυρα της χλεύης , στις φθινοπωρινές κινήσεις του χρόνου.

Και τον δρόμο της φυγής για τον νότο δεν τον βρίσκουμε

σαν τα πουλιά. Πέρα, το βράδυ,

περνούν ψαροκάικα και γόνδολες και κάποτε

με βρίσκει ένα θραύσμα ονειροχόρταστου μαρμάρου,

όπου είμ΄ ευάλωτη, απ΄ ομορφιά, στο μάτι.

Στις εφημερίδες διαβάζω πολλά για το κρύο

και τις συνέπειές του, γι’ ανόητους και νεκρούς

για εκτοπισμένους, φονιάδες και μυριάδες

πλάκες πάγου, μα λίγα που μ’ ευχαριστούν.

Γιατί άλλωστε; Στον ζητιάνο που έρχεται το μεσημέρι

κλείνω την πόρτα, γιατί είναι ειρήνη

και μπορούμε ν’ αποφύγουμε τη θέα, όμως όχι

στη βροχή τον θάνατο δίχως χαρά των φύλλων.

Ας κάνουμε ένα ταξίδι! Κάτω από κυπαρίσσια

ή και κάτω από φοινικιές ή σε πορτοκαλιές ας

δούμε μ’ έκπτωση λιογέρματα

απαράμιλλα! Ας λησμονήσουμε τα

αναπάντητα γράμματα στο χθες!

Ο χρόνος κάνει θαύματα. Όμως μας έρχεται άβολα

με το πείσμα της ενοχής: δεν είμαστε σπίτι.

Στης καρδιάς το υπόγειο, άγρυπνη, με βρίσκω ξανά

Στα άχυρα της χλεύης , στις φθινοπωρινές κινήσεις του χρόνου.

Έριχ Φριντ: Τι ήταν αυτό;

Να’ μαι δίχως εσένα

Εντελώς δίχως εσένα

Και σιγανά

ν’ αρχίσω να ξεχνάω

πώς ήτανε μαζί σου

όλο μαζί σου

και μετά μισό

μισό με και μισό δίχως

και στο τέλος

μόνο δίχως

Erich Fried: Αυτή

Τρώει τα παιδιά της

πίνει το αίμα των νεκρών της

κάνει κήρυγμα στους κουφούς

δεν έχει υψηλές αξίες

Ξεχνάει τον δρόμο της

πηγαινοέρχεται σε προδοσίες

από λάθος σε λάθος

kοιμάται στις ήττες

Πως είναι άχρηστη

μαθαίνει κάθε σχολιαρόπαιδο

πως δεν την θέλει ο λαός

το έμαθε και ο λαός

Πως να νικήσει δεν μπορεί

το έδειξαν δέκα φορές

κι αυτοί που το ‘δειξαν

καλά δεν κοιμούνται

Σ’ αυτήν όσοι πιστεύουν

Ενίοτε κουράζονται από αμφιβολίες

κάποιοι που την μισούν

ξέρουν πως έρχεται

Nelly Sachs: Κόσμε

Κόσμε, μη ρωτάς  από τον θάνατο όσους ξεγραπωθήκαν

πού πηγαίνουν,

πορεύονται παντοτινά στον τάφο τους.

Το καλντερίμι της ξένης πόλης

δεν στρώθηκε για μουσική προσφυγικών βημάτων-

τα παράθυρα των σπιτιών, που καθρεφτίζουν μια εποχή της γης

με τις περιπλανώμενες άγιες τράπεζες χάρτινων παραδείσων-

δεν γυαλίστηκαν για μάτια

που ήπιανε τον τρόμο στην πηγή του.

Κόσμε, του χαμογέλιου τη ρυτίδα τους  βαρύ σίδερο εμπύρωσε·

ήθελαν τόσο να΄ ρθουνε σε σένα

για την ομορφιά σου,

όμως στον άπατρι μαραίνονται όλοι οι δρόμοι

όπως τα κομμένα άνθη-

Όμως, στην ξενιτιά αποκτήσαμε

έναν φίλο: τον ήλιο του δειλινού.

Ευλογημένοι από το φως του μαρτυρίου του

είμαστε καλεσμένοι του αντάμα με τη θλίψη μας,

που περπατάει σιμά:

Ένας ψαλμός της νύχτας.

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Rose Ausländer: Εκεί που η σκέψη

 Ψάχνω

το όριο

ανάμεσα

σε σένα κι εμένα

Βελόνες φωτός

μαλλιά

θολές σκιές

Διαπερνούμε ο ένας τον άλλον

εκεί που η σκέψη σπάζει

κανένας

καθρέφτης

δεν μας αντικατοπτρίζει

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Ingeborg Bachmann: Μετά από τούτον τον κατακλυσμό

 Μετά από τούτον τον κατακλυσμό

θα ήθελα το περιστέρι

και μοναχά το περιστέρι

ακόμη μια φορά σωσμένο.

Θα βούλιαζα σε τούτη την θάλασσα

αν δεν ξωπετούσε

αν δεν έφερνε

τελευταία στιγμή το φύλλο.

Ingeborg Bachmann: Όταν κάποιος φεύγει

 Όταν κάποιος φεύγει, πρέπει το καπέλο

με τα κογχύλια που μάζεψε

το καλοκαίρι, στη θάλασσα να ρίξει

και με μαλλιά να πάει ανεμισμένα,

πρέπει το τραπέζι που έστρωνε

στην αγάπη του, να γκρεμίσει στη θάλασσα,

πρέπει το απομεινάρι του κρασιού

μες στο ποτήρι, στη θάλασσα να χύσει,

πρέπει να δώσει στα ψάρια το ψωμί του

και μια σταγόνα αίμα στη θάλασσα να αναμείξει

πρέπει το μαχαίρι του καλά στα κύματα να μπήξει

και να βυθίσει το παπούτσι του,

καρδιά, άγκυρα και σταυρό,

και με μαλλιά να πάει ανεμισμένα!

Τότε θα ξανάρθει.

Πότε;

         Μη ρωτάς.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Hilde Domin: Μη φωνάζεις

 Ακούμπησε το δάχτυλo στο στόμα.

Μη φωνάζεις.

Στάσου

στην άκρη του δρόμου.

Ίσως θα ’πρεπε να ξαπλώσεις

στη σκόνη.

Τότε θα κοιτάς ψηλά στον ουρανό

θα είσαι ένα με το δρόμο,

κι όποιος γυρνά να σε κοιτάξει

μπορεί να φύγει σαν κανένανε να μην αφήνει πίσω.

Είναι πιο εύκολη η φυγή

σαν είσαι ξαπλωμένος, παρά όταν στέκεις,

όταν σιωπάς παρά όταν φωνάζεις.

Κοίτα τα σύννεφα για πέρα πώς τραβάνε.

Να είσαι ταπεινός, τίποτε μην κρατάς σφιχτά.

Διαλύονται.

Κι εσύ είσαι ανάλαφρος.

Κι εσύ διάρκεια δεν θα’ χεις.

Δεν αξίζει να φοβάσαι

την εγκατάλειψη,

όταν πια ο άνεμος σηκώνεται

κι απομακρύνει

το σύννεφο.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Hilde Domin: Δεν μας ακολουθεί κανείς

Δεν μας ακολουθεί κανείς

που θα μιλήσει γι’ αυτό,

κανείς, που το

ημιτελές μας

θα πιάσει και θα το ολοκληρώσει.

Στεκόμαστε σ’ ένα κομμάτι γης

που έχει ήδη αποκοπεί.

Οι σκιές μας πέφτουν

στο κενό.

Δεν στήθηκε καθρέφτης

να κρατήσει την εικόνα μας,

όταν θα έχουμε φύγει.

Οι εικόνες

εκείνων που ήρθαν πριν από εμάς

και είναι ο αέρας στα πνευμόνια μας,

που γέλασαν με το στόμα μας,

που έκλαψαν με τα μάτια μας,

γίνονται σκόνη μαζί μας.

 

Έτσι όπως φεύγουμε

λίγοι έχουν φύγει.

Είναι αδιάφορο

τι γράφουμε ή τι λέμε

μ’ εξαίρεση εσένανε ή εμένα.

Τίποτε απ’ όσα κάνουμε

δεν είναι σπορά που φυτρώνει μετά από εμάς.

Είμαστε φτιαγμένοι εντελώς εφήμεροι,

μόνο γι’ αυτή τη μέρα, τη δική μας.

Οι μέρες που έρχονται,

οι μέρες πίσω απ’ τον ορίζοντα,

ανήκουν σε ανθρώπους που θα είναι διαφορετικοί.

Η δική μας άνοιξη είναι τούτη η άνοιξη,

το δικό μας καλοκαίρι είναι τούτο το καλοκαίρι,

και το δικό μας φθινόπωρο τούτο το φθινόπωρο.

Όταν γυρίζουμε

και βλέπουμε πως είμαστε οι τελευταίοι,

τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών εκείνων που υπήρξαν,

οι πατεράδες κι οι μανάδες

του κανενός,

πως στέκουμε στην άκρη,

σχεδόν σε έναν σβώλο,

που σύντομα θα παρασυρθεί

τότε πρέπει

περισσότερο από τους άλλους

να νιώσουμε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας

καθώς βαδίζουμε,

αυτό το λιγοστό έδαφος

ανάμεσα στο πρωινό και το βράδυ.

Πρέπει να φοράμε λεπτές σόλες

ή να βαδίζουμε ξυπόλητοι.

Ό,τι αγγίζουμε,

να το αγγίζουμε με ανάλαφρο δάχτυλο,

με άγρυπνα ακροδάχτυλα.

Τίποτε απρόσεκτα.

Κάθε φορά είναι η τελευταία

ή θα μπορούσε νά ’ναι.

Το κάνουμε για όλους που ήτανε πριν από μας

και για όλους που μετά από μας

δεν θα το κάνουν

ή θα το κάνουν εντελώς διαφορετικά.

 

Δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε τίποτα

μισοκαμωμένο.

Και δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε μισοάδεια τα ποτήρια

στο τραπέζι μας για τα φαντάσματα.

Πρέπει να είμαστε ακριβείς

τη στιγμή που θα κάνουμε πανιά.

Το πρόσωπό μας γυμνό

χωρίς το βερνίκι

αυτών που έχουν χρόνο

να συνηθίσουν και να ξεσυνηθίσουν.

Όταν το νερό ανέβει γύρω απ’ τα μπαλκόνια μας,

με τις κορφές των δέντρων

ορατές ακόμα κάτω από τ’ αστέρια,

όταν τα σπίτια μας στα βουνά,

φωτισμένα ακόμα,

κινηθούν

και αποπλεύσουνε

σαν νά ’ταν κιβωτοί,

τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι

- σαν κάποιος που πηδά απ’ το παράθυρο –

να θέσουμε το μεγάλο ερώτημα

και ν’ ακούσουμε τη μεγάλη απάντηση.

 

[Μετάφραση: Α.Α.}