Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Αντίλογος


Ακούγοντας χθες τυχαία θραύσματα μιας συζήτησης αναστατωμένων συναδέλφων στο σχολείο μου κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος, αντιλήφθηκα ότι αναφέρονταν σε κάποιο άρθρο του πρώην διευθυντή μου στο 4ο Γενικό Λύκειο Τρικάλων, τον κ. Θανάση Νάστα. Συγκεκριμένα χαρακτήριζαν το άρθρο απαράδεκτο. Γνωρίζοντας ότι ο κ. Νάστας συνηθίζει να αρθρογραφεί με οξύ τρόπο πλην όμως καλοπροαίρετα και με ενδιαφέρουσα οπτική για εκπαιδευτικά θέματα, μετά το πέρας της εργασίας μου στο σχολείο έσπευσα να αναζητήσω το εν λόγω άρθρο, με τίτλο Αυτοί «σκότωσαν τους τρεις μαθητές στην Κυπαρισσία», για να διαμορφώσω άποψη, καθώς η κριτική προερχόταν από εκλεκτούς εκπαιδευτικούς με τους οποίους ταιριάζουν οι απόψεις μου, με τον δε κρινόμενο συνεργάστηκα μία σχολική χρονιά άψογα στο 4ο Γενικό Λύκειο Τρικάλων και θεωρώ ότι εισήγαγε σημαντικά και αποτελεσματικά μέτρα οργάνωσης της σχολικής κοινότητας. Μάλιστα κάποτε αρθρογράφήσα υποστηρίζοντας κάποιες απόψεις του, χωρίς να τον γνωρίζω προσωπικά, ενώ όταν μετά από νέες κρίσεις διευθυντών χρειάστηκε να αλλάξει σχολείο, έγραψα ένα χρονογράφημα, στο οποίο αναφερόμουν στο έργο που πρόσφερε σε ένα πλαίσιο δυσλειτουργιών της ελληνικής εκπαίδευσης.
Γιατί γράφω αυτόν τον μακροσκελή πρόλογο; Για να δείξω τη γενική μου άποψη για το πρόσωπο αφενός και να αιτιολογήσω ως εκ τούτου την αναστάτωση που μου προκάλεσε η ανάγνωση του άρθρου του, το οποίο δεν συνάδει με την ποιότητα του ανδρός. Το θέμα είναι γνωστό, το αναφέρω όμως εν συντομία για την κατανόηση και τη συνοχή της υπόθεσης. Καθώς αναφέρουν τα ΜΜΕ, τρεις μαθητές σε πόλη της Πελοποννήσου έφυγαν κρυφά από το σχολείο, πήραν το οικογενειακό αυτοκίνητο του ενός και κατά τη διαδρομή ενεπλάκησαν σε ένα πολύνεκρο θανατηφόρο για τους ίδιους δυστύχημα.
Στη μέτρια θλίψη, γράφει ο Μονταίνι, ο άνθρωπος οδύρεται εξωτερικεύοντας  όλη την ένταση της ψυχής του. Όταν όμως η θλίψη είναι ακραία, βουβαίνει τον άνθρωπο, καθώς κανείς λόγος δεν δύναται να εκφράσει ό,τι υπερβαίνει καταστάσεις με τις οποίες μπορεί κανείς να συμβιβαστεί διανοητικά και συναισθηματικά. Γι' αυτό κάποιος σοφός θα επινόησε τη φράση "μένω άναυδος" για την περίπτωση. Όταν λοιπόν τρεις οικογένειες αισθάνονται συντριβή ενώπιον της χειρότερης συμφοράς που μπορεί να συμβεί σε γονιό, όταν η εκπαιδευτική κοινότητα είναι εμβρόντητη μπροστά στο ανέκκλητο, το οποίο αποτελεί τον ακραίο εφιάλτη για όσους διακονούν την εκπαίδευση, το μόνο που αρμόζει είναι η σιγή, όσο ακόμη χαίνει η πληγή. Το τελευταίο που αρμόζει να κάνει κανείς, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι να αναζητεί εκ του μακρόθεν ενόχους και στη συγκεκριμένη περίπτωση να δαιμονοποιεί τη διεύθυνση και το διδακτικό προσωπικό του σχολείου των άτυχων παιδιών, καταλογίζοντας σε εκείνους την ευθύνη για τον θάνατο των μαθητών, χωρίς να έχει ξεκινήσει καν η προβλεπόμενη πειθαρχική και νομική διαδικασία.
Έτσι λοιπόν ο αρθρογράφος προτάσσει την εύγλωττη κατηγορία Αυτοί «σκότωσαν τους τρεις μαθητές στην Κυπαρισσία», η οποία προκαταλαμβάνει συναισθηματικά τον αναγνώστη, προκαλεί, εκτιμώ, αποτροπιασμό και μήνιν εναντίον εκείνων οι οποίοι αναμένεται να αποκαλυφθούν στο σώμα στου άρθρου. Εκεί λοιπόν ο συντάκτης προβαίνει σε γενικευτικές κρίσεις, όπως "αν ο διευθυντής και ο σύλλογος διδασκόντων του σχολείου των τριών μαθητών διέθεταν ίχνος υπευθυνότητας τα παιδάκια θα ζούσαν και θα τα χαίρονταν οι γονείς τους", κατηγορία βαρύτατη, η οποία ενοχοποιεί συλλήβδην όλο το προσωπικό ενός σχολείου, ενώ μπορεί να προκαλέσει τυφλή οργή εναντίον των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών, τους οποίους άλλωστε εξευτελίζει επαγγελματικά και καταβαραθρώνει ηθικά, κατηγορία συνεπεία της οποίας καθίσταται ολόκληρος εκπαιδευτικός κλάδος δυνάμει βορά στις στερεοτυπικές αντιλήψεις ενός σκανδαλοθηρικό κοινού, το οποίο συνήθως εκτονώνει τη συσσωρευμένη έντασή του απαιτώντας κεφαλές επί πίνακι.
Ακολούθως στο άρθρο παρουσιάζεται ως ζητούμενο αυτό που ο νόμος προβλέπει και τουλάχιστον τα σχολεία στα οποία έχω εργαστεί τα τελευταία ένδεκα χρόνια (Μουσικό Σχολείο Τρικάλων και 7ο ΓΕΛ Τρικάλων) εφαρμόζουν, για να μιλήσω εμπειρικά, συγκεκριμένα και όχι γενικευτικά: "Πολύ απλά λοιπόν το κάθε σχολείο θα έπρεπε να έχει έναν τρόπο να ελέγχει τη διαρκή παρουσία των μαθητών στο σχολείο. Από την εμπειρία μου σας διαβεβαιώνω ότι αυτό είναι πολύ εύκολο. Οι διδάσκοντες, όταν μπαίνουν σε αίθουσα διδασκαλίας ελέγχουν αν απουσιάζει μαθητής, που απουσίαζε την προηγούμενη διδακτική ώρα. Αν απουσιάζει, ενημερώνουν αμέσως το διευθυντή τους και εκείνος εντός λίγων λεπτών ενημερώνει τους γονείς των σκασιαρχών. Αυτό επιβάλλεται να κάνει το σχολείο και κυρίως ο διευθυντής αδιαφορώντας για τα φληναφήματα που εκπορεύονται από εκπαιδευτικούς και γονείς περί δικαιώματος των μαθητών στο σκαστό." Οι γονείς των προαναφερθέντων σχολείων θα μπορούσαν να ερωτηθούν δειγματοληπτικά, αν είναι αποδέκτες τέτοιων "φληναφημάτων" ή αν αντιθέτως προστατεύονται τα παιδιά τους κι ενημερώνονται οι ίδιοι για τις απουσίες των κηδεμονευομένων τους, και να θέσουν εν αμφιβόλω την απαξιωτική γενίκευση. Ίσως και συνάδελφοι άλλων σχολείων θα μπορούσαν να συνηγορήσουν προς αυτό, ότι δηλαδή το ζητούμενο του κ. Νάστα αποτελεί αυτονόητη καθημερινή ενέργεια κι επομένως δεν ενδείκνυται να εγκαλεί την εκπαιδευτική κοινότητα για το αντίθετο. Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι το δημόσιο σχολείο, σε δυσμενείς συνθήκες, κατά το μάλλον ή ήττον προστατεύει τους μαθητές του προσφέροντας συνάμα εκπαιδευτικό έργο, συναισθηματική στήριξη και θαλπωρή, με προσωπικό απασχολούμενο σε πολυάριθμα και ποικίλα, δύσκολα συνδυάσιμα καθήκοντα, στο όριο των φυσικών του δυνάμεων: (συχνά μετακινούμενος σε περισσότερες από μία σχολικές μονάδες) δάσκαλος, φύλακας, μέντορας, ψυχολόγος, είναι μερικά μόνον από αυτά. Εκείνο που πρέπει ο δημόσιος λόγος να προσφέρει στους εκπαιδευτικούς είναι η ηθική στήριξη και η αναγνώριση του κοινωνικού του ρόλου κι όχι η στοχοποίησή του, χωρίς να επιθυμούμε κάποια εξιδανίκευση ή την απόκρυψη προβλημάτων, τα οποία είναι "συνυφασμένα" με το σχολείο ως ζωντανό οργανισμό.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι το περί ου ο λόγος άρθρο, ενώ εκφράζει τη θλίψη και την αγωνία ενός εκπαιδευτικού ο οποίος συνταξιοδοτούμενος άφησε πίσω του πλούτο προσφοράς στην εκπαίδευση, εμπεριέχει γενικεύσεις, ακραίο λόγο, αδικεί δε τον κλάδο των εκπαιδευτικών καθιστώντας τον βορά στο σκανδαλοθηρικό κοινό, μειώνοντας την προσωπικότητα του συντάκτη του, ενώ έχει προσφέρει έργο στη σχολική τάξη και διοίκηση.

Αγαθοκλής Αζέλης, Φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου