Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο χαρτοφύλακας

Ήταν η δεύτερη φορά που οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό. Ό,τι είχε απομείνει δηλαδή. Πάντως ανθρώπους βρήκαν, γιατί ο κόσμος είχε ξεθαρρέψει, έβγαινε από τα καταλύματα στο δάσος κι έσκαβε στους κήπους ή τα ερείπια για να βρει καμιά μισοκαμένη φλοκάτη ή κανένα ρούχο για να πορευτεί. Έκλεισαν πολλά γυναικόπαιδα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και τους έκαναν παρανάλωμα του πυρός. Ο Μ. το θυμόταν καλά το περιστατικό και το ανέφερε πάντα όταν ο λόγος του περιστρεφόταν γύρω από τα αγαπημένα του θέματα, της εποχής της κατοχής. Το συνέδεε με ένα προσωπικό βίωμα. Περπατούσε ξυπόλυτος στην ποταμιά στην κοπατσίνα. Σε μια όχθη ξεχώριζε από μακριά ένας άντρας ξαπλωμένος. Πλησιάζοντας κατάλαβε από το κράνος ότι ήταν Γερμανός στρατιώτης. Σαν να κοιμόταν έμοιαζε ή σαν να επιχειρούσε να ξεδιψάσει. Οι δικοί του ήταν ακόμη απασχολημένοι και δεν πρόλαβαν να τον μαζέψουν. Δίπλα του ήταν ένας μεγάλος δερμάτινος χαρτοφύλακας. Ο Μ. τον άνοιξε. Άχρηστα χαρτιά βρήκε μέσα και λίγες φωτογραφίες. Δεν μπόρεσε να κάνει ταύτιση προσώπου, γιατί τα θηρία πρόλαβαν να το παραμορφώσουν τη νύχτα. Κράτησε για λίγο τον χαρτοφύλακα αναποφάσιστος. Σκόρπισε μετά τα χαρτιά στο ποτάμι, γύρισε την πλάτη και τράβηξε για τις καλύβες στο δάσος. Εκεί έμαθε για τα γυναικόπαιδα. Με τον χαρτοφύλακα έφτιαξε ένα ζευγάρι τσαρούχια. Κράτησαν καιρό, γιατί ήταν καλής ποιότητας δέρμα, στρατιωτικό υλικό. Δεν φοβήθηκε; ρώτησε ένας από την ομήγυρη που άκουγε την αφήγηση γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι. Την πρώτη φορά ναι, είπε, μετά το συνήθισε, όπως οτιδήποτε επαναλαμβάνεται με συχνότητα γύρω μας.

Αγαθοκλής Αζέλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου