Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Το κουτί με τις φωνές


Δεν φτάνει που άνθρωπος του βουνού αυτός βρέθηκε ναύτης στο πολεμικό ναυτικό, του έμελλε να ζήσει σε λίγο χρόνο πρωτόγνωρα πράγματα. Του φόρεσαν κοντά παντελονάκια (βερμούδες τα λέμε τώρα) και μάλιστα άσπρα, τον ανέβασαν σε πλοίο και του δίδαξαν κολύμπι στη θάλασσα, τον έφεραν σε επαφή με τη μεγαλούπολη, τους πειρασμούς της και τις δυσκολίες της. Ας είναι όμως, διέκοπτε τον μονόλογό του, τον έσωσε το ναυτικό. Τα βουνά είχαν γεμίσει κουφάρια από φαντάρους του πεζικού. Το πιο παράξενο πράγμα που είδε στο πλοίο δεν ήταν η πυξίδα ή τα πυροβόλα. Ήταν ένα τεράστιο κουτί, πόρτα πρέπει να ήταν, που πίσω της κρύβονταν κάποιοι άγνωστοι που τραγουδούσαν ή μιλούσαν, χωρίς να δείχνουν τα πρόσωπά τους. Μα για ποιο λόγο να ντρέπονται; αναρωτήθηκε ο Μ. Στο χωριό η κομπανία των μουσικών στα πανηγύρια και τους γάμους, πριν τον πόλεμο βέβαια, στέκονταν στο κέντρο των γλεντοκόπων και ήταν πρόσωπα ξεχωριστά. Άσε που κόλλαγαν το κλαρίνο στο αυτί του πρωτοχορευτή! Θα είναι συνήθεια που μας έφεραν οι Εγγλέζοι, σκέφτηκε, όλα παράξενα τα κάνουν αυτοί. Όμως η φυσική του περιέργεια δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Μια μέρα, ενώ ετοιμάζονταν για έξοδο, είδε έναν Αθηναίο ναύτη να τραβάει ένα χοντρό σκοινί κοντά στην πόρτα με τους μουσικούς κι αμέσως τους κόπηκε η μιλιά. Αυτό δεν το χώραγε ο νους του. Την επόμενη μέρα εξόδου κρύφτηκε, για να παρακολουθήσει τι γίνεται, χωρίς να δίνει στόχο. Ο τελευταίος ναύτης τράβηξε πάλι εκείνο το σχοινί κι η μουσική κόπηκε μαχαίρι. Όταν βεβαιώθηκε ότι άδειασε το πλοίο, ο Μ. έπιασε με ταραχή εκείνο το ιδιότυπο σκοινί με τη διχάλα στην άκρη και το έβαλε στην τρύπα από όπου την έβγαλε η παλιοσειρά. Λίγο έλειψε να του έρθει ανακοπή απ' τις φωνές που αναδύθηκαν ξαφνικά! Τράβηξε πάλι το σκοινί, ησυχία! Επανέλαβε τις κινήσεις, τα ίδια. Αποβιβάστηκε περισσότερο μπερδεμένος από ό,τι πριν. Αργότερα πληροφορήθηκε ότι δεν κρύβονταν άνθρωποι από πίσω αλλά ήταν ένα μηχάνημα που το ονόμαζαν ραδιόφωνο. Όταν μετά από χρόνια κυκλοφόρησαν τα φορητά μπαταρίας, αγόρασε ένα για συντροφιά στη στάνη. Ήταν Grundig και ο νήπιος γιος του το αποκαλούσε λάλα, θείο δηλαδή, όσο ακόμη λειτουργούσε, πριν το ανοίξει κρυφά για να εντοπίσει τον μικρόσωμο πολυλογά συγγενή, που δεν τον καταλάβαινε, καθώς μιλούσε γρήγορα κι ελληνικά.

Αγαθοκλής Αζέλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου