Όποιον πετυχαίνει
Όποιον πετυχαίνει,
ανυψώνεται
σαν από γιγαντιαίο γερανό
και τον αφήνει κάτω
όπου τίποτα δεν μετράει πια,
όπου κανένας δρόμος
δεν οδηγεί από το χθες στο αύριο.
Τα κουμπιά, τα κοσμήματα και το χρώμα
σκουπίζονται σάμπως με σκούπα
από τα ρούχα του.
Μετά τον γδύνουν
και τον εκθέτουν.
Εχθρικά χέρια
ψηλαφούν τους γοφούς του.
Κάτω από πίεση
βράζει στα δάκρυα
μέχρι η σάρκα
να μαλακώσει στο κόκαλο
όπως στις αργές κουζίνες του χρόνου.
Πιέζεται μέσα από τα λεπτότερα
κόσκινα του πόνου
και μέσα από τα πιο ανελέητα
πανιά στραγγίζεται,
που δεν αφήνουν τίποτα να περάσει
κι ο τελευταίος κόκκος
αυτοεκτίμησης
συγκρατιέται.
Έτσι επιλέγεται
και τιμωρείται
και πρέπει να φάει το χώμα
σε όλες τις λεωφόρους της απάτης
από τα πέλματα όλων των απογοητευμένων,
και επειδή είναι φθινόπωρο
το αίμα του
θα γονιμοποιήσει τα μεγάλα αμπέλια
και θα τα προστατεύσει από τον παγετό.
Μερικές φορές, ωστόσο
αν είναι τυχερός,
αλλά δίχως κάποιο
αναγνωρίσιμο
επίτευγμα,
καθώς δεν είναι εκτεθειμένος
για κάποιο αναγνωρίσιμο σφάλμα,
αλλά απλώς επειδή ήταν διαθέσιμος,
συγχωρείται
από την άγνωστη
παντοδύναμη αρχή
όσο υπάρχει ακόμα χρόνος.
Τότε ανακαλύπτεται ξανά
σαν μια χαμένη ήπειρος
ή ένας σταυρός
μετά από αεροπορική επιδρομή
σ’ ένα θαμμένο κελάρι.
Είναι σαν να ορίζονται μελλοντικές διαδρομές:
το πουθενά του
συνδέεται
με το παλιό τοπίο,
σαν ένα βαγόνι
από μια νεκρή σιδηροτροχιά
με ένα τρένο.
Κάτω από την ουρανιοτοξωτή πύλη
τον αναγνωρίζει κι ανοίγει την αγκάλη του
να τον υποδεχτεί
ένα τρυφερό χθες
μια καθορίσιμη ημέρα του ημερολογίου,
που είναι φουσκωμένη με μέλλον.
Καμιά γάτα με επτά ζωές,
καμιά σαύρα ή αστερίας,
που το χαμένο τους άκρο
ξαναφυτρώνει,
κανένα τεμαχισμένο σκουλήκι
δεν είναι τόσο σκληρό όσο ο άνθρωπος,
που τον ξαπλώνουν στον ήλιο
αγάπης κι ελπίδας.
Με τα εγκαύματα στο σώμα του
και τις ουλές απ’ τις πληγές
ο φόβος του εξασθενεί.
Το απογυμνωμένο
δέντρο της χαράς του
βγάζει νέους βλαστούς,
ακόμα και ο φλοιός της εμπιστοσύνης
μεγαλώνει σιγά-σιγά ξανά.
Συνηθίζει στην αλλαγμένη
οργωμένη εικόνα
στους καθρέφτες,
λαδώνει το δέρμα του
και περνάει τον περίεργο
αποστεωμένο άνθρωπο
με ένα νέο στρώμα λίπους,
μέχρι να μη μυρίζει πλέον
σε κανέναν παράξενα.
Και εντελώς ανεπαίσθητα,
ίσως σε κάποια αργία
ή σε κάποια γενέθλια,
δεν κάθεται πια
μόνο στην άκρη
της προσφερμένης καρέκλας,
σαν να ετοιμάζεται για φυγή
ή σαν να έχει το έπιπλο
σαρακοφαγωμένα πόδια,
αλλά κάθεται
με τους δικούς του στο τραπέζι
και νιώθει στο σπίτι του
και σχεδόν
ασφαλής
κι απολαμβάνει
τα δώρα
και αγαπάει το δανεικό
πιότερο από μια περιουσία
και κάθε μέρα
είναι γι' αυτόν
ένα εδώ που καταπλήσσει,
τόσο φωτεινά ελαφρύ
και ξεκάθαρα οριοθετημένο
όπως η απόσταση
ανάμεσα στις απλωμένες
φτερούγες
ενός πουλιού που φτερουγίζει.
Η τρομερή παύση
της δοκιμασίας
βυθίζεται.
Οι μπάρες
σε όλα τα σύνορα
επιστρέφουν στο φως.
Αλλά η ουσία
του εγώ
είναι τόσο διαφορετική
όπως το μέταλλο που βγαίνει από την υψικάμινο.
Ή σαν να έπεφτε
από τον δέκατο ή τον εικοστό όροφο
- η διαφορά είναι μικρή
στο σάλτο μορτάλε
χωρίς δίχτυ -
στα πόδια του
στη μέση της Τάιμς σκουαίρ
και με το ζόρι
πριν αλλάξει το κόκκινο φανάρι
αποφεύγει τις άκρες των αυτοκινήτων.
Αλλά μια κάποια ελαφρότητα
όπως ενός πουλιού
του
έμεινε.
*
Αλλά εσύ
που τον συναντάς
σε κάθε δρόμο,
εσύ που μοιράζεις τον άρτο μαζί του
σκύψε και χάιδεψε
χωρίς να τα τσακίσεις,
τα τρυφερά βρύα στο έδαφος
ή ένα μικρό ζώο,
χωρίς να ζαρώσει
μπροστά στο χέρι σου.
Βάλε το προστατευτικά
στο κεφάλι ενός παιδιού,
άφησε να το φιλήσει
το τρυφερό στόμα
των αγαπημένων,
ή κράτα το
όπως κάτω από μια κάνουλα
κάτω από τη χρυσή ροή
του απογευματινού ήλιου,
για να γίνει διάφανο
και εντελώς ακατάλληλο
για οποιαδήποτε κίνηση
στην κατασκευή
λαγουμιών με συρματόπλεγμα,
δημόσιων
ή προσωπικών,
και ποτέ να μη φωνάζει
έλα εδώ
όταν ο πανικός
μοιράζει τα τρομερά όπλα του,
και ποτέ
τη μεγάλη σιδερένια
ράβδο να μην κρατήσει,
που διαπερνά την άλλη μορφή
σαν να ήταν αφρός.
Και ποτέ
κανένα βράδυ,
να μην έρθει στο σπίτι σου
σαν κυνηγόσκυλο
μ’ έναν φασιανό
ή ένα μικρό λαγό
σαν θήραμα του ενστίκτου του
και το δέρμα
ενός εσύ
μην αποθέσει στο τραπέζι.
Έτσι,
όταν την ύστερη των ημερών
θα βρίσκεται μπροστά σου
στην κουβέρτα,
σαν ένα χλωμό λουλούδι
τόσο θαμπό
αλλά όχι και τόσο ελαφρύ.
και όχι τόσο αγνό,
αλλά σαν ανθρώπινο χέρι,
που κηλιδώνεται
και πλένεται.
και κηλιδώνεται ξανά,
το ευχαριστείς
και λες
στο καλό,
χέρι μου.
Ήσουν ένα στοργικό
μέλος
ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο.
Σημείωση: Σύμφωνα με την φιλόσοφο Χάννα Άρεντ «δεν μπορούμε ούτε να ξεπεράσουμε το παρελθόν, ούτε να το αναιρέσουμε. Μπορούμε όμως να συμβιβαστούμε με αυτό. Η μορφή με την οποία γίνεται αυτό είναι ο θρήνος που αναδύεται από κάθε μνήμη. [...] Αν υπάρχει οποιαδήποτε «συμφιλίωση» με το παρελθόν, αυτή συνίσταται στην αναδιήγηση όσων συνέβησαν- αλλά ακόμη και αυτή η αναδιήγηση, που διαμορφώνει την ιστορία, δεν λύνει κανένα πρόβλημα ούτε ανακουφίζει κανέναν πόνο, δεν ξεπερνά τελικά τίποτα. Αντίθετα, [...] διεγείρει την επαναλαμβανόμενη αφήγηση. [...] Δεν υπάρχει κανένα νόημα που να μπορεί να αποσπαστεί εντελώς από αυτές τις ιστορίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου