Μόνος! Ἐντελῶς μόνος...
Κάθομαι στό γραφεῖο
μου· τά κεριά στό κηροπήγιο καῖνε... ἡ πόρτα πού ὁδηγεῖ στό δωμάτιο, πού ἦταν
κάποτε δικό της, εἶναι διάπλατα ἀνοιχτή καί, καθώς ὑψώνω τό βλέμμα μου,
βυθίζεται στον σκοτεινό χώρο. Τρεμολάμποντας ἔρχονται καί παίζουν στα παράθυρά
μου ἀνταύγειες ἀπό τὰ φῶτα τῶν ἀντικρυνῶν σπιτιῶν... Πόσο καινούργιο, πόσο
βάναυσο εἶναι τοῦτο... Κατέβαζε πάντα τίς κουρτίνες στό γραφείο μου, ὅταν
ἔπεφτε τό βράδυ· κανένας θόρυβος τοῦ δρόμου, κανένα φῶς ἀπό ἀπέναντι νά μή μπεῖ
στό σπίτι μας...
Καί οἱ ὧρες
περνοῦσαν. Περπάτησα πάνω-κάτω στό δωμάτιό μου· καί στό δικό της. Ἔγειρα στό ντιβάνι
της, ἔμεινα ὥρα ξαπλωμένος καί ἀτένιζα ἀπ᾿ τὰ παράθυρα τόν μάταιο κόσμο...
Στάθηκα μπροστά στό γραφείο της, πῆρα στα χέρια τους κονδυλοφόρους της, που
πάνω τους μένει ἀκόμα τὸ ἄρωμα ἀπό τ᾽ ἀκροδάχτυλά της... Καί μπροστά στό τζάκι,
τό σβησμένο, στάθηκα, ἀνασκάλεψα μέ τήν μασιά την στάχτη... Κι αὐτό θρόισε κι
ἔτριξε ἀπὸ τὰ κάρβουνα καί τό χαρτί πού εἶχαν γίνει σκόνη.
Κάθε πρωί
πηγαίνω καί περπατάω στό νεκροταφείο... Φέτος ἔχουμε ὄψιμο φθινόπωρο, μέ ἕναν
ἥλιο κρύο καί θρασύ, καί ὅταν βλέπω ἀπό μακριά τόν λευκό περίβολο, τα μάτια μου
τσούζουν. Μετά περιφέρομαι ἀνάμεσα στις σειρές τῶν τάφων καί παρατηρῶ τοὺς
ἀνθρώπους πού ἔρχονται ἐκεῖ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καί γιά να κλάψουν. ᾿Αρχίζω να
γνωρίζω μερικούς... Παραδόξως σ' αὐτές τις μορφές μέ συγκινεῖ τό τυπικό, τό
διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενο... Η κοπέλλα που σκύβει με λυγμούς σ' ἐκεῖνον τόν
σταυρό κοντά στην ἐκκλησία, πάντα μέ τόν ἴδιο λυγμό, μέ τούς ίδιους μενεξέδες
που τοὺς ἀποθέτει στην ὑγρή γῆ, κι ὅταν μετά σηκώνεται, πάντα ἡ ἴδια ἔκφραση
δύναμης στην ὄψη της, ἡ γρήγορη φυγή... Θρηνεῖ ἕναν νεαρό· πέθανε στα
εἰκοσιτέσσερά του, σίγουρα ήταν γυναίκα του... Πάντοτε μέ ἀδράχνει ἡ σκέψη: Μὰ
πῶς μπορεῖ καὶ ξανασηκώνεται, ποῦ βρίσκει τό παρηγορημένο βλέμμα πού ἔχει ὅταν
φεύγει;... Θα 'θελα να τρέξω πίσω της: Δέν ὑπάρχει παρηγοριά, τρελλή!... Κι
ἐγώ, πού κάθε μέρα είμαι ἐδῶ, τί γυρεύω τελικά;... Με νευριάζουν μερικές φορές
οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ, μὲ τὸ πένθος στό καπέλο, μὲ τὰ μαῦρα γάντια... Συνάμα δείχνω
κι ἐγώ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, χλωμός καί βαλαντωμένος... ῎Αχ, τό ξέρω πιά...
ζηλεύω τον πόνο τῶν ἄλλων, ἐδῶ νιώθω σάμπως μέ πράγματα ἔξοχα καί γοητευτικά.
Δέν μποροῦσα ν' ἀντέξω τὴν ἔκφραση ἐνθουσιασμοῦ στὰ πλήθη τῶν ἄλλων, ὅποτε
ἤμουν ἐνθουσιασμένος με κάτι τό μεγάλο... Ζηλόφθονα κοιτοῦσα τὸν γείτονά μου,
πού ἔδειχνε νὰ τὸν διαπερνᾶ ἕνα ρίγος ὅμοιο με τό δικό μου... Κάτι μέσα μου
ἐπαναστατοῦσε ἐνάντια στην σκέψη, ὅτι ὅλοι αὐτοί ἐδῶ, που βρίσκονται ἀνάμεσα
στους τάφους, περιπλανῶνται μὲ τὸν ἴδιο ἄφατο αἰώνιο πόνο... "Αχ, εἶναι
ἄθλιο. Τό ίδιο νιώθουν ὅλοι τους, καί μετά οἱ μέρες συνεχίζουν νὰ κυλοῦν... με
καινούργιες σκέψεις, νεώτερες ἐλπίδες... στό τέλος ἔρχεται ἡ ἄνοιξη ἀπατηλή καί
μαλακή καί
φορτικά τό ἄνθισμά της σε χτυπάει καταπρόσωπα... Οἱ ἄνεμοι πνέουν καί τά
λουλούδια ἀνθίζουν καί οἱ γυναῖκες γελάνε, κι ἐμεῖς εἴμαστε πάλι οἱ γελασμένοι,
ξεγελιόμαστε καί χάνουμε τόν μεγάλο και αἰώνιο πόνο μας...
Τις πιό πολλές
φορές στέκομαι μερικά βήματα μακριά ἀπό τό κομμάτι γῆς, ποὺ ἀπό κάτω της
ἀναπαύεται ἐκείνη... Ὅταν θά στήσουν τό πέτρινο μνῆμα, θα μπορῶ ν᾿ ἀκουμπάω στα
ψυχρά σκαλοπάτια, θα σκύβω τό κεφάλι, θα γονατίζω· στό ἴδιο τὸ χῶμα δέν τολμῶ
νὰ σκύψω. Με πιάνει τρόμος στην σκέψη ὅτι κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια μου θρυμματίζονται
σβώλοι ἀπό χῶμα, ποὺ τοὺς ἀκούω να σκᾶνε πάνω στό φέρετρο... Καί ὅμως, μερικές
φορές μέ διαπερνᾶ μία σχεδόν ἀνυπότακτη ἐπιθυμία, να ριχτῶ κάτω, να σκάψω
τριγύρω τὴν γῆ μὲ τὰ χέρια... Ἡ θλίψη μου δέν ἔχει ἠπιότητα... εἶμαι θυμωμένος,
τρίζω τα δόντια, μισῶ τοὺς πάντες και τά πάντα... Προπάντων ἐκείνους πού μέ
λυποῦνται... Ὅλοι αὐτοί οἱ ἄντρες, οἱ γυναῖκες, τὰ παιδιά, που περπατάω ἀνάμεσά
τους, μοῦ εἶναι ἀντιπαθεῖς, θά 'θελα να τους κυνηγήσω ἀπό ἐκεῖ... Ἰδιαίτερα
ἔχει για μένα μια ἄφατη πίκρα ἡ σκέψη ὅτι κάποιος ἦρθε χθές ἐδῶ γιὰ τελευταία
φορά. Ὑπέφερε τόν πόνο του μέχρι τέλους... Ἔνιωθε πώς γινόταν ὅλο καί πιό
ἤπιος... Κάθε μέρα ἔφευγε καί πιό ἀνακουφισμένος ἀπό ἐδῶ. Κι ἕνα πρωί ξυπνάει
καί μπορεῖ καί πάλι να χαμογελάσει... Πόσο μισῶ τοὺς ἀνθρώπους πού μποροῦν νὰ
ξαναχαμογελάσουν... Ὅμως ἕνα πρωί θά ξαναχαμογελάσω κι ἐγώ!... Κι ἐγώ θα
ξεχάσω!... Μέσα μου ἀναδύεται σήμερα ἡ ἀνάμνηση τῆς νεανικῆς μου ἡλικίας... πῶς
διέσχιζα τό δάσος περπατώντας στό πλευρό τῆς γλυκιᾶς, τῆς πολυαγαπημένης, καί
πόσο ἀπέραντα εὐτυχισμένος θὰ μποροῦσα νὰ εἶμαι... Καί ἤμουν. Ὑπάρχουν στιγμές
πού καταβροχθίζουν τα πάντα, παρελθόν, μέλλον, πού εἶναι ἡ ἴδια ἡ αἰωνιότητα...
Ὅμως ποτέ δέν ἤμουν ἀπ᾿ αὐτούς πού τραβάᾶνε τό δρόμο τους γαλήνιοι στην ἄκρη
τοῦ αὐτοκινητόδρομου, ποῦ καί ποῦ περιπλανιοῦνται πιό βαθιά μές στά λιβάδια καὶ
τὰ δάση καί μποροῦν να ξαπλώσουν στήν πρασινάδα, ρουφώντας μακάριοι τό πρωινό.
Ἐγώ ἀνέβαινα στα δέντρα καί κοίταζα πέρα στό βάθος, ἐκεῖ ποὺ ὁ αὐτοκινητόδρομος
χάνεται μές στό γκρίζο καί ἡ ἄνοιξη ἀρχίζει να πεθαίνει... Κι ἐδῶ... ἐδῶ σ'
αὐτό τό δωμάτιο, πλάι στό παράθυρο ἦταν πού κάποτε ἡ γυναίκα μου φιλοῦσε
τρυφερά τα μάγουλά μου καί μέ διαπερνοῦσε μιά τόσο παγερή ἀνατριχίλα... Τά
λεπτά, οἱ ὧρες, οἱ μέρες, τά χρόνια ἀπομακρύνονταν μανιασμένα, ἡ πρόσκαιρη ζωή
μας εἶχε περάσει... Γέροι, καὶ οἱ δύο, τό τέλος, τό τέλος!... Ἔτσι βεβήλωσα τὴν
ἀγάπη μου, γιατί νόμιζα πώς ἔμελλε να ξεθωριάσει... Καί τώρα βεβηλώνω τον πόνο
μου, καθώς σκέφτομαι πώς κάποτε θά χαμογελάσω και πάλι!...
Ποιός εἶναι
αὐτός ὁ ἄντρας μὲ τὰ ξανθά μαλλιά και τα παραπονιάρικα μάτια; Γιά ποιόν κλαίει;
Ο τάφος πού πηγαίνει καθημερινά βρίσκεται λίγα βήματα πέρα ἀπό τὸν τάφο τῆς
γυναίκας μου... Ὁ ἄντρας μοῦ κίνησε τήν προσοχή, γιατί δὲν μπορῶ νὰ τὸν μισήσω
ὅσο τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἐκεῖ νωρίτερα ἀπό μένα καί μένει ἀκόμα, ὅταν ἐγὼ
ἀπομακρύνομαι... Ἰσως νὰ μὴν τοῦ εἶχα δώσει σημασία, ἂν δὲν εἶχα νιώσει τὰ
μάτια του να με κοιτάζουν μέ μιά λάμψη τόσο βαθιᾶς συμπόνιας, πού σχεδόν μ’
ἔπιασε
τρόμος. Τόν
κοίταξα ἐπίμονα· γύρισε ἀργά καί ἔφυγε περπατώντας δίπλα στόν περίβολο...
Πάντως πρέπει νά τόν ξέρω... ἀπό παλιά... ᾿Αλλά ἀπό ποῦ; Ἔχουμε συναντηθεῖ σέ
κανένα ταξίδι;... Τόν ἔχω δεῖ στό θέατρο;... Ἢ, ἀπλά, στό δρόμο;... Φαίνεται
πώς νιώθει τήν μοίρα μου και πώς ἔχει ζήσει μιά παρόμοια κι ἐκεῖνος· μόνο ἔτσι
μπορῶ νὰ ἐξηγήσω ἐκεῖνο τὸ βλέμμα, ποὺ θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστο... Εἶναι ὡραῖος
καί νέος.
Τώρα... καθώς
κάθομαι ξανά ἐδῶ στό γραφείο μου καί μπροστά μου στέκεται στεφανωμένο μέ
μαραμένα λουλούδια τό πορτραίτο τῆς ἀγαπημένης, ποὺ ἦταν ἡ γυναίκα μου, τὸ πᾶν
μου, ἡ εὐτυχία μου, ὁ κόσμος μου..., ἔρχομαι σιγά-σιγά ξανά στά λογικά μου.
Μέρες σάν κι αὐτές που ἔζησα τελευταῖα, πραγματικά διώχνουν βίαια κάθε νηφάλια
κρίση... Σήμερα ἔχω μεγάλα σχέδια... γιά πρώτη φορά μετά ἀπό ἕνα μήνα θέλω ν’
ἀνοίξω την βιβλιοθήκη, θέλω νά προσπαθήσω νά ξαναδιαβάσω, νά παρατηρήσω, νά
σκεφτώ...
Τίποτε ἀπ’ ὅλα
αὐτὰ δὲν ἔκανα. Ἔπρεπε νά ξαναπάω... ἀργά τό βράδυ... Ἔρημο τό νεκροταφείο.
Ψυχή γύρω μου... Γιά πρώτη φορά σήμερα ἔσκυψα καί φίλησα τὸ χῶμα, πού ἀπό κάτω
του ἀναπαύεται ἐκείνη. Κι ἔπειτα ἔκλαψα, ναί, ἔκλαψα... Εἶχε τόση ἡσυχία... Ὁ
ἀέρας κρύος καί ἤρεμος. Μετά σηκώθηκα καί περνώντας ἀνάμεσα στίς σειρές τῶν τὰφων
προχώρησα πρός τήν πύλη τοῦ νεκροταφείου. Κι ἐπικράτησε ἀπόλυτη μοναξιά· τὸ φῶς
τοῦ φεγγαριοῦ περνοῦσε τόσο δυνατό πάνω από τούς σταυρούς καί τα μνήματα, πού
θά εἶχα δεῖ τὸν ὁποιονδήποτε. Είδα νά φεύγει καί μιά γυναίκα, μέ μαῦρο πέπλο
πού ἀνέμιζε καί μαντήλι... τίς ξέρω πιά τόσο καλά αὐτές τίς γυναῖκες. Καί ὁ
πλατύς δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν πόλη, ἦταν λευκός μέσα στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
῎Ακουγα συνεχῶς τὰ βήματά μου. Ήμουν ἐκεῖ πολλή ὥρα ἐντελῶς μόνος, μέχρι πού
φάνηκαν τὰ πρῶτα σπίτια τῶν προαστείων καί τὰ πρῶτα πανδοχεῖα. Ἐκεῖ εἶχε
ξαφνικά καὶ πάλι ἀνθρώπινες φωνές καί βήματα καί θόρυβο. Ὅμως αὐτό μοῦ ἔκανε
καλό καί τώρα, πού μετά τήν περιπλάνησή μου γύρισα στό σπίτι, ἔνιωσα μιά
παράξενη ἐπιθυμία, ποὺ ἀπό παλιά εἶχα πάψει νὰ αἰσθάνομαι, ν᾿ ἀνοίξω τό
παράθυρό μου καί ν’ ἀκούσω ξανά ἀνθρώπινες φωνές καί θόρυβο ἀπ᾿ τὸ δρόμο. Ὅμως
ἡ νύχτα εἶναι προχωρημένη καί κάτω βασιλεύει ἡσυχία... Κι ἀκόμα, κρυώνουν τα
δάχτυλά μου καθώς γράφω αὐτά, γιατί ἀρχίζει να κάνει κρύο· καί τὸ φῶς τρέμει,
μολονότι ὁ ἀέρας δέν κινεῖται...
Στεκόμουν πολύ
κοντά στόν περίβολο τοῦ νεκροταφείου καί ἡ ψηλή ἰτιά μὲ ἔκρυβε ἀπό τὸ βλέμμα
του. Εἶχα ἔρθει πολύ πρωί – πρῶτος ἀπ’ ὅλους. Στό σπιτάκι τοῦ νεκροθάφτη ἔκαιγε
ἀκόμα ἕνα φῶς. Ὅμως λίγο μετά ἀπό μένα ἐμφανίστηκαν κι ἄλλοι, γυναῖκες πιό
πολύ... Στό τέλος αὐτός... Πῆγε ἤρεμα στό μέρος, ὅπου στέκεται συνήθως... Πάντα
τὰ ἴδια μεγάλα, παραπονιάρικα μάτια... Καί γονάτισε... Κοίταζα, σκληρά...
Γόνατισε στόν τάφο τῆς γυναίκας μου... Ἐγώ ὅμως στεκόμουν ἐκεῖ, μέ κομμένη τὴν
ἀνάσα καί τά δάχτυλα χωμένα στά κλαδιά τῆς ἰτιᾶς. Αὐτό κράτησε λεπτά
ὁλόκληρα... Γονάτισε, δέν προσευχήθηκε... Οὔτε ἔκλαψε... Τώρα ξανασηκώθηκε...
περπάτησε, ὅπως συνήθιζε να κάνει, πάνω κάτω. Μετά ἀπό λίγη ὣρα ἦρθε πάλι κοντά
μου... Εἶχα πλησιάσει τον τάφο τῆς γυναίκας μου καί στεκόμουν στηριγμένος στά
κάγκελα ἑνός γειτονικοῦ μνήματος... Πέρασε ἀπό δίπλα μου, με κοίταξε
ἀτάραχος... Ἤθελα νὰ τοῦ φωνάξω, δὲν τὸ ἔκανα... Έβλεπα πώς πλησίαζε τήν έξοδο
τοῦ νεκροταφείου κι ἐγώ στεκόμουν ἀκόμα ἐκεῖ... Δέν ξέρω πῶς ἔνιωθα... Κι οὔτε
ξέρω πῶς νιώθω τώρα... Ὅμως θὰ ἔρθει μια μέρα, · αὔριο... αὔριο... κιόλας πού
θά τόν ξαναδῶ, πού θά τόν ρωτήσω, ποὺ θὰ τὰ ξέρω ὅλα...
Τί νύχτα εἶναι
αὐτή! Δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ!... Μόλις πού εἶναι περασμένα μεσάνυχτα... Μά τώρα
θέλω νά πάω... τί νά κάνω ἐδῶ, στό σπίτι μου... Μερικές ὣρες μόνο, καί ἡ τρέλλα
θά ἔχει περάσει καί πάλι... Πόσο ξεκάθαρα θὰ εἶναι ὅλα... ᾿Αλλά μέχρι τότε! Μά
λίγες ὣρες εἶναι μόνο...
Ναί, ναί! Στόν
τάφο τῆς γυναίκας μου! Ξανά τόν εἶδα νά γονατίζει ἐκεῖ· στεκόμουν μόλις δέκα
βήματα μακριά του... Καί γιατί δέν ὅρμησα ἀμέσως πάνω του; Γιατί δέν τόν ἄφησα
νά σηκωθεῖ, να κάνει λίγα βήματα ἀνεμπόδιστα. Πῶς; Δὲν ἔχω τό δικαίωμα νά τόν
ρωτήσω ποιός εἶναι;... ῎Αν δέν ρωτήσω αὐτόν, ποιόν θά ρωτήσω... Ὅμως ἄκουσε τα
βήματά μου πίσω ἀπό τά δικά του, καθώς κατευθυνόταν πρός τήν πύλη... Καί δέν
γελιέμαι, τάχυνε τό βήμα του. Ὅμως ἐγώ τὸν ἀκολούθησα... καί τό παρατήρησε...
Καθώς βγῆκε ἀπὸ τὴν πύλη, χάθηκε φυσικά για δυό στιγμές ἀπό τά μάτια μου...
Ὅμως ἐγώ ἀπό πίσω του... Τότε ἔφυγε ἕνα αὐτοκίνητο σὰν ἀστραπή... τό μοναδικό
ἐκεῖ γύρω... Ἐγώ, πίσω ἀπ᾿ τό αὐτοκίνητο... Δὲν μποροῦσα νά τό φτάσω... Γιά
μερικά λεπτά ἀκόμα συνέχισα νά τό βλέπω, γιατί ὁ δρόμος εἶναι μακρύς καί ἴσιος
– στό τέλος χάθηκε ἀπ᾿ τὰ μάτια μου... Καί στεκόμουν ἐκεῖ... ὅπως κάθομαι τώρα
μπροστά σ’ αὐτό τό χαρτί... κοντά στήν τρέλλα... Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄντρας πού
τολμᾶ νὰ γονατίσει στόν τάφο τῆς γυναίκας μου;... Τί τῆς ἦταν; Πῶς νά τὸ μάθω;
Ποῦ θὰ τὸν ξαναβρῶ; Ξαφνικά παραμορφώνεται ὁλόκληρο τό παρελθόν μου... Μά εἶμαι
τρελλός;... Μά δέν μ’ ἀγαποῦσε; Δέν ·ἐρχόταν ἑκατοντάδες φορές ἐδῶ, πίσω ἀπὸ
τὴν πολυθρόνα μου, ἄγγιζε μέ τά χείλη τό κεφάλι μου καί μέ τά χέρια της
ἀγκάλιαζε τό λαιμό μου;... Δὲν ἤμασταν εὐτυχισμένοι;... Μά ποιός εἶναι αὐτός ὁ
ξανθός, ὄμορφος νέος ἄντρας;... Γιατί μοῦ φάνηκε τόσο γνωστό τό πρόσωπό του;...
Δέν εἶναι τώρα σάν νὰ τὸν εἶχα δεῖ πολλές φορές ἀπέναντί μας, ὅταν πήγαινα μαζί
της στό θέατρο ἤ σε κοντσέρτο, μέ τό βλέμμα του καρφωμένο πάνω της; Δέν ἦταν
αὐτός, πού κάποτε πού πήγαινα μαζί της βόλτα μέ τό αὐτοκίνητο, τὸ ἀκολούθησε
τόση ώρα μέ τό βλέμμα του; Ποιός ἦταν; Ποιός; Ποιός; Ἴσως ἕνας φαντασιόπληκτος,
πού οὔτε κάν τον ἤξερε... πού δέν θεώρησε ἄξιο νὰ τοῦ χαρίσει οὔτε ἕνα
βλέμμα... Μά κι ἐγώ θά πρέπει να τον ἤξερα... Μά θά εἶχε προσπαθήσει κάποτε, σέ
κάποια συντροφιά, νὰ μᾶς πλησιάσει... Ὂχι... ἴσως μέ ἀπέφευγε... Γνώριζε τήν
γυναίκα μου χωρίς νά μέ γνωρίζει... Τὴν ἔπαιρνε ἀπό πίσω στόν δρόμο... τόλμησε
νὰ τῆς μιλήσει... Ὄχι! Θὰ μοῦ τὸ εἶχε πεῖ!... Πεῖ!... ᾌν τὸν ἀγαποῦσε; ῎Αχ, μά
αὐτή ἀγαποῦσε ἐμένα... Ἐμένα;... ᾿Από ποῦ τὸ ξέρω; Ἐπειδή μοῦ τὸ εἶπε; Μά μήπως
δέν τό λένε ὅλοι, καί οἱ πιό σκάρτοι πιό συχνά ἀπό τούς πιό καλούς;... Ὢ, θά τόν
βρῶ... θὰ τὸν βρῶ... καί θά τόν ρωτήσω... Κι αὐτός... ἀκόμα κι ἂν τὸν ἀγαποῦσε,
τί θ’ ἀπαντήσει;... Πῆγα στόν τάφο της γιατί τήν ἀγαποῦσα... ἀλλά αὐτή δέν το’μαθε
ποτέ... Μά μπορῶ νά μάθω ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ἀλήθεια μέ τή βία;... Ναί... Τί νά κάνω
λοιπόν;... Να συνεχίσω νὰ ζῶ;... Νά συνεχίσω νὰ ζῶ ἔτσι;...
Ἐδῶ καί τρεῖς
μέρες δέν τὸν ἔχω ξαναδεί. Ἤμουν ὅλη τὴν ὥρα έξω, δέν ξαναφάνηκε. Οἱ
νεκροθάφτες δέν ξέρουν ποιός εἶναι... Τίς ἑπόμενες μέρες θά πάρω τούς δρόμους,
πάνω κάτω, πρέπει νά τόν βρῶ... Ἲσως νὰ ἔχει πάει ταξίδι... Κάποτε θά
ξανάρθει... Θά ξανάρθει;... Κι ἄν εἶναι νεκρός...; ῎Αν δέν μπορεῖ νὰ ζήσει
χωρίς ἐκείνη;... Ὢ, καταντάει ἀστεῖο!... Ἄλλος ἕνας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει
χωρίς αὐτήν... Εἶχα μία καί μοναδική ἐπιθυμία, νὰ τοῦ πῶ... ᾿Αγαπητέ μου! Μὴν
ἀπατᾶσθε τόσο πολύ. Ὁπωσδήποτε ἀγαποῦσε κι ἐμένα... Ναί, θά ἤθελα νὰ τὸν κάνω νά
ζηλέψει... Τήν φωτογραφία της τήν πέταξα ἀπό τὸ γραφεῖο μου, τώρα βρίσκεται στή
μέση τοῦ δωματίου... Κι ἐκεῖ, στή μέση τοῦ δωματίου, καί τά γράμματά της, τά
γράμματα πού εἶχε φυλάξει στα ντουλάπια καί τά ἀναλόγιά της... Γιατί τὰ ἄνοιξα
ὅλα καί τὰ ἔψαξα... Τί βρῆκα;... Γράμματα ἀπό μένα, λουλούδια ἀπό μένα,
κορδέλλες, φιόγκους... ἴσως καί κανένα λουλούδι ἀπό ἐκεῖνον... Πῶς νὰ τὸ
ξεχωρίσεις τό λουλούδι;... Μά τί θέλω νά βρῶ;... Μά φυλάει ποτέ μιά γυναίκα
κάτι πού θὰ μποροῦσε νά τήν προδώσει;... Ἒψαξα μέχρι καί τὰ ροῦχα της, πού
εἶναι ἀκόμα κρεμασμένα... ἕνα μικρό γραμματάκι, ἕνα σημείωμα πού σοῦ τὸ βάζουν στό
χέρι, εὔκολα ξεχνιέται... Αὐτή ὅμως δέν ξέχασε τίποτα...
Δέν ξαναπῆγα
στό νεκροταφείο. Τρέμω στὴν ἰδέα νά ξαναδῶ τὸν τάφο... Ἒρχονται πιό ἤρεμες
στιγμές... Ἀφοῦ πέρασαν οἱ πρῶτες μέρες χωρίς να τρελλαθῶ, πρέπει νά συνηθίσω
στήν ἰδέα ὅτι δὲν θὰ μπορέσω ποτέ νά μάθω τὴν ἀλήθεια... Πῶς ζηλεύω ἐκείνους
τοὺς ἀπατημένους πού γνωρίζουν μέ βεβαιότητα τήν κακοτυχία τους! Πῶς ζηλεύω
ἀκόμα καί τήν τύχη ἐκείνων, πού τούς βασανίζει ἡ ὑποψία καὶ πού μποροῦν νὰ συνεχίσουν
ν᾿ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ κατασκοπεύουν, πού προσδοκοῦν τὴν εὐτυχισμένη στιγμή ποὺ ἡ
ἄπιστη μέ ἕνα βλέμμα, μιά λέξη, θά προδοθεί... Ἐγώ ὅμως εἶμαι αἰώνια
καταραμένος· γιατί ὁ τάφος δέν δίνει ἀπαντήσεις... Καί μερικές φορές, τήν
νύχτα, πετάγομαι πάνω ἀπὸ τὰ ἔρημά μου ὄνειρα, βασανισμένος ἀπό τήν σκέψη πώς
ἴσως βεβηλώνω τήν μνήμη μιᾶς ἀθώας... Πόσο πολύ θὰ ἤθελα νά συνεχίσω νὰ τὴν
ἀγαπῶ, τήν γυναίκα πού μὲ ἔκανε τόσο εὐτυχισμένο... Πόσο πολύ θά ἤθελα νὰ
μποροῦσα νὰ τὴν μισήσω, τὴν ἄθλια, πού μέ ἀπάτησε καί μέ ταπείνωσε... Ἐδῶ
μπροστά μου, πάνω στό γραφεῖο, βρίσκεται πάλι ἡ φωτογραφία της, γιατί τήν μάζεψα
ἀπό τό πάτωμα καί την ἔβαλα στήν παλιά της θέση. Νὰ μποροῦσα νά προσευχηθώ σέ
σένα, νά πέσω μπροστά σ’ αὐτή την φωτογραφία, ὅπως στήν εἰκόνα ἑνὸς ἁγίου καί νά
κλάψω! Νὰ μποροῦσα νά σέ περιφρονήσω, νά ποδοπατήσω τούτη τη φωτογραφία!...
Βράδια, νύχτες
ὁλόκληρες, ἀτενίζω αὐτά τά βουβά, χαμογελαστά, αἰνιγματικά μάτια...
Μετάφραση:
Ἀγαθοκλῆς Ἀζέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου